«ΤΟ ΓΕΦΥΡΙ ΤΟΥ ΑΡΙΑΝΟΥ» ΤΟΥ ΙΒΟ ΑΝΤΡΙΤΣ
ΣΤΟ ΦΕΣΤΙΒΑΛ ΑΘΗΝΩΝ ΣΕ ΣΚΗΝΟΘΕΣΙΑ ΝΙΚΗΤΑ ΜΙΛΟΒΟΓΕΒΙΤΣ
Επάνω σε μία σιδερένια υπερυψωμένη κατασκευή (Κέννυ ΜακΛέλλαν) που χωρίζει στα δύο τον χώρο Η στην «Πειραιώς 260», πέντε ηθοποιοί συναρμολογούν ένα τεράστιο ανδρείκελο από κομμάτια σχισμένων χαρτών με κολλητικές ταινίες, όπου υπάρχουν τα κρατίδια της πρώην Γιουγκοσλαβίας και ονοματίζουν τα διάφορα μέλη: ένα πόδι Βοσνία, ένα χέρι Σερβία…..
Ο Σέρβος σκηνοθέτης Νικήτα Μιλιβόγεβιτς, παλαιός γνώριμος της Ελληνικής θεατρικής σκηνής, δραματοποίησε και σκηνοθέτησε, για το Φεστιβάλ Αθηνών, διάφορα αποσπάσματα, από το εμβληματικό βιβλίο του Νομπελίστα Γιουγκοσλάβου συγγραφέα Ίβο Άντριτζζ, «Το Γεφύρι του Δρίνου» (1945). Ένα πολυμεταφρασμένο βιβλίο, ένα Βαλκανικό χρονικό, μείγμα ιστορικών και φανταστικών γεγονότων που διατρέχει τέσσερις αιώνες και αποτελεί ένα μωσαϊκό τριών εθνοτήτων και τεσσάρων θρησκειών που μοιράζονται την ίδια πόλη στη Βοσνία, το Βίσιεγκράντ.
Ο Ίβο Άντριτς υπήρξε θερμός υποστηρικτής του οράματος του Τίτο, για μια ενιαία Γιουγκοσλαβία. Άλλωστε η γέφυρα, αυτή καθεαυτή αποτελεί σύμβολο ένωσης, επικοινωνίας, συνύπαρξης, συμφιλίωσης, δημιουργίας και καλή θέλησης.
Ο Νικίτα Μιλιβόγεβιτς παρουσίασε μερικά επεισόδια σαν σκετσάκια, ασύνδετα μεταξύ τους, από τη θεμελίωση της γέφυρας και άλλα που διαδραματίζονται στην γύρω περιοχή και επάνω στη γέφυρα από τον 16ο αιώνα μέχρι τον 20ο αιώνα, μέχρι την κήρυξη του Πρώτου Παγκοσμίου πολέμου. Η παράσταση είναι ένα κράμα εναλλαγής δραματοποίησης με πρωτοπρόσωπης και τριτοπρόσωπης αφήγησης. Η δε σκηνοθετική προσέγγιση δεν είχε ένα καθάριο «βλέμμα». Ήταν μια μίξη συμβολισμού, μπρεχτικής αποστασιοποίησης μαγικού ρεαλισμού (άλλωστε σπέρματά του είναι βαθιά χωμένα στα «σπλάχνα» του βιβλίου) και κωμικών στοιχείων. Ίσως για να αποφύγει τον έντονο διδακτισμό που αποπνέει το βιβλίο.
Στο χτίσιμο της γέφυρας, πέρα από τον θρύλο των διδύμων που στοιχειώνουν τα θεμέλια, συλλαμβάνεται ένας από αυτούς που το γκρεμίζουν τις νύχτες και σουβλίζεται. Ένα πελώριο κοντάρι διαπερνά το «σώμα» του χάρτινου ανδρείκελου, συμβολίζοντας τον διαμελισμό της πρώην Γιουγκοσλαβίας στον πόλεμο, την δεκαετία ’90. Μια νύφη πέφτει από τη γέφυρα για να μην παντρευτεί κάποιον που δεν θέλει. Την τυλίγουν τελετουργικά με το μακρύ πέπλο της (κοστούμια: Κέννυ ΜακΛέλλαν) δημιουργώντας ένα κουκούλι απομόνωσης, βύθισης στην παγωνιά του θανάτου ή και την επιστροφή στο αμνιακό υγρό ως έμβρυο μέσα σε νερό του ποταμού. Ακόμη, η συνάντηση των τεσσάρων θρησκευτικών κεφαλών της πόλης με τον «νάνο» Αυστροούγκρο αξιωματικό είχε μια παιγνιώδη διάθεση και ευρηματική κινησιολογία (Αμαλία Μπένετ).
Η μουσική του Δημήτρη Καμαρωτού υπογράμμιζε τις εντάσεις και σχολίαζε καταστάσεις ενώ οι φωτισμοί του Νίκου Βλασόπουλου εύστοχα «απεικόνιζαν» την ροή του ποταμού στο λευκό πανί που «αιωρείτο» πάνω από την γέφυρα.
Το τέλος της παράστασης ήταν κάπως απότομο, αδύναμο, αμήχανο και βεβιασμένο. Αλλά και σκηνογραφικά δεν αποδόθηκε, η καταστροφή ενός μέρους της γέφυρας κατά τον Πρώτο Παγκόσμιο πόλεμο. Δημιούργησε συγκεχυμένα συμπεράσματα, με το κεντρικό μέρος της γέφυρας να ανυψώνεται καθιστώντας έτσι «ενιαία», τώρα πιά τον χώρο Η.
Μια δουλειά που χρειαζόντανε σίγουρα περισσότερο χρόνο για να «ωριμάσει» από την πλευρά των πέντε ηθοποιών (Σοφία Κόκκαλη, Προμηθέα Αλειφερόπουλο, Κώστα Κορωναίο, Μιχάλη Τιτόπουλο και Θάνο Τοκάκη) αλλά και καλύτερη επεξεργασία από τον ίδιο τον δραματουργό και σκηνοθέτη και ίσως μια πιο ευρηματική σκηνογραφία πέρα από το προφανές.