Την παράσταση με τίτλο “Goodbye, Lindita” σκηνοθετεί στη σκηνή Νίκος Κούρκουλος του Εθνικού Θεάτρου ο Μάριο Μπανούσι. Είναι η δεύτερη χρονιά παρουσίασής της, μετά την περσινή ιδιαίτερα επιτυχημένη πρεμιέρα της στην Πειραματική Σκηνή του Εθνικού Θεάτρου. Για τη σύλληψη της κεντρικής ιδέας έμπνευση αποτέλεσε ο θάνατος της Lindita, της μητριάς του σκηνοθέτη, οπότε γίνεται αντιληπτό ότι η όλη ροή του θεατρικού αυτού πονήματος περιστρέφεται γύρω από το θάνατο, τη διαχείριση της απώλειας, του αποχαιρετισμού (προσώπων και καταστάσεων), του πένθους και της “μετάβασης” και επιχειρεί να οδηγήσει το νου και τη σκέψη στο άγνωστο μετά και τη διερεύνησή του. Μνήμες και εικόνες που είναι οικείες και ζωντανές σε όλους μας και έχουν σημαντικές αρχετυπικές ομοιότητες, η σύνδεση του πένθους με τη γένεση που είναι η αρχή της διαδικασίας της ζωής και το αναπόφευκτο του τέλους δημιουργούν μια σκηνική αλληλουχία που λαμβάνει χώρα μπροστά στο θεατή, επιχειρώντας να ξυπνήσει τις δικές του αναμνήσεις, εμπειρίες και προσλαμβάνουσες παραστάσεις. Μαζί με το πένθος, ο θρήνος, οι διακυμάνσεις του και όλα τα συναφή συναισθήματα που κινούνται στο ίδιο μήκος κύματος, αλλά και η ταφή με την τελετή και τα έθιμά της γίνονται τα συστατικά μιας ευρύτερης διαδικασίας αποχωρισμού και αποχαιρετισμού από αγαπημένα πρόσωπα. Δραματολόγος της παράστασης είναι η Ασπασία-Μαρία Αλεξίου, με σύμβουλο δραματουργίας τη Σοφία Ευτυχιάδου.
Ο Μάριο Μπανούσι στη σκηνοθετική επιμέλεια της σκηνικής αυτής σύνθεσης επιλέγει να διερευνήσει τις πιο εσωτερικές πτυχές του πένθους και της απώλειας, εκείνες που εκφράζονται χωρίς λόγια, μέσα από κινήσεις, εκφράσεις, συναισθήματα και αγγίγματα. Τα στερεοτυπικά και μη λόγια μένουν απέξω, παραλείπονται και οι εικόνες που δημιουργεί είναι βουβές, αλλά με πολλαπλά επίπεδα παρακολούθησης, αίσθησης και κατανόησης. Το σημείο εκκίνησης είναι το τελεσίδικο γεγονός του θανάτου, που αποτελεί το τελευταίο βήμα του κύκλου της ζωής, μικρής ή μεγάλης, χαρούμενης ή λυπημένης, καλής ή κακής. Η συνειδητοποίηση της κατάστασης αυτής δεν έχει κοινό παρονομαστή και ο καθένας τη βιώνει διαφορετικά. Σε ένα λιτό αλλά πολυλειτουργικό σκηνικό χώρο οι ηθοποιοί κινούνται, βιώνουν, συναισθάνονται και εξωτερικεύουν ο καθένας με το δικό του τρόπο μνήμες και αισθήματα. Ο εσωτερικός σπαραγμός βρίσκει διέξοδο στον αντίστοιχο σωματικό, η μουσική υπογραμμίζει τις κορυφώσεις του πόνου, η υποφωτισμένη σκηνή γίνεται ένας καμβάς με σκιές, σώματα και πρόσωπα και η αέναη διαδικασία της ζωής και του τέλους της ξετυλίγεται σαν μια αλληλουχία εικόνων γεμάτες συμβολισμούς και μεταμορφώσεις είτε από τους ηθοποιούς, είτε από τα σκηνικά αντικείμενα. Τίποτα δε δείχνει να περισσεύει, τα πάντα εντάσσονται σε ένα εικαστικό δρώμενο που κρατά αμείωτο το ενδιαφέρον του θεατή ως το τέλος, κάνοντάς τον κοινωνό και συνοδοιπόρο των μηνυμάτων του. Παρόλη την έλλειψη του λόγου η ροή της παράστασης είναι τόσο πυκνή και δεμένη που αιχμαλωτίζει το μάτι και το νου, δεν υπακούει σε φόρμες και γραμμική εξέλιξη και γίνεται ένα ταξίδι στις αρχετυπικές έννοιες της γέννησης, της ζωής και του θανάτου.
Ο θίασος που απαρτίζεται από τη Χρυσή Βιδαλάκη (σπαραχτική μητέρα με μια παλλόμενη παραίτηση στο βλέμμα και τα βήματά της), τον Μπάμπη Γαλιατσάτο, την Εριφύλη Κιτζόγλου, την Κατερίνα Κρίστο, το Μάριο Μπανούσι, την Ελένη Άμπια Νζάνγκα (με τη μουσική της γίνεται η συναισθηματική ανάσα του θεατή και μια σύντομη αλλά αναγκαία αποφόρτιση των σκοτεινών σκέψεών του), τη Βασιάνα Σκοπετέα και την Αλεξάνδρα Χασάνι (καθηλωτική Lindita και με απόλυτο έλεγχο των εκφραστικών της μέσων) υπηρετεί ευλαβικά τη σκηνοθετική γραμμή. Οι ηθοποιοί αυτοί δημιουργούν ένα εξαιρετικά αρμονικό σύνολο, μια ομάδα όπου ο καθένας δείχνει να ξέρει πολύ καλά τη θέση του στο χώρο, τις κινήσεις και τις εκφράσεις του, αλλά και τη συμβολή του κάθε χαρακτήρα με την όποια ιδιαιτερότητά του στον καμβά των ηρώων του σκηνοθέτη. Ένα σύνολο καλοδουλεμένο, άρτιο, με όλους και όλες να έχουν τη δική τους (σημαντική) συμμετοχή στη συλλογικότητα του εγχειρήματος και εξαιρετική συνεργασία στην εκτέλεσή του. Η κίνησή τους γίνεται ενεργό κύτταρο της υποκριτικής τους υπόστασης, είναι σημαντική στη ροή της παράστασης, αλλά και ενδεικτική της συναισθηματικής τους κατάστασης και των εντάσεών της.
Το σκηνικό του Σωτήρη Μελανού αποτελεί υπόδειγμα συνεργασίας με το σκηνοθετικό όραμα και γίνεται πηγή συμβολισμών με τις μεταμορφώσεις του, παραμένοντας όμως ευέλικτο και απόλυτα χρηστικό, δημιουργώντας τελικά ένα εικαστικό περιβάλλον υψηλής ποιότητας και αισθητικής. Τα κοστούμια του ιδίου έχουν μια απευθείας σύνδεση με την παράδοση, φαντασία στη σύλληψη και δένουν εξαιρετικά με τους χαρακτήρες που ντύνουν. Η μουσική του Εμμανουήλ Ροβίθη, εν τη απουσία του λόγου γίνεται το πιο αντιπροσωπευτικό εργαλείο συνειδητοποίησης και βίωσης του πόνου και της απώλειας, αλλά και της κλιμάκωσής τους. Οι φωτισμοί του Τάσου Παλαιορούτα σε συνεχή δημιουργικό διάλογο με τους εσωτερικούς δαίμονες των χαρακτήρων, αλλά κι ένα διαρκές παιχνίδι με τις σκιές, δημιουργούν μια αποπνικτικά κλειστοφοβική ατμόσφαιρα, δίνουν μια νότα μεταφυσική στα σκηνικά δρώμενα και υπενθυμίζουν εύγλωττα το μέγεθος της θλίψης.
Συμπερασματικά, στη σκηνή Νίκος Κούρκουλος του Εθνικού Θεάτρου, παρακολούθησα μια παράσταση πάνω στο θάνατο και την απώλεια, τις ουλές και τα σημάδια που αφήνουν, το πένθος και τους τρόπους έκφρασής του. Ξεκινά από καταστάσεις οικείες και καθημερινές και εξελίσσεται σε μια ωδή τελετουργική που αγγίζει τη μεταφυσική κι ένα θέαμα που απορροφά το θεατή με τις εικόνες του και τον οδηγεί σε μια συνειδητή ταύτιση σκέψεων, συναισθημάτων, εμπειριών. Χωρίς λόγια, αλλά με σημαντικούς συνοδοιπόρους τη δημιουργική φαντασία του σκηνοθέτη, το αρτιότατο σκηνικό περιβάλλον, την ιδιαιτερότητα της μουσικής, αλλά και τους ατμοσφαιρικούς φωτισμούς, το τελικό αποτέλεσμα είναι ένα αξιόλογο σκηνικό ταξίδι που αφήνει πολύ θετικό αποτύπωμα στο κοινό του.
2000
2k