Είναι ένας από τους σημαντικότερους τηλεοπτικούς δημιουργούς και έχει καταγεγραμμένες στο παλμαρέ του μερικές από τις μεγαλύτερες τηλεοπτικές επιτυχίες. Τα τελευταία χρόνια ασχολείται με επιτυχία με το θέατρο, ενώ από τις 3 Δεκέμβρη βγαίνει στα σινεμά η ταινία του «Ουζερί Τσιτσάνης» που θα ζωντανέψει στη μεγάλη οθόνη μία ολόκληρη εποχή και έναν ολόκληρο κόσμο, τον κόσμο των ρεμπετών που έζησαν στον κύκλο του Βασίλη Τσιτσάνη αλλά και στοιχεία από τη ζωή του σημαντικού μουσικοσυνθέτη. Ο Μανούσος Μανουσάκης μιλάει στα Θεατρικά Προγράμματα για την ταινία και αποκαλύπτει πώς κατάφερε να μεταμορφώσει γωνίες τη σύγχρονης Αθήνας και της Θεσσαλονίκης, σε γειτονιές μίας άλλης εποχής…
Συνέντευξη για τα Θ.Π στη Βίκυ Διαμάντη
-Ουζερί Τσιτσάνης… Πώς προέκυψε;
Πριν από χρόνια έπεσε στα χέρια μου το εξαιρετικό βιβλίο του Γιώργου Σκαμπαρδώνη «Ουζερί Τσιτσάνης». Αναφέρεται σε ένα χρόνο από τη ζωή του Βασίλη Τσιτσάνη, την περίοδο 1942 – 1943, στην κατοχική τότε Θεσσαλονίκη…
-Ήταν μία χρονιά που ο Τσιτσάνης ξεκινάει να κάνει αισθητή την παρουσία του στο μουσικό χώρο και εκτός των Τρικάλων…
Αυτή η περίοδος του Τσιτσάνη είναι από τις πιο δημιουργικές. Έχει γράψει πολλά από τα μεγάλα του αριστουργήματα αυτή την εποχή, μεταξύ των οποίων και η «Συννεφιασμένη Κυριακή». Το ουζερί αυτό, νιόπαντρος τότε ο Τσιτσάνης και η κόρη του μόλις έχει γεννηθεί, γίνεται το ψηφιδωτό της πόλης. Όλοι συχνάζουν εκεί πέρα. Από τον αντιστασιακό, μέχρι το δοσίλογο, το χαμάλη, τον αρχηγό της αστυνομίας που είναι ιστορικό πρόσωπο και κουμπάρος του, τον εκατομμυριούχο, μαυραγορίτες… Όλη η πόλη περνάει από εκεί πέρα. Όλο αυτό είναι το σκηνικό της ιστορίας μας. Μία ακόμη ιστορία που εξελίσσεται είναι ο έρωτας του Γιώργου, του συνεταίρου του Τσιτσάνη με μία Εβραιοπούλα. Μέσω αυτής της σχέσης βλέπουμε την ανθούσα τότε κοινότητα των Εβραίων της Θεσσαλονίκης και την εξόντωσή της από τους ναζί. Ένα κομμάτι της ιστορίας μας σχεδόν άγνωστο.
-Ήταν ένας τραγικός έρωτας…
Ναι πρόκειται για μία τραγική ιστορία. Μέσω αυτής της ιστορίας, της εξόντωσης δηλαδή της εβραϊκής κοινότητας από τους ναζί, θέλουμε να καταλήξουμε στον παραλογισμό των φυλετικών διακρίσεων, του ρατσισμού που είναι σε έξαρση στην Ευρώπη αυτή τη στιγμή και τι είναι πραγματικά φασισμός και ναζισμός, που επίσης τα νεοναζιστικά μορφώματα βρίσκονται σε έξαρση σε όλη την Ευρώπη.
-Ζούμε πράγματι στην εποχή που διανύουμε ένα déjà vu, μιας παλαιότερης εποχής. Τι πιστεύετε ότι έχει δημιουργήσει αυτή την έκρηξη ακραίων πολιτικών τάσεων;
Η οικονομική συνθήκη. Κάτω από αυτές τις οικονομικές συνθήκες που βιώνει η Ευρώπη αυτή τη στιγμή, τη στιγμή της κρίσης, όλα αυτά τα μορφώματα βρίσκουν εύφορο έδαφος για να αναπτυχθούν. Είναι όπως τα παράσιτα σε ένα χωράφι που βρίσκουν εύφορο έδαφος όταν υπάρχει πολλή υγρασία ή κάποια εδαφική ανωμαλία και διεισδύουν στα δέντρα. Έτσι και όταν ο κόσμος είναι σε απόγνωση και υπάρχει μία δύσκολη οικονομική κατάσταση, γίνεται εύκολα θύμα λαϊκισμού και κενών μεγαλόσχημων προτάσεων. Το ίδιο συνέβη και στη Γερμανία στη δημοκρατία της Βαϊμάρης, αλλά έχει πολλά κοινά στοιχεία η εποχή η τώρα με την τότε.
-Τι δυσκολίες αντιμετωπίσατε μέχρι να καταφέρετε να υλοποιήσετε αυτό το έργο;
Τεράστιες οι δυσκολίες αλλά ευχάριστες οι δυσκολίες γιατί τις υπερβαίναμε. Υλοποιήθηκε άλλωστε. Εκ των υστέρων, η μνήμη έχει ένα μηχανισμός που σε κάνει να τα θεωρείς όλα ωραία. Περάσαμε περιπέτεια για να συγκεντρώσουμε τα χρήματα, μία δημιουργική περιπέτεια ήταν να διαβάσουμε για την εποχή, κυρίως οι σεναριογράφοι, ο Βασίλης Σπηλιώπουλος, η Άντα Γκουρμπαλή και εγώ, ό,τι υπήρχε για αυτήν την εποχή και για αυτό το θέμα. Σε αυτό μας βοήθησαν η ισραηλιτική κοινότητα της Αθήνας και της Θεσσαλονίκης ό,τι υλικό υπήρχε γύρω από την εξόντωση της εβραϊκής κοινότητας από τους ναζί. Η μελέτη πήρε πολύ καιρό. Στη συνέχεια η αποδελτίωση που είχε να κάνει με την επιλογή εκείνων των στοιχείων που μας ενδιέφεραν για την ιστορία της ταινίας, κάτι πολύ δύσκολο γιατί όλα ήταν τραγικά «γοητευτικά». Έτσι λοιπόν η συγγραφή του σεναρίου κράτησε δύο περίπου χρόνια. Μετά ήταν ένα θέμα να βρεθούν τα χρήματα και βρέθηκαν. Και ένα πρωί είπαμε με τη γυναίκα μου και παραγωγό μου τη Μαρία «Ξεκινάμε» και ξεκινήσαμε.
-Το γύρισμα ήταν πολύ ιδιαίτερο…
Στη Θεσσαλονίκη μας εντυπωσίασε η προσφορά του κόσμου και αυτό μας έκανε να νιώσουμε περήφανοι που είμαστε Έλληνες πάλι. Μας βοήθησε πολύ ο κόσμος. Ήρθαν άνθρωποι που στελέχωσαν τις σκηνές εθελοντικά, όπως την σκηνή του τρένου που αναχωρεί για το Άουσβιτς, σκηνές στην κεντρική αγορά που τη χτίσαμε κυριολεκτικά γιατί δεν υπήρχε τίποτα…
-Ήθελα να σας ρωτήσω για τις πρακτικές δυσκολίες. Μία από αυτές και το σκηνικό…
Όχι και το σκηνικό… Το σκηνικό. Δηλαδή είμαστε μία χώρα που έχει κατεδαφίσει όλη τη σύγχρονη αρχιτεκτονική της παράδοση. Δεν υπάρχει τίποτα πουθενά. Δεν μπορείς να βρεις πάνω από δέκα μέτρα… Μία γωνία… Δεν υπάρχει σημείο που να πεις έχω 150 μέτρα ενιαία. Και όπου υπάρχουν αυτά, όπως για παράδειγμα στην Πλάκα, είναι γεμάτα γκράφιτι. Όταν κάναμε το ρεπεράζ και αποφασίζαμε να κάνουμε γύρισμα, πήγαινε την προηγούμενη μέρα ένα συνεργείο μας, έσβηνε τα γκράφιτι, αποκαθιστούσε το χώρο, είχαμε σεκιουριτά το βράδυ μην τα ξαναγράψουν, ώστε να μπορέσουμε να κάνουμε γύρισμα την επόμενη. Όλοι οι κάτοικοι επίσης μας βοήθησαν πάρα πολύ.
-Είχατε και μεγάλο καστ…
Ναι συμμετέχουν περίπου 70 ηθοποιοί και περίπου 2.500 κομπάρσοι. Είναι απαραίτητο. Αναπαριστάς μία κοινωνία οπότε χρειάζεται πολύς κόσμος. Φέρνεις πληθυσμό για να γεμίσει μία άδεια χώρα αυτή που έχεις δημιουργήσει εσύ με το σκηνικό σου.
-Ζώντας μέσα σε αυτή την εποχή κατά τη διάρκεια των γυρισμάτων και διαβάζοντας για αυτή την εποχή, τι σας εντυπωσίασε πάρα πολύ;
Οι τότε σχέσεις των ανθρώπων. Ο αλληλοσεβασμός, ο κοινωνικός ιστός, το δέσιμο της οικογένειας.
-Επρόκειτο αρχικά η ταινία να γίνει σειρά στην τηλεόραση…
Προαλείφετο για σειρά στην ΕΡΤ…
-Υπάρχει περίπτωση να γίνει μίνι σειρά κάποια στιγμή;
Αυτό είναι θέμα ζήτησης. Υπάρχει υλικό πολύ που δεν έχει χρησιμοποιηθεί στην ταινία. Μπορεί να γίνει μία μίνι σειρά. Αλλά τότε που προσπαθούσαμε να κάνουμε σειρά με την ΕΡΤ, η ΕΡΤ έκλεισε και μείναμε με το σενάριο στο χέρι.
-Έχετε κάνει μεγάλες επιτυχίες στην τηλεόραση, που ακόμη τις παρακολουθούμε. Γιατί σταματήσατε κάποια στιγμἠ να παράγετε για την τηλεόραση;
Σταμάτησα γιατί σταμάτησε η τηλεόραση. Δεν σταμάτησα εγώ. Η τηλεόραση σταμάτησε να παράγει το είδος έργων που εμείς θέλαμε να δημιουργήσουμε. Με το ξεκίνημα της κρίσης ο πρώτος θιγόμενος ήταν η ιδιωτική τηλεόραση με την ελαχιστοποίηση της διαφημιστικής δαπάνης. Για τη δημόσια δεν μιλώ διότι πέρασε περιπέτειες… Η κύρια, η μόνη πηγή εσόδων εξέλειπε, ή μειώθηκε σε τεράστιο ποσοστό. Δεν υπήρχε για μένα πλέον πρόσφορο έδαφος στην τηλεόραση. Τα πράγματα που ήθελα να κάνω ήταν διαφορετικής όχι μόνο κοστολογικά, αλλά διαφορετικής ιδεολογίας από αυτό που η καινούργια τηλεόραση, για να αντιμετωπίσει την κρίση, αποφάσισε ότι ήταν ο δρόμος που έπρεπε να πάρει.
-Παρακολουθείτε τηλεόραση;
Ποτέ δεν είχα το χρόνο να παρακολουθήσω επισταμένα. Έβλεπα τηλεόραση τυχαία όταν επέστρεφα νωρίς στο σπίτι, έβλεπα κάποια επεισόδια –κατασκοπευτικά μπορώ να πω- για να δω πού κινείται η θεματολογία και η τεχνική. Τώρα ακόμη λιγότερο βλέπω μιας και δεν είμαι σχεδόν καθόλου σπίτι, αλλά δεν με έλκει κάτι για να πω ότι θα δω αυτό οπωσδήποτε.
-Πώς έχει εξελιχθεί η τηλεόραση στην εποχή της κρίσης;
Έκανε μία βουτιά. Αυτό νομίζω ότι δεν είναι αποτέλεσμα μόνο της οικονομικής κρίσης αλλά αποτέλεσμα της πολιτιστικής κρίσης που συνοδεύει την οικονομική και κανείς ποτέ δεν ξέρει ποια προηγείται και ποια έπεται. Πιστεύω ότι μπορούν να γίνουν εξαιρετικά έργα με χαμηλό κόστος, φθάνει το σενάριο να είναι εμπνευσμένο.
-Ο πολιτισμός και η Τέχνη δεν είναι σε αυτές τις περιόδους ένα καταφύγιο για τον άνθρωπο;
Ναι είναι, όμως η τηλεόραση δεν είναι πολιτιστικός σύλλογος, είναι μία επιχείρηση που πρέπει να επιβιώσει. Ένας καλλιτέχνης μπορεί να δημιουργήσει και να μεγαλουργήσει σε περιόδους κρίσης, ένας γλύπτης, ένας ζωγράφος, ένας συγγραφέας… Εδώ μιλάμε για βιομηχανία όχι μόνο για καλλιτεχνική δημιουργία…
-Μήπως λείπει αυτό από την ελληνική τηλεόραση;
Όχι απλώς λείπει αλλά ουρλιάζει. Ο κόσμος που βλέπω στο δρόμο με ρωτάει πότε θα ξαναγίνει κάτι σαν αυτά που βλέπαμε παλιά; Όλος ο κόσμος μου το λέει αυτό.
-Θα ήθελα να μου πείτε δυο λόγια και για την «Ποντικοπαγίδα»…
Είναι ένα έργο που με ακολουθεί πολλά χρόνια σαν σφραγίδα. Πρώτη φορά το ανεβάσαμε με τον Βαγγέλη Λειβαδά, τον αείμνηστο. Διάρκεσε τέσσερις θεατρικές περιόδους. Στη συνέχεια έπειτα από χρόνια το ανέβασα με το ΔΗΠΕΘΕ Κρήτης και τέλος με την κυρία Λεμπέση στο Βεάκη και σε περιοδεία. Είναι ένα έργο που το έχω μάθει απέξω πια. Μάλιστα κάποια στιγμή παλιότερα που αρρώστησε ένας ηθοποιός, πήγα και έπαιξα το ρόλο του. Ήξερα τόσο καλά το έργο πια. Πραγματικά είναι εμβληματικό για μένα αυτό το έργο.
-Επομένως μου δίνετε την ευκαιρία να σας ρωτήσω και κάτι άλλο: ποιο ρόλο θα θέλατε να υποδυθείτε στην ταινία και ποιο ρόλο στην «Ποντικοπαγίδα»;
Στην «Ποντικοπαγίδα» θα ήθελα να παίξω το ρόλο του Ρεν, του λίγο χαμένου νεαρού. Βέβαια έχει περάσει η ηλικία μου και δεν θα το κάνω αυτό. Δεν έχει όμως σημασία ας το δούμε στο φαντασιακό επίπεδο. Του Ρεν με τα δυνατά συμπλέγματα, του σαλεμένου νεαρού. Όσον αφορά την ταινία που μόλις γυρίσαμε; Όλους τους ρόλους θα ήθελα να τους παίξω και ανδρικούς και γυναικείους… Άλλωστε τους έπαιξα μαζί με τους ηθοποιούς μου!!!
Περισσότερες πληροφορίες στο ouzeritsitsanis.com