Εφέτος το Φεστιβάλ Αθηνών Επιδαύρου εγκαινιάζει ένα διάλογο σύγχρονης θεατρικής γραφής με το Αρχαίο Δράμα στο πλαίσιο του «Κύκλου Contemporary Ancients». Αναθέτει σε τέσσερις καταξιωμένους συγγραφείς, Αλεξάνδρα Κ., Γιάννη Μαυριτσάκη, Αμάντα Μιχαλακοπούλου και Βαγγέλη Χατζηγιαννίδη να δημιουργήσουν τέσσερα νέα θεατρικά αρχαιόθεμα κείμενα που θα παρουσιαστούν στο Μικρό Θέατρο της Αρχαίας Επιδαύρου και θα εκδοθούν σε μία δίγλωσση έκδοση με το βλέμμα στραμμένο στο εξωτερικό για την προώθηση του σύγχρονου ελληνικού θεατρικού έργου.
Τα νέα κείμενα συνομιλούν με τα αντίστοιχα αρχαία επαναπροσδιορίζοντας το μύθο στη σύγχρονη πραγματικότητα, με φρέσκια ματιά, έξυπνα ευρήματα αλλά και απρόβλεπτες ανατροπές.
Ο Βαγγέλης Χατζηγιαννίδης είναι ο πρώτος που παρουσίασε το έργο του «Το σπίτι με τα Φίδια» στις 9 και 10 Ιουλίου. Πηγή έμπνευσης του Χατζηγιαννίδη είναι το έργο του Σοφοκλή «Τραχίνιες», μιάς από τις επτά σωζόμενες τραγωδίες του, η λιγότερο γνωστή που παραστάθηκε το 438 π.χ. και στην οποία η Δηϊάνειρα, ερωτευμένη και απελπισμένη, προσπαθεί να κερδίσει ξανά την αγάπη του Ηρακλή και καταφεύγει σε ένα ερωτικό φίλτρο από το αίμα του Κένταυρου Νέσσου, το οποίο όμως αποδεικνύεται θανατηφόρο για τον Ηρακλή και τελικά αυτή αυτοκτονεί.
Ο Χατζηγιαννίδης τοποθετεί το έργο του σε μία έπαυλη στην Τραχίνα της Φθοιώτιδας, στα τέλη της δεκαετίας του 1970. Ήδη στον τίτλο του έργου χρησιμοποιεί ένα εμβληματικό στοιχείο που χαρακτηρίζει τον Ηρακλή, τα φίδια. Από μωρό, στην κούνια του, ο Ηρακλής πνίγει τα φίδια. Στο έργο τα φίδια κυκλοφορούν κυριολεκτικά και μεταφορικά. Το φυσικό τοπίο, που περιβάλλει, την έπαυλη είναι γεμάτο φίδια και μάλιστα κάποτε ο Ηρακλής πνίγει ένα με τα χέρια του και μετά σπάει το κεφάλι του με μία πέτρα, όπως διηγείται η γυναίκα του Διάνα. Ωστόσο, το έργο βρίθει και με φίδια με την μεταφορική έννοια: η αναμονή, η ανησυχία, η αγωνία, η απειλή της απώλειας, ο φόβος της απουσίας του Ηρακλή, κατατρώγουν τη Διάνα, τα φαντάσματα του παρελθόντος, η οικονόμος Νάγια που πυροδοτεί τη ζήλια της Διάνας, αποκαλύπτοντας το σχέδιο του Ηρακλή να ζήσει σε μία φάρμα στην Εύβοια με την Ιόλη που τώρα φιλοξενείται στην έπαυλη. Εξάλλου το όνομα Νάγια είναι το όνομα ενός πολύ δηλητηριώδους φιδιού, της γνωστής μας κόμπρας.
Ο συγγραφέας συνδιαλάγιεται με το πρωτότυπο κείμενο κρατώντας ισορροπίες και συγχρόνως το μπολιάζει με έξυπνα ευρήματα συνθέτοντας επιδέξια έναν καμβά με την αβέβαιη ευτυχία, τη μοναξιά, το φόβο της απώλειας, την ύβρη, το καταστροφικό πάθος και τον παράφορο έρωτα.
Ο Ηρακλής είναι ένας επιτυχημένος εργοστασιάρχης που κερδίζει πάντα στον επιχειρηματικό στίβο και αυτή τη φορά κυριαρχεί στην πατρίδα της Ιόλης. Ο Ηρακλής αποτελεί τον πυρήνα γύρω από τον οποίο περιστρέφεται το έργο, το πρόσωπο για το οποίο γίνονται όλα, χωρίς όμαως ποτέ να εμφανίζεται.
Η προσωπικότητα του απόντα Ηρακλή διαμορφώνεται μέσα από τις διαφορετικές προσωπικές διηγήσεις, και την σχέση μαζί του: της εύθραυστης ερωτευμένης συζύγου, της ψυχρής κακεντρεχούς και κρυφά ερωτευμένης μαζί του, Νάγιας, της Ιόλης με την ευθύτητα, την ειλικρίνεια και την αθωότητα της νιότης της, του Ύλλου με την αγάπη και τον θαυμασμό προς τον πατέρα του και τον «χορό» που «υποδαυλίζει» το υποσυνείδητο της Διάνας. Πολύ έξυπνα ο Χατζηγιαννίδης αντικαθιστά τον χορό της τραγωδίας, με τις δύο Τραχίνιες, δύο γηραιές κυρίες, παλαιές κάτοικοι της έπαυλης, δύο φαντάσματα τώρα πιά, που δεν απουσιάζουν καθόλου από την σκηνή, ορατές μόνο για την Διάνα, η οποία συνομιλεί συνεχώς μαζί τους. Δύο φαντάσματα που την καθοδηγούν ή την παραπλανούν και την συνοδεύουν στο τέλος, ως νεκροπομποί, μέσα στην έπαυλη όπου αυτοκτονεί, αυτοτιμωρούμενη γιατί προκάλεσε το θάνατο του Ηρακλή με το ξόρκι που του έστειλε με τον Ύλλο, μέσα στην αγαπημένη του κολόνια. Η Ιόλη είναι το μόνο υγιές πρόσωπο που αντιμετωπίζει τα φίδια, τα φαντάσματα και τα ξόρκια με ψυχραιμία και τόλμη. Προσπαθεί να απαλλάξει τον Ύλλο από τις τύψεις του, ως υπαίτιο του θανάτου του πατέρα του και του προτείνει να ζήσουν μαζί στη φάρμα, μακριά από το σπίτι με τα φίδια, γιατρεύοντας τις πληγές τους, ακολουθώντας ο καθένας τη δική του ζωή
Η Ελένη Σκότη με την οξυδερμική σκηνοθετική της ματιά έστησε μια καλοδουλεμένη και εύρυθμη παράσταση συνδυάζοντας το ρεαλιστικό με το μεταφυσικό στοιχείο. Αναδεικνύει τις εύθραυστες σχέσεις, τη φευγαλέα ευτυχία και δημιουργεί, με λεπτές πινελιές, ένα ψυχογράφημα για την αμφιθυμία, τον ευάλωτο ψυχισμό και τον εύθραυστο χαρακτήρα της Διάνας. Η Αλεξία Καλτσίκη, Διάνα, απέδωσε με ιδιαίτερη ευαισθησία την παράφορα ερωτευμένη γυναίκα, ένα αιθέριο πλάσμα που εκφράζει όλες τις ψυχικές διακυμάνσεις του ρόλου με απόλυτη ειλικρίνεια, απίστευτη αισθαντικότητα, συγκλονιστική εκφορά λόγου και αρμονία κινήσεων.
Ένα σύνολο άξιων ηθοποιών ανταποκρίθηκε με συνέπεια στην σκηνοθετική άποψη. Η Μάρω Παπαδοπούλου ως Νάγια, η Ηρώ Πεκτέση ως Ιόλη, ο Μιχαήλ Ταμπακάκης ως Ύλλος και οι καταξιωμένες Ράνια Οικονομίδου και Αριέττα Μουτούση ως Τραχίνιες.
Η Ελένη Σκότη είχε μεγάλο αρωγό, στο σκηνοθετικό της εγχείρημα, την καταπληκτική σκηνογραφία του Γιώργου Χατζηνικολάου. Ποτιστικοί σωλήνες σε σχήμα φιδιού καλύπτουν το μεγαλύτερο μέρος του γκαζόν της έπαυλης, το μακρύ φιδωτό καλώδιο του τηλεφώνου που θα καταλήξει θηλιά γύρω από το λαιμό της Διάνας, το σπιτάκι που βρίσκεται στο χώρο, μετατρέπεται στην έπαυλη του Ηρακλή, το τρανζίστορ και το περιοδικό (Ρομάντζο) της εποχής. Τα απλά και τόσο υπαινικτικά κοστούμια, για την εποχή που διαδραματίζεται το έργο, του Γιώργου Χατζηνικολάου και της Μαρίας Αναματερού, δίνουν ένα δικό τους χαρακτήρα στην παράσταση. Επίσης, ο λειτουργικός φωτισμός του Αντώνη Παναγιωτόπουλου και οι μουσικές επιλογές της εποχής από τον Στέλιο Γιαννουλάκη «ντύνουν» μια σφικτοδεμένη παράσταση που καταχειροκροτήθηκε από το κοινό.