Η «Όπερα της πεντάρας» στην Ελλάδα
Για πρώτη φορά ανέβηκε το 1962 με τον παραπλανητικό τίτλο «Ρομάντζο της πεντάρας» από το θίασο του Νίκου Χατζίσκου. Το 1975-1976 (χειμερινή περίοδος) παρουσιάστηκε στο θέατρο «Κάππα» σε σκηνοθεσία Ζυλ Ντασσέν και μετάφραση Παύλου Μάτεσι με τους Μελίνα Μερκούρη, Νίκο Κούρκουλο, Σπύρο Κωνσταντόπουλο, Καίτη Λαμπροπούλου, Ιάκωβο Ψαρρά, Μίμη Χρυσομάλη, Χρυσούλα Διαβάτη, Πέπη Οικονομοπούλου. Η ενορχήστρωση έγινε από τον Νικηφόρο Ρώτα και οι χορογραφίες από τον σπουδαίο Λεωνίδα Ντε Πιαν.
Στο βικτωριανό Λονδίνο, ο περιβόητος Μακίθ (Μάκι Μέσερ ή Μακ ο Μαχαιροβγάλτης), παντρεύεται την Πόλι Πίτσαμ. Στην Πρώτη Πράξη, ο Μπρεχτ παρουσιάζει το μαγαζί του Τζόναθαν Πίτσαμ, του αφεντικού των ζητιάνων του Λονδίνου, στους οποίους πουλάει προστασία, τους εκμεταλλεύεται και διεκδικεί μερίδιο από τα καθημερινά “κέρδη” τους, ασκώντας κριτική στο καπιταλιστικό σύστημα, προβάλλοντας την εικόνα ότι τα πάντα μπορούν να γίνουν “εμπόριο”, ακόμα και η ελεημοσύνη. Ο Πίτσαμ ανακαλύπτει ότι η κόρη του, η Πόλι, που τη θεωρεί ιδιοκτησία του, έχει μπλέξει με τον περιβόητο κακοποιό Μακίθ. Η ίδια η Πόλι εκείνο το βράδυ παντρεύεται το Μακίθ σε ένα στάβλο και διασκεδάζει μαζί με τη συμμορία του, παριστάνοντας την “Τζένη των Πειρατών”. Γυρίζοντας σπίτι, ανακοινώνει στους γονείς της το γάμο της, αλλά και το ότι ο αρχηγός της αστυνομίας Τάιγκερ Μπράουν διασκέδασε μαζί τους, καθώς αυτός και ο Μακίθ είναι στενοί φίλοι από το στρατό. Ο γάμος αυτός εξοργίζει τον πατέρα της, ο οποίος πασχίζει να στείλει τον Μακίθ στην κρεμάλα.
Η Λούσι μηχανορραφεί για την απόδραση του Μακίθ, ενώ ο Πίτσαμ απειλεί τον αστυνόμο Μπράουν ότι θα εξαπολύσει όλους τους ζητιάνους του κατά την τελετή στέψης της βασίλισσας, κάτι που θα στοίχιζε τη θέση του. Η Τζένη απαιτεί τα χρήματά της από την κυρία Πίτσαμ, η οποία αρνείται. Ο Μπράουν μαθαίνει ότι οι ζητιάνοι έχουν ήδη λάβει θέσεις και ο μόνος τρόπος να σώσει τον ίδιο και τη θέση του στην αστυνομία είναι να συλλάβει και να εκτελέσει το Μακίθ. Ο Μακίθ οδηγείται και πάλι στη φυλακή, αλλά αυτή τη φορά κανείς δεν μπορεί να μαζέψει τόσα χρήματα για να εξαγοράσει τους φύλακες. Λίγο πριν την εκτέλεση, γίνεται η μεγάλη ανατροπή.
Η όπερα ήταν το κατ’ εξοχήν αστικό θέαμα, ιδιαίτερα καταναλώσιμο στη Γερμανία της εποχής του 1920. Το πιο υπνωτιστικό ή “αποβλακωτικό” όπως έλεγε ο Brecht, με τις βαρύγδουπες άριες, τα φορτωμένα ντεκόρ και τα δραματικά θέματα, τα οποία, σε συνδυασμό με τη μουσική, ήταν ό,τι έπρεπε για μια παραμορφωμένη αναπαράσταση της πραγματικότητας. “Ένας άνθρωπος που πεθαίνει είναι μια ρεαλιστική εικόνα.
Όταν όμως πεθαίνει τραγουδώντας, αυτό μας μπάζει στο χώρο του παραλόγου” γράφει στις παρατηρήσεις του για την “Όπερα της Πεντάρας”.
Σκοπός του Brecht ήταν, μέσω της παρωδίας της όπερας, να επιτύχει μια ανατροπή της λειτουργίας του αστικού θεάτρου από θέαμα “γαστρονομικό” σε επικό-διδακτικό. Διατηρώντας τον ψυχαγωγικό της χαρακτήρα, η δική του όπερα θα είχε την ψυχαγωγία αντικείμενο της τσουχτερής σάτιρας. Σ’ αυτό συνέβαλαν ουσιαστικά και τα εξαιρετικά τραγούδια που έγραψε ο Kurt Weill για την παράσταση.
Στο ύφος των Βερολινέζικων καμπαρέ του μεσοπολέμου και με φανερή την επιρροή της Jazz, που είχε ήδη κάνει τη σαρωτική εμφάνισή της στην άλλη πλευρά του Ατλαντικού, τα τραγούδια του Kurt Weill ήταν το ιδανικότερο όχημα για να εισχωρήσει ο σατιρικός λόγος στο μυαλό του κοινού και να μείνει.
Η νέα αυτή όπερα αντί να αναπαρασταίνει απλώς, προέβλεπε τη γελοιοποίηση των ηθικών αξιών του αστού και την απομυθοποίηση του πιο δοκιμασμένου και προτιμώμενου φορέα της ψυχαγωγίας της εποχής. Η Όπερα της πεντάρας (γερμανικά: Die Dreigroschenoper) είναι μουσικό έργο του Γερμανού συνθέτη Κουρτ Βάιλ σε λιμπρέτο του Μπέρτολτ Μπρέχτ. Πρόκειται για μεταφορά του αγγλικού έργου του 18ου αιώνα Η όπερα του ζητιάνου (Beggar’s Opera) του Τζον Γκει. Έκανε πρεμιέρα στις 31 Αυγούστου 1928 στο Θέατρο του Βερολίνου κι από την πρώτη στιγμή προκάλεσε αίσθηση στο ευρύ κοινό κι είχε μεγάλο αντίκτυπο στο χώρο του μιούζικαλ.
Η πρεμιέρα της παράστασης είχε προγραμματιστεί για να εορταστεί η ίδρυση του Θεάτρου του Φραγμάτων των Ναυπηγών (Schiffbauerdamm Theatre) από τον διευθυντή του θεάτρου Ερνστ Γιόζεφ Άουφριχτ. Η σκηνοθεσία ανατέθηκε τυπικά στον Έριχ Ένγκελ, αλλά ουσιαστικά σκηνοθέτης ήταν ο Μπρέχτ που επέβαλε την αποστασιοποίηση ως μέθοδο απόδοσης του κειμένου. Οι ταλαντούχοι ηθοποιοί (Έριχ Πόντα, Ρόζα Βαλέτι, Ρόμα Μπάν, Κάτε Κυλ, Χάραλντ Παουλσεν, Κουρτ Γκέρρον, Ερνστ Μπους και η πρωτοεμφανιζόμενη Λότε Λένια στο ρόλο της Τζένης) παρά τις αρχικές τους αμφιβολίες για την καινοτόμο σκηνοθετική άποψη του Μπρεχτ, θα ακολουθήσουν τελικά τις οδηγίες του που θα εξασφαλίσουν την μεγάλη εμπορική επιτυχία του έργου.
Οι πρόβες για το ανέβασμα του έργου, περιγράφονται από τους συντελεστές της παράστασης ως “χαοτικές”, με διαρκείς αλλαγές στο επιτελείο των ηθοποιών κι αμέτρητες διαφωνίες μεταξύ της δημιουργικής ομάδας, σε βαθμό που ο θεατρώνης, είχε τόσο απελπιστεί που έψαχνε παράλληλα για νέο έργο. Χαρακτηριστικά, αναφέρω μερικά ευτράπελα : Παρόλο που το κείμενο είχε δοθεί στους ηθοποιούς από τον Ιούνιο, ο Brecht ερχόταν κάθε φορά στο θέατρο με κάθε λογής προσθήκες. Άλλοτε με αποσπάσματα από τη βίβλο στους μονολόγους του κυρίου Πίτσαμ, άλλοτε με στίχους του François Villon στις παρλάτες του Μακχίθ ή του Rudyard Kipling σε κομμάτια της Τζένη και της Πόλυ, το έργο έπαιρνε κάθε τόσο και διαφορετική μορφή. Κατά τη διάρκεια των προβών, όπως θυμάται ο συγγραφέας Elias Canetti, ο Brecht περιστοιχιζόταν πάντα από έναν κύκλο ανθρώπων, που πρότεινε συνεχώς και κάτι καινούριο. Ο ίδιος μας πληροφορεί πως, ακόμα κι ο τίτλος που τελικά δόθηκε στο έργο ήταν ιδέα του θεατρικού συγγραφέα και στενού φίλου του Brecht, Lion Feuchtwanger, που έγινε αποδεκτή σε κάποια από τις πρώτες πρόβες. Αρχικά, ο Brecht ήθελε να ονομάσει τη διασκευή του “Ο απατεώνας” (“Gerindel”) ή “Όπερα του νταβατζή” (“Ludenoper”) εστιάζοντας στο κεντρικό πρόσωπο του έργου, τον Μακχίθ, όμως η αναφορά στο χρήμα, που είναι ο απόλυτος πρωταγωνιστής του έργου, κρίθηκε προτιμότερη για τον τίτλο. Το αφαιρετικό σκηνικό του Caspar Neher μετατρεπόταν από τη μια πρόβα στην άλλη, σε φανταχτερά βαρυφορτωμένη σκηνή τσίρκου, μέχρι να επικρατήσει η άποψη του σκηνογράφου και να επιστρέψει στην, ελαφρώς παραλλαγμένη, αρχική του εκδοχή. Τραγούδια κόβονταν και νέα τραγούδια γράφονταν, ακόμα και την τελευταία στιγμή. Το πιο γνωστό τραγούδι της παράστασης, το “Mack the Knife”, προστέθηκε λίγο πριν τη γενική πρόβα με κοστούμια, ενώ την ημέρα της πρεμιέρας, όταν έφτασαν στο θέατρο τα φυλλάδια του προγράμματος, διαπιστώθηκε πως δεν αναγραφόταν πουθενά το όνομα της Lotte Lenya. Μόλις μια ώρα πριν ανοίξει η αυλαία, ο Kurt Weill κατάφερε τελικά να την μεταπείσει και να μην αποχωρήσει. Μέσα σ’ αυτήν την χαοτική ατμόσφαιρα, ήρθε να προστεθεί και ο ξαφνικός θάνατος του συζύγου της εικοσιεπτάχρονης σοπράνο Carola Neher, ειδικά για τη φωνή της οποίας είχαν γραφτεί τα τραγούδια της Πόλυ Πίτσαμ. Εξαιτίας του τραγικού γεγονότος, η Neher δεν μπόρεσε να παίξει στην πρεμιέρα και αναγκαστικά την αντικατέστησε η Roma Bahn. Πολύ γρήγορα άρχισε ν’ απλώνεται στην ατμόσφαιρα η αίσθηση πως επρόκειτο για μια παράσταση όχι απλώς καταδικασμένη, αλλά καταραμένη. Παρ’ όλα ταύτα, η πρεμιέρα έγινε κι είχε τεράστια επιτυχία. Το κοινό, που παρακολουθούσε σιωπηλό κι ακίνητο την πρώτη πράξη, όταν ακούστηκε η “Μπαλάντα των κανονιών” (“Kanonen Song”) ξέσπασε σε ενθουσιώδη χειροκροτήματα και ζητούσε να το ακούσει ξανά και ξανά…
Από το σημείο εκείνο έσπασε ο πάγος και η επιτυχία ήταν πια σίγουρη. Η πρεμιέρα πέρασε στην ιστορία ως το κορυφαίο πολιτιστικό γεγονός της χρονιάς και σηματοδότησε την αρχή μιας ολόκληρης εποχής για τα θεατρικά δρώμενα. Εκείνη την εποχή στο Βερολίνο, όπου στεκόσουν άκουγες να μιλούν για την “Όπερα της πεντάρας”… ακόμα κι εκείνοι που δεν την είχαν δει. Η Lotte Lenya το περιγράφει καλύτερα : “Θεατρόφιλοι που απέφυγαν να παρακολουθήσουν την πρεμιέρα του έργου θεωρώντας το ως κάτι ασήμαντο, μετά την ανέλπιστη επιτυχία του, άρχισαν να ισχυρίζονται με ζέση πως ήταν κι εκείνοι εκεί”. Ένας “πενταροτυφώνας” σάρωνε, όχι μόνο τη Γερμανία αλλά ολόκληρη την Ευρώπη. Μόνο μέσα στα επόμενα τέσσερα χρόνια, το έργο ανέβηκε σε 130 θέατρα της Ευρώπης, από τους μεγαλύτερους θιάσους… και η απήχηση του έργου δεν έπαψε ποτέ.
Ο Μπρεχτ, διασκευάζοντας την «Όπερα του ζητιάνου», αντικατέστησε «την άμεση σάτιρα του Γκεί με μια σάτιρα και μια κριτική σε δεύτερο επίπεδο. “Η Όπερα του ζητιάνου” είναι επίπεδη, στεγνή, χωρίς το παραμικρό διφορούμενο. “Η Όπερα της πεντάρας” είναι μπαρόκ, παραφορτωμένη, απολαυστικά πολύπλοκη. Είναι χτισμένη όχι σε ένα, αλλά σε δύο και τρία επίπεδα», λέει ο Bernard Dort στο βιβλίο του «Ανάγνωστη του Μπρεχτ» (εκδ. Κέδρος), ξανά. Και συνυπάρχει εδώ, στην μπρεχτική «Όπερα», ο διάλογος, η απαγγελία, το τραγούδι, που κι αυτό συνομιλεί με διάφορα είδη και διαφορετικές εποχές.
Το νέο στοιχείο που ενέταξε ο Μπρεχτ είναι τα τραγούδια, «που σπάνε την έννοια του παιξίματος και της δράσης», και ασφαλώς είναι σχόλια, ίσως πιο εύπεπτα ή πιο αφομοιώσιμα για την κοινωνική και πολιτική κριτική που επιδιώκει ο Μπρεχτ μέσα από το θέατρο που κάνει. Όμως, όπως διαπιστώνουν όλοι οι μελετητές, «το κοινό αφέθηκε εντελώς στη μαγεία της μουσικής του Κουρτ Βάιλ, των τραγουδιών του Μάκι, της Πόλλυ και της Τζέννυ, που έκαναν στη συνέχεια το γύρο του κόσμου, για λόγους κάθε άλλο παρά πολιτικούς».