Χτύπησα το κουδούνι, στο ηλιόλουστο διαμέρισμα, με θέα το Πεδίο του Άρεως, λίγο μετά το μεσημέρι. Πρώτος με υποδέχτηκε ο Νόελ, ένα υπέροχο λευκό μαλτεζάκι, που με μύρισε εξονυχιστικά και μετά μου επέτρεψε να περάσω πιο μέσα. Εκεί με καλωσόρισε η οικοδέσποινα, χαμογελαστή, ντυμένη άνετα, αλλά πολύ κομψά και χωρίς καθόλου μακιγιάζ.
Μιμή, κατ’ αρχάς σ’ ευχαριστώ που με δέχτηκες, εδώ στο γραφείο σου, στον πολύ όμορφο προσωπικό σου χώρο, για να μιλήσουμε πρωτίστως για την παράσταση που παρουσιάζεις φέτος αλλά και για άλλα θέματα που αφορούν το θέατρο και τον πολιτισμό.
Με πολύ μεγάλη μου χαρά, διότι μου αρέσουν πολύ οι συνεντεύξεις που κάνεις, πέρα από το ότι είσαι και παλιός φίλος. Εγώ, αυτό το διάστημα, λόγω κούρασης δε δίνω συνεντεύξεις. Είσαι μία από τις ελάχιστες εξαιρέσεις.
Μεγάλη μου τιμή. Να ξεκινήσουμε, λοιπόν, από την παράσταση που λέγεται «Σμύρνη μου αγαπημένη», παίζεται στο θέατρο του Ελληνικού Κόσμου, στο Ίδρυμα Μείζονος Ελληνισμού και γνωρίζει μία πρωτοφανή επιτυχία! Πρωτοφανή, ακόμα και για σένα.
Ναι, ακόμα και για μένα, πρωτοφανή. Εγώ θεωρούσα ότι το αποκορύφωμα της καριέρας μου ήταν την εποχή της «Άννας Καρένινας», της «Θεοδώρας» και της «Μπουμπουλίνας». Πίστευα ότι είναι πολύ δύσκολο, στη σημερινή εποχή της κρίσης, να ξαναγίνει στο θέατρο μια τέτοια επιτυχία. Μάλιστα, όταν συζητούσαμε στις πρόβες, με τον καλλιτεχνικό διευθυντή του Ι.Μ.Ε., τον κύριο Θρασύβουλο Γιάτσιο, μού έλεγε ότι αν ήμασταν σε καλύτερες εποχές, θα πήγαινε σαν την «Θεοδώρα». Η παράσταση πηγαίνει καλύτερα από την «Θεοδώρα». Και, όπως καταλαβαίνεις, αυτό δεν έχει να κάνει μόνο με τις εισπράξεις. Είναι θέμα ηθικής και καλλιτεχνικής δικαίωσης.
Και κοινωνικής αποδοχής…
Εγώ έχω ξαναδεί τόσο πολύ κόσμο στο θέατρο. Είμαι από τους καλλιτέχνες που είχαν την τύχη να το βιώσουν πολλές φορές στην καριέρα τους. Αλλά, αυτήν τη συγκινησιακή φόρτιση του κοινού, δεν την έχω ξαναζήσει ποτέ, στα τριαντατρία χρόνια που είμαι θιασάρχης. Και δεν νομίζω ότι είναι κάτι που συμβαίνει συχνά. Και ο Κώστας Βουτσάς μού λέει ότι ούτε εκείνος έχει ξαναδεί κάτι τέτοιο, στα εξηνταεπτά χρόνια που είναι στο θέατρο. Και δε σου κρύβω ότι με εκπλήσσει κάθε βράδυ, λες και δεν έχει ξανασυμβεί και το προηγούμενο. Για το ελληνικό κοινό, το να χειροκροτούν όρθιοι επί δέκα λεπτά και να κλαίνε, δεν είναι κάτι συνηθισμένο. Δεν το κάνει εύκολα ο Έλληνας θεατής. Ακόμη κι όταν κάτι τού αρέσει πολύ, λέει καθιστός ένα μπράβο, λέει «ωραία παράσταση». Αυτό που γίνεται εδώ, είναι κάτι πέραν του θεάτρου!
Βέβαια, έχεις ξανακάνει παραστάσεις, με ιστορικό θέμα: Την «Θεοδώρα» που αναφερόταν στο Βυζάντιο, το «Εγώ η Λασκαρίνα» που διαδραματιζόταν στην εποχή της επανάστασης του εικοσιένα…
Και την «Πηνελόπη Δέλτα» πριν από δύο χρόνια, που συνεχίστηκε και πέρυσι…
Ναι. Το έργο «Η Πηνελόπη Δέλτα συναντά τον Μάγκα» που αναφερόταν στον Μακεδονικό αγώνα. Το 1922, όμως, είναι ένα πολύ μεγάλο και σχετικά πρόσφατο ελληνικό ζήτημα, που φαίνεται ότι αγγίζει πολύ τον κόσμο, πέρα από την καταγωγή του καθένα.
Φυσικά! Ούτε εγώ είμαι Μικρασιάτισσα, ούτε και όλο το κοινό που έρχεται. Αυτοί οι άνθρωποι έφεραν πολιτισμό στην Ελλάδα. Μας κληροδότησαν πάρα πολλά πράγματα. Πέρα από αυτό, το έργο προκαλεί αυτήν τη βαθιά συγκίνηση, όχι μόνο για τις αντίστοιχες καταστάσεις που ζούμε σήμερα -και ελπίζω, ειλικρινά, να μην οδηγούμαστε σε μια αντίστοιχη καταστροφή- αλλά και επειδή ένα μεγάλο κομμάτι της ιστορίας έχει μείνει ηθελημένα στο σκοτάδι! Μια κυρία μού είπε προχθές: «Είναι σα να λύσατε τα μάγια της Μικράς Ασίας!» Τα αρχεία δεν έχουν ανοίξει ακόμη. Θεωρητικά, ανοίγουν στα εκατό χρόνια, αλλά στη συγκεκριμένη περίπτωση, δεν είμαι σίγουρη ότι θα ανοίξουν ούτε και τότε. Έφταιξαν και οι δύο Ελληνικές κυβερνήσεις, που έδρασαν με πολλή επιπολαιότητα και έλαβαν αποφάσεις με κομματικά κριτήρια. Έφταιξαν πολύ και οι Ευρωπαίοι σύμμαχοι της Ελλάδας. Το θέμα έμεινε στο σκοτάδι όχι μόνο από τους Τούρκους, που δεν τους συμφέρει να παρουσιάζουν τέτοια κομμάτια της ιστορίας τους, αλλά κυρίως από εμάς, τους Έλληνες. Οι Τούρκοι ακολουθούν την δική τους πολιτική και καλά κάνουν. Εμείς, όμως, εδώ τι κάνουμε;
Ακόμη και άνθρωποι που έχουν μελετήσει ιστορία, δε γνωρίζουν πολλά για αυτήν την περίοδο, για την ειρηνική συμβίωση Ελλήνων και Τούρκων στη Σμύρνη, την ανάπτυξη του κινήματος των Νεότουρκων και τους λόγους που οδήγησαν στην καταστροφή. Δύσκολα θα βρει κάπου να τα διαβάσει.
Όντως, έτσι είναι. Τίποτα από όλα αυτά δεν είναι εύκολο να βρεθεί.
Άρα να υποθέσω ότι χρειάστηκε μεγάλη έρευνα από μέρους σου.
Πάρα πολύ μεγάλη. Τρία, με τέσσερα χρόνια. Είναι τεράστιος ο όγκος των βιβλίων που μελέτησα. Δε συνεργάστηκα με κάποιον ιστορικό, διότι ο καθένας έχει τη δική του ματιά που είναι υποκειμενική, Στην Ελλάδα, όπου όλα είναι κομματικά, άλλον τρόπο έχουν οι αριστεροί ιστορικοί που βλέπουν τα πράγματα και άλλον τρόπο οι δεξιοί. Εγώ προσπάθησα να πετύχω μια -όσο το δυνατόν- πιο αντικειμενική θεώρηση. Όταν άρχισα να μελετάω, συνειδητοποίησα ότι ήξερα ελάχιστα πράγματα για την ιστορία της Μικράς Ασίας. Το κομμάτι αυτό είναι θολό ακόμη και για μας που σπουδάσαμε στον ιστορικό κλάδο της Φιλοσοφικής. Το πώς οδηγηθήκαμε στην καταστροφή, δεν περιγράφεται πουθενά. Μαθαίνουμε μόνο ότι πάρθηκαν κάποιες λάθος αποφάσεις, ότι υπήρχε το Κεμαλικό κίνημα και τέρμα. Από την αρχή, κατάλαβα ότι είχα μπει σε μια πολύ μεγάλη περιπέτεια. Όταν ξεκίνησα να διαβάζω, δεν ήμουν ακόμη αποφασισμένη να γράψω. Είχα σπάσει το πόδι μου στην Κύπρο, πριν από τέσσερα χρόνια, ήμουν κλινήρης και διάβαζα νυχθημερόν. Εγώ πάντα διαβάζω θεματικά. Πιάνω ένα θέμα ή μια εποχή και διαβάζω ό,τι υπάρχει διαθέσιμο. Βρήκα αυτό το θέμα πολύ ενδιαφέρον και προχωρώντας τη μελέτη, συνειδητοποίησα ότι μπορεί να προκύψει και ένα συγκλονιστικό θεατρικό έργο. Άρχισε να με γοητεύει η περιγραφή της ζωής που έκαναν οι Έλληνες της Σμύρνης. Μελέτησα τους περιηγητές, είδα πώς έγινε η Σμύρνη ελληνικό κέντρο, ποια προνόμια είχαν στη διάρκεια της Τουρκοκρατίας, ποιος ήταν ο πολιτισμός τους και εντυπωσιάστηκα. Σκέψου ότι όταν στην Ελλάδα δεν υπήρχε ακόμη νοσοκομείο, εκείνοι είχαν τετρακόσια νοσοκομεία στη Μικρά Ασία. Τα σχολεία τους ήταν όλα δυτικότροπα και είχαν συστήματα διδασκαλίας γαλλικής και ιταλικής προέλευσης. Και αυτό, διότι από τον δέκατο έβδομο αιώνα είχανε πρεσβείες και προξενεία άλλων χωρών, σε αντίθεση με τη σκλαβωμένη Ελλάδα. Είχαν, λοιπόν, μια ζωή με ένα πολύ υψηλό μορφωτικό και πολιτιστικό επίπεδο και γενικά ένα ευ ζην που φυσικά δεν μπορούσε να υπάρχει στην καημένη την Ελλάδα. Μετά την επανάσταση, η Αθήνα σε σχέση με την Σμύρνη ήταν κωμόπολη.
Δηλαδή, στην ουσία, το κέντρο του Ελληνισμού, τότε, ήταν η Σμύρνη.
Ναι. Ήταν ένα από τα πιο σημαντικά λιμάνια της Μεσογείου. Όταν γνωρίσεις τον πολιτισμό της Σμύρνης, σε γοητεύει. Η μουσική τους, ο τρόπος που ντύνονταν, οι γαστρονομικές τους συνήθειες, η κοινωνική συμπεριφορά τους. Η Σμύρνη, ίσως περισσότερο και από την Πόλη, συνδύαζε τα Ελληνικά έθιμα που προέρχονταν από τους αρχαίους Ίωνες, με τα έθιμα της Ανατολής που είχαν πάρει από τους Οθωμανούς και, επιπλέον, με πολλά έθιμα της Δύσης. Και είναι πολύ γοητευτική και διασκεδαστική η γλώσσα τους, που συνδυάζει τις ελληνικές λέξεις με κάποιες Τούρκικες. Είναι η γοητεία της πανσπερμίας. Όταν προχώρησα στη μελέτη και έφτασα στην καταστροφή, συνειδητοποίησα ότι εκεί, ιστορικά, επικρατεί το απόλυτο χάος. Ο ένας λέει ότι έφταιγαν οι βασιλικοί και τα έκανε όλα ο Γούναρης. Ο άλλος λέει ότι έφταιξε και ο Βενιζέλος, επειδή έκανε τις εκλογές. Άλλος λέει ότι ευθύνονται οι Ευρωπαίοι. Πρέπει να διαβάσεις πάρα πολλά πράγματα για να μπορέσεις να τα μοιράσεις.
Από ό,τι βλέπω, έχεις βάλει σκοπό να ασχοληθείς συστηματικά, με ιστορικά θέματα. Φέτος, είναι η Σμύρνη. Τα δύο προηγούμενα χρόνια, η Πηνελόπη Δέλτα και το Μακεδονικό ζήτημα. Εκείνη η παράσταση, βέβαια, απευθυνόταν σε εφηβικό και νεανικό κοινό. Αλλά και τη φετινή μπορούν να τη δουν και νέοι άνθρωποι.
Έρχονται πάρα πολλοί νέοι. Αλλά, η «Σμύρνη» είναι μια βραδινή παράσταση και απευθύνεται σε ανθρώπους όλων των ηλικιών. Και παλαιότερα, έχω κάνει έργα με θέματα από την ελληνική Ιστορία και κάθε τόσο γυρνάω στο ελληνικό θέμα, γιατί αυτό είναι οι ρίζες μας.
Είναι ενδιαφέρον ότι γράφεις, πάντα, το κείμενο μόνη σου. Έτσι, κάνεις πολύ καλή χρήση του αντικειμένου των σπουδών σου…
Το πιο σπουδαίο είναι ότι μού αρέσει το γράψιμο. Γιατί όποιος έχει σπουδάσει ιστορία δε σημαίνει ότι μπορεί να γράψει και θεατρικό έργο. Αλλά, για να γράψεις ένα έργο τέτοιου τύπου χρειάζονται και κάποιες συγκεκριμένες γνώσεις.
Ακριβώς. Πολύ σημαντικό είναι ότι σήμερα, σε μία περίοδο που η Ελλάδα αναζητά ένα δρόμο για να πορευτεί, είναι πολύ χρήσιμες αυτές οι αναγωγές στο παρελθόν. Διότι, θυμόμαστε και μαθαίνουμε. Εμένα, από όλη αυτήν τη μεγαλειώδη παράσταση, το πολυδιάστατο κείμενο και την τεράστια παραγωγή, με εντυπωσιάζει η αφήγηση της Φιλιώς, όταν λέει ότι η καταστροφή ερχόταν και εμείς περάσαμε το καλοκαίρι…
Ανέμελα, σαν τα προβλήματα να ήταν αλλουνού.
Ανέμελα. Δεν έδιναν σημασία. Αυτό, προσωπικά, με προβλημάτισε. Πιστεύεις πως είμαστε και σήμερα εξίσου ανέμελοι, όπως και τότε;
Όχι. Δεν πιστεύω ότι θα φτάσουμε σε τέτοια καταστροφή! Θεωρώ ότι τώρα τελευταία πάψαμε να είμαστε τόσο ανέμελοι και αρχίσαμε να συνειδητοποιούμε ότι η Ελλάδα μας, όντως, κινδυνεύει. Είναι αλήθεια ότι υπάρχει μια αντιστοιχία ανάμεσα στο σήμερα και στο τότε. Εγώ έγραψα ένα έργο αμιγώς για τη Σμύρνη, αλλά το κοινό βρήκε πολύ μεγάλες ομοιότητες με τη σημερινή κατάσταση. Όταν αναφέρω ότι έκαναν απόπειρα κατά του Βενιζέλου και σκότωσαν τον Δραγούμη, λέω ότι για άλλη μια φορά Έλληνες σκότωναν Έλληνες και όλοι μαζί δολοφονούσαν την Ελλάδα. Αυτό είναι αλήθεια και έχει συμβεί στην ιστορία μας επανειλημμένως. Εκεί, βλέπω τον κόσμο από κάτω να ταράζεται πάρα πολύ. Πολλές φορές, φωνάζουν κιόλας. Λένε «Και τώρα το ίδιο γίνεται». Δυστυχώς, αυτό που βγαίνει μέσα από το έργο είναι ότι δεν έχουμε βελτίωση. Οι Μικρασιάτες ήρθαν για να φέρουν το φως και όχι τις στάχτες. Ήρθαν για να ενωθούν με την Ελλάδα. Ενώθηκαν ποτέ; Όχι. Εμείς πήραμε πάρα πολλά από αυτούς, αλλά τους φωνάζαμε τουρκόσπορους! Αυτό είναι κάτι που σοκάρει πολύ, όταν το λέω. Αλλά, δυστυχώς, είναι ιστορικό γεγονός. Γιατί να το αποκρύψω στο έργο; Δε μας ευχαριστεί τους Έλληνες να το ακούμε, αλλά δυστυχώς συνέβη.
Νομίζω ότι είναι καλό οι Έλληνες να έχουμε και μία συναίσθηση του πώς μας βλέπουνε και οι άλλοι. Δεν είναι ανάγκη να θεωρούμε τον εαυτό μας πάντα τέλειο. Και ίσως αυτό μας βοηθήσει να αποφύγουμε τα χειρότερα. Διότι και σήμερα έχουμε φτάσει σε πολύ κρίσιμο σημείο.
Ένας ιστορικός είπε ότι τις εκλογές του ’20 δεν έπρεπε να τις κάνει ο Βενιζέλος. Διότι, επηρέασαν ολόκληρη τη μετέπειτα Ελληνική ιστορία. Και είναι τρελό να σκεφτείς ότι στις αρχές Αυγούστου υπέγραψε τη συνθήκη των Σεβρών που διεύρυνε την Ελλάδα και την πρώτη του Νοέμβρη τον καταψήφισαν. Πώς να το ερμηνεύσει κανείς αυτό; Επειδή βγαίνανε οι βασιλικοί και λέγανε ότι θα φέρουμε τα παιδιά σας πίσω και θα τελειώσει ο πόλεμος, ψήφισαν αυτούς. Και δεν ψήφισαν τον Βενιζέλο, ο οποίος είχε πετύχει κάτι τόσο σπουδαίο. Αν είχε κερδίσει εκείνες τις εκλογές, τα πράγματα θα εξελίσσονταν διαφορετικά. Έστω και αν δεν τηρούνταν η συνθήκη των Σεβρών και τους διώχνανε από την Μικρά Ασία, δε θα τους διώχνανε με τέτοια αγριότητα. Δε θα γινόταν τόσο μεγάλη καταστροφή. Εδώ, υπάρχει και ένα ερώτημα που έχουν οι ιστορικοί: Ο Βενιζέλος έκανε τις εκλογές περιμένοντας θετικό για αυτόν αποτέλεσμα, ή διείδε που πήγαιναν τα πράγματα και ήθελε να φύγει;
Αυτό το λες και εσύ, ρητά, στην παράσταση. Το λέει η ηρωίδα που υποδύεσαι, η Φιλιώ.
Δεν ξέρω αν θα μπορέσουμε να το απαντήσουμε. Και βλέπεις ότι σήμερα, πάλι, σε μία εποχή που δεν έπρεπε να κάνουμε εκλογές, είναι αδύνατο τα κόμματα στην Ελλάδα να συνεννοηθούν. Αυτό δηλαδή που έγινε στη Σουηδία και που το θαύμασα πάρα πολύ, εμείς δεν μπορούμε να το κάνουμε. Θα έπρεπε να πουν: «Ελάτε ρε παιδιά να συνεννοηθούμε. Είναι η στιγμή που πρέπει να σωθεί η πατρίδα μας. Πρέπει να ενωθούμε, να αντιμετωπίσουμε τις δυσκολίες, μαζί» Τι θα πει Νέα Δημοκρατία και ΣΥΡΙΖΑ; Εδώ πρέπει να έχουμε ένα κοινό στόχο! Δεν το κάνουν, όμως. Γι αυτό βλέπω το κοινό να ταυτίζεται τόσο πολύ, με την παράσταση. Και γι’ αυτό ίσως κάποιοι συγκινούνται και κλαίνε τόσο πολύ.
Αν δεν είχε κάνει τις εκλογές ο Βενιζέλος, ο ρους της ιστορίας θα ήταν διαφορετικός.
Και τότε έγινε και μία από τις μεγάλες χρεοκοπίες της Ελλάδας, λόγω του Μικρασιατικού. Όσο κρίσιμες ήταν οι εκλογές του ’20 τόσο κρίσιμες είναι και οι σημερινές.
Για να συνδέσουμε ξανά την σημερινή κατάσταση με το κοινό, είναι άξιο θαυμασμού το γεγονός ότι ο κόσμος γεμίζει το τεράστιο θέατρο του Ελληνικού Κόσμου κάθε βράδυ, ακόμη και τις καθημερινές. Αυτό, λοιπόν, τι σημαίνει; Πολλοί λένε ότι ο κόσμος όταν πηγαίνει στο θέατρο, θέλει να γελάσει και να ξεχαστεί. Αλλά, να που το θέατρο βρίσκει και πάλι τον παιδαγωγικό του ρόλο και ο κόσμος στηρίζει φανατικά αυτήν την παράσταση που τον συγκινεί και τον προβληματίζει.
Βέβαια, η παράσταση αυτή έχει μία πολύ σημαντική ιδιορρυθμία. Ασχολείται με τη ζωή πριν την καταστροφή και δείχνει πόσο ανέμελοι ήταν όντως, όπως σωστά είπες προηγουμένως.
Η καθημερινή ζωή εκείνης της εποχής παρακολουθείται, όντως, με μεγάλη ευχαρίστηση.
Είναι μία παράσταση πολύ ευχάριστη, για το κοινό. Έχει τα δύο άκρα: Έχει πολλή διασκέδαση και πολύ έντονη συγκίνηση. Δεν είναι ένα έργο βαρύ, ούτε καταθλιπτικό. Μιλάει, κατευθείαν, στο συναίσθημα. Από την αρχή και για δυόμισι ώρες, ο κόσμος διασκεδάζει. Ακούει τραγούδια που γνωρίζει, γελάει και παρακολουθεί μια όμορφη ζωή. Και μετά, δε θλίβεται, αλλά συνταράσσεται και ξεσπάει! Το βλέπω εγώ αυτό όχι μόνο ως συγγραφέας και σκηνοθέτης, αλλά και ως ηθοποιός.
Η συγκίνηση και το ξέσπασμα δεν αφορούν μόνο το θεατή. Υποθέτω ότι αφορούν και εσάς τους ηθοποιούς.
Ακριβώς. Σε άλλα έργα που το θέμα τους ήταν συγκινησιακό, στην «Άννα Καρένινα» ή στο «Αμαντέους» η κατάσταση δεν είχε καμιά σχέση με μένα. Έπρεπε να μπω σε μια διαδικασία συγκέντρωσης και σκέψης και να βρω στοιχεία που θα με συγκινήσουν. Εδώ, δεν καταβάλλω καμία προσπάθεια, όπως και κανένας άλλος ηθοποιός. Η Χριστίνα Αλεξανιάν μού έλεγε ότι εκείνη δεν μπορεί να κλάψει στη σκηνή. Ε, λοιπόν, κλαίει κάθε βράδυ. Θέλω να πω ότι είναι έτσι γραμμένο που προχωρώντας, μας δείχνει τα καλά και τα ωραία και η ανατροπή έρχεται πολύ απότομα. Ξαφνικά, αυτοί οι άνθρωποι πρέπει να φύγουν απ’ το σπίτι τους! Πολλές φορές, όταν είναι Κύπριοι θεατές από κάτω, τους βλέπω να παρακολουθούν με κομμένη την ανάσα. Έχω βάλει μία πολύ απλή σκηνή -που θεωρώ, όμως, από τις καλύτερες του έργου- που αφήνουν το σπίτι τους και θέλουν να κάτσουν στο τραπέζι να πιουν το τσάι τους για τελευταία φορά. Αυτό το φλιτζάνι, κάθε βράδυ, όταν το πιάνω στα χέρια μου, τρέμω. Σκέψου ότι αυτή η γυναίκα πιάνει αυτό το φλιτζανάκι, ένα πράγμα απλό και φτηνό, που το χρησιμοποιούσε καθημερινά, αλλά ξέρει ότι δε θα το ξαναπιάσει! Πόσοι άνθρωποι έχουν βρεθεί σ’ αυτήν την θέση; Είναι τραγική αυτή η λεπτομέρεια της ζωής, όπως και όταν αναρωτιέται η Φιλιώ τι να πάρει μαζί της, φεύγοντας από το σπίτι. Τι να πάρεις σε μια στιγμή, από μια ολόκληρη ζωή; Σε αναγκάζουν να φύγεις απ’ το σπίτι σου! Τι θα διάλεγες; Τίποτα! Εννοείται ότι παίρνεις ό,τι είναι έμψυχο, αλλά τι άλλο να πάρεις; Παίρνεις μια εικόνα, ένα βιβλίο που αγαπούσες πολύ ή ένα φλιτζάνι; Πήραν, λοιπόν, ως ενθύμιο ένα κουταλάκι. Όλα αυτές οι πολύ δυνατές καταστάσεις κλιμακώνουν τα συναισθήματα των θεατών από το γλυκό και το ευχάριστο, στο συγκλονιστικό! Όχι, όμως, στο καταθλιπτικό. Και σ’ αυτό είναι που οφείλει την επιτυχία της η παράσταση.
Ο θεατής βγαίνει και νιώθει ότι έχει μάθει πολλά πράγματα και ταυτόχρονα έχει προβληματιστεί για την διαχρονική κατάσταση της χώρας του.
Και μπορεί να συζητήσει αυτά που είδε, Άκη μου. Αυτός είναι και ο σκοπός του θεάτρου! Έχουμε κάνει όλοι μας και παραστάσεις μόνο για να διασκεδάσει το κοινό. Κι εγώ έχω κάνει πολλές τέτοιες. Παίζει, όμως, μεγάλο ρόλο και η εποχή. Σήμερα, δεν είναι μία εποχή που το κοινό θα πληρώσει για να δει την Μιμή σε ένα ωραίο μπουλβάρ, με πέντε ωραία φουστάνια και τρεις παρτενέρ, να μιλάει για τα ερωτικά της. Ποιος σκοτίστηκε; Ούτε κι εγώ σκοτίστηκα να παίξω πια κάτι τέτοιο. Για μένα, αυτό το έργο είναι ακριβώς στην καρδιά του σκοπού για τον οποίο υπάρχει το θέατρο. Πρέπει, κυρίως να ψυχαγωγεί και να δίνει τροφή για σκέψη. Βγαίνοντας από την παράσταση, κάποιος μπορεί να πει ότι εγώ δεν πιστεύω ότι ο Βενιζέλος το έκανε γι’ αυτόν το λόγο. Κάποιος άλλος μπορεί να διαφωνήσει. Κάποιος τρίτος μπορεί να πει ότι οι σύμμαχοι της Ελλάδας δε φέρθηκαν τόσο άσχημα…
Πρέπει να πούμε ότι πέρα από το κείμενο, η παράσταση έχει και ένα πολύ ενδιαφέρον κάστινγκ, που έγινε με μεγάλη μαστοριά. Για παράδειγμα, την Χριστίνα Αλεξανιάν, που είναι Αρμένικης καταγωγής, την βάζεις να παίξει την Αρμένισσα. Πώς να μη συγκινηθεί, μετά, επάνω στη σκηνή;
Για το συγκεκριμένο ρόλο, η Χριστίνα ήταν η πρώτη μου επιλογή. Διότι, δεν υπάρχει και κανένα έργο που να μιλάει για τους Αρμένιους. Και έρχονται πάρα πολλοί Αρμένιοι θεατές στην παράσταση και μού λένε ότι πουθενά αλλού δεν αναφέρονται.
Μίλησέ μας για τους ηθοποιούς της παράστασης.
Κατ’ αρχάς, ο Κώστας Βουτσάς υποδύεται τον πατέρα μου. Έχουμε γίνει, με τον Κώστα, θεατρικό ζευγάρι. Ο Τάσος Χαλκιάς κάνει τον άντρα μου. Ο Δημήτρης Μακαλιάς παίζει το γιο μου. Είμαστε για τρίτη συνεχόμενη χρονιά, μαζί. Λέω και στους τρεις, χαριτολογώντας, ότι στην οικογένεια αυτή, ο πατέρας, ο σύζυγος και ο γιος ήταν κοντοί. Φαίνεται ότι η Φιλιώ ήταν από άλλη φυλή. Και γελάμε πολύ μ’ αυτό. Ο Τάσος Νούσιας υποδύεται τον Τούρκο Κεμαλιστή. Τον πατέρα του, τον κάνει ο Μιχάλης Μητρούσης, επίσης συνεργάτης μου σε πολλά έργα. Είναι ο παλιός Οθωμανός που παραμένει πιστός στους Έλληνες. Η Χριστίνα Αλεξανιάν είναι η Αρμένισσα αρχόντισσα που έχει καταλήξει μοδίστρα. Έχει ζήσει ήδη, δηλαδή, αυτό που θα ζήσουμε εμείς μετά. Ο Κρατερός Κατσούλης κάνει τον κουνιάδο μου, που είναι βασιλικός, σε αντίθεση με τον άντρα μου που είναι καθαρά Βενιζελικός. Η Νέδη Αντωνιάδη, μια πολύ ενδιαφέρουσα Κύπρια ηθοποιός κάνει την γυναίκα του την Αγγέλα. Η Μαρία Εγγλεζάκη κάνει την κόρη μου. Η Κατερίνα Γερονικολού κάνει την ψυχοκόρη του σπιτιού που ερωτεύεται τον γιο μου. Η Αναστασία Σκοπελίτη υποδύεται την οικονόμο, την Ευταλία. Ο Λευτέρης Ζαμπετάκης κάνει τον Γκουίνταλ τον Λεβαντίνο. Η Νέλη Αλκάδη υποδύεται την εξαδέλφη του και η Δήμητρα Μιχαηλίδου τη διευθύντρια του Αμερικανικού κολεγίου. Παίζουν, επίσης, πολλά νέα παιδιά, που τελείωσαν τη σχολή μου πέρυσι. Τα πιο πολλά είναι εκπληκτικά: Νικόλας Γκιούλης, Εβελίνα Κυπραίου, Χριστίνα Δρεμέτσικα, Ηλίας Νομικός, Άγγελος Μπέσσας, Ηλίας Παπακωνσταντίνου, Ζαχαρένια Φραγκιαδάκη. Θέλω να τους αναφέρω όλους, διότι πιστεύω ότι την πολύ καλή παράσταση, την χαρακτηρίζουν οι δεύτεροι ρόλοι. Στη συγκεκριμένη περίπτωση, τα παιδιά που κάνουν τη «χορογραφία» της καταστροφής, τους σκοτωμούς, τους βιασμούς, τους προπηλακισμούς, πρέπει να έχουν τρομερή ακρίβεια. Αν κάποιος ξεφύγει ή παραπατήσει, μπορεί να τραυματιστούν. Είναι κάτι πολύ απαιτητικό. Το κάνουν, όμως, τέλεια και για αυτό τους θεωρώ καταπληκτικούς.
Επιπλέον υπάρχει και ζωντανή ορχήστρα.
Στη σκηνή η μουσική ερμηνεύεται ζωντανά από το μουσικό συγκρότημα «Εστουδιαντίνα». Η μουσική διεύθυνση είναι του Ανδρέα Κατσιγιάννη. Τραγουδούν ο Μπάμπης Τσέρτος και η Σοφία Μέρμηγκα.
Να πούμε και τους υπόλοιπους συντελεστές.
Τα σκηνικά τα έκανε ο Γιώργος Πάτσας. Τι να πούμε για τον Πάτσα; Είναι από τους σημαντικότερους σκηνογράφους μας.
Πρόκειται, όμως, για σκηνικά νέου τύπου.
Ναι. Έχει συμβάλει σε πολύ μεγάλο βαθμό ένα νέο παιδί, ο Γιάννης Βολιώτης. Είναι εξαιρετικά ταλαντούχος και έκανε όλα τα τρισδιάστατα γραφικά. Τα τρισδιάστατα φόντα, στην παράσταση αυτή, είναι κάτι τελείως καινούριο για το ελληνικό θέατρο!
Είναι πολύ εντυπωσιακό να βλέπεις στο εξοχικό τα δέντρα στο βάθος, σε μία εικόνα όχι στατική, αλλά κινούμενη και τρισδιάσταστη. Όσο για τις εικόνες του λιμανιού με τα πλοία και τις σκηνές της καταστροφής με τις φλόγες και όλα τα υπόλοιπα, είναι πραγματικά συγκλονιστικές.
Αυτή ήταν η πρόθεση και η άποψή μου, πριν ανέβει το έργο. Δεν είχα βρει ακόμη τον άνθρωπο και έλεγα μόνη μου ότι πρέπει να γίνει με 3D. Γιατί, πώς θα είναι ένα σκηνικό που θα δείχνει τη φωτιά, σε φωτογραφία; Ο Πάτσας αναρωτιόταν γιατί μου υ έχει κολλήσει αυτό. Τελικά, βρέθηκε αυτό το παιδί που έχει σπουδάσει στο Λονδίνο και έκανε μια δουλειά απίστευτη! Και το βλέπω που όλοι οι θεατές, ακόμη και άνθρωποι που έχουν δει πολύ θέατρο, έρχονται και με ρωτάνε πώς κινούνται τα πλοία και πώς γίνονται όλα αυτά τα «μαγικά» πράγματα. Και πώς να τους το εξηγήσω που είναι ολόκληρη διαδικασία; Ο Γιώργος Πάτσας έφτιαξε και κοστούμια της παράστασης που είναι πάμπολλα και εντυπωσιακά. Τις χορογραφίες τις έκανε μία σπουδαία χορογράφος, η Μάρω Μαρμαρινού, η οποία είναι μόνιμη συνεργάτιδά μου, τα τελευταία χρόνια. Τώρα, βρίσκεται στη Ρωσία και χορογραφεί μπαλέτο. Οι εξαιρετικοί φωτισμοί είναι του Αλέκου Αναστασίου.
Πέρα από όλους αυτούς τους ικανότατους συνεργάτες που είχες και σε βοήθησαν σ’ αυτή την πορεία, αποφάσισες να αναλάβεις τη σκηνοθετική ευθύνη εσύ η ίδια, μόνη σου. Γιατί αυτό;
Διότι όποιος σκηνοθέτης και να αναλάμβανε αυτό το έργο, θα έκανε ένα χρόνο να το σκηνοθετήσει! Ήταν πάρα πολύ σύνθετο, αλλά εγώ το είχα ήδη στο μυαλό μου! Ακόμη και εμένα, όμως, μού πήρε τέσσερις μήνες! Έκανα πρώτα δύο μήνες πρόβα με τους ηθοποιούς, γιατί είχε και πάρα πολλά τεχνικά θέματα. Έπρεπε να συντονίζονται οι ηθοποιοί, η μουσική, οι φωτισμοί, η οθόνη και το 3D! Μην το βλέπεις, τώρα, έτοιμο. Είναι φοβερά σύνθετο και πολύ δύσκολο να στηθεί!
Και έτοιμο που το βλέπω, κατανοώ πόσο σύνθετο είναι.
Κατόπιν, έκανα άλλους δύο μήνες την ουσιαστική πρόβα, την υποκριτική. Αλλά, τους είχα ήδη «απελευθερώσει» τους ηθοποιούς και κάναμε δουλειά ουσίας.
Να πούμε και για το σημαντικότερο: Την παραγωγή.
Εγώ είχα παίξει τη δεύτερη χρονιά της «Πηνελόπης Δέλτα», στον Ελληνικό Κόσμο. Όταν είδα το θέατρο και τη σκηνή του, είπα ότι η «Σμύρνη» ταιριάζει να ανεβεί εδώ. Για να υπάρχει, επιπλέον και η σφραγίδα του Ιδρύματος Μείζονος Ελληνισμού. Πήγα λοιπόν στον καλλιτεχνικό διευθυντή, τον κύριο Θρασύβουλο Γιάτσιο και του είπα ότι έχω γράψει αυτό το έργο και του έκανα μια παρουσίαση του προτζεκτ. Όπως μού λέει σήμερα, είχα τέτοιο πάθος όταν του μιλούσα, που εντυπωσιάστηκε. Στη συνέχεια, του διάβασα το έργο, ενημέρωσε άμεσα την οικογένεια Εφραίμογλου, η κυρία Εφραίμογλου συμφώνησε και μπήκαμε αμέσως στη διαδικασία της παραγωγής.
Φαίνεται ότι πίστεψαν πολύ στο έργο, όμως. Διότι, λόγω του μεγέθους του, δεν είναι ένα project που παίρνεις εύκολα απόφαση να προχωρήσεις στην παραγωγή του.
Ναι. Με στήριξαν πάρα πολύ! Για το έργο, το Ίδρυμα Μείζονος Ελληνισμού ήταν το ιδανικό μέρος για να παιχτεί και για το Ίδρυμα ήταν το ιδανικό έργο! Γιατί το Ίδρυμα, αυτό το πολύ σπουδαίο δημιούργημα της οικογένειας Εφραίμογλου, φτιάχτηκε για να προβάλλει τέτοια πράγματα! Και η συγκεκριμένη παράσταση αποτελεί μία σφραγίδα. Και είναι σαφές, από την πανελλήνια επιτυχία που γνωρίζει, ότι το κοινό έχει ανάγκη από θέματα ουσιαστικά. Ο κόσμος θέλει ανώτερα πράγματα απ’ αυτά που του προσφέρονται. Αυτό αφορά τόσο τα πολιτιστικά, όσο και τα πολιτικά.
Αυτό που λες, αποδεικνύεται, φέτος, με τη συγκεκριμένη παράσταση.
Η αντίληψη ότι ο κόσμος θέλει, στο θέατρο, μόνο κάτι για να γελάσει, ή ότι στην τηλεόραση θέλει μόνο κάτι ελαφρύ, είναι εντελώς λανθασμένη. Το κοινό είναι πολύ ανώτερου επιπέδου, απ’ αυτούς που το καθοδηγούν. Αν με κάποιο μαγικό τρόπο, τα κανάλια αποφάσιζαν ότι δε θα μεταδίδουν άλλα κουτσομπολιά και άλλες σαχλαμάρες και επικεντρώνονταν σε σειρές, βασισμένες στα καταπληκτικά μυθιστορήματα που έχουμε, οι οποίες θα μπορούσαν να προβληθούν και στο εξωτερικό, ή αν μετέδιδαν συζητήσεις όχι βαρύγδουπες, αλλά απλές και ενδιαφέρουσες, θα είχαν τη διπλή θεαματικότητα από αυτή που έχουν.
Με αφορμή αυτό που λες, θυμάμαι ότι εσύ είχες διασκευάσει για το θέατρο το μνημειώδες έργο του Τολστόι «Πόλεμος και ειρήνη» Ήταν μια πρόταση που γνώρισε μεγάλη απήχηση. Γενικότερα, αγαπάς τους κλασικούς;
Αγαπώ πολύ τους κλασικούς και σιχαίνομαι την έκφραση «πειραγμένο». Υπάρχουν σκηνοθέτες που απολογούνται όταν κάνουν μία τραγωδία ή ένα σπουδαίο κλασικό κείμενο και λένε: «Μην κοιτάς που έχω κάνει έργο του Ευριπίδη ή του Σαίξπηρ. Είναι πειραγμένο! Έχουν καμιά ανάγκη τα κείμενα αυτά να τα πειράξει κανείς; Δηλαδή, μου έρχεται να πάρω μια σανίδα και να τους δέρνω αυτούς που το λένε… Δεν μπορώ άλλη «δηθενιά». Την έχω σιχαθεί και εγώ και ο κόσμος. Κατ’ αρχάς, για μένα, αυτά τα πειραγμένα είναι παρωχημένα. Είναι παλιά. Νομίζουν ότι κάνουν κάτι προχωρημένο, αλλά αυτά τα έκαναν σε πειραματικές σκηνές στην Ευρώπη πριν από σαράντα χρόνια. Το καινούριο είναι να πάρεις το αυθεντικό, το σπουδαίο κείμενο, είτε λέγεται Σαίξπηρ, είτε Αισχύλος, είτε Ντοστογιέφσκι και να το διδάξεις στους ηθοποιούς με σημερινό τρόπο. Ο τρόπος που θα το ανεβάσεις να είναι μοντέρνος. Κι εγώ το φετινό έργο έτσι το ανέβασα. Όχι μουσειακά. Οι σκηνές είναι σχεδόν κινηματογραφικές: Κομμένες, μικρές. Κανένας -ούτε εγώ- δεν έχει μεγάλη σκηνή δέκα σελίδων, γιατί είναι άλλη η ταχύτητα που απαιτεί ο σημερινός θεατής. Θέλω να πω ότι είμαι υπέρ του μοντέρνου ανεβάσματος, αλλά δεν είμαι καθόλου υπέρ της καταστροφής των κειμένων.
Συμφωνώ απόλυτα μαζί σου, για τα πειραγμένα και διαπιστώνω ότι σε πολλές περιπτώσεις έχουμε αναγάγει τη «δηθενιά» σε must. Πες μου λοιπόν, στη σημερινή εποχή, πρέπει να εξακολουθούμε να μελετούμε τους κλασικούς;
Φυσικά και πρέπει. Διότι, τι θα πει κλασικό; Θα πει κάτι πέρα από τις εποχές. Άρα, αιώνιο. Στα σύγχρονα θέματα, τι έχουμε προσθέσει πέρα απ’ αυτά που είπαν οι Έλληνες τραγικοί;
Άρα κλασικό σημαίνει διαχρονικό; Κάνω αυτήν την ερώτηση διότι βλέπω, στη βιβλιοθήκη σου, πολλά έργα κλασικών συγγραφέων πέρα από τα ιστορικά..
Ναι. Λατρεύω το διάβασμα. Και για να απαντήσω στην ερώτησή σου, κλασικό σημαίνει κάτι διαχρονικό και ουσιαστικό.
Ας μιλήσουμε λίγο και για το σημερινό θέατρο. Τι είναι αυτό που ζητάει και απαιτεί ο κόσμος, σήμερα;
Ζητάει κάτι ουσιαστικό. Και στην Ελλάδα, πιστεύω ότι έχουμε πολύ καλό θέατρο. Τα στοιχεία που αποτελούν το καλό θέατρο ποια είναι; Κατ’ αρχάς, οι καλοί ηθοποιοί. Έχουμε πάρα πολλούς καλούς ηθοποιούς. Έχουμε πολύ καλούς σκηνογράφους. Ίσως, έχουμε λιγότερο καλούς σκηνοθέτες. Οι μεγάλοι μας σκηνοθέτες φύγανε. Δεν πιστεύω, για παράδειγμα, ότι υπάρχει κάποιος αντίστοιχος του Βολανάκη, αυτή τη στιγμή. Ίσως να με βρίσουν όλοι μαζί, αλλά θα το πω: Πολλοί σκηνοθέτες συναγωνίζονται ο ένας τον άλλον σ’ αυτήν τη «δηθενιά» που λέγαμε πριν. Δηλαδή, λέει ο ένας: «Αυτός πήρε αυτό το έργο που δεν έχει καθόλου γυμνό και έβγαλε δύο γυμνούς ηθοποιούς, επάνω στη σκηνή; Εγώ θα βγάλω πιο πολλούς και θα κάνουν και πιο ακραία πράγματα. Ο άλλος έβαλε όλους τους γυναικείους ρόλους να παίζονται από άντρες; Θα βάλω κι εγώ γυναίκες να παίξουν τους αντρικούς! Αυτά είναι τρίχες! Παλιομοδίτικα πράγματα που ποτέ δεν έκανε ούτε ο Βολανάκης, ούτε ο Ντασέν, ούτε ο Βουτσινάς που τον θεωρούσαν και πολύ εκκεντρικό. Όλα όσα έκαναν υπαγορεύονταν από το ίδιο το έργο.
Όσον αφορά το ίδιο το έργο; Εν αρχή ην ο λόγος. Θεωρείς ότι υπάρχουν νέοι αξιόλογοι θεατρικοί συγγραφείς;
Όχι. Δεν έχουμε πολλά καλά νεοελληνικά κείμενα. Αλλά -μη νομίζεις- ούτε και διεθνώς υπάρχουν! Είναι μία εποχή μεγάλης ανακατωσούρας. Επειδή όλη η ανθρωπότητα τώρα βρίσκεται σε αναβρασμό, τα θέματα αναγκαστικά είναι πολύ σκληρά, όπως και η εικόνα της σύγχρονης κοινωνίας. Τι να γράψεις σε ένα σύγχρονο έργο; Να πεις τι ωραία που περνάμε; Αυτό δεν υπάρχει. Αναγκαστικά, θα πεις για τις σχέσεις που βρίσκονται σε αδιέξοδο. Και είναι φυσικό, αφού όλοι «ψάχνονται» διότι είναι τόσα τα προβλήματα του καθένα, ώστε η σχέση περνάει σε δεύτερη μοίρα. Πρώτα κοιτάζει κάποιος να επιβιώσει και μετά να ερωτευτεί.
Κοινό χαρακτηριστικό των χαρακτήρων στα σύγχρονα έργα είναι ο εγωισμός.
Ο εγωισμός, αλλά και η αυτοάμυνα. Τα άλλα θέματα που υπάρχουν είναι η τρομοκρατία, η ανασφάλεια. Αναγκαστικά, δηλαδή τα θέματα είναι πολύ πιο σκληρά και περιορισμένα προς μία κατεύθυνση. Γι αυτό και το θέατρο περνάει μια πολύ δύσκολη εποχή. Στη δεκαετία του ογδόντα και του ενενήντα, υπήρχε μια πληθώρα συγγραφέων: Μάρτιν Σέρμαν, Τομ Στόπαρντ, Ντέιβιντ Μάμετ… Πού είναι σήμερα όλοι αυτοί; Τι σπουδαίο έχουν γράψει, πρόσφατα; Τίποτα.
Άρα, η απάντησή σου σ’ αυτήν την κρίση ρεπερτορίου είναι να γράψεις το δικό σου έργο;
Ναι. Είναι μια πολύ καλή αντιμετώπιση της κατάστασης. Σ’ αυτή την κρίση, όλοι διεθνώς επέστρεψαν στους κλασικούς. Αυτό συνέβη τόσο στην Αγγλία, όσο και στην Αμερική. Υπάρχουν πάρα πολλά ανεβάσματα κλασικών έργων. Φυσικά, υπάρχουν και κάποια έργα με θέματα που είναι τελείως σημερινά, όπως το «Αudition» που έσκισε στην Αγγλία και πάει τώρα στο Broadway. Είναι ένα έργο σχετικό με τη βασίλισσα. Όπως εγώ κάθομαι και γράφω για την Σμύρνη, έτσι κι αυτοί γράφουν για ένα θέμα δικό τους…
Μάλιστα. Και τι πιστεύεις ότι θα ακολουθήσει μετά τη «Σμύρνη μου αγαπημένη»;
Θα σου πω κάτι: Εγώ δεν κάνω ποτέ σχέδια για μετά. Γι αυτό, καμιά φορά, μπορεί να τελειώσει μια παράσταση και να κάνω ένα χρόνο να παίξω, ώσπου να σχεδιάσω την επόμενη. Δε με ενοχλεί να μένω για λίγο και εκτός, επειδή έχω ξεπεράσει την εποχή της ατομικής φιλοδοξίας. Φυσικά, σε μικρότερη ηλικία, έχω περάσει και εγώ, από αυτό το στάδιο. Έχω βιώσει και τη φιλοδοξία και τη ματαιοδοξία. Με απασχολούσε πώς θα είναι η εικόνα μου, στην παράσταση. Τώρα, δε με απασχολούν καθόλου αυτά. Είμαι αλλού. Με απασχολεί πρωτίστως το θέμα!
Και τις δύο φορές που είδα την παράσταση, ο κόσμος αναρωτιόταν πώς αντέχεις και βγάζεις αυτό το ρόλο κάθε βράδυ! Τρεις ώρες, συνεχόμενες, επάνω στη σκηνή! Όχι μόνο δεν ασχολείσαι με την εικόνα σου, αλλά αγγίζεις τα όρια της απόλυτης κόπωσης! Ο ρόλος είναι εξαντλητικός, διότι δεν παίζεις μόνο μαζί με τους άλλους, αλλά αποστασιοποιείσαι από τη δράση και κάνεις και την αφήγηση.
Ναι. Υπάρχει πάρα πολύ κείμενο και πάρα πολλή κίνηση και -μάλιστα- σε μια σκηνή που έχει μήκος εικοσιτέσσερα μέτρα. Μόνο το πήγαινε-έλα είναι αρκετό. Μην το συζητάς.
Πες μου ποια είναι η τεχνική που ακολουθείς για να βγάλεις το ρόλο κάθε βράδυ και μάλιστα με τέτοια αρτιότητα.
Τι κάνω; Πρώτον, είμαι αθλήτρια. Αν κάποιος θέλει να υποδυθεί έναν τέτοιο ρόλο, πρέπει να κάνει μια αθλητική ζωή αθλητική. Και εγώ την κάνω.
Προσέχεις δηλαδή τη διατροφή σου, τον ύπνο σου…
Καλά, τη διατροφή μου την πρόσεχα, πάντα. Προσπαθώ να μην κουράζομαι στη διάρκεια της ημέρας που έχω παράσταση. Σε άλλες παραστάσεις που έπαιζα, έβγαινα κανονικά το πρωί, έκανα τις δουλειές μου και μετά γύριζα στο σπίτι, ετοιμαζόμουν και έφευγα για το θέατρο. Ο φετινός ρόλος απαιτεί την ημέρα να είμαι στο σπίτι μου ήρεμα και ωραία και το μόνο που να έχω να κάνω είναι να ετοιμαστώ το απόγευμα και να πάω να παίξω. Πρέπει να είμαι πολύ συγκεντρωμένη. Πρέπει να είμαι εκεί. Εγώ, επειδή σε όλη μου την καριέρα έχω κάνει μεγάλους ρόλους…
Νομίζω ότι αυτός τους ξεπερνάει όλους. Τουλάχιστον, σε ψυχική ένταση.
Ναι. Σε ένταση τους ξεπερνάει όλους. Σε διάρκεια, ήταν εξίσου μεγάλη και η «Θεοδώρα» και η «Άννα Καρένινα» Αν δεν υπήρχαν πίσω μου τα τριαντατρία χρόνια που πρωταγωνιστώ, δε θα μπορούσα να τον παίξω αυτόν τον ρόλο. Είναι θέμα τεχνικής. Μόνο με τεχνική, μπορείς να έχεις μονολόγους μετωπικά στο κοινό και απευθείας να αλλάζεις συναισθήματα και να μπαίνεις στις υπόλοιπες καταστάσεις. Πρέπει να είσαι απόλυτα δοσμένος. Δεν παίζεται αλλιώς αυτός ο ρόλος. Δε γίνεται να βγαίνω από τη σκηνή, να ρωτάω αν με πήρε τηλέφωνο η Μαριτίνα και μετά να ξαναμπαίνω και να παίζω. Πρέπει να «είμαι εκεί» σε όλη τη διάρκεια της παράστασης.
Και όταν τελειώνει αυτός ο ρόλος κάθε βράδυ πώς νιώθεις; Εκτός, βέβαια, από την κούραση…
Κι όμως, δεν αισθάνομαι κουρασμένη! Είναι περίεργο αυτό που έχει στο τέλος αυτό το έργο! Όλη αυτή η φόρτιση, και η συγκίνηση είναι ένα ξέσπασμα όχι μόνο για το χαρακτήρα, αλλά και για τον ίδιο τον ηθοποιό.
Σε λυτρώνει, κατά κάποιο τρόπο.
Ακριβώς. Όπως λυτρώνεται το κοινό, λυτρωνόμαστε κι εμείς. Και το παρατηρώ και στους άλλους ηθοποιούς, που έχουν πιο μικρούς ρόλους. Πρέπει να περάσει αρκετή ώρα για να φύγουμε από το θέατρο. Εγώ δεν έχω φύγει ποτέ πριν περάσει τουλάχιστον μιάμιση ώρα.
Χρειάζεται να αποφορτιστείς.
Ναι. Διότι, είναι πολύ έντονο και αυτό που γίνεται με τον κόσμο, μετά. Ξέρεις πώς έρχεται το κοινό μέσα;
Ναι, ξέρω. Το έχω δει.
Πόσους ανθρώπους έχω δει γνωστούς και άγνωστους να συγκινούνται; Μία κυρία, προχτές, γονάτισε και έλεγε «Σας ευχαριστούμε γι’ αυτό που κάνατε για την Μικρασία». Δηλαδή, πώς να σου το πω; Είναι τόσο έντονο να βλέπεις ανθρώπους να ενθουσιάζονται, να δακρύζουν, να σ’ ευχαριστούν. Είναι κάτι που δεν το έχω ξαναζήσει στο θέατρο, ποτέ. Και δε νομίζω ότι θα το ξαναζήσω. Ακόμη και στην επίσημη πρεμιέρα, όπου συνήθως υπάρχει μια έντονη κριτική διάθεση…
Ναι. Το κοινό της πρεμιέρας είναι κάπως περίεργο…
Συνήθως, λένε «για να δούμε πώς το έκανε αυτό, τι έχει να μας δείξει» . Αλλά, αυτή τη φορά, ξέχασαν την κριτική. Το άκουσες που το είπα κιόλας, στη σκηνή: Αυτό δεν ήταν συνηθισμένη πρεμιέρα. Ήταν όλοι όρθιοι και χειροκροτούσαν και κλαίγανε…
Θα σου πω και κάτι άλλο. Η φίλη μου, που ήρθαμε μαζί και είδαμε την παράσταση, μου είπε ότι δεν περίμενε ποτέ ότι ύστερα από τόση κούραση θα καθόσουν να μιλάς με τον κόσμο, πάνω από μία ώρα. Έχω δει ότι επειδή δε χωράνε στο καμαρίνι, βγαίνεις στο διάδρομο και ακούς ό,τι σου λένε και απαντάς σε όλους, με λεπτομέρειες. Δηλαδή δεν τους λες απλώς «ευχαριστώ, γεια σας». Τους απαντάς κανονικά και αναλυτικά σε όλα. Άρα, ένα μέρος της αποφόρτισης είναι και η επαφή με το κοινό που μόλις έχει παρακολουθήσει την παράσταση.
Φυσικά. Κατ’ αρχάς, εγώ θεωρώ υποχρέωση μου να το κάνω αυτό και το κάνω με όλη μου την καρδιά. Όταν οι θεατές έρχονται με τέτοια τρομερή αγάπη, τόσα χρόνια σε μένα και με στηρίζουν, εγώ με ποια δικαιολογία δε θα αφιερώσω αυτή τη μία ώρα σ’ αυτούς; Παρά τις επιθέσεις, τις κακίες, τις μικρότητες, το κοινό δε με άφησε ποτέ. Πάντα, ήταν γεμάτα τα θέατρα όπου έπαιζα. Όταν ο άλλος έχει έρθει από την Κοζάνη ταξίδι με το υστέρημα του για να σε δει, δεν μπορείς να κάνεις βεντετιλίκια και να λες «δεν μπορώ να με πλησιάσουν» Όχι! Εγώ μπορώ! Τους αγκαλιάζω και χαίρομαι μαζί τους.
Αυτό ίσως είναι και ένα μέρος της μεγάλης επιτυχίας.
Αν αγαπάς αυτή τη δουλειά, αγαπάς και το κοινό! Και τι θα πει καλός ηθοποιός; Ποιος είναι ο ορισμός του καλού ηθοποιού; Είναι αυτός που μπορεί να μεταδώσει το συναίσθημα του στο θεατή. Καμιά φορά, ακούς να λένε στο κύκλωμα: «Αυτός ήταν πολύ καλός ηθοποιός. Βέβαια, δεν πέρναγε στο κοινό, αλλά ήταν καλός και δεν τον καταλάβαιναν». Είναι δυνατό να υπάρχει καλός ηθοποιός και να μην τον καταλαβαίνει το κοινό; Να κάτσει, λοιπόν, να παίζει σπίτι του αυτός ο καλός ηθοποιός. Αυτή η επαφή υπάρχει και συνεχίζεται όσο την επιθυμεί και την απαιτεί και το κοινό. Παράδειγμα, μια μεγάλη ηθοποιός, η Ολυμπία Δουκάκη, που την έζησα, όταν κάναμε πρόβες στην Κύπρο. Όταν περπατάει στο δρόμο και πάει ο οποιοσδήποτε να της μιλήσει και να της πει πόσο την θαυμάζει, δεν υπάρχει περίπτωση να μην τον ακούσει προσεκτικά και να μην του απαντήσει.
Θέλεις να μου πεις, εκτός από το θέατρο, σ’ αυτή τη δύσκολη περίοδο που διανύουμε τώρα, τι είναι αυτό που αποτελεί παρηγοριά πού πρέπει να στραφεί ο κόσμος;
Ο κόσμος πρέπει να στραφεί στο μυαλό του και να το χρησιμοποιήσει. Οι Έλληνες δεν είναι καθόλου κουτοί. Και ο πιο αμόρφωτος Έλληνας έχει μυαλό. Τα καλοκαίρια τα περνάω σ’ ένα χωριό δίπλα στον Άι Γιάννη το Θεολόγο. Ξέρεις πόσο σοφά λόγια έχω ακούσει εκεί, από τους ανθρώπους του χωριού; Ο κόσμος πρέπει να σταματήσει να εντυπωσιάζεται από τα μεγάλα λόγια. Πρέπει να μάθουν να χρησιμοποιούν την κρίση τους. Για μένα η μόνη ελπίδα για μία χώρα και η μόνη βάση είναι η παιδεία! Και παιδεία δεν είναι μόνο αυτό που σου προσφέρει το κράτος. Είναι αυτό που επιθυμείς ο ίδιος!
Αυτό που επιθυμείς ο ίδιος! Το βρίσκεις, όμως και μόνος σου;
Φυσικά, το βρίσκεις και μόνος σου! Εγώ δε θεωρώ ότι όποιος έχει πάει στο Πανεπιστήμιο είναι αναγκαστικά και μορφωμένος. Η μόρφωση και η καλλιέργεια είναι κάτι που το κατακτάς συνεχώς, σε όλη σου τη ζωή. Βλέπω και σε συναδέλφους μου ηθοποιούς ότι πολύ λίγοι διαβάζουν…
Ως λαός, δε φημιζόμαστε γενικά για την αγάπη μας στο βιβλίο. Με την ευκαιρία, θέλεις να μου αναφέρεις τι διαβάζεις εσύ αυτόν τον καιρό;
Μου αρέσει να διαβάζω τα πάντα. Αυτή τη στιγμή, διαβάζω ένα βιβλίο του Αλέξανδρου Μασσαβέτα που το βρίσκω καταπληκτικό. Λέγεται «Κωνσταντινούπολη, η πόλη των απόντων» Επίσης, όπως ξέρεις, η αδερφή μου η Σοφία Ντενίση πήρε φέτος το κρατικό βραβείο της Ακαδημίας Αθηνών, για ένα συγκλονιστικό βιβλίο που έγραψε. Λέγεται «Ανιχνεύοντας την αόρατη γραφή. Γυναίκες και γραφή στα χρόνια του ελληνικού διαφωτισμού – ρομαντισμού» και κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Νεφέλη. Είναι μία έρευνα είκοσι ετών για τις Ελληνίδες λογοτέχνιδες, οι οποίες -επειδή οι γυναίκες δεν έβγαιναν μπροστά στο γράψιμο- άλλοτε χρησιμοποιούσαν αντρικά ονόματα και άλλοτε ψευδώνυμα. Εξαιρετικά ενδιαφέρον.
Εκτός από το βιβλίο της Σοφίας, εκδόθηκε και το δικό σου. Το κείμενο του θεατρικού σου έργου, «Σμύρνη μου αγαπημένη».
Ναι. Το έχει βγάλει ο Πατάκης και είναι αλήθεια ότι και το βιβλίο πάει πάρα πολύ καλά, όπως το έργο στο θέατρο. Για θεατρικό κείμενο, κάνει εξαιρετικές πωλήσεις. Περιέχει ολοκληρωμένο όλο το υλικό. Διότι, στο θέατρο, αναγκαστικά έκανα περικοπές. Εδώ, ο αναγνώστης θα βρει και τη βιβλιογραφία που χρησιμοποίησα και πολλά άλλα χρήσιμα στοιχεία.
Είναι πολύ ωραίο από τη μια να γράφεις και από την άλλη να διαβάζεις συστηματικά.
Ακριβώς. Εγώ διαβάζω πολλή λογοτεχνία, αλλά και δοκίμια. Και, φυσικά, πάρα πολλά θεατρικά έργα. Κάθε δυο-τρεις μέρες, διαβάζω ένα βιβλίο. Δεν μπορώ χωρίς αυτό.
Μακάρι να ήταν όλοι τόσο συστηματικοί αναγνώστες.
Συμφωνώ απολύτως. Πιστεύω πάρα πολύ στην παιδεία. Είναι αυτό που έχει στερηθεί πολύ ο ελληνικός λαός. Δεν του τη δώσανε οι κυβερνήσεις και δεν τους συμφέρει να του τη δώσουν. Διότι όσο πιο αδαής είναι ένας λαός, τόσο πιο εύκολα χειραγωγείται. Οι μορφωμένοι δεν χειραγωγούνται εύκολα. Αυτό που εύχομαι για την Ελλάδα είναι να βγουν οι πνευματικοί άνθρωποι από αυτή τη «δηθενιά» που έχει σκεπάσει τα πάντα. Να σπάσουν οι κάστες. Άκουσα κάποιον να λέει ότι δεν μπορεί να βγει σ’ αυτή την εκπομπή ή να δώσει συνέντευξη σ’ ένα έντυπο, διότι δεν είναι του επιπέδου του. Τι θα πει αυτό; Το επίπεδο είναι ένα: Αυτό που έχεις εσύ ο ίδιος. Και για αυτό με έχουν κατηγορήσει. Εγώ έδωσα συνέντευξη στην Καθημερινή και αμέσως μετά και στο Hello. Και δεν έχω κανένα πρόβλημα να το κάνω αυτό, διότι εγώ γιατί είμαι η ίδια. Όποιο κι αν είναι το επίπεδο του εντύπου δεν με αφορά. Εγώ θα περάσω το δικό μου επίπεδο.
Αυτή είναι πολύ ενδιαφέρουσα άποψη, με την οποία συμφωνώ κι εγώ.
Στην Ελλάδα, υπάρχει ο φόβος του τι θα πει ο άλλος. Μήπως αν πάω εκεί, θα πουν ότι δεν είμαι αρκετά κουλτουριάρης; Αστεία πράγματα! Είσαι ό,τι είσαι και παραμένεις ο εαυτός σου, όπου και να πας.
Είναι σπουδαίο πράγμα να έχεις το προσωπικό σου στίγμα και να μπορείς να το επιβάλλεις, χωρίς να φοβάσαι τι θα πουν οι άλλοι.
Αυτό, όμως, χρειάζεται κότσια!
Μιμή μου, σ’ ευχαριστώ για όλα αυτά τα πολύ ενδιαφέροντα πράγματα που είπαμε. Εύχομαι να συνεχίσει η παράσταση με την ίδια επιτυχία και το επόμενο σου βήμα να είναι κάτι εξίσου ενδιαφέρον και συναρπαστικό.
Δεν ξέρω αν θα το καταφέρω αυτό που μου λες. Είναι πολύ δύσκολο.
Εγώ σου το εύχομαι και ας ελπίσουμε ότι θα συμβεί.
Μακάρι! Εγώ, πάντως, θεωρώ ότι αυτή η παράσταση, που ανακουφίζει ψυχικά τον κόσμο, μπορεί να αποτελέσει ερέθισμα και για άλλους να κάνουν αντίστοιχα πράγματα.
Δε θα είναι η πρώτη φορά που θα αποτελέσει ερέθισμα κάτι που κάνεις. Μπορεί, την επόμενη σεζόν, να αναπαραχθεί μαζικά.
Τους παροτρύνω κι εγώ η ίδια σ’ αυτό. Τους δίνω το κουράγιο αν το επιδιώξουν.
Ας ελπίσουμε, τουλάχιστον, ότι θα γίνει με τον σωστό τρόπο. Σ’ ευχαριστώ πολύ και πάλι. Καλή συνέχεια και καλή δύναμη απόψε στην παράσταση.
Σ’ ευχαριστώ πολύ, Άκη μου. Χάρηκα πάρα πολύ που τα είπαμε.
Ήταν η ώρα να φάει κάτι και να ξεκουραστεί για λίγη ώρα, πριν φύγει για την παράσταση. Ο Νόελ, σε ετοιμότητα, απαιτεί να φάει μαζί με την κυρά του και στριφογυρίζει γύρω από την ουρά του. Η Μιμή πηγαίνει να του βάλει φαγητό και η Νατάσα Μπαρμπουνάκη, η επί εικοσιδύο χρόνια πιστή συνεργάτιδα της Μιμής, με συνοδεύει μέχρι έξω. Έχει συνηθίσει να φροντίζει τα πάντα. Όταν είναι παρούσα, όλα λειτουργούν σωστά…