“Μια σφαίρα στην καρδιά”: Η γαλλική ταινία της Τζένης Καρέζη, που γυρίστηκε στην Ελλάδα.
“Μια σφαίρα στην καρδιά” (στα γαλλικά “Une balle au cœur”) ήταν ο τίτλος της μοναδικής ξένης ταινίας, στην οποία πρωταγωνίστησε η Τζένη Καρέζη και τα γυρίσματα της οποίας πραγματοποιήθηκαν στην Ελλάδα το καλοκαίρι του 1965. Ήταν μια φιλόδοξη παραγωγή, όπως τουλάχιστον προβλήθηκε από τις ελληνικές εφημερίδες, που όμως δεν κατάφερε ν’ ανοίξει τις πόρτες για μια διεθνή καριέρα στην πολυαγαπημένη ηθοποιό. Δεν ήταν η πρώτη πρόταση που είχε δεχτεί για να συμμετάσχει σε μια διεθνή και μάλιστα γαλλική κινηματογραφική παραγωγή, όμως ήταν η πρώτη φορά που μια τέτοια πρόταση υλοποιήθηκε, αλλά δυστυχώς δεν στέφθηκε με ιδιαίτερη επιτυχία.
Κατ’ αρχήν, λίγα λόγια για την υπόθεση της ταινίας:
Η Τζένη Καρέζη υποδυόταν την Κάρλα, τραγουδίστρια ενός καμπαρέ της Τρούμπας και πρώην ερωμένη ενός άρχοντα του υποκόσμου. Ζει μια άχαρη ζωή, θύμα παλιών σφαλμάτων. Εκεί γνωρίζει τον Φραντσέσκο Μοντελέκρ (τον υποδυόταν ο Σάμμυ Φρέι), τελευταίο απόγονο μιας πλούσιας σικελικής οικογένειας, την περιουσία του οποίου έχει κλέψει η Μαφία κι αυτός έχει ορκισθεί εκδίκηση. Προσπαθώντας να ξεφύγει από τον γκάγκστερ Ριζάρντι, ο οποίος τον καταδιώκει για λόγους παλιού οικογενειακού μίσους, ο Φραντσέσκο τραυματίζει και παραμορφώνει τον Ριζάρντι, με αποτέλεσμα να τον κυνηγάει ο Ναβάρα, επικεφαλής όλης της συμμορίας. Στην Ελλάδα φθάνει αναζητώντας έναν μάρτυρα, που θα τον βοηθήσει να στείλει στη φυλακή τον αρχιμαφιόζο.
Εδώ γνωρίζει την Κάρλα, η οποία τον ερωτεύεται και τον βοηθάει υλικά και ηθικά, για να σκοτώσει όλους τους εχθρούς του. Ωστόσο, ο Φραντσέσκο είναι ερωτευμένος με την Άννα (την υποδυόταν η Φρανσουάζ Αρντί), που ήρθε στην Ελλάδα μαζί με μια φίλη της, την Ελένη. Αλλά το πρωτοπαλίκαρο της Μαφίας σκοτώνει την Άννα και το κυνηγητό ανάμεσα στον Φραντσέσκο και τη Μαφία συνεχίζεται, μέχρι που εκείνος σκοτώνει τον τελευταίο αντίπαλό του, τον Νοβάρα. Τώρα πια είναι ελεύθερος να γυρίσει στη Σικελία για ν’ αποκτήσει πάλι το γόητρό του και την περιουσία του, όμως την τελευταία στιγμή, ενώ μονομαχεί και σκοτώνει τον Ριζάρντι, ένας άλλος γκάνγκστερ επιτίθεται στον Φραντσέσκο και τον σκοτώνει.
Η Καρέζη δήλωνε ενθουσιασμένη με το ρόλο της, έναν “ρόλο πάθους, που μου δίνει πολλές ευκαιρίες για μια καλή κινηματογραφική εμφάνιση”, που ίσως “θα σημάνει κάτι καινούργιο για μένα”, όπως εξομολογήθηκε κατά τη διάρκεια των γυρισμάτων στην εφημερίδα Εμπρός (26.06.1965). Η ίδια εφημερίδα δημοσίευε τη φήμη ότι η αμοιβή της Τζένης θα άγγιζε τις 200.000 δραχμές, δηλαδή “κάτι παραπάνω απ’ ό,τι παίρνει στις ελληνικές” ταινίες, ενώ η Γαλλίδα πρωταγωνίστρια Φρανσουάζ Αρντύ, για την οποία γράφονταν σχόλια ότι είχε συμπεριφορά ντίβας και ότι ήταν συνεχώς θλιμμένη, επειδή της έλειπα ο αγαπημένος της, θα αμειβόταν με 240.000 δραχμές, δηλαδή “κάτι λιγώτερο απ’ όσα παίρνει στις εν Γαλλία συμμετοχές της”.
Άλλοι Έλληνες ηθοποιοί που συμμετείχαν στην ταινία ήταν ο Σπύρος Φωκάς, ο Βασίλης Διαμαντόπουλος, που υποδυόταν τον αρχηγό της Μαφίας, ο Σωτήρης Μουστάκας, που υποδυόταν τον μικρότερο αδελφό του, η Βιβέτα Τσιούνη, ο Αρτέμης Μάτσας, ο Δημήτρης Μυράτ, η Άννα Ραυτοπούλου, ο Γιώργος Μούτσιος, ο Χρήστος Νέγκας και οι Νίκος Τσακιρίδης, Νίκος Φέρμας, Κώστας Φέρρης, Φάνης Χηνάς, Γιώργος Μαρίνος και Ζανίνο.
Τα γυρίσματα της ταινίας ξεκίνησαν στη Σκύρο στα τέλη Μάιο 1965, ενώ για τις ανάγκες των γυρισμάτων επιστρατεύθηκαν μερικά από τα αρχοντικά του νησιού, παραλίες και άλλες γραφικές τοποθεσίες. Όπως γράφτηκε, η επιλογή του νησιού έγινε προσωπικά από τον Γάλλο σκηνοθέτη, ο οποίος έψαχνε την ωραιότερη παραλία της Μεσογείου για την ταινία του. Πάντως, οι Γάλλοι ηθοποιοί φέρονταν να ταλαιπωρήθηκαν αρκετά για να φτάσουν στη Σκύρο και ειδικότερα στην παραλία των γυρισμάτων, αφού τα μέσα μεταφοράς της εποχής δεν ήταν ιδιαίτερα βολικά. Αργότερα, τα γυρίσματα συνεχίστηκαν στους Δελφούς, την Αθήνα και τον Πειραιά, όπου ολοκληρώθηκαν στις 18 Ιουλίου.
Ο σκηνοθέτης της ταινίας, Ζαν-Ντανιέλ Πωλλέ, θεωρούνταν ένας από τους καλύτερους του γαλλικού “Νέου Κύματος”, όμως αυτή ήταν η πρώτη μεγάλου μήκους ταινία του. Σε σχετικό ρεπορτάζ του Εμπρός (29.05.1965), χαρακτηριζόταν “λάτρης της χώρας μας και μαγεμένος από τους κατοίκους της και τις ομορφιές της”. Επίσης, “ιδεολόγος στον τομέα της Τέχνης, δεν δέχεται κανέναν καλλιτεχνικό συμβιβασμό από τους διαφόρους εμπόρους του είδους, παρ’ ολίγο δεν να ματαιωνόταν το γύρισμα της ταινίας για τέτοια αφορμή”.
Στην Ελλάδα, η ταινία έκανε πρεμιέρα στις 19 Δεκεμβρίου 1966 (περίπου 10 μήνες μετά τη γαλλική πρεμιέρα) και δεν εντυπωσίασε ούτε καν τους πιο δύσκολους κριτικούς. Ο Γ. Μπακογιαννόπουλος έγραφε στην εφημερία Ελευθερία (21.12.1966): “Μερικές ωραίες ματιές πάνω στον ελληνικό χώρο δεν σώζουν το ΜΙΑ ΣΦΑΙΡΑ ΣΤΗΝ ΚΑΡΔΙΑ του Ζαν Ντανιελ Πολλέ από την ανυπαρξία. Εκδικήσεις και φόνοι, έρωτες και μίση αντί να είναι τραγικά γίνονται τελικά απλώς αδιάφορα”.
Πηγή
http://ola-ta-kala.blogspot.gr/2014/07/blog-post_7.html
2000
2k