Ο Θωμάς Μοσχόπουλος δεν χρειάζεται ιδιαίτερες συστάσεις. Σκηνοθέτης με πολλές παραστάσεις και πολλές επιτυχίες στο ενεργητικό του, καλλιτεχνικός διευθυντής του θεάτρου Πόρτα και συχνά μεταφραστής των έργων που σκηνοθετεί και συστήνει για πρώτη φορά στο ελληνικό κοινό. Άμεσος, ειλικρινής και φιλοσοφημένος δεν φοβάται να εκφράσει απόψεις και συναισθήματα, σε μια συζήτηση που πιστεύω θα την απολαύσετε και σεις όπως και γω.
Γιατί σκηνοθέτης ;
Πάντα σκηνοθέτης ήθελα να γίνω. Τελείωσα δραματική σχολή, επειδή πίστευα ότι πρέπει να περάσω τη διαδικασία της υποκριτικής εκπαίδευσης για να ασκήσω τη σκηνοθεσία. Δεν μου αρέσει η άμεση έκθεση, μου αρέσει η έμμεση έκθεση, δεν μου αρέσει δηλαδή να είμαι πάνω στη σκηνή. Αυτή τη στιγμή για την ακρίβεια αναρωτιέμαι, γιατί σκηνοθέτης, και γιατί όχι κάτι άλλο; Μου αρέσει να αφηγούμαι ιστορίες, μου αρέσει να είμαι μαζί με κόσμο. Ο συνδυασμός δεν έχει πάρα πολλά πράγματα που να μπορείς να κάνεις. Να αφηγείσαι ιστορίες παρουσία κόσμου σχεδόν αυτόματα, σε πηγαίνει στο θέατρο, ή στον κινηματογράφο. Με τον κινηματογράφο, παρόλο που τον ξεκίνησα κάποια στιγμή, συνειδητοποίησα ότι με τον τρόπο και τον ρυθμό που εμένα μου αρέσει να είμαι δημιουργικός, δεν θα μπορούσα να ασχοληθώ στην Ελλάδα, δηλαδή δεν θα μπορούσα να κάνω μια ταινία κάθε δέκα χρόνια, και τα υπόλοιπα να ψάχνω να βρω πώς θα καλύψω την παραγωγή. Οπότε επειδή το θέατρο ήταν και είναι ένα πιο φτηνό σπορ, κάποια στιγμή με κέρδισε αναγκαστικά γιατί οι ρυθμοί μου ήταν τέτοιοι.
Τώρα νομίζω έχω κλείσει ένα κύκλο μέσα μου, που θα μπορούσα να μην κάνω πια αυτή τη δουλειά. Αν μπορούσα να ξαναρχίσω από το μηδέν θα έκανα κάτι εντελώς διαφορετικό. Αλλά είμαι πολύ μεγάλος για να μάθω να κάνω οτιδήποτε άλλο και να ξαναπιάσω πράγματα από την αρχή, και επίσης αυτή τη στιγμή δεν έχω και τη δυνατότητα να μη βιοπορίζομαι από τη δουλειά μου, οπότε κάτι πρέπει να κάνω και συνεχίζω να κάνω αυτό που κάνω.
Βιοπορίζεσαι από τη δουλειά σου αυτή την περίοδο;
Μέχρι προσφάτως ναι, αλλά από τη στιγμή που δεν με πλήρωσε το Κ.Θ.Β.Ε και έπειτα, όχι.
Ποια η εμπειρία σου από τη συνεργασία με το ΚΘΒΕ; (για την τραγωδία του Ευριπίδη «Η Ιφιγένεια στη χώρα των Ταύρων») Έπεσες και σε ένα πολύ δύσκολο καλοκαίρι.
Πολύ δύσκολο καλοκαίρι όντως. Ήταν πολύ ενθαρρυντικό το ότι συνάντησα εξαιρετικούς ανθρώπους, όσον αφορά την ομάδα των καλλιτεχνών που συνεργάστηκα. Το ανύπαρκτο πλαίσιο και η χαοτική λειτουργία που συνοδεύει το ΚΘΒΕ είναι από τα πιο δύσκολα πράγματα όμως που μπορεί να σου τύχουν. Σχεδόν θέλω να το διαγράψω από τη μνήμη μου.
Μάλλον ήταν μια τραυματική εμπειρία.
Όχι έχω άμυνες, δεν τραυματίστηκα. Περιττή κούραση και βαρεμάρα ένιωσα, όχι φυσικά με το καλλιτεχνικό κομμάτι, την ίδια την παράσταση, αλλά με τη διαχείριση των πραγμάτων από το Κ.Θ.Β.Ε που ήταν ο ζωντανός παραλογισμός. Επιμένω, όχι με το καλλιτεχνικό, αλλά με το παρα-καλλιτεχνικό κομμάτι. Όπως λέμε «παραστρατιωτικές οργανώσεις», υπάρχει και παρα-καλλιτεχνικός κόσμος. Το οποίο είναι βλακώδες. Δηλαδή, ενώ έκανα τη δουλειά μου, ενοχλούσα κάποιους γιατί έβλεπαν ότι μπορούσα να κάνω τη δουλειά μου με δύσκολες συνθήκες, ενώ οι ίδιοι δήλωναν ότι δε μπορούν να την κάνουν γιατί δεν έχουν τις ιδανικές συνθήκες. Δηλαδή όταν δείχνεις ότι δεν είναι κάτι «τόσο πρόβλημα», όσο εσύ μου το παρουσιάζεις, τότε δημιουργείται μια σύγκρουση συμφερόντων.
Πιστεύεις ότι με τη δύσκολη οικονομική κατάσταση, με όλα αυτά που έγιναν στην πολιτική και στην οικονομία, κάποιοι άνθρωποι έδειξαν τον πραγματικό τους χαρακτήρα και εκμεταλλεύτηκαν περιστάσεις;
Απολύτως. Υπάρχουν κάποιες φορές λύσεις που πρέπει να αποτελούν τομές. Όπως εμείς εδώ κλείσαμε για ένα χρόνο το θέατρο και το ξανανοίξαμε, το ίδιο θα πρέπει να γίνει και με το ΚΘΒΕ. Να κλείσει και να το ξανανοίξουν. Δεν παίρνει όμως κανένας την «πολιτική ευθύνη», το κόστος.
Φταίει η διοίκηση δηλαδή;
Δεν ξέρω αν είναι η διοίκηση, ή μια παράδοση ας πούμε «Βυζαντίου» που δημιουργείται, και που έχει να κάνει περισσότερο με μια μονοπωλιακή αίσθηση. Στην Θεσσαλονίκη δεν έχεις πολλές επιλογές να κάνεις θέατρο αν δεν είσαι στο Κ.Θ.Β.Ε . Οπότε οι περισσότεροι φεύγουν, έρχονται στην Αθήνα, και εκεί στους υπόλοιπους δημιουργείται μια αίσθηση «κράτους εν κράτει», το οποίο όσο και αν προσπαθήσει ένας διευθυντής να το αλλάξει, έχει να αντιμετωπίσει τόσο βαριές κληρονομιές που δεν του είναι καθόλου εύκολο. Όταν λοιπόν ξεκινάς με μια κληρονομιά προβλημάτων τόσο μεγάλη, θέλει τεράστια υπομονή, αλτρουισμό και ρομαντισμό για να τα καταφέρεις.
Θα σου πω ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα: Ήταν αυτές οι στάσεις εργασίας που γινόντουσαν, και πολύ σωστά γινόντουσαν, γιατί οι άνθρωποι ήταν απλήρωτοι. Εγώ λοιπόν στην αρχή έκανα πρόβες στην Αθήνα με την Αμαλία Μουτούση και τον Χρυσοστόμου και ανέβαινα και στη Θεσσαλονίκη για να κάνω πρόβες με το χορό και τους υπόλοιπους ρόλους. Μάλιστα πλήρωσα από την τσέπη μου αυτές τις μετακινήσεις. Για την ακρίβεια πλήρωσα από την τσέπη μου για αυτή την παράσταση.
Πέρα από το μένος του γιατί να γίνεται αυτό-δηλαδή να γίνονται πρόβες και στην Θεσσαλονίκη και στην Αθήνα- που εκ των πραγμάτων η Αμαλία, η οποία ήταν δεσμευμένη από το Φεστιβάλ, δεν μπορούσε εύκολα να μετακινηθεί- και τις παρασκηνιακές αντιδράσεις, κάποια στιγμή αρχίζουν να γίνονται στάσεις εργασίας. Σημειωτέον ότι οι πρόβες γίνονταν στο υπόγειο του Βασιλικού Θεάτρου, σ’ ένα μέρος όπου κανείς από τους πολίτες δεν έβλεπε αν κάνουμε ή όχι πρόβα. Παρότι λοιπόν πλήρωνα από την τσέπη μου για αυτές τις συνεχείς μετακινήσεις με τις ακυρώσεις προβών, επειδή στην ουσία πίστευα ότι υπάρχει νόημα να γίνει μια κινητοποίηση, πρότεινα στους ανθρώπους εκεί να κάνουμε την πρόβα στο πάρκο με τους ηθοποιούς . Έτσι θα μπορούσε να περνάει ο κόσμος και να βλέπει μια φανερή διαμαρτυρία από εκείνους τους ανθρώπους που είναι απλήρωτοι με κάποια πανό ας πούμε. Με πήραν μάλιστα οι εκπρόσωποι από το σωματείο ηθοποιών να με συγχαρούν για την πρωτοβουλία λέγοντας ότι θα φέρουν φέιγ βολάν και πανό. Βγήκαμε λοιπόν στον ήλιο κάναμε την πρόβα μας, όμως τα φέιγ βολάν και τα πανό δεν ήρθαν ποτέ. Την επόμενη το ίδιο, την μεθεπόμενη το ίδιο, σε κάποια φάση τελικά απλά ξαναμπήκαμε μέσα. Και μετά θυμήθηκαν να ξαναθέσουν θέμα στάσης εργασίας όταν ήταν να γίνουν οι παραστάσεις. Πού είναι η εξυπνάδα και η ευφυΐα σε όλο αυτό; Γιατί ένας άνθρωπος πρέπει να πληρώνεται ενώ δεν δουλεύει; Γιατί πρέπει να είναι κάποιος δημόσιος υπάλληλος ενώ είναι καλλιτέχνης; Γιατί να υπάρχει η έννοια του δημοσίου υπαλλήλου που δεν τον μετακινεί κανένας; Εγώ αυτό δεν το καταλαβαίνω.
Φαντάζομαι όμως πως το κοινό της Θεσσαλονίκης και η ίδια η πόλη σε αντάμειψε με τη ζεστασιά του.
Την ίδια συνθήκη που έζησα, αν τη ζούσα στην Αθήνα, θα είχα πάθει κατάθλιψη αυτομάτως. Το κοινό της Θεσσαλονίκης ήταν υπέροχο. Και η πόλη η ίδια είχε μια απίστευτη διαφορά από την Αθήνα, που πρώτη φορά την είδα τόσο ξεκάθαρα και με τόσο πλεονεκτική αίσθηση. Η Θεσσαλονίκη δεν έχει χάσει τον κοινωνικό της ιστό. Τώρα την εποχή της κρίσης έβλεπες ότι οι άνθρωποι είναι μαζί, έχουν κοινό δημόσιο βίο, δεν είναι διασπασμένοι, δεν είναι τόσο σκοτεινοί. Δεν είχαν ας πούμε λεφτά; Θα έβγαιναν μια βόλτα στην παραλία και θα ήταν εκεί μαζεμένοι περνώντας όμορφα. Ήταν ευτυχής συγκυρία για μένα που πέρασα αυτούς τους τρεις μήνες εκεί. Πως να στο πω…είναι πιο ανοιχτοί οι άνθρωποι. Ήταν η πρώτη φορά που σκέφτηκα ότι αν μπορούσα να δουλέψω στη Θεσσαλονίκη θα δούλευα εκεί μόνιμα.
Τί δίνει νόημα στη ζωή σου;
Η ροή, να υπάρχει ένα πράγμα το οποίο να συνεχίζεται, να εξελίσσεται, να φθείρεται, να μη φοβάται ούτε τη φθορά, ούτε την εξέλιξη, ούτε την αλλαγή τόσο πολύ, να μην έχει βίαιες εντάσεις και μεταπτώσεις, ή τέλος πάντων όταν εμφανίζονται και αυτές να μπορεί κανείς να τις διαχειρίζεται. Να υπάρχει ένα πράγμα το οποίο να μπορεί να κυλάει, να πηγαίνει παρακάτω, να μην καθηλώνεται, να μην πάει πίσω. Αυτό ας πούμε που με τρομάζει σε κοινωνικό επίπεδο είναι ότι πάμε πίσω, ότι ο τρόπος που σκεφτόμαστε μας πάει πίσω.
Ούτε καν στάσιμοι δηλαδή σε κοινωνικό επίπεδο…
Όχι, ούτε καν στάσιμοι. Δηλαδή δεν ξέρω πώς να αντιμετωπίσω όλα αυτά που συμβαίνουν σαν γεγονότα γύρω μας, αυτά τα απίστευτα φαινόμενα, ανθρώπους που προσπαθούν να σωθούν από ένα πόλεμο και πνίγονται κατά χιλιάδες στην προσπάθειά τους να διαφύγουν, και όταν καταφέρνουν να σωθούν αντιμετωπίζονται από κάποιους ρατσιστικά και απάνθρωπα. Όλο αυτό το πράγμα μου θυμίζει μεσαιωνικές ιστορίες και όχι μόνο αυτό, αλλά όλη η διαχείριση των πραγμάτων με τρομάζει. Επιζητώ ένα νέο Διαφωτισμό ξαφνικά, δηλαδή ξανά λίγη λογική, δεν γίνεται πια μόνο με την παρόρμηση, με το σκοτάδι, χρειαζόμαστε φως, λογική.
Θεωρείς ότι υπάρχει στην Ελλάδα ένα πρόβλημα κοινής συλλογικότητας, κοινής αίσθησης της ευθύνης;
Απόλυτα, είναι μια χώρα που όλοι θέλουμε ν’ αλλάξει χωρίς ν’ αλλάξουμε οι ίδιοι.
Σαν τις κυβερνήσεις μας…
Ακριβώς, περιμένουμε κάποιον να μας σώσει, ένα θαύμα. Για αυτό αισθάνομαι πιο καλά όταν πρακτικά και με το προσωπικό μου παράδειγμα ορίζω τη θεωρία ζωής μου. Δηλαδή προσπαθώ να κάνω ό,τι καλύτερο μπορώ, δεν θέλω να κάνω προγραμματικές δηλώσεις, μπορώ να μεθοδεύσω την προσπάθεια μου προς τα κάπου, αλλά αν αυτό που φαντάζομαι ή σκέφτομαι δεν έχει θεωρητική πραγμάτωση τότε δεν υπάρχει, δεν ισχύει. Γι’ αυτό σου έλεγα πριν ότι προσπαθώ να είμαι πραγματιστής, δεν με νοιάζει να φαντάζομαι. Επίσης δεν με νοιάζει να είμαι αισιόδοξος. Από τη στιγμή που έβαλα λίγο την απαισιοδοξία στη ζωή μου, άρχισα να γίνομαι πιο αποτελεσματικός. Κάποτε θεωρούσα ότι όλα με ένα μαγικό τρόπο θα λυθούν. Όταν άρχισα να καταλαβαίνω ότι μπορούν και όλα να πάνε στραβά, άρχισα να φροντίζω να μην πάνε όλα στραβά.
Για μένα αυτό το αισιόδοξος με το ζόρι είναι καταπιεστικό.
Ναι γιατί μπορεί να σου συμβούν πολύ άσχημα πράγματα. Για να μην σου συμβούν πρέπει να φροντίσεις, να σκεφτείς το σήμερα αλλά και το μεθαύριο, αλλιώς δεν υπάρχουν μαγικοί τρόποι για να λυθεί το πρόβλημα.
Το κοινό είναι σοφό;
Όχι. Είναι αστείο και να το σκέφτεται κανείς. Όπως όταν ακούω από τους πολιτικούς να χρησιμοποιούν τη λέξη « λαός». Τί είναι ο λαός, τι είναι το κράτος; Για να έχεις ένα σωστό συμπαίκτη στην όποια πορεία σου, πρέπει να εκπαιδευτείτε και οι δύο. Για παράδειγμα οι πολιτικοί πρέπει να ακούσουν τους ανθρώπους, αλλά ταυτόχρονα να τους ανεβάσουν και το επίπεδο. Όσον αφορά το δικό μας χώρο δες την τηλεόραση. Ρίχνει το επίπεδο συνέχεια.
-Χρόνια τώρα …
-Χρόνια….Την έχω ζήσει τη διαδρομή. Θυμάμαι εγώ την κρατική τηλεόραση ως πιτσιρικάς να παίζει Μπέργκμαν και Αϊζενστάιν ας πούμε, και ξαφνικά να βλέπεις τώρα το ένα σκουπίδι δίπλα στο άλλο. Βλέπω ήδη την τεράστια αλλοίωση του κοινού. Γι’ αυτό σου μιλάω για Διαφωτισμό. Χρειάζεται ξανά εκπαίδευση από την αρχή. Και η εκπαίδευση δεν γίνεται με τρόπο αυταρχικό, δεν γίνεται με το «θα σας δείξω εγώ τί είναι το σωστό». Θα σας προτείνω, και αν καταφέρω να σας προσελκύσω, μπορεί και να σας σαγηνεύσω σε κάτι, το οποίο μπορεί να σου δώσει το περιθώριο να το ψάξεις και εσύ από μόνος σου. Τότε και μόνο τότε μπορεί να είμαστε λίγο περισσότεροι άνθρωποι μαζί. Αλλά αυτό θέλει χρόνο και αντοχές. Όπως το να φυτεύεις ένα δέντρο. Πρέπει να περιμένεις για να βγάλει καρπό. Σ’ αυτή τη χώρα δεν έχουμε υπομονή. Ίσα ίσα φυτεύεις ένα δέντρο, έρχεται ο άλλος και το ξεριζώνει, μόνο και μόνο για να πει ότι το φύτεψε ο ίδιος. Ένα τεράστιο «εγώ». Δηλαδή δεν κρατάω τίποτα από τα προηγούμενα; Καταργώ για να ανανεώσω; Τέλος πάντων, εγώ δε μπορώ να κάνω διαφορετικά. Μπορεί να μεγάλωσα σε ένα πολύ πιο ρομαντικό πλαίσιο απ’ ό,τι αντέχει η πραγματικότητα, αλλά εγώ το βρίσκω πραγματιστικό. Δεν βλέπω δηλαδή πώς μπορεί αυτή η σαπίλα να μας οδηγήσει σε κάποιο μέλλον.
Τον θεατρικό χειμώνα εδώ στην Αθήνα πώς τον βλέπεις;
Δεν θέλω να βλέπω τόσο μακριά. Θέλω να βλέπω κάθε μέρα και την επόμενη για να αντέξω σε βάθος χρόνου. Είναι τόσο αμφίβολο όλο το πράγμα, που το μόνο που μπορείς να κάνεις για να μην πανικοβληθείς είναι να συγκεντρώνεσαι σε αυτό που κάνεις, και αυτό για μένα λειτουργεί.
Το «Λίλιομ» του Φέρεντς Μόλναρ τελικά δεν θα επαναληφθεί παρότι ήταν προγραμματισμένο για το φετινό πρόγραμμα του Πόρτα.
Ναι γιατί κάποιος ηθοποιός με ειδοποίησε με sms τελευταία στιγμή ότι δεν θα είναι στη διανομή για προσωπικούς του λόγους, αφήνοντάς μας όλους εκτεθειμένους, αφού δεν προλάβαινα να κάνω αντικατάσταση με αποτέλεσμα να μην μπορεί να επαναληφθεί η παράσταση. Ο τρόπος που έγινε αυτό το πράγμα, με πλήγωσε σε προσωπικό επίπεδο…αλλά εντάξει.
Στο καλλιτεχνικό πρόγραμμα του θεάτρου Πόρτα βλέπουμε και έργα που συστήνονται για πρώτη φορά στο ελληνικό κοινό. Επιλέγεις συχνά έργα συγγραφέων που παρουσιάζονται για πρώτη φορά στην Ελλάδα. Αυτό δεν εμπεριέχει κάποιο ρίσκο;
Εμένα το άλλο μου φαίνεται απίστευτα βαρετό. Μπαίνω στη θέση του θεατή κάθε φορά και σκέφτομαι τί θα ήθελα να δω εγώ. Δεν θα ήθελα να βλέπω τα ίδια και τα ίδια. Είναι σαν να βλέπω ας πούμε σε συνεχόμενη επανάληψη το “Όσα παίρνει ο άνεμος”. Πόσο να αντέξεις….
Τώρα για το αν είναι ρίσκο ή όχι, εγώ πιστεύω ότι το κοινό το διαμορφώνεις. Δηλαδή αυτή η ευκολία του τί μας κάθεται τώρα, μου θυμίζει αυτό που ανοίγει κάποιος σουβλατζίδικο στην Ελλάδα και ο διπλανός θα ανοίξει και αυτός σουβλατζίδικο, επειδή του πρώτου το σουβλατζίδικο πέτυχε. Εξάλλου αξίζει να παίρνω και κάποια ρίσκα, αν και δεν τα θεωρώ και τόσο μεγάλα, γιατί στην τελική αν δεν κάνω και το κέφι μου τί θα κάνω; Νομίζω ότι οφείλουμε να κάνουμε μια προσωπική διαδρομή και μετά να εκθέτουμε στο κοινό τη διαδρομή μας αυτή, σαν να το καλούμε σε ένα είδος ταξιδιού. Εάν αυτή η εμπειρία είμαι μια κοινοτοπία και μια επανάληψη και ένα αναμάσημα των ίδιων και των ίδιων, εάν δεν προσκαλέσει τον άλλο σε μια περιπέτεια, τότε ποιο είναι το νόημα;
Όντας καλλιτεχνικός διευθυντής του Πόρτα η εμπορικότητα ενός έργου είναι κριτήριο στην επιλογή σου;
Είναι, αλλά όχι σε πάρα πολύ μεγάλο βαθμό. Νιώθω ότι αν κάτι μου αρέσει θα βρω και πέντε ανθρώπους που επίσης να τους αρέσει. Τώρα γιατί πέντε και όχι πέντε χιλιάδες; Γιατί δεν με ενδιαφέρει η μαζικοποίηση. Είναι βέβαια μεγάλο θέατρο το Πόρτα, 300 θέσεις, αλλά πιστεύω ότι υπάρχουν οι άνθρωποι αυτοί, οι οποίοι αν συντονιστούν και καταλάβουν ότι αυτό που τους προτείνεις έχει μια διαδικασία, έχει ένα ψάξιμο, μία φροντίδα, ότι δεν θα πας να εξαπατήσεις κανέναν και να τον κοροϊδέψεις, σταδιακά θα δημιουργήσουν ένα πυρήνα ανθρώπων με τον οποίο το θέατρο θα επικοινωνεί σταθερά. Για μένα η επιλογή του καλλιτεχνικού προγράμματος του Πόρτα δεν θα κριθεί στιγμιαία. Αν μπορέσω να αντέξω σε βάθος χρόνου, να προτείνω δηλαδή κάτι που έχει μια διαδρομή, μια πορεία τότε ας κριθώ, και τότε θα κριθώ φαντάζομαι ούτως ή άλλως. Τώρα θα μου πεις «αν το ταμείο δεν γεμίζει;» Ε, τότε θα κλείσουμε, δεν πειράζει. Δεν μπορώ να κάνω πράγματα που δεν με εκφράζουν για το ταμείο. Αν ήταν να σκεφτόμουν έτσι θα έκανα μια άλλη δουλειά. Θα φροντίσω φυσικά να είναι όσο το δυνατόν περισσότερο εντάξει αυτό που κάνω, να το επικοινωνήσω όσο το δυνατόν καλύτερα, αλλά δεν μπορώ να πείσω κάποιον ότι είναι κάτι άλλο από αυτό που θέλω και θέλει.
Η θεατρική σεζόν θα ξεκινήσει στο θέατρο Πόρτα με τις «Σκοτεινές γλώσσες» του σπουδαίου Αυστραλού συγγραφέα Άντριου Μπόβελ σε σκηνοθεσία δικιά σου. Πώς προέκυψε η επιλογή του συγκεκριμένου έργου;
Κοίταξε, αυτό προέκυψε επειδή πριν από πολλά χρόνια είχε γίνει μια πολύ πετυχημένη κινηματογραφική διασκευή, πολύ διαφορετική από το θεατρικό, αλλά που τότε το 2001 μου είχε αρέσει πάρα πολύ, με τίτλο «Lantana», σε σενάριο του ίδιου του Μπόβελ. ‘Όταν διάβασα στους τίτλους τέλους ότι βασίζεται σ ένα θεατρικό, αποφάσισα να το ψάξω. Μια συνεργάτις στον Καναδά που είχα δουλέψει μαζί της, έτυχε να παίξει το συγκεκριμένο έργο στο Τορόντο και μου το θύμισε. Το παρήγγειλα αμέσως, ενθουσιάστηκα και έγινε.
Το έργο πραγματεύεται ένα θάνατο;
Δεν είναι μόνο ένας θάνατος, είναι ένα πλέγμα ανθρωπίνων σχέσεων, το οποίο βασίζεται σε μερικά χαρακτηριστικά μοτίβα: προδοσία, βεβαιότητα, εξαπάτηση, αυτο-εξαπάτηση. Κινείται μέσα σ’ ένα δομικό στοιχείο θρίλερ, αλλά στην ουσία άλλο νομίζουν οι ήρωες ότι τους συνέβη, και άλλο τους συνέβη. Άλλο νομίζουν ότι θέλουν και άλλο είναι αυτό που πραγματικά θέλουν. Έχει πολύ ενδιαφέρον όλο αυτό, αλλά ας μην πω κάτι άλλο γιατί θα αποκαλύψω πράγματα που δεν πρέπει. Έχει πολύ ενδιαφέρον και σαν φόρμα, γιατί είναι από τη μια πολύ προσιτό στο θεατή σε μια πρώτη ανάγνωση, και πολύ ποιητικό και αποδομημένο σε μια δεύτερη ανάγνωση. Είναι νομίζω αυτό το στοιχείο της Αυστραλιανής κουλτούρας που συνδυάζει την ανάγκη για απλές φόρμες και ανεπιτήδευτη επικοινωνία που έχει ο Νέος Κόσμος (Αμερική, Αυστραλία , Καναδάς) με κάποιες ποιότητες και μια ευρωπαϊκότητα λιγότερο δήθεν από αυτή που συναντάς, συχνά πλέον στη σύγχρονη ευρωπαϊκή δραματουργία. Είναι ένα έργο ταυτόχρονα προσιτό και βαθύ. Αυτό θα έπρεπε να είναι και το μέλημα για να επιβιώσουν όλα τα πράγματα σε μια ουσιαστική βάση. Η πρωτοπορία δεν είναι αυτοσκοπός, είναι ανάγκη. Πολλές φορές το θεατρόφιλο πλαίσιο δημιουργεί μια επιτήδευση που κάνει την πρωτοπορία αυτοσκοπό. Ο Μπόβελ δεν είναι τέτοια περίπτωση. Είναι ένας συγγραφέας του οποίου η φόρμα είναι απολύτως ταυτισμένη με το περιεχόμενο και τις ανάγκες του, και ταυτόχρονα μπορείς να παρακολουθήσεις την ιστορία σε δυο, και σε τρία επίπεδα. Μπορείς δηλαδή να παρακολουθήσεις την ιστορία σε ένα πρώτο επίπεδο και να μείνεις απολύτως ικανοποιημένος απ’ αυτό. Μπορείς όμως και να την παρακολουθήσεις σ’ ένα δεύτερο ή τρίτο επίπεδο, εφόσον έχεις το μάτι να τα δεις.
Με τη νέα χρονιά θα ξεκινήσει και η παράσταση «Οι ιδιοτροπίες της Μαριάννας» του σπουδαίου Γάλλου ρομαντικού ποιητή και συγγραφέα του 19ου αιώνα Αλφρέ ντε Μυσσέ. Ένα κλασικό έργο για «τα πάθη, τα λάθη και τις γλυκόπικρες πλάνες της ζωής», σε σκηνοθεσία και μετάφραση δική σου.
Ναι, ένα έργο με μια ποιητικότητα ανάλαφρη, έντονες κωμικές νότες και με μια δραματική ανατροπή στο τέλος. Είναι ένα έργο με μοτίβα πάνω στον έρωτα και την αυταπάτη του τι σημαίνει έρωτας. Διαφοροποιείται όμως από το είδος του επειδή διαθέτει μια εξαίσια γλώσσα και μια δόμηση απολύτως οικονομημένη για έργο του 19ου αιώνα που είναι συνήθως φλύαρα. Είναι ένα μικρό μπιζού, το οποίο απορώ κυριολεκτικά γιατί δεν ανεβαίνει συχνότερα.
Μήπως η σχέση μας με την κλασική παγκόσμια δραματουργία είναι «περιορισμένη»;
Θα έλεγα ότι είναι ελλιπής. Ψάχνουμε να βρούμε κάτι που είναι μεταφρασμένο ίσως, ή κάτι που το είχαμε ακούσει, ή κάτι που να είναι γνωστό και χιλιοανεβασμένο. Δεν νομίζω ότι γίνεται αρκετά σοβαρά μελέτη από θεατρολόγους και υπεύθυνους δραματολογίου, πόσο μάλλον από σκηνοθέτες. Δεν τα ψάχνουμε, είμαστε λίγο αδιάβαστοι. Δεν λέω ότι εγώ είμαι διαβασμένος, λέω ότι θέλει περισσότερη έρευνα απ’ όλους μας. Βέβαια έτσι όπως τρέχουμε και δουλεύουμε όλοι, είναι πολύ δύσκολο να βρεις χρόνο για προσωπική μελέτη και έρευνα. Χρειάζεται όμως να βρούμε χρόνο, τόσο για την ενημέρωσή μας σε καινούργια έργα, όσο και για εμβάθυνση σε κάποια παλιότερα κείμενα. Βλέπεις δηλαδή ότι ανεβαίνει σε μια σεζόν τρεις φορές το «Έγκλημα και Τιμωρία». Σου μιλάω ειλικρινά, το σκεφτόμουν πολύ σοβαρά να το ανεβάσω και εγώ, αλλά λέω γιατί άλλο ένα Έγκλημα και Τιμωρία; Προφανώς γιατί υπάρχει αυτό το «ξέρω τι είναι» από το θεατή, από τον αδιάβαστο επίσης θεατή, από το θεατή που δεν έχει διάθεση να μπει σε ένα καινούργιο κόσμο, και θέλει να του επιβεβαιώσεις ότι οι επιλογές του είναι ασφαλείς.
Πιστεύεις ότι έχει δημιουργηθεί ένα σταθερό κοινό στο θέατρο Πόρτα;
Όχι ακόμα, πώς να δημιουργηθεί σε ένα μόνο χρόνο; Για το παιδικό κοινό ίσως και να έχει δημιουργηθεί αλλά για το υπόλοιπο πρόγραμμα δεν έχει προλάβει μέσα σ’ ένα χρόνο να δημιουργηθεί. Πέρυσι ήταν η πρώτη χρονιά που δουλέψαμε με αυτή την καινούργια φιλοσοφία. Ελπίζουμε ότι θα συμβεί από φέτος, ίσως και του χρόνου, αν αντέξουμε φυσικά. Αλλά υπήρξε ανταπόκριση. Υπήρξε ένα ναι στο κάλεσμα. Στο παιδικό υπάρχει σαφώς ένα σταθερό κοινό. Το κοινό όμως αλλάζει συνέχεια, οι ανάγκες, οι μόδες αλλάζουν. Χρειάζεται να είσαι μονίμως σε υπερδιέγερση για να τα παρακολουθείς όλα αυτά. Μπορώ να σου πω πιο εύκολα για το παιδικό, γιατί είναι πολλά τα χρόνια.
Είχες αναφέρει ότι το παιδικό θέατρο είναι το αγαπημένο σου είδος.
Είναι αυτό που περνάω πολύ όμορφα. Είναι πιο δημιουργικό για μένα γιατί έχω μεγαλύτερη ελευθερία στο τί θα ψάξω και με τί θα πειραματιστώ. Επίσης έχεις απέναντί σου τον ανεπιτήδευτο θεατή, το παιδί! Δεν υπάρχει μεγαλύτερη ευχαρίστηση και ουσιαστική τροφοδοσία σε πληροφορία από τα παιδιά για το κατά πόσο αυτό που κάνεις είναι οργανικό, ή όχι.
Τί το ξεχωριστό έχει το φετινό παιδικό πρόγραμμα του Πόρτα;
Προσπαθούμε από πέρυσι, αλλά και από πιο πριν να κάνουμε κάτι το οποίο γίνεται χρόνια στο εξωτερικό και έχει πολύ μεγάλες δυσκολίες εδώ. Οι παιδικές παραστάσεις δεν είναι για όλες τις ηλικίες. Δηλαδή δεν μπορεί ένα παιδί πέντε χρονών να δει μια παράσταση που θα αρέσει σε ένα παιδί δώδεκα χρονών. Υπάρχουν παραστάσεις που πρέπει να έχουν στοχευμένο το όριο της ηλικίας, δηλαδή μια παράσταση για μικρότερες ηλικίες, μια για λίγο μεγαλύτερες και μια για σχεδόν εφήβους. Πέρυσι το ξεκινήσαμε, και φέτος θα το συνεχίσουμε ακόμα πιο συνειδητά. Δηλαδή καταρχήν υπάρχει μια παράσταση για πολύ μικρά παιδιά. Είναι η πρώτη φορά που σκηνοθετώ ένα έργο για τόσο μικρές ηλικίες, ουσιαστικά για βρέφη από ενός μέχρι τριών ετών, το οποίο είναι μη λεκτικό και εμπεριέχει κίνηση, δράση, σωματικότητα. Μετά υπάρχει μια παράσταση που είναι ένα family show που απευθύνεται σε όλες τις ηλικίες, και κυρίως τις μικρότερες που πηγαίνουν σχολείο, το οποίο κάνει η Σοφία Πάσχου με μια εξαιρετική ομάδα ανθρώπων. Και εδώ έχουμε έντονα το στοιχεία της σωματικότητας. Πρόκειται για μια παράσταση πολύ παιχνιδιάρικη, ελεύθερη, και θα λέγαμε αιρετική βασισμένη στην Σταχτοπούτα του Sergei Prokofiev.
Επίσης υπάρχει το υπέροχο έργο του Σκωτσέζου συγγραφέα Ντέιβιντ Γκρεκ, που έχει μεταφραστεί και παιχτεί σε όλον τον κόσμο, σε θέατρα, σχολεία ακόμα και ραδιόφωνα, βρίσκοντας μεγάλη ανταπόκριση, τόσο στο παιδικό και νεανικό κοινό, όσο και στους ενήλικες. Αφορά τον Κόρτσακ, το μεγάλο παιδαγωγό πάνω στο παιδαγωγικό σύστημα του οποίου διαμορφώθηκε όλη η Χάρτα Δικαιωμάτων του παιδιού από τον ΟΗΕ. Αυτός ήταν διευθυντής του ορφανοτροφείου της Βαρσοβίας. Ο τρόπος που αντιμετωπίζει το έργο ο σπουδαίος αυτός συγγραφέας- του οποίου έργο έχω ανεβάσει παλιότερα στο Αμόρε- είναι μοναδικός. Το αντιμετωπίζει με τέτοια ποιητικότητα και τόσο ωραία, που δίνει μιαν απάντηση στο πώς μπορεί ένα έργο για παιδιά να προβληματίζει, χωρίς να σκοτεινιάζει. Δηλαδή αναδεικνύεται η ουσιαστική παιδαγωγική δράση που θα έπρεπε να έχει το θέατρο. Γιατί αυτό που με κάνει να φρίττω, και δυστυχώς το βλέπω να υποστηρίζεται σαν άποψη και από ανθρώπους του θεάτρου και από πολλούς εκπαιδευτικούς, είναι ότι το παιδί πρέπει να είναι ανέμελο. Όχι το παιδί δεν πρέπει να είναι ανέμελο, δεν πρέπει φυσικά να είναι και φορτωμένο. Είναι αστείο να λες ότι θα «φορτώσω» το παιδί στη ζωή του τόσο πολύ, που θα το φέρω στο θέατρο για να «ξεφορτώσει». Στο θέατρο πρέπει το παιδί να νιώσει ότι είναι ένας χώρος που συνδέεται με το διαφορετικό, όπου εκφράζονται πράγματα, συναισθήματα, και να μπορέσει και το παιδί να μυηθεί και να εκφραστεί μέσα από εκείνο που βλέπει. Στη ζωή η φαντασία του παιδιού περιορίζεται πολύ συχνά, και το θέατρο οφείλει να παρέχει στο παιδί την ελευθερία της έκφρασης και της φαντασίας του.
Φαντάζομαι και εγώ με τη σειρά μου ότι η επαφή με τα παιδιά βοηθάει και σένα στην εξάσκηση της δικής σου φαντασίας.
Το να σταματήσω να φαντάζομαι ήταν το πρόβλημα. Η σχέση μου με το πραγματικό είναι προβληματική, όχι με το φανταστικό. Δεν έχω ανάγκη να έρθω σε επαφή με τα παιδιά για να ανατροφοδοτήσω τη φαντασία μου. Αντιθέτως, ένα δικό μου προσωπικό πρόβλημα είναι ότι δεν είμαι πολύ εύκολος στο να διαχειριστώ την απαλλαγή από τη δική μου παιδικότητα.
Οπότε σαν άνθρωπος πώς αντιμετωπίζεις την πραγματικότητα, το ρεαλισμό που απαιτεί η διαχείριση ενός θεάτρου;
Νομίζω έχω κάνει αρκετή πια δουλειά σε αυτό, δεν είμαι πια στη φάση που αεροβατώ. Δεν είμαι ευτυχώς πια τόσο παιδί. Κρατάω μερικές μικρές πολυτέλειες, όπως να διατηρήσω αυτό το στοιχείο της παιδικότητας στη δουλειά μου για να μπορώ να έχω και εγώ κάτι, αλλιώς θα με γονατίσει η πραγματικότητα.
Το Πόρτα έχει ξεκινήσει και συνεργασίες με ξένους σκηνοθέτες, κάτι που δεν το βλέπουμε συχνά πλέον. Ήταν μια δική σου πρωτοβουλία, κάτι που το σκεφτόσουν καιρό;
Ναι, πολύ καιρό και νομίζω ότι καθυστερήσαμε κιόλας. Αν δεν είμαστε εξωστρεφείς, είτε παρουσιάζοντας δουλειές μας προς τα έξω, είτε ερχόμενοι σε επαφή με καλλιτέχνες του εξωτερικού θα υποστούμε το μαρασμό που έχει υποστεί ας πούμε το Κ.Θ.Β.Ε , το οποίο έχει βυθιστεί σε ένα τοπικισμό. Εγώ για παράδειγμα ενώ μεγάλωσα στη Θεσσαλονίκη, αντιμετωπίστηκα ως «ο Αθηναίος». Τι σημασία έχει τελικά τί είσαι;