Το έργο του Αμερικανού θεατρικού συγγραφέα Λούκας Νέιθ (Lucas Hnath) με τίτλο “Το Κουκλόσπιτο, Μέρος Δεύτερο” (A Doll’s House, Part 2) σκηνοθετεί στο Θέατρο Άνεσις ο Μανώλης Δούνιας. Γράφτηκε το 2017 και έκανε πρεμιέρα τον Απρίλιο του ίδιου χρόνου στο South Coast Repertory Theatre και σχεδόν άμεσα συνέχισε στο Broadway στο John Golden Theatre με τη Laurie Metcalf να κερδίζει το βραβείο Τόνι για την ερμηνεία της. Ξεκινάει με ένα χτύπημα στην πόρτα του σπιτιού των Χέλμερ, την οποία ανοίγει η οικονόμος για να αντικρίσει προς μεγάλη της έκπληξη τη Νόρα. Είκοσι χρόνια μετά τη φυγή της και το κλείσιμο της ίδιας πόρτας πίσω της, επιστρέφει, για να τακτοποιήσει το τυπικό μέρος του διαζυγίου της από τον πρώην αγαπημένο και σύζυγο, τον Τόρβαλντ. Έχοντας γίνει μια επιτυχημένη συγγραφέας (χρησιμοποιώντας ψευδώνυμο) φεμινιστικών κειμένων και έχοντας αποκτήσει φήμη και αρκετά χρήματα, θέλει να κλείσει και τυπικά το κεφάλαιο που έμεινε ανοιχτό με τη φυγή της, για να μπορέσει να αποφύγει κάποιες δικαστικές επιπλοκές που αντιμετωπίζει από κάποιον δυσαρεστημένο σύζυγο αναγνώστριάς της. Στη συζήτησή της με την οικονόμο, αλλά και στη συνέχεια με τον πρώην σύζυγο και την κόρη της, το παρελθόν αναπόφευκτα έρχεται και πάλι στο προσκήνιο κι επιχειρείται να απαντηθούν κάποια μετέωρα ερωτήματα που εκκρεμούν στο μυαλό και τη συνείδηση των πρωταγωνιστών της ιστορίας. Ανεξάρτητη, χειραφετημένη και δυναμική πλέον, θεωρεί ότι η ισότητα των δύο φύλων είναι ένα πολύ σημαντικό ζητούμενο για τη σημερινή κοινωνία, ενώ ο γάμος είναι ένας θεσμός που διέρχεται κρίση και πρέπει να αναθεωρηθεί. Δε μετανιώνει για την απόφασή της να εγκαταλείψει τους πάντες και τη θεωρεί πράξη γενναιότητας απέναντι στον εαυτό της και τα πιστεύω της. Ο Τόρβαλντ, η κόρη της, αλλά και η οικονόμος της αμφισβητούν τις πεποιθήσεις της και της παρουσιάζουν την άλλη όψη του νομίσματος, κατηγορώντας την για δειλία και υποστηρίζοντας ότι το να μείνει και να παλέψει για την οικογενειακή ευτυχία θα ήταν καλύτερη λύση. Άλλωστε σε γνωστούς, φίλους και γείτονες ο πρώην σύζυγός της έχει πει πως η Νόρα έχει πεθάνει για να δικαιολογήσει την εγκατάλειψή τους από αυτή, κάνοντας την παρούσα κατάσταση ακόμα πιο άβολη και περίπλοκη. Το τίμημα και για τις δύο πλευρές δεν είναι διόλου ευκαταφρόνητο.Τη μετάφραση ανέλαβε ο ίδιος ο σκηνοθέτης και είχε συνέπεια και ακρίβεια, αποδίδοντας με επάρκεια ακόμα και κάποια λεκτικά παιχνίδια του αρχικού κειμένου.


Η Ναταλία Τσαλίκη ερμηνεύει τη Νόρα που επιστρέφει εκεί απ’ όπου αποχώρησε χρόνια πριν. Άμεση, ραφινάτη, με λόγο χειμαρρώδη και μελετημένο, βλέμμα γεμάτο αμφισβήτηση και διεκδίκηση, κίνηση νευρώδη, δείχνει αποφασισμένη να πάρει αυτό που θέλει, παρά τις αντιρρήσεις που ίσως συναντήσει. Στη ροή του έργου οι άμυνές της υποχωρούν κάπως, γίνεται πιο διαλλακτική, αλλά αρνείται να αφήσει το παρελθόν να κατακλύσει τον ψυχισμό της. Μια ολοκληρωμένη ερμηνεία απόλυτα εναρμονισμένη στις επιταγές της ηρωίδας της. Ο Αλέξανδρος Μυλωνάς παίζει τον Τόρβαλντ, ένα χαρακτήρα σχεδόν πρόωρα γερασμένο και κουρασμένο από τη ζωή. Δεν αποφεύγει μια ερμηνευτική μανιέρα και χωρίς να είναι κακός, δείχνει να προτιμά τα ασφαλή μονοπάτια και να διστάζει να εμβαθύνει στις ιδιαιτερότητες του ρόλου του. Οι στιγμές που ανατρέχει στο παρελθόν και το αναπολεί είναι οι δυνατότερές του, βγάζοντας μια γνήσια συγκίνηση. Η Ντίνα Μιχαηλίδου υποδύεται την Άννα-Μαρία, την παραμάνα και οικονόμο του σπιτιού. Πλάθει με αυθεντικότητα και συνέπεια μια λαϊκή γυναίκα, με πραγματικό ενδιαφέρον και αγάπη για το σπίτι στο οποίο δουλεύει, αλλά και τους ανθρώπους του, με χαμηλή πιθανότατα μόρφωση, αλλά πλήρη αισθημάτων, κατανόησης και ανθρωπιάς. Η Δήμητρα Βήττα είναι η Έμμυ, η κόρη της Νόρας, στην οποία έλειψε το μητρικό πρότυπο, αλλά παρά ταύτα εμφανίζεται ώριμη και συγκροτημένη. Λίγο διστακτική και αμήχανη στην αρχή, κατάφερε στη συνέχεια να βρει τον ερμηνευτικό της βηματισμό και έπλασε μια ηρωίδα ακέραιη και υποστηρικτική.

Το σκηνικό του Δημήτρη Πολυχρονιάδη είναι έξυπνο και λειτουργικό, με την πόρτα να δεσπόζει σε αυτό, οπότε και δημιουργεί τους απαραίτητους συνειρμούς στο θεατή με τη Νόρα να κλείνει την πόρτα πίσω της, εγκαταλείποντας τους δικούς της ανθρώπους. Αυτή η πόρτα ξανανοίγει για να επανέλθει η ηρωίδα, ενώ στο υπόλοιπο σκηνικό αποσυναρμολογημένοι τοίχοι και κάδρα συμβολίζουν το ανολοκλήρωτο. Τα κοστούμια της Εύας Νάθενα, όλα μονόχρωμα, με διαφορετικό χρώμα για τον κάθε χαρακτήρα (εντυπωσιακά κομψό το παλτό της κυρίας Τσαλίκη), έμοιαζαν να καθρεφτίζουν τις αποχρώσεις του εσωτερικού τους κόσμου. Η μουσική του Λόλεκ δεν εμπόδισε το λόγο, αλλά συνόδευσε αρμονικά κάποιες εξάρσεις του, ενώ σε κάποιες σκηνές είχε μια ανάλαφρη παιγνιώδη χροιά. Οι φωτισμοί του Νίκου Βλασόπουλου με καλές στιγμές, όταν δημιουργούσαν μια αδιόρατη φωτεινή ομίχλη ανάμεσα στο ζευγάρι-δίπολο άντρας-γυναίκα, αλλά και κάποιες πιο αόριστες, όπως για παράδειγμα στο διάλογο μητέρας και κόρης.
Συμπερασματικά, στη σκηνή του Θεάτρου Άνεσις, παρακολούθησα μια παράσταση ενός κειμένου που συνεχίζει από το τέλος ενός προηγούμενου κλασσικού και με όπλο του την κωμική και κριτική ματιά εικάζει μία μελλοντική συνέχειά της ιστορίας. Η σκηνοθετική προσέγγιση βασίζεται στο δίπολο άντρας-γυναίκα, τις αντιθέσεις του, αλλά και τα κοινά τους θέλω, καθώς και το γυναικείο αγώνα για καταξίωση και χειραφέτηση. Ο ρυθμός έχει κάποια μικρά σκαμπανεβάσματα, αλλά σε γενικές γραμμές η ροή του έργου και οι διάλογοι διατηρούν το ενδιαφέρον του θεατή. Οι ερμηνείες έχουν ποιότητα, με τη Ναταλία Τσαλίκη να καταθέτει μια σχεδόν αψεγάδιαστη Νόρα, επικουρούμενη από μια απολαυστική Ντίνα Μιχαηλίδου. Μια δουλειά που έχει ενδιαφέρον και παρακολουθείται ευχάριστα, δημιουργώντας στο θεατή έναν δημιουργικό προβληματισμό.