Μια μοναδική φωτογραφία! Ο Λάμπρος Κωνσταντάρας το 1960 επιδεικνύοντας την εικαστική του περσόνα, πρωταγωνιστής στο δράμα “Είμαι αθώος”, βασισμένο στην υπόθεση “Ντρέιφους” εκείνη τη χρονιά.
Πηγή φωτογραφίας: http://www.biblionet.gr/book/137065/Ξανθούλης,_Γιάννης/Βασικά_θεατής:_Ελληνικό_θέατρο_1950-1960
Ο Λάμπρος Κωνσταντάρας (13 Μαρτίου 1913 – 28 Ιουνίου 1985) υπήρξε Έλληνας κωμικός ηθοποιός του θεάτρου και του κινηματογράφου, με καταγωγή από την Κωνσταντινούπολη. Ήταν αδελφός της ηθοποιού Μίτσης Κωνσταντάρα και πατέρας του πρώην βουλευτή της Νέας Δημοκρατίας Δημήτρη Κωνσταντάρα ο οποίος του χάρισε δυο εγγόνια, την Παυλίνα το 1974 και τον Λάμπρο το 1979. Γεννήθηκε στην οδό Πλουτάρχου 13 στο Κολωνάκι και πέθανε στο «Ασκληπιείο» της Βούλας. Νωρίτερα (1978 και 1983) είχε υποστεί δύο εγκεφαλικά επεισόδια.
Το 1930 κατατάχθηκε μετά από επιμονή της οικογένειάς του και χωρίς την δική του θέληση στην Σχολή Υπαξιωματικών Ναυτικού στην Κέρκυρα, από όπου τελικά δραπέτευσε κολυμπώντας. Γλύτωσε το Στρατοδικείο μετά από ενέργειες της οικογένειάς του. Το 1934 μετέβη στο Παρίσι προκειμένου να σπουδάσει χρυσοχόος, με σκοπό να αναλάβει στην συνέχεια το οικογενειακό χρυσοχοείο στο κέντρο της Αθήνας. Εγκατέλειψε τις σπουδές του κι έκανε διάφορες δουλειές, ώσπου τον ανακάλυψε ο Γάλλος σκηνοθέτης Λουί Ζουβέ να παίζει ως κομπάρσος σε θεατρική παράσταση. Σπούδασε ηθοποιός στο θέατρο «Ατενέ» και το καλοκαίρι του 1938 επέστρεψε στην Ελλάδα, ξεκινώντας πλέον καριέρα ηθοποιού.
Διακρίθηκε στο ρόλο του ώριμου, πλούσιου και γυναικά (Ο άνθρωπος που έσπαγε πλάκα, Η Βίλα των Οργίων, Τι 30, τι 40, τι 50 κλπ.) ή του «πατέρα» αρκετών γνωστών σταρ της εποχής (Η Αλίκη στο Ναυτικό, Χτυποκάρδια στο θρανίο, Υιέ μου, υιέ μου κλπ). Παντρεύτηκε σε πρώτο γάμο την ηθοποιό Γιούλη Γεωργοπούλου το 1945 και σε δεύτερο τη Φιλιώ Κεκάτου το 1971. Τα τελευταία χρόνια τα πέρασε στην Βάρκιζα. Κηδεύτηκε στο Α΄ Νεκροταφείο Αθηνών.
Ο γνωστός κριτικός Κώστας Γεωργουσόπουλος αναφέρει στον πρόλογο του βίβλιου του γιου του ηθοποιού, Δημήτρη Κωνσταντάρα “Μέσα απ’τα δικά μου μάτια” για τον Λάμπρο Κωνσταντάρα :
“Εδώ και 40 χρόνια με ακολουθεί μια συνταρακτική θεατρική σκηνή. Είναι μια από τις σπάνιες εκείνες στιγμές που ο χρόνος παγώνει, η ροή ανακόπτεται και το παν, ακινητεί. Μία χειρονομία, μια κραυγή, μια γυρισμένη πλάτη, ένα τικ, μια είσοδος, μια έξοδος, μας πιστοποιούν πόσο μεγάλη τέχνη είναι η υποκριτική και πως μπορεί να πυκνώσει σε μια στάση ή έναν ήχο, το συνταρακτικό γεγονός της υπάρξεως, μέσω της μίμησης πράξεων.
Ήταν το 1956 στο ΔΗΜΟΤΙΚΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ, όταν ο θίασος του Μάνου Κατράκη έπαιξε το έξοχο αντιπολεμικό έργο του Σέριφ “Το τέλος του ταξιδιού. Στο φινάλε του πρώτου μέρους μέσα στο αμπρί έχει μείνει ένας αξιωματικός μόνος, που έπρεπε να πάρει μιαν απόφαση θανάτου.Να αποφασίσει μιαν έξοδο χωρίς ελπίδα καμιά.
Τον ρόλο έπαιζε ο Λάμπρος Κωνσταντάρας. Όταν έμεινε μόνος,άναψε το τσιμπούκι του και το κάπνισε, όπως το τελευταίο τσιγάρο ο κατάδικος πριν από την εκτέλεση. Πλάτη στο κοινό, ο μεγάλος εκείνος ηθοποιός, με λιτότητα, με εσωτερική συγκίνηση, βίωσε μιαν εκρηκτική σιωπή που θαρρείς πως κράτησε αιώνες.
Θεωρώ αυτήν την υποκριτική στιγμή, ανάλογη με την έξοδο του Μινωτή ως “Οιδίποδα στον Κολωνό”, την πλάτη του Κατράκη στον “Ηλίθιο”, τον κυνηγημένο “Ορέστη” του Κωτσόπουλου στις “Χοηφόρες”, τον θρήνο της Εκάβης-Παξινού όταν αντικρύζει τον Πολύδωρο, το “τικ” της Λαμπέτη-Μπλανς όταν της περνάνε τον ζουρλομανδύα, του Χορν στην “Εξομολόγηση του Ριχάρδου του Β΄”.
Ο Κωνσταντάρας ήταν ένας υπέροχος ηθοποιός ρυθμού. Είχε τη σπάνια αίσθηση του θεατρικού χρόνου. Εβίωνε τις παύσεις και γέμιζε συναίσθημα τις σιωπές. Γνώριζε την αξία του δραστικού λόγου, δηλαδή τον τρόπο να λειτουργούν οι λέξεις,ως ήχοι που κινητοποιούν το σώμα και ωθούν τη δράση. Για αυτό έπαιξε δράμα, κομεντί, κωμωδία και φάρσα χωρίς διάκριση με την αυθεντία που προκύπτει από την τέλεια κατοχή των εκφραστικών μέσων.
Το μεγάλο πιθανόν κοινό τον γνώρισε από τις κινηματογραφικές του επιτυχίες, όπου κυριαρχούσε συνήθως η εικόνα ενός πληθωρικού, ώριμου μπον βιβέρ. Ακόμα, μπορεί να τον αναγνώριζε στις έξοχες μπαλαφαρίες του και στους αυτοσχεδιαστικούς οίστρους του. Όμως, πίσω από την καθόλου εύκολη αυτή, από αποψέως τεχνικής, εικόνα, υπήρχε ο Κωνσταντάρας για την άρτια τεχνική, τη δραματική στόφα, τη γαλλική χάρη και την άτεγκτη επαγγελματικότητα.
Χαριτωμένος άνθρωπος, καλλιεργημένος, στοχαστικός στην πραγματικότητα, παρόλη τη γλεντζέδικη ζωή του, ένας μοναχικός και εσωστρεφής καλλιτέχνης, γέμισε τη ζωή μας με ρυθμούς, ανεπανάληπτους χαρακτήρες, ευφάνταστους τύπους και πλούτισε την παραστασιολογία με σημάνσεις που δημιούργησαν πρότυπα. Το γεγονός πως δεν μπόρεσε κανείς να τον μιμηθεί και κανείς δεν τον αντικατέστησε σημαίνει ότι προσκόμισε στο θέατρό μας μια σπάνια υποκριτική γνησιότητα και μια βαθιά χαρακτηρολογική ελληνικότητα. Ήταν ένας Ζαν Γκαμπέν, ένας Ζαν Μαραί, ένας Φερναντέλ και ένας Λουί ντε Φυνές ταυτοχρόνως!»
Το 2008 ένα θέατρο στο Αιγάλεω ονομάστηκε «Θέατρο Λάμπρος Κωνσταντάρας» σε αναγνώριση της συνεισφοράς του στο ελληνικό θέατρο και τον κινηματογράφο.