Ένα δικό του κείμενο με τίτλο “Hotel Éternité” σκηνοθετεί στη σκηνή Νίκος Κούρκουλος του Εθνικού Θεάτρου ο Γιάννης Καλαβριανός. Πρόκειται για ένα ιδιότυπο ξενοδοχείο, όπου οι πελάτες κάνουν check-in και παραμένουν σε αυτό χωρίς να κάνουν check-out. Διαφέρει από τα παραδοσιακά καταλύματα, καθώς οι πελάτες του ανήκουν σε ιδιαίτερες κατηγορίες ανθρώπων. Η πρώτη είναι αυτοί οι οποίοι βίωσαν μια μεγάλη απώλεια και η μνήμη τους καθηλώθηκε εκεί, αρνούμενοι να αποδεχθούν ότι ο χρόνος συνεχίζει την αμείλικτη πορεία του. Στη δεύτερη ανήκουν εκείνοι που έζησαν στιγμές δόξας και μεγαλείου και αρνούνται να συμβιβαστούν με το γεγονός ότι αυτές ανήκουν πλέον στο μακρινό παρελθόν. Η τρίτη περιλαμβάνει κάποιους με μικρό προσδόκιμο ζωής, ενώ στην τελευταία κατηγορία ανήκουν αυτοί που είναι ανοϊκοί και έχουν πολύ μικρή συνείδηση του χρόνου που περνά. Σε όλες αυτές τις ειδικές κατηγορίες ανθρώπων παρέχεται μια ψευδαίσθηση που προσπαθεί να τιθασεύσει το χρόνο, να ελέγξει τη ροή του, να τον παγώσει και να δημιουργήσει “ιδανικές” συνθήκες που όμως απέχουν από την πραγματικότητα. Το προσωπικό φροντίζει να μην υπάρχουν φθορές στα έπιπλα, να μην υπάρχουν ξερά δέντρα ή φυτά, να μη νιώθουν οι ένοικοι πολύ κρύο ή πολλή ζέστη και τα γηρατειά με το θάνατο να αποτελούν απαγορευμένες λέξεις και έννοιες. Η ιδιοκτήτρια και οι υπάλληλοί της προσπαθούν να προσεγγίσουν την αθανασία, σε μια ουτοπία που δημιουργεί ρωγμές συνείδησης και φόβους ακόμα και στους ίδιους τους συμμετέχοντες σε αυτή. Κάποια στιγμή αρχίζουν να συναισθάνονται ότι συμμετέχουν σε μια φάρσα, όπου προσπαθούν να κοροϊδέψουν τους ίδιους τους τους εαυτούς, να αποτινάξουν το ζυγό της εικονικής αυτής πραγματικότητας και να επιστρέψουν σε μια πιο αληθινή προσέγγιση ζωής. Στη δραματουργική επεξεργασία του κειμένου συνέδραμε η Βάνια Παπανικολάου.
Ο Γιάννης Καλαβριανός σκηνοθετεί την παράσταση δημιουργώντας ένα ουτοπικά παγωμένο παρόν με αναφορές στο παρελθόν, αλλά χωρίς ένα εξελικτικό μέλλον να φαίνεται στον ορίζοντα κι ένα πικρά φαρσικό στοιχείο να προσπαθεί να υπερισχύσει της τραγικότητας του συνολικού εγχειρήματος. Μας εισάγει με έναν αργό και συχνά βασανιστικά αναλυτικό τρόπο στην ουσία της ουτοπίας που βιώνουν οι ένοικοι του ιδιότυπου αυτού χώρου, με κάποιες αφηρημένες και συχνά κλισέ φιλοσοφικές αναφορές περί χρόνου, φθοράς και αθανασίας, αποσπασματικούς και άνευρους διαλόγους και χωρίς το κωμικό στοιχείο να δένει αρμονικά με το δραματικό. Οι πρωταγωνιστές είναι η διευθύντρια και μέρος του προσωπικού, με τους πελάτες να ακούγονται ή να αναφέρονται στους διαλόγους, χωρίς όμως αυτοπρόσωπη εμφάνισή τους, κάτι που πιστώνεται στα συν της σκηνοθετικής προσέγγισης, καθώς θα χαλούσε τη στεγανή απομόνωση στην οποία αυτοί ζουν και επιβιώνουν. Οι χαρακτήρες του έργου μας συστήνονται, προσδιορίζουν την αποστολή τους στο “ξενοδοχείο”, αλλά πλην της διευθύντριας δεν εξελίσσονται, δεν αναλύονται σε βάθος, ούτε μπορούμε να μορφώσουμε άποψη για την ψυχοσύνθεσή τους. Μοιάζουν συχνά σαν πιόνια που δρουν και κινούνται μηχανικά γύρω από τη βασίλισσα-διευθύντρια, για τα οποία αν και υπάρχει η υποψία ότι κρύβουν μια πονεμένη προσωπική ιστορία, αυτή απλά ψηλαφείται και δεν αναπτύσσεται παρά στο ελάχιστο δυνατό, σαν ψηφίδες ενός παζλ που δεν ταιριάζουν στα κενά. Μοιραία η αναπόφευκτη κατάρρευση αυτής της εικονικής πραγματικότητας γίνεται απότομα, χωρίς τεκμηρίωση ή επαρκή υποστήριξη είτε από το κείμενο, είτε από τη σκηνοθετική οπτική, αφήνοντας το θεατή σε μια κατάσταση χαίνουσας αδιαφορίας και συναισθηματικής παγωμάρας. Οι εικόνες είναι στατικές, οι ήρωες έχουν ελάχιστη σκηνική χημεία, παίζοντας συχνά σε άλλες συχνότητες, ο ρυθμός είναι επίπεδος και το συναισθήματα όταν εμφανίζονται στο κάδρο έχουν ένα υπεραπλουστευμένο γενεσιουργό υπόβαθρο.
Η Μαρία Κατσιαδάκη στο ρόλο της Μαίρης, δημιουργεί μια ευγενική, αλλά αυστηρή φιγούρα διευθύντριας με ένα περίβλημα εξωτερικής ηπιότητας, αλλά άκαμπτη στάση σώματος, βήμα αποφασιστικό, αγέλαστη έκφραση κι ένα γρέζι αυταρχικότητας στη φωνή της. Αφήνει μικρές χαραμάδες ανθρωπιάς και συναισθημάτων μόνο στις σκηνές με το γιατρό-εραστή της, ενώ αρνείται να αποδεχθεί ακόμα και για τον ίδιο της τον εαυτό την πνευματική και σωματική φθορά που της έχει προκαλέσει ο χρόνος. Σκληρή, αλύγιστη, ατσαλάκωτη και βαθιά πονεμένη, κρατά υποδειγματικά τις γραμμές της ηρωίδας της. Ο Αργύρης Ξάφης είναι ο Τζέημς, ο ωφελιμιστής γιατρός της εγκατάστασης και ερωτικός σύντροφος της διευθύντριας, την οποία αντιμετωπίζει με μια υποκριτική στοργή και τρυφερότητα, ενώ του αρέσκεται να προβάλλεται ως το Νο.2 στην ιεραρχία. Η ερμηνεία του έχει μια αστήρικτη αφέλεια, ενώ οι εκφράσεις του προσώπου του και το σκηνικό του στήσιμο δε συνοδεύουν συνήθως αρμονικά το λόγο του. Η Χριστίνα Μαξούρη παίζει την Αμινά, τη βοηθό της Μαίρης, η οποία για ένα μικρό λάθος πέφτει σε δυσμένεια και αντικαθίσταται ως βοηθός. Στο πρώτο μισό ο λόγος της έχει μια εμφανή αμηχανία, ενώ στο δεύτερο ανεβάζει στροφές όταν ανακαλύπτει με πανικό μία άσπρη τρίχα στα μαλλιά της και αποτελεί τη σπίθα της ανατροπής στην καθεστηκυία τάξη του Hotel Éternité. Η Δέσποινα Γιαννοπούλου υποδύεται τη Γιούλια, τη νεοφερμένη που γίνεται ξαφνικά η εξ’ απορρήτων της διευθύντριας. Η ερμηνεία της χαμηλόφωνη, υποτονική, χωρίς αιχμηρότητα χάνεται στις λέξεις και τις έννοιες που πλανώνται στην ατμόσφαιρα. Ο Γιώργος Γλάστρας υποδύεται έναν άντρα, ο οποίος μεταμφιέζεται συνεχώς, αποτελεί μεν μια ευφρόσυνη νότα, η οποία αποφορτίζει τη συσσωρευμένη ένταση μεταξύ των χαρακτήρων και αναπαριστά προσωπικότητες που είχαν έντονη επιθυμία να νικήσουν τη φθορά του χρόνου, αλλά κλείνει επίσης την παράσταση με έναν μακροσκελή, μονότονο και άκρως προβλέψιμο μονόλογο. Η Αλεξία Μπεζίκη ως Μάγια, ο Νίκος Λεκάκης ως Λούκας και ο Χρήστος Κραγιόπουλος ως Πέντρο προσπαθούν σε μικρούς ρόλους, οι οποίοι δεν έχουν εξέλιξη, ουσία, ατάκες με σημασία και βάθος και συμπληρώνουν το ερμηνευτικό παζλ της παράστασης. Στην παράσταση ακούγονται και οι φωνές των Αλίκης Αλεξανδράκη, Πάρη Θωμόπουλου, Γιάννη Καλαβριανού, Ζωής Μυλωνά, Εύης Νάκου, Ράνιας Οικονομίδου, Εύης Σαουλίδου και Λυδίας Φωτοπούλου.
Η Εύα Μανιδάκη επιμελήθηκε το πολύ ενδιαφέρον σκηνικό της παράστασης, που δημιουργεί ένα τετράγωνο δράσης των ηθοποιών (έξω βγαίνουν μόνο για να καπνίσουν ή να συζητήσουν μυστικά) που χαρακτηρίζεται από 60s αισθητική και πολλά βαλσαμωμένα πουλιά που δίνουν μια αίσθηση παγώματος του χρόνου. Τα κοστούμια της Βάνας Γιαννούλα είναι απλά, τυπικά ενός προσεγμένου εργασιακού χώρου, αλλά χωρίς να τραβούν την προσοχή του θεατή, πλην αυτών του άντρα που μεταμορφώνεται και του επιβλητικού κόκκινου φορέματος της διευθύντριας. Η μουσική του Θοδωρή Οικονόμου κυμάνθηκε στα ρηχά, ήταν στυλιζαρισμένη και δε συνόδευσε επιτυχημένα τις κορυφώσεις και τις εξάρσεις του λόγου. Η κίνηση του Χρήστου Παπαδόπουλου είχε συντονισμό στις ομαδικές σκηνές και μιμήθηκε με χαρακτηριστική άνεση όσον αφορά το χαρακτήρα του άντρα που μεταμφιέζεται τα πρότυπα σταρ του παρελθόντος. Οι φωτισμοί του Νίκου Βλασόπουλου είχαν κάποια προβλήματα στα κοντινά πλάνα, κράτησε εύστοχα υποφωτισμένες κάποιες σκηνές, αλλά η όλη ατμόσφαιρα δεν ανέδιδε τη νοσηρότητα που απαιτούσε ο λόγος.
Συμπερασματικά, στη σκηνή Νίκος Κούρκουλος του Εθνικού Θεάτρου, παρακολούθησα ένα σύγχρονο έργο που αναφέρεται στο διαχρονικό προβληματισμό γύρω από την ανθρώπινη φθορά από το χρόνο και την επιθυμία μας να την ελέγξουμε. Αν και υπάρχει μια έξυπνη κεντρική ιδέα, αυτή αναλώνεται σε συχνά ανούσιους διαλόγους, κάποια επαναλαμβανόμενα στερεότυπα, λανθάνοντα συναισθήματα που δε βιώνονται από το θεατή και χαρακτήρες που δεν εξελίσσονται και μένουν αποσπασματικοί. Αντίστοιχα, δεν υπάρχουν πολλά περιθώρια για αξιοσημείωτες ερμηνείες με την εξαίρεση της Διευθύντριας και κάποιες στιγμές της Αμινά. Μια θεατρική προσπάθεια που είχε καλή πρόθεση, αλλά ατύχησε πολλαπλώς στη σκηνική μεταφορά της.