Τον προηγούμενο αιώνα μέσα από τα θεατρικά έργα του Λουίτζι Πιραντέλο αναδύεται με τέχνη και μαεστρία το παιχνίδι ανάμεσα στο «είναι» και το «φαίνεσθαι», η αναζήτηση μιας ταυτότητας στο περιχαρακωμένο κοινωνικοπολιτικό πλαίσιο της εποχής. Στον 21ο αιώνα, ο 38χρονος Βρετανός συγγραφέας και σκηνοθέτης Robert Icke διαχειρίζεται αυτό το ‘παιχνίδι’ με μεγαλύτερη πολυπλοκότητα, οξυδέρκεια και ευφυία, ανταποκρινόμενος στις ανάγκες μιας νέας εποχής κυριαρχούμενης από τα ηλεκτρονικά μέσα κοινωνικής δικτύωσης και επαναπροσδιορίζει σε ένα ευρύτερο και ρευστό πλαίσιο την αναζήτηση της ταυτότητας (φύλου, φυλής, θρησκεύματος, σεξουαλικού προσανατολισμού, κοινωνικού status) καθιστώντας, με πανέξυπνο τρόπο, το θέατρο ελκυστικό στη γενιά των Millennials και κυρίως στις παρυφές της γενιάς Ζ.
Ο Robert Icke εμπνέεται από το θεατρικό έργο “Professor Bernhardi” (1912) του Arthur Schnitzler, το οποίο πραγματεύεται με προδρομική οξύνοια τα ζητήματα του αντισημιτισμού και γράφει, σκηνοθετεί και ανεβάζει στο θέατρο Almeida, στις 10 Αυγούστου του 2019, το έργο “The Doctor” αποσπώντας το βραβείο Evening Standard για τον καλύτερο σκηνοθέτη της χρονιάς. Ταυτόχρονα το έργο υπήρξε υποψήφιο για το βραβείο Laurence Olivier ως το καλύτερο έργο του 2019. Το “The Doctor” είναι γραμμένο συναρπαστικά και είναι άκρως επίκαιρο. Ο δε συγγραφέας του ζητά απο τον εκάστοτε σκηνοθέτη τα ακόλουθα: “θα πρέπει να σκεφτείτε προσεκτικά τις ταυτότητες των ηθοποιών, όταν φτιάχνετε τη διανομή της παράστασης. Η ταυτότητα κάθε ηθοποιού πρέπει να είναι ευθέως ασύμφωνη με την ταυτότητα του ρόλου. Οι ερμηνείες οφείλουν να διατηρούν το μυστήριο μέχρι να αποκαλυφθεί από το έργο. Μόνο η γιατρός κι ο ιερέας ερμηνεύονται σταθερά από τους ίδιους ηθοποιούς”. Με αυτό το πανέξυπνο “τρικ” όλες οι έννοιες αποκτούν διττή ερμηνεία και ταυτόχρονα η παράξενη ατμόσφαιρα, η πυκνότητα των νοημάτων, η ανάφλεξη πολλαπλών προβλημάτων, οι διαδικτυακές διαστρεβλώσεις, οι ξαφνικές διαπιστώσεις φύλου και χρώμα δέρματος ενεργοποιούν τον θεατή, κρατούν αμείωτο το ενδιαφέρον του δημιουργώντας μια εσάνς ψυχολογικού θρίλερ.
Η ηρωίδα στο έργο του Ιcke είναι μια Εβραία γιατρός, η Ρουθ Γουλφ, επιτυχημένη, δυνατή μαχητική, η οποία ιδρύει και διευθύνει το διακεκριμένο Ινστιτούτο Elisabeth, αφιερωμένο στην έρευνα για τη νόσο Αλτσχάιμερ. Είναι μια δυναμική περσόνα, όπως το υποδηλώνει άλλωστε και το επίθετό της, η οποία ωστόσο δεν ‘διαθέτει’ ένα από τα πιο βασικά χαρακτηριστικά του είδους στο οποίο παραπέμπει το επίθετό της: αυτό το είδος ζει κατά αγέλες. Η Ρουθ Γουλφ , αντίθέτως, είναι συνειδητά αποκομμένη από τα πιστεύω και τις παραδόσεις της φυλής της, άθεη, δεν εντάσσεται σε ομάδες, απεχθάνεται τις ‘ετικέτες’, είναι υπέρ των αβλώσεων, δεν την ενδιαφέρει το χρώμα του δέρματος των συνανθρώπων της, αδιαφορεί για την κοινή γνώμη, αντιτίθεται στον κατακερματισμό της ανθρωπότητας σε φυλές και μικρότερες φυλές μικρότερων φυλών… Είναι μια γυναίκα που διαπνέεται από αδιασάλευτο επιστημονικό ορθολογισμό. Είναι ταγμένη με ακεραιότητα στο ιατρικό της λειτούργημα. Μια άκαμπτη ακεραιότητα που την οδηγεί σε οδυνηρά αποτέλεσμα: στον άκρατο εγωισμό και πιθανότατα στην αλαζονεία; Μια μοναχική ευάλωτη ‘μονάδα’, την οποία συνθλίβουν: τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης, η τοξική κοινωνική κριτική, η δύναμη του political correct, της “πολιτικής ορθότητας” και η σκοτεινή δύναμη της cancel culture, της “κουλτούρας της ακύρωσης”.
Η Ρουθ Γουλφ, πιστή στην ιατρική δεοντολογία, υπηρετεί με συνέπεια την αποστολή της. Γι’αυτόν τον λόγο δεν επιτρέπει την είσοδο του καθολικού ιερέα Ράις στο δωμάτιο της ετοιμοθάνατης Έμιλι Ρόναν. Το δεκατετράχρονο κορίτσι πεθαίνει από προχωρημένη σήψη εξαιτίας μιας αυτοσχέδιας άμβλωσης με χάπια αγορασμένα από το διαδίκτυο. Η Ρουθ κρίνει ακατάλληλη την ξαφνική εμφάνιση του ιερέα προκειμένου να προσφέρει την τελευταία μετάληψη στο κορίτσι, επειδή θεωρεί ότι θα ταράξει τα λίγα λεπτά ηρεμίας που του απομένουν. Άποψη με την οποία διαφωνεί ο ιερέας καθώς πιστεύει ότι, ασκώντας το λειτούργημά του, θα βοηθήσει στην άφεση αμαρτιών του κοριτσιού προσφέροντάς του ένα γαλήνιο πέρασμα στην αιώνια ζωή. Τελικά επιβάλλεται η άποψη της Ρουθ, ενώ ο ιερέας έχει ήδη βιντεοσκοπήσει στο κινητό του τη λεκτική τους αντιπαράθεση και έχει καταγράψει ένα άγγιγμα της γιατρού στον ώμο του, πιθανόν βίαιο.
Οι συνάδελφοι της Ρουθ διχάζονται, το video γίνεται viral στο διαδίκτυο, η κοινή γνώμη εξαπολύει πυρά εναντίον της, διαστρεβλώσεις κάθε είδους διαδέχονται η μία την άλλη, το τηλεοπτικό πάνελ που στήνεται –μια μορφή λαϊκίστικου δικαστηρίου– πλαισιωμένο με κοινωνικούς ακτιβιστές ζητά την κεφαλή της επί πίνακι έχοντας την Ρουθ ολομόναχη απέναντι του, με μόνο όπλο υπεράσπισής της τις πεποιθήσεις της κι ασπίδα την ιατρική δεοντολογία. Αποτελέσμα: την συνθλίβουν ο σκοταδισμός της cancel culture, η παραποίηση της έννοιας του δικαίου, ένας ολοφάνερος λαϊκισμός, η ανθρωποφαγική διάθεση της κοινωνίας, η φίλη και συμφοιτήτριά της Υπουργός της γυρνά την πλάτη και η ιατρική κοινότητα την αποπέμπει από τους κόλπους της για 10 χρόνια. Η Ρουθ συντετριμμένη, διαλυμένη ψυχικά, χωρίς μέλλον, βυθισμένη σ’ έναν ατελείωτο ζόφο αυτοκτονεί ψελίζοντας “Είμαι γιατρός”.
Η Κατερίνα Ευαγγελάτου ανεβάζει το “The Doctor” στο πατρικό της σπίτι, στο Αμφι-θέατρο, σε μια σύγχρονη , καλοκουρντισμένη παράσταση ακολουθώντας τις οδηγίες του συγγραφέα. Επίσης καταθέτει μια ρέουσα θεατρική μετάφραση επιτυγχάνοντας (στο μέτρο του δυνατού) να αναδείξει- περάσει μέσα από την σκηνοθετική της προσέγγιση το ιδιόμορφο αγγλοσαξονικό χιούμορ, που κάποτε αγγίζει τα όρια του σαρκασμού. Βασικό αρωγό στο εγχείρημά της έχει το ψυχρό, γκρίζο και πολυσήμαντο σκηνικό της Εύας Μανιδάκη. Ένα γκρίζο ελλειπτικό περίγραμμα ενός τεράστιου τραπεζιού, το οποίο μετατρέπεται εύκολα σε τραπέζι συσκέψεων, σε τηλεοπτικό πάνελ ή και σε τραπέζι κουζίνας με τον βραστήρα να αχνίζει. Ένα τραπέζι με τον ‘ έσω χώρο του κενό’ να προκαλεί τον κάθε θεατή με τις προαλαμβάνουσες που του δημιουργεί να τον ‘γεμίζει’ επαναστοχαζόμενος πάνω σε πρόσωπα, σε συμβάντα κι ίσως ψάχνοντας το βαθύτερο νόημα των λέξεων και των εννοιών. Εξαιρετική και η σκηνή του τηλεοπτικού πάνελ με τη Ρουθ πλάτη στο κοινό και την κάμερα να εστιάζει στο πρόσωπό της αποτυπώνοντας στο video (Παντέλης Μάκκας) την κόλαση που βιώνει. Ένα καυστικό σχόλιο που επισημαίνει τον τρόπο με τον οποίο ‘πουλάει’ η τηλεόραση αυξάνοντας την τηλεθέαση. Ο ενιαίος λευκός φωτισμός του Νίκου Βλασόπουλου, προερχόμενος από μεγάλες φωτιστικές εστίες, που παραπέμπουν σε φώτα χειρουργείου, ‘απογυμνώνει’ πρόσωπα και καταστάσεις. Το sound design του Αλεξάνδρου-Δράκου Κτιστάκη πλαισιώνει έξοχα την παράσταση. Ενώ τα κοστούμια της Βασιλικής Σύρμα παρουσιάζουν μια αναμενόμενη όψη.
Η Κατερίνα Ευαγγελάτου έκανε μια προσεκτική επιλογή ηθοποιών και βέβαια στο πρόσωπο της Στεφανίας Γουλιώτη βρίσκει την απόλυτη ερμηνεύτρια γι’ αυτόν τον τόσο γοητευτικό ρόλο με τις πολλαπλές ψυχολογικές διακυμάνσεις. Η κοντή ξανθιά περούκα τονίζει τις γωνιές του προσώπου της Γουλιώτη αναδεικνύοντας μια γυναίκα θηλυκή και ταυτόχρονα ψυχρή, η οποία διαθέτει δυναμισμό και εξουσία. Η Γουλιώτη παρουσιάζει, στο πρώτο μέρος της παράστασης, μια Ρουθ με έντονους ρυθμούς, απόλυτη και εξουσιαστική. Ενώ στο δεύτερο μέρος, αποκαλύπτει τις βαθύτερες ρωγμές στον χαρακτήρα της γιατρού προβάλλοντας τις ποικίλες ποιότητες της υποκριτικής της δυνατότητας.
Όλοι οι ηθοποιοί της παράστασης ανταποκρίθηκαν ικανοποιητικά: Αλίκη Ανδρειωμένου, Σταύρος Καλλιγάς, Aurora Marion, Αμαλία Νίνου, Λευτέρης Πολυχρόνης, Νίκη Σερέτη. Ξεχώρισαν οι έμπειρες: Μαριάννα Δημητρίου ως Charlie, ο/η σύντροφος της Ρουθ, ο οποίος υποφέρει από άνοια και η Ζωή Ρηγοπούλου ως πρόεδρος του διοικητικού συμβουλίου του Ιατρικού Κέντρου, όπως επίσης και η Κίττυ Παϊταζόγλου στο ρόλο του Ρότζερ Χάρτντιμαν, ενός μισογύνη ρατσιστή γιατρού. Ο Νίκος Χατζόπουλος καταθέτει μια συγκλονιστική ερμηνεία στον ρόλο του καθολικού ιερέα με μια ήρεμη εσωτερική δύναμη, μειλίχιο χαμόγελο και πράα φωνή, στη δε τελευταία σκηνή του έργου καθηλώνει καθώς παύει να φέρει απλά το σχήμα του ιερέα και ‘ντύνει’ τον ρόλο του με βαθειά ενσυναίσθηση και ανθρώπινη ευαισθησία.
Το έργο του Robert Icke, ενός πολλά υποσχόμενου Βρετανού συγγραφέα, αποτελεί μια ανελέητη σύγκρουση της ιατρικής δεοντολογίας και της θρησκευτικής ηθικής, της κοινωνικής ευελιξίας και της έλλειψης προσαρμοστικότητας, του άκρατου ορθολογισμού και της θρησκευτικής πίστης, του ελεύθερου πνεύματος και του σκληρού συντηρητισμού, της συμπερίληψης και της διαφορετικότητας. Ένα θεατρικό έργο , το οποίο με ‘χειρουργικό νυστέρι’ διεισδύει σε μια σύγχρονη κοινωνία, η οποία διχάζεται και προβληματίζεται ανελέητα μέσα στη δίνη μιας ψηφιακής εποχής. Πολύ καλαίσθητο το πρόγραμμα της παράστασης, στο ‘παραδοσιακό’ σχήμα των προγραμμάτων του Αμφι-θεάτρου. Ένας ελάχιστος φόρος τιμής στη μνήμη και στο έργο του αείμνηστου Σπύρου Ευαγγελάτου από την κόρη του.