Ένας ιδιαίτερα χαρισματικός ηθοποιός που ξεχώρισε από τη γενιά του, επιλεκτικός στη δουλειά του με κατασταλαγμένη άποψη για το θέατρο και τα θέλω του σ’ αυτόν τον χώρο. Δούλεψε σε όλους τους πρωτοποριακούς θεατρικούς χώρους που έγραψαν ιστορία και στον κινηματογράφο όπου με την πρώτη κιόλας ταινία «Αυτή η νύχτα μένει» του Νίκου Παναγιωτόπουλου έγινε γνωστός στο ευρύ κοινό, συμμετείχε σε ορισμένα προσεγμένα σήριαλς και υπηρέτησε σε σοβαρότητα και αγάπη το «Θέατρο για παιδιά και νέους» τα δυο τελευταία χρόνια. Η σκηνοθεσία τον ελκύει και δοκίμασε την δημιουργικότητά του σ’ αυτόν τον τομέα με το έργο του Δημήτρη Κεχαίδη «Το τάβλι». Συναντήσαμε το Νίκο Κουρή στο καμαρίνι του, στο θέατρο «Αριστοτέλειον» λίγο πριν την έναρξη του «Πουπουλένιου», που σημειώνει τεράστια επιτυχία και μας μίλησε μ’ ένα χειμωρώδη λόγο για το θέατρο, τη σχέση του μ’ αυτό.
Συνέντευξη στη Σμαρώ Κώτσια για τα Θεατρικά Προγράμματα.
Κύριε Κουρή, τί είναι το θέατρο για σας;
Είναι μια δυνατότητα. Στο θέατρο βρήκα τη δυνατότητα να διαχειριστώ κομμάτια του εαυτού μου που δεν γνωρίζω. Το θέατρο είναι ένας αγώνας, μια πολύ απαιτητική ιστορία, πολύ δύσκολη, με πολύ κόπο αλλά και πολλή δουλειά. Το θέατρο εμπεριέχει μια συνεχή πάλη με κάτι. Η «Ιστορία του Θεάτρου» ανοίγει δρόμους πνευματικούς, εκφραστικούς, αντίληψης του κόσμου και της σχέσης σου με τον κόσμο και τον εαυτό σου. Είναι μια τύχη να μπορείς να κάνεις αυτή τη δουλειά.
Βέβαια εμπεριέχει κι ένα πιο εξωστρεφές κομμάτι.
Σημασία έχει αυτό που κουβαλάς. Δηλαδή πώς μπαίνεις σ’ ένα πράγμα, σ’ ένα ρόλο, όχι τι πετυχαίνεις. Αυτή είναι η δική μου άποψη για το θέατρο. Δεν μου αρέσει η ιστορία του show off. Δεν μου αρέσει να βλέπω κάποιον να επιδεικνύει τις ικανότητές του, ούτε στον εαυτό μου, ούτε σε κανέναν. Όλοι βέβαια πέφτουμε σ’ αυτήν την παγίδα, επειδή το θέατρο έχει σχέση με το θέαμα. Σε βλέπουν, αλλά αυτό έχει και κάτι το πνευματικό. Εμπεριέχει κάτι που χρειάζεται ένα είδος εσωτερικότητας, κάποιο είδος αντίστασης στο «δείχνομαι». Είσαι «επί σκηνής», άρα σε βλέπουν. Αυτό είναι δεδομένο. Άρα περνάς πάνω από την πραγματικότητα, που είναι δεδομένη. Και ασχολείσαι με κάτι που έχει περισσότερη αξία. Αυτό μου αρέσει χωρίς να λέω ότι το πετυχαίνω, γιατί όλοι έχουμε τα προβλήματά μας. Παρόλα αυτά, αυτό έχει αξία για μένα και προς τα εκεί είμαι στραμμένος. Αυτό «κουβαλιέται» στη σκηνή και αυτό το βλέπω ή δεν το βλέπω στον εαυτό μου και στους άλλους ηθοποιούς.
Το ντεμπούτο σας στη σκηνή το κάνατε με το ρόλο του Τομ στον «Γυάλινο Κόσμο» του Τεννεσί Ουίλιαμς, σε σκηνοθεσία Δημήτρη Μαυρίκιου, μόλις αποφοιτήσατε από την Σχολή του «Εμπρός». Πώς αισθανθήκατε έχοντας ως συμπρωταγωνίστρια την δασκάλα σας Ράνια Οικονομίδου;
Ήταν μια μεγάλη τύχη. Την Ράνια την είχα δασκάλα στη Σχολή για τέσσερα χρόνια και την λάτρευα ως ηθοποιό από πριν. Στο έργο έπαιζαν άλλα δυο παιδιά που ήμασταν μαζί στη Σχολή. Η Ράνια μας αγάπησε και μας βοήθησε όπως άλλωστε και ο Μαυρίκος. Η παρουσία της Ράνιας στη σκηνή λειτούργησε σαν δίχτυ ασφαλείας. Είχα δουλέψει τρομερά. Είχα αφοσιωθεί σ’ αυτόν τον ρόλο. Δεν με απασχολούσε τίποτε άλλο. Βέβαια έκανα όλα τα λάθη που κάνει ένας νέος ηθοποιός σε σχέση με την απειρία του. Ένα χρόνο κάναμε πρόβες. Ήταν σαν να συνεχίζαμε κατά κάποιο τρόπο την Σχολή μέσα απ’ αυτή την δουλειά. Ενδιαφερόμασταν πργματικά για το θέατρο, για τις σπουδές, γι’ αυτό που προσπαθούσαμε να μάθουμε. Και αυτό συνεχίστηκε με την ίδια αγωνία τόσο στις πρόβες όσο και στις παραστάσεις. Ήταν σαν να συνεχίζαμε την μαθητεία μας.
Κατά μια έννοια η «μαθητεία» είναι διαρκής.
Εννοώ το να διατηρείς το δικαίωμα και την δυνατότητα στο ίδιο σου τον εαυτό να μαθαίνει. Δηλαδή να βρίσκεις καινούργια όρεξη για κάτι καινούργιο είτε στον ευατό του, είτε στους άλλους, είτε σ’ ένα έργο, είτε να προσπαθείς να κάνεις αυτήν την ιδιαίτερη δουλειά κάνοντας κάθε φορά reset, ξαναξεκινώντας από την αρχή. Στην πραγματικότητα όμως απ’ την αρχή δεν ξεκινά κανείς, γιατί κι εγώ δεν είμαι ο ίδιος, όπως πριν από 20 χρόνια, ούτε καν σαν άνθρωπος. Παρ’ όλα αυτά είναι πολύ σημαντικό το να μπορείς να έχεις αυτήν την επανεκκίνηση με την ίδια ορμή και την ίδια περιέργεια. Όπου μαθητεία ίσον περιέργεια.
Το παλμερά σας περιέχει συνεργασίες με τους πιο επιδραστικούς θεατρικούς χώρους στην εξέλιξη του Ελληνικού Θεάτρου. Χώροι όπως το «Θέατρο Εμπρός», το «Θέατρο Αμόρε» και το «θέατρο της οδού Κυκλάδων», οι οποίοι δεν δραστηριοποιούνται πλέον για διαφορετικούς λόγους. Θα θέλατε να μας μιλήσετε γι’ αυτήν την εμπειρία σας;
Όλοι αυτοί οι χώροι που αναφέρατε έπαιξαν καθοριστικό ρόλο στην πορεία του Ελληνικού Θεάτρου και στην προσωπική μου πορεία. Υπήρξα πολύ τυχερός που μου δόθηκε η ευκαιρία να συνεργαστώ με πολύ σημαντικούς ανθρώπους. Στο «Αμόρε» συνέχισα να δουλεύω και με το δάσκαλό μου από τη Σχολή, τον Δημήτρη Καταλειφό. Εκεί δούλεψα με τον Γιάννη Χουβαρδά και μαζί του αργότερα στο Εθνικό. Ο Χουβαρδάς είναι ένας άνθρωπος της ζωής μου, ένας καλλιτέχνης πολύ μεγάλου μεγέθους που έχει παίξει πολύ σημαντικό ρόλο στην καριέρα μου. Αλλά εκείνος που υπήρξε για μένα Σχολείο, το πρώτο Σχολείο, ήταν ο Λευτέρης Βογιατζής. Ήταν μια επανατοποθέτηση κάποιων πραγμάτων. Ήταν μια σοβαρή ιστορία. Η εμπειρία μου με τον Λευτέρη είναι πολύ βαθειά. Ο Λευτέρης ήταν μανιακός με τη δουλειά, μανιακός με τη ζωή. Πάνω απ’ όλα ήταν τίμιος με αυτό που έκανε. Ο Λευτέρης δεν ήταν μόνο σκηνοθέτης, ήταν ένας συνολικός άνθρωπος του θεάτρου, από την πρώτη λέξη της μετάφρασης μέχρι το δαχτυλίδι που θα φορούσε ο τελευταίος ηθοποιός. Συνεργάστηκα μαζί του σε έξι παραστάσεις και στις τέσσερις απ’ αυτές είχα τη χαρά να βρεθώ μαζί του πάνω στη σκηνή στα έργα «Καθαροί πια» της Σάρα Κέην, «Εσείς που με ακούτε» της Λούλας Αναγνωστάκη, «Σχολείο Γυναικών» του Μολιέρου και «Αντιγόνη» του Σοφοκλή.
Εάν σας ζητούσα να ξεχωρίσετε δυο τρεις μεγάλες στιγμές που βιώσατε στην καλλιτεχνική σας πορεία μέχρι σήμερα, ποιες θα ήταν;
Δεν ξέρω πως να τα ξεχωρίσω. Πολλά από αυτά που έχω κάνει είχαν επιτυχία.
Πιστεύω ότι γεννηθήκατε με άστρο. Ήδη η πρώτη σας δουλειά, ο «Γυάλινος Κόσμος» παιζόταν επί δυο χρόνια με μεγάλη επιτυχία όπως και ο «Πουπουλένιος». Η «Αντιγόνη» του Σοφοκλή παίχτηκε δυο χρονιές στην Επίδαυρο με τεράστια επιτυχία. Αλλά και δουλειές που δεν πήγαν για δεύτερη χρονιά σημείωσαν μεγάλη επιτυχία όπως ο «Ορέστης» του Ευριπίδη, σε σκηνοθεσία Γιάννη Χουβαρδά στην Επίδαυρο με τεράστια επιτυχία. Και να μην ξεχνάμε την μεγάλη επιτυχία της ταινίας σας «Αυτή η νύχτα μένει».
Το θεωρώ τύχη, με την έννοια ότι παίζει ρόλο η συγκυρία με τους ανθρώπους που συναντιέσαι, γιατί από ένα σημείο, πέρα από την σκληρή δουλειά, υπάρχει ένα κομμάτι που έχει σχέση με την τύχη. Και εννοώ αυτό που σε ξεπερνά, αυτό που δεν μπορείς να ελέγξεις. Δεν εννοώ ότι σου χαρίζεται κάτι. Δεν εννοώ ότι είναι τυχαίο, αλλά υπάρχει κάτι που πάντα διαφεύγει όλων των προσδοκιών σου, όλου του κόπου σου. Ξέρω πολύ καλά ότι από ένα σημείο και μετά είναι θέμα τύχης αυτό που θα σου έρθει και από τον κόσμο και από το ίδιο το πράγμα που κάνεις. Δηλαδή, άμα αυτό που κάνεις γίνει κάτι πολύ πάνω από σένα, και μεταμορφωθείς μέσα απ’ αυτό που κάνεις. Αυτή είναι η μεγάλη ελπίδα του κάθε ηθοποιού, να επέλθει μια μετακίνηση. Δηλαδή να εκπλήξεις τον εαυτό σου μ’ έναν τρόπο ή να βγει ένα κομμάτι που δεν ξέρεις ή να φτάσεις σε μια περιοχή που δεν έχεις πατήσει ποτέ. Αυτά είναι πολύ ωραία πράγματα και πολύ σπουδαία. Δεν γίνονται εύκολα, ούτε επίτηδες. Πρέπει, όπως έλεγε ο Λευτέρης, ν ‘ανοίξεις το χώρο, να δουλέψεις ανοίγοντας το χώρο μήπως και έρθει αυτό να μπει. Εάν ανοίξεις το χώρο με ευαισθησία, με κόπο, με προσοχή, με προσμονή, με ιερή ευλάβεια, με τρομερή συγκέντρωση, μπορεί να συμβεί αυτό που φαντάστηκες. Γιατί αυτό που φαντάστηκες, αλλοίμονο εάν μπορούσες να το κάνεις. Ο Λευτέρης έλεγε ότι από την στιγμή που θα φανταστείς κάτι μέχρι να το κάνεις, η απόσταση είναι από εδώ μέχρι τη Βραζιλία. Δηλαδή αυτό που φαντάστηκα δεν σημαίνει ότι μπορεί και να το κάνω. Μπορώ όμως να το ονειρεύομαι, μπορώ να παίρνω δύναμη απ’ αυτό που φαντάζομαι και μπορώ να περιμένω κάποια στιγμή ο εαυτός μου να ανοίξει προς εκείνη την περιοχή. Εάν ανοίξεις προς εκείνη την περιοχή, ο Λευτέρης μου έλεγε, ότι αυτό φτάνει. Δεν χρειάζεται να το κάνεις, φτάνει που άνοιξες προς τα εκεί. Γιατί αυτή τη φορά δοκίμασες από εκεί και μόνο που στράφηκες προς τα εκεί πολλές φορές φτάνει, δεν χρειάζεται και να πας. Μπορεί να χρειαστεί και μια ζωή για να πας. Κάνεις όμως μια μικρή μετατόπιση. Αυτή η μετακίνηση στο θέατρο είναι κάτι πολύ μαγικό. Αυτές οι μικρές κινήσεις του εαυτού σου όπως και στη ζωή. Στη ζωή έτσι κι αλλιώς γίνεται από μόνο του ή δεν γίνεται από τους ανθρώπους που είναι πάρα πολύ άτολμη σε σχέση με το τι είδους ζωή θέλουν να ζήσουν. Εάν θέλεις να ζήσεις στην ασφάλεια ενός περιβάλλοντος, πράγμα που είναι και νόμιμο, και κανονικό και ανθρώπινο, αυτό δεν μπορεί να σου δώσει μεγάλες συγκινήσεις. Στον τόπο μας δυστυχώς όλα τα έχουμε συνδέσει με το αποτέλεσμα. Το θέατρο για να ειναι πνευματικό πρέπει να έχει μια διαδρομή όπως έχει το καλό κρασία. Δεν μπορείς να ζητάς να γίνονται όλα σε ελάχιστο χρόνο. Το θέατρο θέλει χρόνο, και δεν εννοώ χρόνο για να πειραματιστείς και να είσαι ψεύεης. Θέατρο δεν γίνεται από τη μια στιγμή στην άλλη. Όποιος ασχολείται με το θέατρο σοβαρά το ξέρει, το γνωρίζει πολύ καλά.
Ποια είναι τα κριτήρια που σας καθοδηγούν στην επιλογή των ρόλων, και κατά συνέπεια, των συνεργασιών μας;
Ποτέ δεν ήταν προτεραιότητά μου οι ρόλοι. Πρωτίστως ενδιαφέρομαι για τους συνεργάτες. Πολλές φορές δέχθηκα να συμμετάσχω σε δουλειές χωρίς να γνωρίζω ποιο ρόλο θα παίξω, κυρίως στις προτάσεις του Λευτέρη. Ή και στον «Πουπουλένιο» δέχθηκα να παίξω, όταν ο Κωνσταντίνος μου ανέφερε τους συνεργάτες και τον τρόπο που σκέπτεται να τον ανεβάσει χωρίς να γνωρίζω ποιον ρόλο θα ερμήνευα.
Κατά τη γνώμη σας, που οφείλεται η τεράστια επιτυχία του «Πουπουλένιου» του Μάρτιν ΜακΝτόνα όπου ερμηνεύετε με μια λοξή ματιά τον «καλό» μπάτσο, Τουπόλσκι.
Ειλικρινά δεν γνωρίζω. Νομίζω ότι έπαιξε ρόλο το είδος του έργου, ο τρόπος που το ανέβασε ο Κωνσταντίνος, οι καλοί συντελεστές, το δέσιμο της ομάδας, και βέβαια, το ότι παίχτηκε σε μια Κεντρική Σκηνή της Αθήνας. Θεωρώ ότι ήταν πολύ σωστή η ιδέα του Κωνσταντίνου να επιβάλλει αυτό το έργο σ’ ένα θέατρο του κέντρου, έργο που είχε παιχτεί παλαιότερα off-off Broadway. Επιτέλους δόθηκαν χρήματα για να ανέβει ένα έργο που δεν είναι κωμωδία, ούτε μπουλβάρ σ’ ένα κεντρικό θέατρο.
Στην εποχή μας, εποχή έντονης οικονομικής κρίσης και αξιών, πόσο αλλάζει η σχέση μας με την Τέχνη;
Στην πραγματικότητα δεν υπάρχει ορίζοντας και αυτή είναι η πραγματική κρίση, δεν υπάρχουν όνειρα. Είναι απαράδεκτο να ακούς παιδιά 17 και 18 χρονών να λένε ότι δεν θα βρουν δουλειά. Γιατί εγώ, όταν πήγα να γίνω ηθοποιός, ήξερα αν θα βρω δουλειά και έκανα και δέκα δουλειές για να σπουδάσω; Άλλοτε οι γονείς παρότρυναν τα παιδιά τους να σπουδάσουν γιατρός ή δικηγόρος. Σήμερα, είτε γίνεις δικηγόρος είτε ηθοποιός έχεις την ίδια ανασφάλεια και αμηχανία. Αυτή η αμηχανία ίσως είναι προπομπός νέων εξελίξεων, τόσο στη ζωή όσο και στην Τέχνη.
Εκτός των περιοδιών με αθηναϊκά σχήματα, έχετε γνωρίσει το κοινό της Θεσσαλονίκης μέσα από την συνεργασία σας με το Κ.Θ.Β.Ε. στο έργο «Φυγή» του Μιχαήλ Μπουλγκάκωφ σε σκηνοθεσία Νικήτα Μιλιβόγιεβιτς. Εκτιμάτε ότι το κοινό της πόλης μας στηρίζει το θέατρο;
Υπάρχει ένα ποσοστό που ανταποκρίνεται, που περιμένει να έρθουν παραστάσεις από την Αθήνα αλλά και να δει δουλειές που δημιουργούνται εδώ. Εξάλλου η Θεσσαλονίκη είναι μια φοιτητούπολη και είναι πολύ σοβαρό να μπορούν να γίνονται πράγματα.
Το καλοκαίρι θα αναμετρηθείτε με τον ρόλο του Αίαντα στην ομώνυμη τραγωδία του Σοφοκλή. Ένας ακόμη ρόλος πρόκληση;
Μια μεγάλη πρόκληση και έχω πολύ αγωνία. Είναι ένα υπέροχο και πολύ δύσκολο έργο. Μια περίεργη τραγωδία, στη μόνη τραγωδία που ο ήρωας αυτοκτονεί επί σκηνής. Ο θίασος είναι πολύ αξιόλογος και σκηνοθετεί ο Βαγγέλης Θεοδωρόπουλος, με τον οποίο συνεργάζομαι πρώτη φορά. Θα παίξουμε στην Επίδαυρο και ακολουθεί περιοδεία.
Τα σχέδιά σας για το χειμώνα;
Θα είμαι στο Δημοτικό Θέατρο Πειραιά με τον «Φάουστ» του Γκαίτε σε σκηνοθεσία Κατερίνας Ευαγγελάτου.
Άλλος ένας ρόλος μεγαθήριο. Σας εύχομαι καλή επιτυχία!