Ο Κώστας Χατζηχρήστος ήταν ηθοποιός (1921 – 3 Οκτωβρίου 2001), από τους σημαντικότερους κωμικούς του παλιού ελληνικού κινηματογράφου και θεάτρου που πολλοί σύγχρονοι κωμικοί εξακολουθούν να τον μιμούνται αλλά κανείς δεν τον έχει φτάσει γιατί ως γνωστόν το αυθεντικό είναι και αξεπέραστο…
Γεννήθηκε στη Θεσσαλονίκη. Ήταν γόνος πολύτεκνης οικογένειας, η οποία εγκαταστάθηκε στο Παγκράτι. Ο νεαρός Κώστας φοίτησε αρχικά στη Στρατιωτική Σχολή της Σύρου και τελείωσε τις σπουδές του στην Καβάλα. Εργάστηκε σε βαριετέ στο θέατρο “Μισούρι” του Πειραιά και στο θίασο της Νίτσας Γαϊτανάκη όπου έπαιξε στο “Στραβόξυλο” του Ψαθά. Από το 1945 έως το 1948 δούλεψε με το θίασο οπερέτας του Παρασκευά Οικονόμου και εμφανίστηκε στα βαριετέ “Πεύκα” με τον Γ. Οικονομίδη και “Όασις” με τον Μ. Τραϊφόρο. Την περίοδο 1949-50 συμμετείχε στο μουσικό θίασο Κούλας Νικολαΐδου στο θέατρο “Βερντέν” της λεωφόρου Αλεξάνδρας. Στο «Βερντέν» ο Χατζηχρήστος θα κάνει και την πρώτη του μεγάλη επιτυχία στο ρόλο του βλάχου Θύμιου, ένα ρόλο που εμπνεύστηκε ο αδελφός της συζύγου του, ο Κώστας Νικολαΐδης, της συγγραφικής τριάδας Νικολαΐδη – Ελευθερίου – Λυμπερόπουλου. Από το 1953 έως το 1955 συνεργάζεται με την Καίτη Ντιριντάουα και τον Κούλη Στολίγκα. Το 1955, όταν ο θίασος ανεβάζει στο “Περοκέ” την επιθεώρηση “Κόκα-κόλα” των Γιαλαμά – Θίσβιου – Πρετεντέρη, πλέκεται και το ειδύλλιό του με την Ντιριντάουα. Παντρεύτηκαν και απέκτησαν μία κόρη. Ο γάμος τους έλαβε τέλος το 1975 και η Καίτη Οικονόμου, όπως ήταν το πραγματικό όνομα της Ντιριντάουα, πέθανε το Φεβρουάριο του 1996. Στον κινηματογράφο, ο Χατζηχρήστος πρωτοεμφανίστηκε το 1952 με την ταινία “Ο Πύργος των ιπποτών” των Γ. Ασημακόπουλου – Ν. Τσιφόρου. Παράλληλα, σημείωσε τεράστια επιτυχία και στο θέατρο. Μια από τις μεγαλύτερες επιτυχίες στην καριέρα του ήταν ο “Ανθρωπος που γύρισε από τα πιάτα”, που πρωτανέβηκε το χειμώνα του 1968-69 με συνθιασάρχες την Α. Φόνσου και τον Δ. Παπαγιαννόπουλο. Υπήρξε παραγωγός τριών ταινιών και σκηνοθέτης οκτώ. Η πορεία του στο θέατρο συνεχίστηκε απρόσκοπτη μέχρι το 1983. Μετά από μακρά περίοδο απουσίας επέστρεψε σ’ αυτό την περίοδο 1994-95, παίζοντας στο δικό του χώρο (το “Θέατρο Χατζηχρήστου” στη στοά Πανεπιστημίου & Ιπποκράτους) την επιθεώρηση “Δεν ήξερες, δε ρώταγες” και την επόμενη χρονιά σε συνεργασία με τον Γ. Πάντζα το έργο του Κ. Παπαπέτρου “Τρελάθηκα και σώθηκα”. Η δύσκολη περίοδος της ζωής του άρχισε όταν έχασε ξαφνικά την Ελένη Πανταζή, την τέταρτη του γυναίκα, μόλις στα 42 της χρόνια. Πέθανε έχοντας μεγάλα οικονομικά προβλήματα.Η οικογένεια του εκλιπόντος αποδέχτηκε την πρόταση του υπουργού Πολιτισμού, Ευ.Βενιζέλου, να τελεστεί η κηδεία δημοσία δαπάνη.Ακολουθεί κείμενο από την ελευθεροτυπία του ΔΗΜΗΤΡΗ ΓΚΙΩΝΗ (1-10-2011)Αυτοδίδακτος Ηταν αρχές του ’50, τέλος εμφυλίου (που ωστόσο η νικηφόρα «εθνικόφρων» παράταξη κράτησε ώς το 1974, με τα γνωστά…), όταν ο Θύμιος «σκάει μύτη» στην πρωτεύουσα από την επαρχία, που, λόγω αλόγιστων πολιτικών, αδειάζει κι ερημώνεται – άλλοι για την Αθήνα (που προοδευτικά τράβηξε το μισό πληθυσμό του τόπου, με τους περισσότερους σε αντιπαραγωγικές καρέκλες), άλλοι για την (αγύριστη) ξενιτιά (αυτά που πληρώνουμε στις μέρες μας, με συνέπεια, εκτός των άλλων, λόγω… Αρμαγεδδώνος, ν’ αντιμετωπίζεται η αντίστροφη πορεία -που ήδη συντελείται κατά μόνας- προς την επαρχία, ενώ ξανάνοιξαν και οι μεταναστευτικοί δρόμοι). Πόσοι στο πρόσωπο του Θύμιου-Χατζηχρήστου δεν αναγνώρισαν τον εαυτό τους ή κάποιο δικό τους -ένα κομμάτι αυθεντικό της Ελλάδας- με τα καμώματα του άδολου βλάχου (σαν εμφάνιση και λόγος), καθιερώνοντας αυτό τον τύπο όσο ελάχιστοι. Σε σημείο που όταν τον άφηνε για άλλους ρόλους (στους οποίους επίσης διέπρεψε, όπως ο αστυφύλακας Ηλίας, αντιπροσωπευτικός τύπος εξουσιαστή της εποχής, ή ως μπακαλόγατος, ρόλοι-μαθήματα κωμωδίας, μπορούμε να πούμε), υποχρεωνόταν, έπειτα από απαίτηση των θαυμαστών του, να επιστρέψει. «Ο Κώστας Χατζηχρήστος, αν και τυποποιήθηκε στο ρόλο του επαρχιώτη, ήταν ο πιο “κινηματογραφικός” ηθοποιός», γράφει ο Στάθης Βαλούκος στο βιβλίο του «Η κωμωδία» (εκδ. «Αιγόκερως», 2001). «Η διαρκής αγχωτική και με νευρικότητα κίνηση του σώματός του στο ντεκόρ του έργου, και ο αρκετές φορές αυτοσχέδιος λόγος του, σε συνδυασμό με τη δειλία που ξεπηδούσε από τις αντιδράσεις του, τον έκαναν ιδανικό “βλάχο” και “παλικάρι της φακής”». Μέλος πολυμελούς οικογένειας, με ρίζες στην Πόλη (ο ίδιος γεννήθηκε στη Θεσσαλονίκη), σπούδασε, όπως οι περισσότεροι ηθοποιοί της γενιάς του, την τέχνη του στο θεατρικό σανίδι, ξεκινώντας με «παρακατιανούς» ρόλους σε θεατρικά μπουλούκια, βαριετέ, αναψυκτήρια, ώσπου να γίνει ευρύτερα γνωστός και αγαπητός, κυρίως από την κινηματογραφική οθόνη, σ’ αυτές τις ταινίες που επαναλαμβάνονται στα κανάλια (αποτελώντας κι ένα μέτρο σύγκρισης με τους νεότερους ομοτέχνους του). Οδυνηρό τέλος Θα μπορούσε να είναι ένας από τους πιο πλούσιους ηθοποιούς ο Χατζηχρήστος, αλλά μια η γαλαντομία του («υπήρξα γενικά σπάταλος», είχε παραδεχτεί ο ίδιος), μια η απόφασή του να κάνει το θεατρικό επιχειρηματία, είχαν αποτέλεσμα να μπει μέσα και, στο τέλος, να χάσει ακόμα και το θέατρο που έφερε τ’ όνομά του («Θέατρο Χατζηχρήστου», στοά Πανεπιστημίου – Ιπποκράτους, ιδιοκτησία του Παναγίου Τάφου…) και να εμφανίζει στα τελευταία του μιαν εικόνα που δεν του άξιζε. Μολονότι η αγάπη του κοινού τον συνόδευε πάντα, έφυγε από τη ζωή, αυτός που σκόρπιζε το γέλιο, χτυπημένος από την «κακιά αρρώστια», με οικονομικά προβλήματα, ενώ πριν έχασε την τρίτη σύζυγό του, μόλις στα 42 της χρόνια. Επιστρέφοντας στο ρόλο του βλάχου (που πλέον συναντάμε σε κάποιες τηλεοπτικές διαφημίσεις), θα είχα να παρατηρήσω ότι ο Θύμιος του Χατζηχρήστου ήταν άρχοντας σε σχέση με κάποιους «πρωτευουσιάνους», που κράτησαν τη βλαχιά τους διά βίου…
«Η οικονομική καταστροφή μου»
«Πρέπει να μάθει όλος ο κόσμος κάτι που ίσως δεν ξέρει. Ότι εγώ δεν παίρνω ούτε μία δραχμή παρόλο που οι ταινίες μου είναι σε συνεχή προβολή.
Και έφτασε στο σημείο μέσα σε μία βδομάδα να παιχτούν τρεις ταινίες μου μαζεμένες. Δεν ξέρω ποιοι είναι αυτοί οι κύριοι και κονομάνε, αλλά πάντως είναι άδικο για “μένα. Ο κόσμος μπορεί βλέποντας τις ταινίες μου να νομίζει ότι ο Χατζηχρήστος τα κονομάει χοντρά. Λάθος. Άλλοι τα κονομάνε και όχι εγώ. Και γι” αυτό εκφράζω κάποιο παράπονο γι” αυτή τη μεταχείριση. Τέλος πάντων. Μιλήσαμε για επιτυχημένες ταινίες και ήρθε η ώρα να μιλήσουμε για αποτυχημένες ταινίες που με έβαλαν μέσα οικονομικά με τα τσαρούχια»
«Οι γυναίκες μου…»
Η σχέση του με το γυναικείο φύλο και πόσο γόης υπήρξε ο Κώστας Χατζηχρήστος είναι γνωστά στο θέατρο και στον κινηματογράφο. Ωστόσο ο ίδιος αφοπλίζει με την ειλικρίνειά του για όσες είχε στο πλευρό του ως ερωμένες του. «Πρώτα απ” όλα οι γυναίκες δεν έπαιξαν μόνο σε “μένα καθοριστικό ρόλο, αλλά φαντάζομαι σε κάθε άντρα ανεξάρτητα από επάγγελμα, τάξη και χρώμα.
Τώρα ιδιαίτερη αδυναμία εκτός από τις νόμιμες συζύγους μου Μαίρη Νικολαΐδου και Καίτη Ντιριντάουα είχα στην Άννα Φόνσου, τη Μάρθα Καραγιάννη, την Ντίνα Τριάντη, τη Σπεράντζα Βρανά και την Μπεάτα Ασημακοπούλου. Ειδικά για την Αννούλα τη Φόνσου πρέπει να σου πω ότι ήταν ένα από τα πιο καθοριστικά κίνητρα της ζωής μου. Όσο ζω δεν θα την ξεχάσω ποτέ και της εύχομαι κάθε ευτυχία όπου κι αν βρίσκεται».