Τη δική του σκηνική σύλληψη με τίτλο «ELENIT» σκηνοθετεί στη Στέγη του Ιδρύματος Ωνάση ο Ευριπίδης Λασκαρίδης. Είναι το τρίτο σκηνικό εγχείρημα του Έλληνα δημιουργού και της ομάδας OSMOSIS, μετά το RELIC (2015) και τους ΤΙΤΑΝΕΣ (2017), πιο πολυπρόσωπο από τα προηγούμενα. Η καινούργια αυτή παραγωγή περιγράφεται ως μια τραγική κωμωδία με πρωταγωνιστές τρία περίεργα πλάσματα και μία μηχανή. Πρόκειται για μία ποιητική σκηνική σύνθεση που κινείται τόσο στο θέατρο, όσο και στη μουσική, το χορό, το μιούζικαλ, το vaudeville, με ήρωες που δεν είναι αντιπροσωπευτικοί της καθημερινότητάς μας, αλλά προέκυψαν από τη φαντασία του εμπνευστή τους. Τα πλάσματα αυτά είναι μάλλον απόκοσμα, συχνά γελοία, άλλοτε λίγο τρομακτικά και κινούνται ανάμεσα σε φώτα, κατασκευές και ήχους, μιλώντας μέσα από autotune, με έναν κάπως περίεργο, ιδιαίτερο τρόπο, κρατώντας ετερόκλητα αντικείμενα και δημιουργούν ένα σύμπαν δικό τους, ανατρεπτικό, με τις εικόνες να διαδέχονται η μία την άλλη. Αναδύεται ένας κόσμος με στοιχεία γκροτέσκ που γίνεται αστείος, γοητευτικός, αινιγματικός και παρά τη σχεδόν προφανή ανοίκεια μορφή του, προκαλεί συμπάθεια, ενδιαφέρον και τη θέληση να τον γνωρίσεις καλύτερα, εκ του σύνεγγυς, να θελήσεις να αφουγκραστείς τον τρόπο έκφρασής του και να καταλάβεις αυτά που έχει μέσα του και προσπαθεί να σου μεταδώσει. Ο τίτλος προέκυψε από το “ελλενίτ” (τα δύο λ παρέπεμπαν στην Ελλάδα) που χρησιμοποιήθηκε ευρέως παλιότερα σαν οικοδομικό υλικό σε κτίρια, μαντριά, παραπήγματα, τη λεγόμενη κυματοειδή λαμαρίνα, που λόγω του ότι ήταν φτηνό και ανθεκτικό γνώρισε μεγάλη άνθηση. Φτιάχτηκε από αμίαντο και λόγω της επικινδυνότητάς του απαγορεύτηκε γρήγορα και έχει πλέον εκλείψει. Ο συντονισμός των ιδεών της παράστασης ανήκει στον σκηνοθέτη, ενώ τη δραματουργική τους επεξεργασία επικούρησε ο Αλέξανδρος Μιστριώτης.
Ο Ευριπίδης Λασκαρίδης στο σκηνοθετικό τιμόνι του εγχειρήματος αυτού, δανείζεται στοιχεία και φόρμες από διάφορες μορφές θεάματος και τέχνης και συνθέτει ένα σκηνικό ψηφιδωτό, όπου αυτές συνυπάρχουν, συνδυάζονται, αλληλεπιδρούν και μετουσιώνονται σε ένα ενιαίο σύνολο με χαλαρή δομή, αλλά αλληλουχία ως θέαμα. Οι ήρωες είναι έξω από το καθημερινό μας σύμπαν, ένα ψηλό πλάσμα που μοιάζει με γυναίκα που έχει ξεφύγει από έναν ιδιόρρυθμο ζωγραφικό πίνακα, νάνοι, ένας δεινόσαυρος, ένας μουσικός (ο μόνος με κανονική ανθρώπινη μορφή) που στέκεται σε μια υπερυψωμένη σκηνική κατασκευή και άλλα πλάσματα που δημιουργούν έναν παράταιρο κόσμο τεράτων, αλλά με αναγνωρίσιμα ανθρώπινα συναισθήματα και χαρακτηριστικά. Χιούμορ, συγκίνηση, ευαισθησία, βία αλλά και αγάπη ξεπηδούν από αυτά και εναλλάσσονται, άλλοτε χρησιμοποιώντας παντομίμα, άλλοτε μια ψηφιακά αλλοιωμένα φωνή που ψελλίζει λόγια ακατάληπτα κατά το πλείστον, τα οποία όμως έχουν μια αμεσότητα, έναν αυθορμητισμό και μια δοτικότητα που καταφέρνουν τελικά να επικοινωνήσουν με το κοινό και να γίνουν κατανοητά. Ο λόγος αυτός καθεαυτός μοιάζει να μην έχει και πολλή σημασία, δεν εγκλωβίζει το νου σε συγκεκριμένες λέξεις και φράσεις, αλλά η ουσία του καταφέρνει και μεταλαμπαδεύεται με την κίνηση, το χορό, τη μουσική και κάποιες σκόρπιες ατάκες που ακούγονται καθαρά. Μέσα από μια χαοτική αρχική έμπνευση εξελίσσονται εικόνες παράδοξες, στα όρια του γκροτέσκ, αλλά παράλληλα ευαίσθητες και τρυφερές, με τις φωνές να ακούγονται σαν σαρκασμός, ή σαν λυγμός, την κίνηση να μοιάζει με κόμικ του παραλόγου και τις φιγούρες να ξεπηδούν από μια τολμηρή κινηματογραφική κόπια του Ντέιβιντ Λιντς ξεχασμένη λες στο συρτάρι. Καταφέρνουν να προκαλέσουν αυθόρμητη συμπάθεια και να γίνουν τόσο οικείες που τις ένιωσα να κινούνται δίπλα μου και να μιλούν στο αυτί μου, γεγονός σπάνιο για μια (έστω και εικαστική) υπερπαραγωγή. Η εικόνα και η σκηνική δράση ήταν τόσο επιδραστική, που δυσκολεύτηκα να εντοπίσω και να συγκεντρώσω μικρές αδυναμίες, που θα έμοιαζε σαν να γυρεύεις βελόνα στα άχυρα.
Η ομάδα που μετουσίωσε σε σκηνική πράξη το εγχείρημα αυτό είναι ο Μιχάλης Βαλάσογλου, η Αμαλία Κοσμά, η Χαρά Κότσαλη, ο Μάνος Κότσαρης, ο Ευριπίδης Λασκαρίδης, ο Θάνος Λέκκας, ο Δημήτρης Ματσούκας, ο Ευθύμιος Μοσχόπουλος, ο Γιώργος Πούλιος και η Φαίη Τζούμα. Κατέθεσαν το προσωπικό τους ταλέντο και μεγάλο απόθεμα ενέργειας, υποστηρίζοντας σχεδόν απόλυτα την ιδέα και το σύμπαν του δημιουργού της παράστασης κι έπλασαν ένα συμπαγές, δυναμικό, παθιασμένο σύνολο, με ιδιαιτερότητες, χωρίς ερμηνευτικούς εγωισμούς, εστιασμένο μέχρι λεπτομέρειας στους παράξενους χαρακτήρες που αναπαριστούσαν, συντονισμένο και δουλεμένο σε εξαιρετικό βαθμό, με τον καθέναν τους να κάνει κάτι διαφορετικό, έναν ιδιόμορφο πρωταγωνιστή, ενταγμένο σε μια ολότητα που ενσωματώνει στοιχεία διαφορετικών παραστατικών τεχνών και τους δίνει μια καινούργια ταυτότητα.
Τα σκηνικά του Λουκά Μπάκα με καίριες παρεμβάσεις στο μεγάλο διαθέσιμο σκηνικό πλαίσιο, ένα παραδοσιακό, μακρόστενο τραπέζι γεύματος να κυριαρχεί στο προσκήνιο, ένα υψηλό βάθρο στη μία γωνία όπου κάθεται ο μουσικός και στο βάθος ένας μικρός λαβύρινθος από καλογυαλισμένες κυματιστές λαμαρίνες, συνέθεσαν ένα ετερόκλητα λειτουργικό σύνολο, που άφησε άπλετο χώρο για την κίνηση των πρωταγωνιστών. Τα κοστούμια του Άγγελου Μέντη με ιδιαίτερη φαντασία και έμπνευση, προσεγμένα στη λεπτομέρεια, το καθένα με τη δική του τρέλα και ιδιοφυΐα, θύμισαν ένα ξέφρενο καρναβάλι και αποτέλεσαν ενεργό κύτταρο των εικόνων που έπλασε ο σκηνοθέτης και σημαντικό εργαλείο έκφρασης. Η μουσική του Γιώργου Πούλιου έχει τη φιλοσοφία ενός μοντέρνου κλαμπ, αποφεύγει τη λογική της ηχορύπανσης, έχει μια sci-fi αίσθηση και συχνά αποτελεί γενεσιουργό αίτιο της κίνησης. Το σχεδιασμό των φωτισμών επιμελήθηκε η Ελίζα Αλεξανδροπούλου και χωρίς διάθεση υπερβολής ήταν από τις καλύτερες δουλειές που έχω δει τα τελευταία χρόνια στη σκηνή. Σκιές, αντανακλάσεις, εστιάσεις στα πρόσωπα και τις εκφράσεις τους, στροβοσκοπικοί φωτισμοί, laser ήταν μια σπουδή στη λεπτομέρεια και απόλυτα ενταγμένα στη γενικότερη υψηλή αισθητική της παράστασης. Σύμβουλος κίνησης ήταν ο Νίκος Δραγώνας, με το κάθε πλάσμα να κάνει κάτι διαφορετικό (αλλά χαρακτηριστικό) στη σκηνή, σε μια οργανωμένα χαοτική κατεύθυνση, αλλά και με μεγάλη δόση ακρίβειας.
Συμπερασματικά, στην κεντρική σκηνή της Στέγης του Ιδρύματος Ωνάση, παρακολούθησα μια σκηνική σύνθεση-υβρίδιο διαφορετικών παραστατικών τεχνών, με τα στοιχεία τους ενταγμένα σε μια ολότητα που είχε ισορροπία, φαντασία, πρόκληση, χιούμορ και ευαισθησία. Οι εικόνες που δημιούργησε ο σκηνοθέτης και εμπνευστής της είναι πυκνές και δυναμικές, υιοθετούν ένα ακατάληπτο, αφηρημένο, αλλά ταυτόχρονα κατανοητό στην ουσία του λόγο και εντάσσουν τη μουσική και την κίνηση ως τμήματα της εκφραστικότητάς τους. Τα παράξενα πλάσματα που ζουν και αναπνέουν επί σκηνής γίνονται μέρος μιας ονειρικής πραγματικότητας ανοίκειας, αλλά ταυτόχρονα συμπαθούς, γελοίας αλλά και τρυφερής, με μια συμπαγή και ταλαντούχα ερμηνευτική ομάδα να δίνει τον καλύτερό της εαυτό σε ότι καλείται να κάνει. Ο έξυπνος σκηνικός χώρος, τα ευφάνταστα κοστούμια και οι καταπληκτικοί φωτισμοί δημιουργούν την αίσθηση της υπερπαραγωγής, όπου οι υλικοί πόροι έπιασαν τόπο κι έγιναν εξαιρετικές εικόνες.