«ΗΤΑΝ ΟΛΟΙ ΤΟΥΣ ΠΑΙΔΙΑ ΜΟΥ» ΤΟΥ ΑΡΘΟΥΡ ΜΙΛΛΕΡ ΣΕ ΣΚΗΝΟΘΕΣΙΑ ΓΙΑΝΝΗ ΜΟΣΧΟΥ
Για δεύτερη χρονιά συνεχίζεται η παράσταση «Ήταν όλοι τους παιδιά μου» του Άρθουρ Μίλλερ στο Θέατρο «Εμπορικόν». Μια παράσταση με καθαρή σκηνοθετική άποψη και υψηλής ποιότητας ερμηνείες που σημαδεύει ευθύβολα στο συναίσθημα του θεατή και ταυτόχρονα κινητοποιεί την κρίση του για το ρόλο του ατόμου μέσα στην κοινωνία και για τις συνέπειες των πράξεών του σε προσωπικό και κοινωνικό επίπεδο.
Το έργο του Μίλλερ «Ήταν όλοι τους παιδιά μου» είναι μια παρακαταθήκη, μακράς πνοής, άκρως επίκαιρη που «διαπερνά» το παρελθόν, το παρόν και το μέλλον στηλιτεύοντας τους εκάστοτε «κερδοσκόπους των πολέμων» και ανατέμνοντας βαθιά το περίπλοκο πλέγμα της προσωπικής ηθικής με την κοινωνική ευθύνη.
Ο Άρθουρ Μίλλερ έγραψε το έργο το 1947, στον απόηχο του Β΄ παγκοσμίου πολέμου και βασίζεται σε πραγματικές αναφορές για τα βομβαρδιστικά αεροσκάφη τύπου Ρ-40 της Curtiss-Wright Corporation που παρουσίασαν προβλήματα κατά τη διάρκεια του πολέμου.
Το έργο διαδραματίζεται μια αυγουστιάτικη Κυριακή του 1947 μέχρι το απόγευμα της επομένης στην έπαυλη της οικογένειας Κέλλερ. Ο Τζο Κέλλερ είναι ένας αυτοδημιούργητος βιομήχανος, χωρίς παιδεία που έκανε τεράστια περιουσία τροφοδοτώντας την πολεμική αεροπορία με εξαρτήματα για βομβαρδιστικά αεροσκάφη. Αυτές οι 36 ώρες δυναμιτίζουν τα ζωτικά ψεύδη που συντηρούν τα μέλη της οικογένειας Κέλλερ. Οι «εισβολείς» που ανατρέπουν τις ως τότε ισορροπίες είναι η Ανν και ο αδελφός της Τζωρτζ, παιδιά του πρώην συνεταίρου του Τζο Κέλλερ που εκτίει την ποινή του έχοντας χρεωθεί όλη την ευθύνη της ελαττωματικής παρτίδας κυλίνδρων που δόθηκε στην αεροπορία και οδήγησε στην πτώση 21 αεροσκαφών. Ανομολόγητα μυστικά και πράξεις ωθούν προς τη λύση της τραγωδίας. Η μητέρα, ενώ ψυχανεμίζεται πράγματα, εμμονικά θεωρεί αγνοούμενο το γιο της Λάρρυ, που σκοτώθηκε πριν 3 χρόνια πετώντας με αεροπλάνο, ανακαλύπτει την πικρή αλήθεια σ’ ένα γράμμα. Ο γιος Κρις που απολαμβάνει τα αγαθά μιας άνετης ζωής και επιθυμεί να παντρευτεί την Ανν, πρώην αρραβωνιαστικιά του αδελφού του, οφείλει να πάρει θέση και βέβαια ο πατέρας Τζο Κέλλερ υποχρεούται, επώδυνα, να τραβήξει τη «φενάκη» από τα μάτια του.
Ο Άρθουρ Μίλλερ, όπως έχει ομολογήσει, θαύμαζε τους Έλληνες τραγικούς για τη φόρμα και τη συμμετρία των έργων τους. Εμπνέεται από τραγικές περσόνες και την «τραγική φόρμα» και κατά κάποιο τρόπο, τα συναντάμε στο έργο του «Ήταν όλοι τους παιδιά μου». Ο Τζο Κέλλερ, ως άλλος Αγαμέμνων, θυσιάζει 21 πιλότους για το οικονομικό και οικογενειακό του καλό. Άλλωστε ο Μίλλερ «παίζει» ηχητικά με την «ακουστική μετάλλαξη» του ι σε e: killer (δολοφόνος) – Joe Keller (ονοματεπώνυμο). Ο δε γιος Κρις, ένας εν δυνάμει Ορέστης όπως και ο νεαρός Λάρρυ, μετατρέπεται ο πρώτος σε αμείλικτο κατήγορο του πατέρα του, ο δε δεύτερος τον «τιμωρεί» με την θανάσιμη επιλογή του. Οι γείτονες, τόσο ο γιατρός με τη γυναίκα του όσο και το νεώτερο, ξένοιαστο ζευγάρι των Λούμπεϊ, απαρτίζουν ένα είδος χορού που παρακολουθεί τις εξελίξεις απ’ την πλατεία του θεάτρου και στον δεδομένο χρόνο παρεμβαίνουν στη δράση ανεβαίνοντας στη σκηνή. Είναι η κοινή γνώμη που αποδέχεται, αποσιωπά, σχολιάζει ή και αδιαφορεί. Ο Γιάννης Μόσχος, βαθύς γνώστης του οικογενειακού δράματος, έχοντας κάνει τη διδακτορική του διατριβή στο έργο του Ίψεν, διαχειρίζεται το κείμενο με μέτρο, σαφήνεια, απλότητα – αλλά όχι απλοϊκά – κλιμακώνοντας με ημιτόνια τις τραγικές καταστάσεις. Η σκηνοθετική προσέγγιση επικεντρώνεται στον πυρήνα του έργου με λιτό και καίριο τρόπο απογειώνοντάς το σε μια σύγχρονη τραγωδία.
Ικανότατοι ηθοποιοί κάτω από την σκηνοθετική παγκέτα με «προεξάρχοντα» τον Δημήτρη Καταλειφό, αναμετρώνται με τους ρόλους τους παρουσιάζοντας ένα καλοκουρδισμένο σύνολο. Ο Δημήτρης Καταλειφός Τζο Κέλλερ, με φοβερή μαεστρία ενσαρκώνει έναν ανάλγητο βιομήχανο με καλοπροαίρετο προσωπείο και δόλια παιγνιώδη διάθεση, δημιουργώντας το μύθο της φυλακής στο υπόγειο του σπιτιού του, κλείνει το μάτι» στον κοινωνικό του περίγυρο και κορυφώνει υποκριτικά με τη βουβή κραυγή πόνου, τη συγκλονιστική στιγμή της επίγνωσης των πράξεών του. Η Αλεξάνδρα Σακελλαροπούλου υποδύεται την Κέητ Κέλλερ με φινέτσα και κομψότητα όπως και με περίτεχνη ικανότητα αποδίδει τις ψυχολογικές της μεταπτώσεις. Εξαιρετικοί και οι άλλοι ηθοποιοί (Γιώργος Βουρδαμής, Δανάη Επιθυμιάδη, Κώστας Βαρσαρδάνης, Δημήτρης Καραμπέτσης, Ευγενία Αποστόλου, Γιώργος Τζαβάρας, Ιωάννα Πιατά) υπηρετούν τους ρόλους τους με τρόπο εμπνευσμένο «φωτίζοντας» τον ψυχισμό των ηρώων.
Η Δάφνη Οικονόμου, μετέφρασε το κείμενο σε ένα ρέοντα θεατρικό λόγο, ο Λευτέρης Παυλόπουλος «έντυσε» την παράσταση με υπαινικτικές φωτοσκιάσεις και ο Άγγελος Τριανταφύλλου δημιούργησε ένα υποβλητικό ηχητικό τοπίο. Η Τίνα Τζόκα, σε μια ακόμα συνεργασία της με το Γιάννη Μόσχο, κατορθώνει με τα σκηνικά και τα κοστούμια της να αποδώσει το πνεύμα της σκηνοθετικής του προσέγγισης. Το σκηνικό παραπέμπει στην όψη αρχαίας τραγωδίας. Η επιβλητική γκρι πρόσοψη «του οίκου των Κέλλερ» με ένα «περίεργο» άνοιγμα στο μέσον οδηγεί στα ενδότερα, οδηγεί δηλαδή στην κεντρική είσοδο, με τις εκατέρωθεν εσοχές με τα δύο ασύμμετρα παράθυρα, σκοτεινά και απειλητικά, και με ένα βαρύ στέγαστρο ραβδωτό να «προστατεύει» τις μεγάλες και φαρδιές σκάλες της εισόδου αποπνέει ένα αίσθημα μυστηρίου και απειλής. Τα κοστούμια σε υπέροχους χρωματισμούς, άκρως καλοκαιρινά και ανάλαφρα, με επιμελημένες λεπτομέρειες (οι τιράντες του Τζο Κέλλερ, η άσπρη καλοσιδερωμένη ποδιά της κυρίας Λούμπεϊ κ.ά.) τονίζουν την προσωπικότητα των ηρώων.
Μια έντιμη παράσταση που συγκινεί με την ειλικρίνειά της και δικαίως αγαπήθηκε από το κοινό ώστε να συνεχίζει να παίζεται με μεγάλη επιτυχία.