«Πατρίσια Χάισμιθ: Εισαγωγή στο Σασπένς» του Παναγιώτη Χριστόπουλου στο Θέατρο 104 για δεύτερη θεατρική σεζόν και επανάληψη παραστάσεων τον Ιανουάριο του 2016 για το «QED ή Τι Απέδειξε ο Κύριος Φάυνμαν» του Πίτερ Παρνέλ, στην κεντρική σκηνή του Ιδρύματος Μιχάλης Κακογιάννης. Ο Ιωσήφ Βαρδάκης υπογράφει τη σκηνοθεσία και των δύο αυτών πετυχημένων θεατρικών βιογραφιών και μοιράζεται με το κοινό των Θ.Π τις σκέψεις και τα συναισθήματά του.
Ο Όσκαρ Γουάιλντ έγραψε ότι «η Ζωή μιμείται την Τέχνη, πολύ περισσότερο απ’ όσο η Τέχνη μιμείται τη Ζωή».
Με κάποιον περίεργο τρόπο, βρέθηκα να έχω σκηνοθετήσει 3 θεατρικές βιογραφίες – απ’ τις οποίες οι 2 παίζονται αυτή τη στιγμή ταυτόχρονα σε διαφορετικές σκηνές στην Αθήνα. Εκτός από «I Am My Own Wife» του Νταγκ Ράιτ που ξεκίνησε τον Ιανουάριο του 2012 και παιζόταν για δύο θεατρικές σεζόν με μεγάλη επιτυχία, τώρα παίζονται το «QED ή Τι Απέδειξε ο Κύριος Φάυνμαν» του Πίτερ Παρνέλ στην κεντρική σκηνή του Ιδρύματος Μιχάλης Κακογιάννης και το «Πατρίσια Χάισμιθ: Εισαγωγή στο Σασπένς» του Παναγιώτη Χριστόπουλου στο Θέατρο 104.
Η θεατρική βιογραφία είναι μια περίπτωση του «η Τέχνη μιμείται τη Ζωή, η οποία μιμείται την Τέχνη». Ένας συνεχής κύκλος, ένα πάρε-δώσε. Σε αντίθεση με την βιογραφία στη λογοτεχνία, όπου συνήθως τα γεγονότα παρατίθενται και αναλύονται, στο θέατρο οι βιογραφίες είναι περισσότερο σαν ψυχολογικά πορτρέτα.
Στο «QED ή Τι Απέδειξε ο Κύριος Φάυνμαν», ο συγγραφέας παρακολουθεί μία βραδιά στη ζωή του Νομπελίστα φυσικού Ρίτσαρντ Φάυνμαν. Ο Φάυνμαν ήταν μια ιδιαίτερη προσωπικότητα. Κάτι σαν «ροκ σταρ» για τους φυσικούς. Έπαιζε κρουστά, κυρίως ένα αφρικανικής προέλευσης τυμπανάκι που λέγεται «τζέμπε», ζωγράφιζε πίνακες, ήταν αθεράπευτος γυναικάς και μπον-βιβέρ. Ένας από τους φυσικούς που δούλεψαν για την κατασκευή της πρώτης ατομικής βόμβας, διατύπωσε τη θεωρία της Κβαντικής Ηλεκτροδυναμικής (του QED – Quantum ElectroDynamics), μια θεωρία εξίσου σημαντική με τη θεωρία της σχετικότητας του Αινστάιν. Είχε μια πολύ γεμάτη και ιδιαίτερη ζωή. Πέθανε το 1988 αφήνοντας πίσω του, εκτός από την θεωρία του, κι ένα σωρό βιβλία αυτοβιογραφικού χαρακτήρα. Ο Φάυνμαν, εκτός από όλα τα άλλα, υπήρξε και εξαιρετικά ταλαντούχος ομιλητής – μαγεμένοι παρακολουθούσαμε τις διαλέξεις του που υπάρχουν σε βίντεο στο ίντερνετ, όταν με το Γιώργο Κοτανίδη προετοιμάζαμε την παράσταση. Επίσης, δε μπορούσε να αγνοήσει γρίφους και άλυτα μυστήρια (είχε συμβάλει στην αποκωδικοποίηση των ιερογλυφικών των Μάγια, κι όπως μας έλεγε ο κύριος Γραμματικάκης – ο οποίος τον είχε γνωρίσει από κοντά όταν είχε έρθει να επισκεφτεί το Πανεπιστήμιο Κρήτης – όταν είχε ακούσει πως υπάρχει ο «Δίσκος της Φαιστού» ο οποίος δεν έχει ακόμα αποκρυπτογραφηθεί, εξέφρασε έντονο ενδιαφέρον να βοηθήσει στην ανάγνωσή του).
Ο Πίτερ Παρνέλ, για να δημιουργήσει το πορτρέτο αυτού του εξαιρετικά πολύπλοκου χαρακτήρα, ενοποιεί τα πάντα σε μια βραδιά, κατά την οποία ο Φάυνμαν πρέπει να πάρει μια απόφαση ζωής και θανάτου. Ο υπέροχος φυσικός που αποκωδικοποιεί τους νόμους του Σύμπαντος, μένει κι αυτός αδύναμος απέναντι στο μεγάλο μυστήριο του θανάτου. Είναι πραγματικά ένα υπέροχο έργο, γεμάτο χιούμορ, ελάχιστη φυσική, πολύ δημιουργία, αλλά και μια ματιά μέσα στον τρόπο σκέψης ενός εξαιρετικά δημιουργικού ανθρώπου.
Η παράσταση, την οποία με προσκάλεσε να σκηνοθετήσω ο Γιώργος Κοτανίδης πρώτη φορά το 2004, έχει ανέβει ξανά και ξανά, πάντα με μεγάλη επιτυχία. Ο Γιώργος Κοτανίδης είναι σταθερά εξαιρετικός στο ρόλο του Φάυνμαν, και φέτος τον ιδιαίτερο «κομβικό» ρόλο της μαθήτριάς του Μίριαμ Φιλντ, τον αποδίδει υπέροχα η Δώρα Σαμψώνα.
Η «Πατρίσια Χάισμιθ: Εισαγωγή στο Σασπένς», είναι ένα ψυχολογικό πορτρέτο της Πατρίσια Χάισμιθ, συγγραφέα της σειράς των βιβλίων με ήρωα τον κύριο Ρίπλεϊ, αλλά και πληθώρας άλλων βιβλίων που χαρακτηρίζονται «αστυνομική λογοτεχνία». Η ίδια ήταν ένας πολύ ιδιόρρυθμος άνθρωπος. Σαρκαστική με τους γύρω της, προτιμούσε να είναι μόνη της με τις γάτες και τα σαλιγκάρια της, παρά με ανθρώπους. Είχε ένα καυστικό χιούμορ που έκανε όσους τη γνώριζαν από κοντά να την απεχθάνονται αυτόματα. Έγραφε όμως με έναν απλό τρόπο, ανοίγοντας παράθυρα προς την ανθρώπινη ψυχή, κοιτάζοντάς την από πλευρές που σπάνια τολμούν οι συγγραφείς να την κοιτάξουν. Στα βιβλία της ο πρωταγωνιστής είναι συνήθως ο «κακός». Και συνήθως τη γλυτώνει.
Στο θεατρικό έργο, ο εξαιρετικά ταλαντούχος Παναγιώτης Χριστόπουλος, δημιουργεί μια φανταστική συνθήκη: η Πατρίσια Χάισμιθ αποφασίζει να παραδώσει ένα σεμινάριο σε μια ομάδα μαθητών οι οποίοι ενδιαφέρονται να γράψουν αστυνομικά μυθιστορήματα. Μέσα από τις διαλέξεις της και από τις σχέσεις με τους μαθητές της (φανταστικές και πραγματικές – γιατί και η πραγματική Πατρίσια Χάισμιθ, μπέρδευε συχνά στη ζωή της τη φαντασία με την πραγματικότητα), ξεδιπλώνεται ο χαρακτήρας της Χάισμιθ, η απελπισμένη ανάγκη της για τον έρωτα των άλλων γυναικών, ο φόβος της για τους ανθρώπους και η εσωτερική σύγκρουση που βρίσκεται στο κέντρο όλων σχεδόν των βιβλίων της: επιθυμώ αυτό που σκοτώνω και σκοτώνω ό,τι επιθυμώ.
Αυτό που καταφέρνει ο Παναγιώτης Χριστόπουλος, είναι να δημιουργεί ένα κείμενο γεμάτο χιούμορ. Όλα αυτά τα πολύπλοκα, τρυφερά και ίσως λίγο τρομακτικά επίπεδα, δένουν σε έναν λόγο που προκαλεί κύματα γέλιου στο κοινό, κι είμαι τυχερός που έχω την Ρούλα Πατεράκη στο ρόλο της Πατρίσια Χάισμιθ να αποδίδει όλα τα επίπεδα ταυτόχρονα. Έχω ευτυχήσει και με τον υπόλοιπο θίασο: τη Μαρκέλλα Γιαννάτου, τον Ευθύμη Γεωργόπουλο και το Νίκο Μαυράκη στους ρόλους των μαθητών της Χάισμιθ.
Δεν ξέρω γιατί μας αρέσει να βλέπουμε ή να διαβάζουμε τις βιογραφίες άλλων ανθρώπων. Σίγουρα είναι κάτι παραπάνω από απλό «κοινωνικό ενδιαφέρον». Ειδικά στις περιπτώσεις τόσο εξαιρετικών ανθρώπων και τόσο καλογραμμένων έργων, κανείς φεύγει από την παράσταση έχοντας ένα σωρό σκέψεις και επίπεδα να επεξεργαστεί.