Skip to main content
Το έργο του Βρετανού θεατρικού συγγραφέα Ντέννις Κέλλυ (Dennis Kelly) με τίτλο “Τα Ορφανά” (Orphans) σκηνοθετεί στο Θέατρο Μικρό Γκλόρια ο Κωνσταντίνος Μάρκελλος. Το έργο έκανε πρεμιέρα τον Αύγουστο του 2009 στο Traverse Theatre του Εδιμβούργου (ως συμμετοχή στο Edinburgh Fringe Festival), μεταφέρθηκε για σύντομο χρονικό διάστημα στο Birmingham Repertory Theatre και τον Οκτώβριο του ίδιου χρόνου ανέβηκε στο Soho Theatre του Λονδίνου. Στην Ελλάδα παρουσιάστηκε για πρώτη φορά τη σαιζόν 2010-11 στο Θέατρο του Νέου Κόσμου σε σκηνοθεσία Βαγγέλη Θεοδωρόπουλου. Ένα έργο με διεισδυτική ματιά στην εγγενή αστική βία και τη θέση της στην καθημερινότητά μας. Η Έλεν και ο Ντάνυ ετοιμάζονται να γιορτάσουν το γεγονός της εγκυμοσύνης της πρώτης στο δεύτερο παιδί του ζευγαριού με ένα επίσημο γεύμα για δύο. Προβλήματα και διαφωνίες μεταξύ τους υπάρχουν, αλλά προσπαθούν με συζήτηση και αμοιβαία κατανόηση να τα ξεπεράσουν. Ξαφνικά εισβάλλει στο σπίτι ο Λίαμ, ο μικρότερος αδερφός της Έλεν και άτομο με βεβαρημένο και τραυματικό παρελθόν, φορώντας ένα μπλουζάκι γεμάτο αίματα, τα οποία δικαιολογεί λέγοντας ότι συνάντησε και προσπάθησε να βοηθήσει στο δρόμο ένα τραυματισμένο νεαρό, αποφεύγοντας στην αρχή τις πολλές λεπτομέρειες. Οι επίμονες ερωτήσεις του ζευγαριού και οι εύλογες απορίες του, φέρνουν στο προσκήνιο αντιφάσεις και κενά στην ιστορία που αφηγείται ο νεαρός, για να αποκαλυφθεί τελικά ότι συμμετείχε ενεργά σε ένα έγκλημα με ρατσιστικά κίνητρα. Η Έλεν προτρέπει (ή καλύτερα σχεδόν αναγκάζει) τον Ντάνυ να πάει να βρει το θύμα και να το αποτρέψει με όποιο τρόπο μπορεί (ακόμα και με απειλές, εκβιασμό ή χρήση βίας) να αποκαλύψει τις πράξεις του αδερφού της στην αστυνομία. Όταν τελικά ο Ντάνυ επιστρέφει στο σπίτι η Έλεν ζητά από τον αδερφό της να εγκαταλείψει το σπίτι τους. Η νέα μετάφραση του αρχικού κειμένου έγινε από το σκηνοθέτη, ακολουθεί πιστά τους προβληματισμούς που θέτει ο συγγραφέας, αλλά και το ύφος του, έχει ενάργεια και δυναμική και χρησιμοποιεί αργκό χωρίς να ενοχλεί ή να προσβάλλει.
Ο Κωνσταντίνος Μάρκελλος αναλαμβάνει τη σκηνοθεσία της θεατρικής αυτής δουλειάς που εδράζεται σε μια σειρά από διαφορετικές θεωρήσεις του θεμιτού και του ηθικού, αλλά και μια διαδοχή ψυχολογικών, πνευματικών, αλλά και ηθικών διλημμάτων. Το πόσο κοντά μπορούμε να φτάσουμε στα όρια, ή το πόσο εύκολα μπορούμε να τα ξεπεράσουμε σε ένα ταξίδι χωρίς επιστροφή, καταδεικνύουν το πόσο λεπτές είναι οι ισορροπίες μεταξύ του καλού και του κακού, του ηθικού και του ανήθικου, του φωτός και του σκοταδιού, τα οποία πάντοτε συνυπάρχουν μέσα μας σε κυμαινόμενες δόσεις. Η αβεβαιότητα διατρέχει όλο το νοηματικό ιστό της παράστασης που εμφορείται από έντονες συναισθηματικές εναλλαγές και συγκρούσεις, ενώ το ατομικό αξιακό σύστημα και οι κοινωνικές παθογένειες διαμορφώνουν πρακτικές σκέψης και κωδικούς δράσης. Η σκηνοθετική προσέγγιση κρατά ελάχιστα ως δεδομένα, ενώ διαρκώς μεταβάλλει τα ζητούμενα. Η βία είναι συνέχεια παρούσα, αλλά εκδηλώνεται σε πολύ ήπιες δόσεις στη σκηνή, σε αντίθεση με το αφηγηματικό κομμάτι του έργου, όπου περιγράφεται με ωμότητα και κυνισμό. Χτίζει ελάχιστα πάνω στα κοινά των χαρακτήρων του έργου, αλλά επενδύει σε μεγάλο βαθμό στις διαφορές και τα αδιέξοδά τους, για να τονίσει την ιδιαιτερότητα της ψυχοσύνθεσης του καθενός τους. Οι υποφωτισμένες σκηνές υπογραμμίζουν μια υφέρπουσα αναμονή κακών εξελίξεων, την αγωνία της κορύφωσης του δράματος, την αλήθεια που αποκαλύπτεται αργά και θραυσματικά, μια αίσθηση ξεβολέματος που δεν αφήνει το θεατή να εφησυχάσει, αλλά διατηρεί όλες του τις αισθήσεις σε επιφυλακή. Ο ελλειπτικός λόγος, οι μισοτελειωμένες φράσεις, αυτά που δε λέγονται αλλά υπονοούνται, η χειραγώγηση της λογικής από το συναίσθημα και τούμπαλιν διατρέχουν τη σκηνοθετική οπτική και δημιουργούν ανάμεικτα συναισθήματα που μπορεί να μην τέρπουν, αλλά προβληματίζουν δημιουργικά το θεατή που παρακολουθεί. Υπήρχαν κάποιες αμήχανες συνδέσεις στη διαδοχή κάποιων εικόνων, αλλά ο ρυθμός κρατήθηκε σε υψηλό επίπεδο και η συνολική ροή δεν επηρεάστηκε ουσιαστικά από αυτές.
Ο Χρήστος Παπαδόπουλος στο ρόλο του “προβληματικού” Λίαμ αποφεύγει υποδειγματικά την τυποποίηση και την εύκολη φόρμα του ψυχικά άρρωστου ατόμου. Άλλοτε δείχνει χαμένος και άλλοτε φαίνεται να χειραγωγεί με χειρουργική ακρίβεια την αδερφή του κυρίως και τον Ντάνυ στη συνέχεια. Οι εκφράσεις του προσώπου του και οι κινήσεις του ενίοτε προκαλούν τη συμπάθεια και την κατανόηση, ενώ σε άλλες στιγμές με την ψυχρότητα και τον κυνισμό του είναι αφοπλιστικά απωθητικός. Η ανασφάλεια και τα παιδικά του τραύματα άλλοτε φαίνονται στη σκηνή μια ανοιχτή πληγή και άλλοτε τα εργαλεία για να πετύχει τους στόχους του. Η βαθύτερη ψυχοσύνθεσή του παραμένει αντιφατική και ανεξιχνίαστη, αποδεικνύοντας ότι έχει κατανοήσει πλήρως τις απαιτήσεις του ρόλου του και έχει προσαρμόσει πολύ αρμονικά σε αυτές τα εκφραστικά του μέσα. Η Ελένη Στεργίου υποδύεται την Έλεν με δυναμισμό και μια ετοιμότητα που προσαρμόζεται σχεδόν άμεσα με τα δεδομένα που προκύπτουν, παρόλο που ο αυτοέλεγχός της δείχνει να επικεντρώνεται σε μια (σχεδόν μητρική) συγκάλυψη και προστασία του αδερφού της. Παρ΄όλη τη σιγουριά που αποπνέει συχνά η έκφρασή της, η φωνή της έχει τα συναισθηματικά σπασίματα που προδίδουν τα τραύματα και τις φοβίες της και καταφέρνει να παρασύρει το θεατή στα διλήμματά της και να τον κάνει κοινωνό τους. Ο λόγος της καθαρός και ρυθμικός, οι ψυχολογικές της διακυμάνσεις διαρκείς και σε μεταβαλλόμενες εντάσεις, πλάθει έναν πολυδιάστατο χαρακτήρα που δυσκολεύεσαι ως θεατής να συμπαθήσεις ή να αντιπαθήσεις συνολικά, αλλά συμμετέχεις ενεργά στην προβληματική και το σκεπτικό του. Ο Κωνσταντίνος Μάρκελλος ως Ντάνυ αποτυπώνει ένα συντηρητικό οικογενειάρχη, που θέλει να βρίσκει λύσεις με το διάλογο και να κρατά όσο το δυνατό χαμηλούς τόνους. Καλείται στη ροή του κειμένου να υποστεί τη μεγαλύτερη ιδεολογική και συναισθηματική μετάλλαξη από τους ήρωες του έργου, να πάρει αποφάσεις “εν θερμώ” και να δράσει γρήγορα και αποτελεσματικά, συχνά με βία που δείχνει εντελώς έξω από την κουλτούρα του. Οι μεταβάσεις αυτές στη σκηνή γίνονται σχεδόν ανεπαίσθητα και πειστικά σε σημείο που ενίοτε δείχνει και ο ίδιος να τρομάζει από τον εαυτό του με αυθεντικό και αυθόρμητο τρόπο. Η φιλική συμμετοχή του Νίκολας Αλγκάερ στο τέλος αποτελεί μια δικλείδα αποφόρτισης για το θεατή και ίσως συμβολίζει την ελπίδα για ένα πιο φωτεινό μέλλον.
Ο σκηνικός χώρος της Αρετής Μουστάκα φωτεινά (και αυστηρά) οριοθετημένος, έχει μια λιτότητα, μια γεωμετρία που υποβάλλει, ενώ οι καθρέφτες φαίνονται να ψιθυρίζουν ότι τίποτε δεν είναι όπως ακριβώς φαίνεται. Τα κοστούμια της ίδιας σε σκούρες αποχρώσεις που ταιριάζουν στους χαμηλούς φωτισμούς του χώρου, εκτός από το μπλουζάκι του Λίαμ σε απόχρωση που τραβάει το μάτι και το οποίο τελικά εστιάζει στο πρόσωπό του. Η μουσική του Διαμαντή Αδαμαντίδη (Inner D) αποτελεί το κατάλληλο soundtrack των κλιμακούμενων εντάσεων της παράστασης, ενώ οι φωτισμοί της Στέλλας Κάλτσουοριοθετούν με αυστηρότητα το χώρο και δημιουργούν μια σκοτεινά φορτισμένη ατμόσφαιρα που υπηρετεί απόλυτα τη σκηνοθετική γραμμή.
Συμπερασματικά, στη σκηνή του Μικρού Γκλόρια, παρακολούθησα μια παράσταση ενός σύγχρονου κειμένου που διερευνά με ρεαλισμό και διεισδυτικότητα τη βία, το ρατσισμό, την ξενοφοβία, την ατομική ευθύνη και το πόσο μακριά μπορεί να φτάσει κάποιος για να υπερασπιστεί και να προστατεύσει την οικογένειά του. Η σκηνοθετική προσέγγιση ανέδειξε την προβληματική του κειμένου, πρόβαλλε τα διλήμματα και τα ερωτήματά του, απέφυγε το στυλιζάρισμα, κλιμάκωσε τις εντάσεις του και κατάφερε να αφυπνίσει το δημιουργικό προβληματισμό του θεατή. Οι λεπτοδουλεμένες και προσεγμένες ερμηνείες των τριών χαρακτήρων συμπλήρωσαν το ψηφιδωτό μιας άρτιας θεατρικής δουλειάς που στοχεύει ένα ευρύ θεατρικό κοινό.
fb-share-icon2000
Tweet 2k
error: Content is protected !!