Το έργο του Ισπανού θεατρικού συγγραφέα και σεναριογράφου Νταβίντ Ντεσόλα (David Desola Mediavilla) με τίτλο “Η Σιωπηλή Λίμνη” (La charca inútil) σκηνοθετεί στο Θέατρο Επί Κολωνώ η Ελένη Σκότη. Το έργο έχει τιμηθεί με το βραβείο Lope De Vega το 2007 και έκανε πρεμιέρα στο Teatro Español της Μαδρίτης το 2009. Ο Όσκαρ είναι ένας καθηγητής (φιλόλογος) ο οποίος εξαιτίας μίας έντονης τραυματικής εμπειρίας στο σχολείο που δίδασκε, με ένα μαθητή του να του επιτίθεται και να τον τραυματίζει, αποσύρθηκε και δε διδάσκει πια, ζώντας σε ένα καθεστώς αυτοαπομόνωσης. Στις λίγες φωτεινές αποδράσεις της μίζερης καθημερινότητάς του συμπεριλαμβάνονται οι συναντήσεις του στην έρημη τεχνητή λίμνη ενός πάρκου με έναν πρώην δάσκαλό του, δις την εβδομάδα. Από τον τελευταίο δέχεται αιφνιδιαστικά την πρόταση να αναλάβει την κατ’ οίκον εκπαιδευτική βοήθεια του Ντιέγκο, του γιου της νεαρής και όμορφης Ιρένε, που προσπαθεί κι αυτή να ξεπεράσει τα δικά της ψυχικά τραύματα. Μετά από πίεση δέχεται την πρόκληση να επανέλθει στο ρόλο του καθηγητή, προσωρινά στην αρχή, αλλά η πρώτη του επίσκεψη στο σπίτι του επιφυλάσσει αρκετές εκπλήξεις. Η πραγματικότητα θα αρχίσει ένα διαρκές παιχνίδι με τις ψευδαισθήσεις, οι οποίες θα παίξουν καθοριστικό ρόλο στη σχέση που προσπαθεί να αναπτυχθεί μεταξύ των δύο, του Όσκαρ και της Ιρένε και τις συναισθηματικές της προεκτάσεις. Ένα έργο με έντονη τη χροιά ενός υπαρξιακού, ερωτικού δράματος που φλερτάρει επιτυχημένα και με τις αποχρώσεις ενός ψυχολογικού θρίλερ. Η μετάφραση της Μαρίας Χατζηεμμανουήλ σε γλώσσα καθημερινή και κατανοητή, μπόρεσε να αποδώσει με σαφήνεια τις ψυχολογικές διακυμάνσεις των ηρώων του έργου.
Η Ελένη Σκότη στη σκηνοθετική επιμέλεια της παράστασης επενδύει σε μικρής σχετικά διάρκειας σκηνές που εναλλάσσονται, μεταξύ του σπιτιού της Ιρένε όπου ο Όσκαρ διδάσκει τον μικρό Ντιέγκο και του παγκακιού της λίμνης όπου συναντιούνται με τον μέντορά του για να συνομιλήσουν. Από την αρχή γίνεται ολοφάνερο ότι οι δύο από τους τρεις χαρακτήρες κατατρύχονται από τα εσωτερικά τους τραύματα, ενώ ο τρίτος, πιο ορθολογιστής, απελευθερωμένος (ίσως και λόγω ηλικίας) από αρκετές εσωτερικές ανασφάλειες λειτουργεί και ως βαλβίδα αποσυμπίεσης της εσωστρέφειας των άλλων. Η απώλεια και οι τρόποι διαχείρισής της, καθώς και η ανθρώπινη επαφή αποτελούν τη θεματική ραχοκοκκαλιά του κειμένου και σε αυτές εμμένει και η σκηνοθετική οπτική. Κάποιες αποκαλύψεις στη ροή του έργου κλιμακώνουν το σασπένς για την εξέλιξή του και δημιουργούν ερωτηματικά στο μυαλό του θεατή και αναμονή για μια κάποια κορύφωση. Αντ’ αυτού παρακολουθούμε μια γραμμική εξιστόρηση, χαμηλών τόνων διαλόγους και μια αλληλουχία σκηνών που από ένα σημείο κι έπειτα γίνεται μονότονη, κουράζει και τον κάνει να χάνει (έστω και προσωρινά) το νήμα της εναλλαγής πραγματικότητας και ψευδαισθήσεων. Η παρουσία του Ιεροφάντη με το ενίοτε κυνικό του χιούμορ αποτελεί ένα δραματουργικό στήριγμα που συγκρατεί τη δραματουργική ισορροπία από το εκτροχιαστεί. Οι συμβολισμοί που κρύβονται στις λέξεις και τους διαλόγους άλλοτε αναδεικνύονται και άλλοτε περνούν χωρίς ιδιαίτερη έμφαση, με αποτέλεσμα να μην μπορεί να φωτιστεί πλήρως κάθε πτυχή των εσωτερικών τραυμάτων του κάθε χαρακτήρα και του φόβου που αυτά δημιουργούν. Παρ’ όλες όμως τις επιμέρους μικροαδυναμίες που εντοπίζονται στην εξέλιξή της, η παράσταση κρατά το ενδιαφέρον της ως το τέλος, επικουρούμενη και από τρεις πολύ καλές ερμηνείες από τους ηθοποιούς που συμμετέχουν.
Ο Θανάσης Κουρλαμπάς στο ρόλο του Όσκαρ καταφέρνει να αποδώσει ρεαλιστικά όλη την αμηχανία και την εσωτερική δειλία που κουβαλά ο ψυχισμός του ήρωά του. Η ερμηνεία του έχει μέτρο, απλότητα, αλλά και συναίσθημα και καταφέρνει να την ισορροπήσει εξαιρετικά μεταξύ μιας φαινομενικής εξωτερικής άνεσης κι ενός εσωτερικού δισταγμού να αφήσει τη ζωή του να ανθίσει και πάλι και να βρει το δρόμο της. Η Παναγιώτα Βλαντή είναι η Ιρένε, που δείχνει ικανοποιημένη να ζει στον κόσμο των ψευδαισθήσεών της. με μικρά διαλείμματα επανόδου στην πραγματικότητα. Το παίξιμό της εύθραυστο και ευαίσθητο, οι σιωπές της ενίοτε απροσδόκητες, οι εκφράσεις του προσώπου της θυμίζουν άλλοτε ένα ονειροπαρμένο κορίτσι και άλλοτε μια πονεμένη γυναίκα, πλάθοντας μια ηρωίδα με έντονη επιθυμία για ζωή, που αναμφίβολα είναι από τις πιο ολοκληρωμένες της καριέρας της. Ο Χάρης Τσιτσάκης ως Ιεροφάντης συμπληρώνει με τον καλύτερο τρόπο την τριάδα των πρωταγωνιστών. Ο λόγος του στιβαρός, άμεσος και σίγουρος, οι κινήσεις του γεμάτες από τη σοφία των γηρατειών και της συσσωρευμένης εμπειρίας, αποτελεί το συνδετικό κρίκο των δύο άλλων χαρακτήρων, αλλά και το κάτοπτρο (όπως η επιφάνεια της λίμνης) πάνω στο οποίο προβάλλονται οι συνειδησιακοί φόβοι τους.
Το σκηνικό του Γιώργου Χατζηνικολάου εκμεταλλεύεται όλο το πλάτος και το βάθος της σκηνής του Επί Κολωνώ με το παγκάκι των συναντήσεων στη λίμνη στο προσκήνιο να περιστρέφεται γύρω από την όχθη της, στην αρχή αντίθετα και στη συνέχεια κατά τους δείκτες του ρολογιού, ενώ στο δεύτερο επίπεδο αποτύπωσε εύστοχα το δωμάτιο του μικρού Ντιέγκο και το καθιστικό της Ιρένε. Τα κοστούμια της Μαρίας Αναματερού απλά, καλαίσθητα, χωρίς υπερβολές ή διάθεση να τραβήξουν το μάτι του θεατή υπηρετούν την ψυχοσύνθεση του κάθε χαρακτήρα. Το ηχητικό τοπίο και η μουσική του Στέλιου Γιαννουλάκη είχαν ενδιαφέρον, αλλά και μια επαναληπτικότητα που ενίοτε με κούρασε και δεν έδωσε την ένταση που απαιτούσαν κάποιες σκηνές. Οι φωτισμοί του Αντώνη Παναγιωτόπουλου ήταν καίριοι, σαφείς και με σημαντική συνεισφορά στη λειτουργικότητα του σκηνικού χώρου.
Συμπερασματικά, στη σκηνή του Επί Κολωνώ, παρακολούθησα μια παράσταση ενός σύγχρονου κειμένου που μιλά για την απώλεια, τη διαχείρισή της και την υπαρξιακή αγωνία της καθημερινότητας δύο ανθρώπων με έντονα ψυχικά τραύματα. Η σκηνοθετική προσέγγιση προσπάθησε να αναδείξει τα αδιέξοδα της ψυχοσύνθεσης των δύο βασικών ηρώων, αλλά και την ενδόμυχη δίψα τους για ζωή, έστω και μέσα από ψευδαισθήσεις που μπερδεύονται με την αλήθεια. Δεν απέφυγε μια επαναληπτικότητα σε κάποιες σκηνές και μια στατικότητα στην εξέλιξη της υπόθεσης, αλλά κατάφερε να μη χαθεί το ενδιαφέρον του εγχειρήματος και καθοδήγησε τους ηθοποιούς της σε πολύ καλές ερμηνείες και εξίσου καλή επικοινωνία μεταξύ τους επί σκηνής, “κρατώντας” το θεατή μέχρι το φινάλε.