Το έργο του Καναδού θεατρικού συγγραφέα Μισέλ-Μαρκ Μπουσάρ (Michel Marc Bouchard) με τίτλο “Tom in Greece” (Tom à la ferme) σκηνοθετεί στη μικρή Σκηνή της Στέγης του Ιδρύματος Ωνάση ο Σαράντος Γεώργιος Ζερβουλάκος. Το πρωτότυπο έργο έκανε πρεμιέρα το 2011 στο Théâtre d’Aujourd’hui του Μόντρεαλ, ενώ το 2013 έγινε ταινία σε σκηνοθεσία του Xavier Dolan. Στην ελληνική του εκδοχή ο Τομ ταξιδεύει στο χωριό του εραστή του για να πενθήσει για τον πρόσφατο θάνατό του και να γνωρίσει την οικογένειά του. Έχοντας ζήσει εκτός Ελλάδας έχει απομακρυνθεί από τον τρόπο σκέψης και αντίδρασης της ελληνικής επαρχίας, συνειδητοποιεί ότι ήρθε σε ένα μέρος με άλλα ήθη και έθιμα, όπου η μητέρα του εκλιπόντος δεν γνωρίζει τίποτα για τις σεξουαλικές προτιμήσεις του γιου της. Έτσι συστήνεται σαν “φίλος”, χωρίς να αποκαλύψει την πραγματική του ταυτότητα. Ο Φράγκος είναι ο έτερος γιος, αυτός που έμεινε πίσω για να φροντίζει τη μάνα του και να δουλεύει στα ζώα, με τη ζωή στο χωριό να του προσφέρει πολύ λίγες ευκαιρίες και να του έχει δημιουργήσει ποικίλες ανασφάλειες και πολλά απωθημένα. Στο κάδρο υπάρχει και η Σάρα, η υποτιθέμενη αγαπημένη του πεθαμένου που επινοήθηκε για να θολώσει τα νερά και να συγκαλυφθεί η αλήθεια. Οι σχέσεις όλων των εμπλεκομένων μετά την κηδεία ακροβατούν σε τεντωμένο σκοινί, οι ισορροπίες είναι πολύ εύθραυστες, το ψέμα γεμίζει τοξικότητα την ατμόσφαιρα, ο φόβος βαδίζει παρέα με τον πόθο και η αλήθεια είναι πιθανό να τινάξει τα πάντα στον αέρα. Η μετάφραση της Αμαλίας Κοντογιάννη είχε ροή, συνέχεια κι έγινε σε μια γλώσσα στρωτή, σύγχρονη και απόλυτα κατανοητή. Σύμβουλος δραματουργίας στην παράσταση ήταν η Lisiane Durand.
Ο Σαράντος Γεώργιος Ζερβουλάκος σκηνοθετεί την παράσταση φέρνοντας σε αντιπαραβολή δύο εντελώς διαφορετικούς κόσμους κι επιχειρώντας να διερευνήσει παράλληλα τόσο την ομοφοβική, όσο και μια πιο queer οπτική στο ίδιο θέμα. Το αρχικό κείμενο προσαρμόζεται σε δεδομένα πολύ εγγύτερα στην ελληνική πραγματικότητα για να συνομιλήσει απευθείας με το θυμικό του θεατή, να κριτικάρει και να τον προβληματίσει δημιουργικά. Δύο σύμπαντα εντελώς διαφορετικά μεταξύ τους επιχειρούν να συνυπάρξουν, να ψηλαφίσουν το ένα το άλλο και να κατανοήσουν τις ιδιαιτερότητές τους, μέσα από την επιθυμία, τον πόθο, την “κρυμμένη” αλήθεια και τη σύγκρουση. Ο προοδευτικός αντιμετωπίζει τον μίζερο, ο απελευθερωμένος τον καταπιεσμένο, ο gay τον straight, προσπαθώντας να ανακαλύψουν κώδικες επικοινωνίας και προσέγγισης. Η αξιοπρέπεια, η υπόληψη, η “υπακοή” στις κοινωνικές επιταγές του στενού κοινωνικού περίγυρου δημιουργούν μια φαύλη επικράτηση του ορθού, του σωστού και του κατεστημένου επί μιας αλήθειας που θα τάραζε τα νερά, αλλά θα απελευθέρωνε τα επί χρόνια κοιμώμενα πάθη. Τα όρια θύτη και θύματος είναι λεπτά και η μετάβαση από τη μία κατάσταση στην άλλη μπορεί να γίνει σε ανύποπτο χρόνο. Η σκηνοθεσία αποφεύγει το διδακτισμό ή την υπαγόρευση gay στερεοτύπων, αλλά υιοθετεί μια ανθρώπινη προσέγγιση, μια ακομπλεξάριστη κατάθεση άποψης κι ένα διαλογικό τρόπο σκέψης. Χρησιμοποιεί το χιούμορ ως μέσο έκφρασης και αποφεύγει την εύκολη λύση της διακωμώδησης, της παρωδίας ή της δημιουργίας χαρακτήρων που φλερτάρουν με την καρικατούρα. Χτίζει προσεκτικά το προφίλ των ηρώων του και ακόμα και οι όποιοι τόνοι υπερβολής, μια κάποια επαναληπτικότητα στα σκηνικά ευρήματα ή λίγες αμήχανες ή κάπως τραβηγμένες σε διάρκεια σκηνές δεν στέκονται ικανές να αλλοιώσουν τη συνέπεια πρόθεσης και αποτελέσματος. Στα θετικά καταγράφω και την έλλειψη πλήρους γυμνού, η οποία συνάδει με την αποφυγή του εύκολου, του τετριμμένου και του ηδονοβλεπτικού.
Ο Αντώνης Πριμηκύρης στο ρόλο του Τομ, που έρχεται στην Ελλάδα για να γνωρίσει την οικογένεια και το περιβάλλον του εραστή του, προσεγγίζει τον ήρωά του με μια εξωστρέφεια ενδεικτική της εσωτερικής του απελευθέρωσης από τα στερεότυπα, αλλά και μία αφέλεια που υπογραμμίζει την αποξένωσή του από την ελληνική πραγματικότητα. Υπήρξε μια αρχική αμηχανία και μια υπερκινητικότητα στις πρώτες δύο τρεις σκηνές του έργου, αλλά γρήγορα βρήκε τις ισορροπίες του χαρακτήρα του και αποκρυπτογράφησε τις ιδιαιτερότητές του. Είχε χιούμορ, συναίσθημα, πάθος, αλλά κι έναν υπόγειο φόβο όταν αντιμετώπιζε τον Φράγκο. Ο Λευτέρης Πολυχρόνης έπαιξε τον Φράγκο, το δεύτερο γιο της οικογένειας, έναν macho αγρότη με μπερδεμένη (πρότερη) σεξουαλική ζωή. Με λόγο απότομο και συχνά βίαιο, κίνηση κοφτή και συχνά ζωώδη, πλάθει έναν χαρακτήρα με πενιχρή μόρφωση, σχεδόν πλήρως εγκλωβισμένο στα στερεότυπα της επαρχίας, με ιδέες παλαιϊκές, καταπιεσμένο τόσο μέσα στην οικογένειά του, αλλά και από τον ευρύτερο κοινωνικό περίγυρο. Σε μία ή δύο σκηνές φλέρταρε με την υπερβολή, αλλά δεν ξέφυγε από τα όρια, κρατώντας την ουσία του ρόλου του. Η Ρένια Λουιζίδου ως Αγαθή, η χαροκαμένη μάνα, απέδειξε ότι πέρα από τις όποιες εμπορικές δουλειές στις οποίες συμμετέχει, είναι μια ηθοποιός με εμπειρία και ξεχωριστή ποιότητα που μπορεί να σταθεί επάξια σε ότι καλείται να ερμηνεύσει. Αποτυπώνει με συνέπεια, ακρίβεια και αμεσότητα μία μητέρα με κάποια επαρχιώτικη αφέλεια, που δείχνει ενδόμυχα να γνωρίζει την αλήθεια, αλλά να αρνείται συνειδητά να την αποδεχθεί πλήρως. Τρυφερή, συναισθηματική, με μέτρο στις κορυφώσεις της, χωρίς να καταφεύγει σε μελό συνταγές, ήταν ακριβώς που απαιτούσε η ηρωίδα της. Η Eva Maria Sommersberg αποτέλεσε το συνδετικό κρίκο όλων των σκηνών της παράστασης με σκέρτσο και θηλυκότητα, αλλά ερμήνευσε και τη Σάρα την υποτιθέμενη σύντροφο του νεκρού γιου της Αγαθής. Συνεπής στο μικρό ρόλο που κλήθηκε να ερμηνεύσει, ταίριαξε με την εικόνα της χυμώδους, εντυπωσιακής γυναίκας που δεν περνάει απαρατήρητη από τον περίγυρό της και θα μπορούσε να αποτελέσει μία πολύ καλή έξωθεν κάλυψη που μπορεί να χρειαζόταν κάποιος με κρυφή gay ζωή.
Στο σκηνικό χώρο που επιμελήθηκε η Τίνα Τζόκα δεσπόζει ένα αγροτικό Datsun περασμένων εποχών, λίγο ταλαιπωρημένο, που αποτελεί χώρο πολλαπλών δράσεων και συμβολισμών στην εξέλιξη της ιστορίας και ήταν λειτουργικό, αν και στο τέλος η σκηνική του χρήση άγγιξε την υπερβολή. Η ίδια είχε και τη φροντίδα των κοστουμιών που ήταν λιτά, απλά και κατάλληλα για τους χαρακτήρες που έντυσαν. Οι Amateurboyz στη μουσική επένδυση της παράστασης δημιούργησαν ένα εύστοχο, σχεδόν συνεχές μουσικό χαλί παράλληλο με τη ροή της ιστορίας, αν και η έντασή του σε μερικές στιγμές, επικάλυψε κάποια από τα λόγια των ηθοποιών. Οι φωτισμοί του Νίκου Βλασσόπουλου καίριοι και σωστά εστιασμένοι στους εκάστοτε πρωταγωνιστές της ιστορίας.
Συμπερασματικά, στη μικρή Σκηνή της Στέγης του Ιδρύματος Ωνάση, παρακολούθησα τη σκηνική προσαρμογή στην ελληνική πραγματικότητα ενός σύγχρονου και ελαφρά αιρετικού θεατρικού κειμένου, με μια σκηνοθετική προσέγγιση που είχε αμεσότητα, ειλικρίνεια, δημιουργικότητα και απέφυγε τη φόρμα και τις δοκιμασμένες συνταγές. Με ματιά ακομπλεξάριστη, αποενοχοποιημένη, αλλά περιεκτική σε νοήματα και συμβολισμούς πλάθει μια αληθοφανή ιστορία στην ελληνική ύπαιθρο του σήμερα, που όμως δεν έχει απαλλαγεί από σημαντικά σύνδρομα του χθες. Κάποια μικρά σκαμπανεβάσματα στο ρυθμό και μικρές αρρυθμίες δεν επηρεάζουν το απόλυτα δίκαιο θετικό πρόσημο που αξίζει η προσπάθεια αυτή. Οι ερμηνείες προσεγμένες και συντονισμένες επικούρησαν την αρτιότητα του θεατρικού αυτού εγχειρήματος.