Τα Θ.Π κάνουν μια αναδρομή στις σημαντικές καλλιτεχνικές και προσωπικές στιγμές του μεγάλου και αγαπημένου από το κοινό, όσο λίγοι, Γιώργου Μαρίνου!
Γεννήθηκε στις 18 Ιουνίου του 1939, στο Βοτανικό. Οι γονείς του χώρισαν όταν ήταν μόλις ενός έτους και μεγάλωσε με τη μητέρα του Βασιλική. Ο πατέρας του Αλέξανδρος έλειπε από την παιδική του ηλικία, καθώς ήταν εξόριστος στη Μακρόνησο. Τον είδε για πρώτη φορά όταν ήταν 12 χρόνων. Ο Γιώργος Μαρίνος σε νεαρή ηλικία Οι γονείς του ήθελαν να γίνει πολιτικός μηχανικός ή αρχιτέκτονας όπως ήταν ο πατέρας του, άλλωστε είχε κλίση στα μαθηματικά. Εκείνος όμως, ανήλικος ακόμη, έδωσε κρυφά εξετάσεις στη σχολή του Εθνικού Θεάτρου. Το 1962, δευτεροετής στο Εθνικό, έπαιξε στην «Οδό Ονείρων» του Μάνου Χατζιδάκι, μαζί με τον Δημήτρη Χορν, τη Ρένα Βλαχοπούλου, τη Μάρω Κοντού και άλλους καταξιωμένους καλλιτέχνες. Ερμήνευσε το τραγούδι «Κάθε Κήπος» και η φωνή του γοήτευσε το κοινό. Από τότε ξεκινά την πετυχημένη του καριέρα στο θέατρο, αλλά και τις μπουάτ της εποχής.
Συνδυάζοντας την υποκριτική και το τραγούδι, παρουσίασε για πρώτη φορά στην Ελλάδα ένα διαφορετικό είδος διασκέδασης που αποτελούνταν από πρόζα, σάτιρα , χορό και τραγούδι. Ουρές σχηματίζονταν κάθε βράδυ στην Πλάκα, στη «Μέδουσα», όπου εμφανιζόταν για σχεδόν 20 χρόνια. (1973- 1992). Η ομοφυλοφιλία και ο μεγάλος του έρωτας Ο Γιώργος Μαρίνος δεν ήταν πρωτοπόρος μόνο σαν καλλιτέχνης, αλλά και σαν άνθρωπος. Ήταν ο πρώτος επώνυμος που βγήκε και μίλησε ανοιχτά για τις ερωτικές του προτιμήσεις στα μέσα του ΄60, σε μια ιδιαιτέρως συντηρητική Ελλάδα. Με το ίδιο θάρρος είχε αποκαλύψει και στους γονείς του στα δεκαέξι του χρόνια πως είναι ομοφυλόφιλος. Παρόλα αυτά ο μεγάλος έρωτας της ζωής του ήταν η ηθοποιός Κατιάνα Μπαλανίκα.
Ήταν σύντροφοι για τέσσερα χρόνια στα τέλη του ΄60. Όπως έχει πει δεν θέλησε να προχωρήσει σε γάμο και να κάνει παιδιά, γιατί θεωρούσε πως θα ήταν άδικο για το παιδί του να υποστεί το «αμαρτωλό» παρελθόν του.
Παρόλα αυτά οι δρόμοι τους δεν χώρισαν, ούτε επαγγελματικά, ούτε φιλικά. Συνεργάστηκαν για χρόνια στη «Μέδουσα» και η φιλία τους παραμένει ζωντανή μέχρι σήμερα. Μάλιστα στο σπίτι του στο Βουτζά, είχε το δικό της δωμάτιο για να μένει όποτε θέλει. Ο Γιώργος Μαρίνος ήταν ο πρώτος «σόουμαν» της Ελλάδας, ο άνθρωπος που με τα σκετς, τις καυστικές ατάκες και τις μιμήσεις, προκαλούσε γέλιο και σατίριζε τα κακώς κείμενα της ελληνικής κοινωνίας. Στην προσωπική του ζωή ήταν ιδιαίτερα μοναχικός. Τα δύο του πάθη ήταν πάντα η αστρολογία και τα σκυλιά του. Πριν από μερικά χρόνια αποχώρησε από τα καλλιτεχνικά δρώμενα και απομονώθηκε στο σπίτι του στο Νέο Βουτζά, μια περιοχή κοντά στη Ραφήνα. Μετά την περιπέτεια της υγείας του και το σοκ που υπέστη από τη ληστεία που έγινε πριν από δύο χρόνια στην κατοικία του, αποφάσισε να το πουλήσει και να μείνει στο κέντρο. Συγχρόνως σταμάτησε να γράφει και την αυτοβιογραφία του, που με τόσο ενθουσιασμό είχε ξεκινήσει πριν από λίγο καιρό….
Άνθρωποι από το στενό του περιβάλλον αναφέρουν πως στην απόφαση του να βγάλει στο «σφυρί» την υπερπολυτελή κατοικία του στο Ν. Βουτσά έπαιξαν οι εφιαλτικές στιγμές που πριν κάποια χρόνια βίωσε μέσα σε αυτό. Ήταν τον Απρίλιο του 2012 όταν ενώ ξεκουραζόταν, λίγο πριν τα μεσάνυχτα δυο άγνωστοι κουκουλοφόροι εισέβαλαν στο σπίτι του, από μια ξεκλείδωτη μπαλκονόπορτα.Βλέποντας τους άντρες μπροστά του να τον απειλούν με όπλο, ο Γιώργος Μαρίνος έχασε τη γη κάτω από τα πόδια του. Συνειδητοποιώντας πως η ζωή του βρίσκεται σε άμεσο κίνδυνο, τους αποκάλυψε το συνδυασμό του χρηματοκιβωτίου του χωρίς να φέρει αντίσταση. Όπως έγινε τότε γνωστό, οι δράστες αφαίρεσαν κοσμήματα και αντικείμενα αξίας 100.000 ευρώ, καθώς και 25.000 ευρώ σε μετρητά. Οι εικόνες αυτές όχι, μόνο δεν έφευγαν στιγμή από το μυαλό του Γιώργου Μαρίνου, αλλά δεν άντεχε να περνά σε αυτό το σπίτι ούτε λεπτό. Στη σκέψη πως μπορεί να ζούσε ένα αντίστοιχο σκηνικό, τον έλουζε κρύος ιδρώτας και το μόνο που ήθελε ήταν να μετακομίσει.
Διακρίθηκε ιδιαίτερα για τη σάτιρα αλλά και τον αυτοσαρκασμό του, στοιχεία που τον κατάστησαν ιδιαίτερα δημοφιλή στο κοινό. Εργάσθηκε επί σειρά ετών σε διάφορες μουσικές πίστες και θεατρικές σκηνές παρουσιάζοντας τις δημιουργίες του, ενώ έλαβε μέρος σε αρκετές τηλεοπτικές σειρές με πιο χαρακτηριστική την εκπομπή “Ciao ANT1”, στα μέσα της δεκαετίας του 1990. Επίσης, έχουν καταγραφεί και λίγες κινηματογραφικές του εμφανίσεις.
Τα τελευταία χρόνια αντιμετώπισε διάφορα προβλήματα υγείας, ενώ για ένα διάστημα φιλοξενήθηκε στο «Σπίτι του Ηθοποιού» που έχει δημιουργήσει η Άννα Φόνσου. Σήμερα πλέον μένει στην περιοχή της Βούλας έχοντας επιλέξει να ζει ήσυχα και μακριά από τα φώτα της δημοσιότητας
Η Ξανθιά Φράουλα και η μεγάλη επιστροφή του στο Θέατρο
Η Ξανθιά Φράουλα (Bionda fragola) του Mino Belley ανέβηκε στο θέατρο Κάππα στις 10 Νοεμβρίου 1999. Πρωταγωνίστησαν οι Γιώργος Μαρίνος, Χάρης Σώζος και Μάνος Πίντζης.
Μετάφραση: Γιάννης Διαμαντόπουλος
Σκηνοθεσία:Γιάννης Διαμαντόπουλος
Σκηνικά:Γιώργος Ασημακόπουλος
Κοστούμια: Γιώργος Ασημακόπουλος
Μουσική επιμέλεια: Γιάννης Νένες
Ακολουθεί συνέντευξη που έδωσε ο Γιώργος Μαρίνος πριν την πρεμιέρα στο “Βήμα” και στην Λοβέρδου Μυρτώ στις 31/10/1999
http://www.tovima.gr/relatedarticles/article/?aid=115934
Κύριε Μαρίνε, γιατί επιλέξατε την «Ξανθιά φράουλα» για να κάνετε το πρώτο μεγάλο θεατρικό βήμα σας;
«Γιατί βρίσκω ότι είναι πιο κοντά στο προφίλ που ξέρει ο κόσμος για μένα. Και αυτό παίζει ρόλο. Κάνω μια παράσταση και θέλω να έχει επιτυχία. Θέλω να έχει συγγένεια με το προφίλ της πίστας που ο κόσμος ξέρει από εμένα. Αλλωστε δεν νιώθω έτοιμος να παίξω τώρα ούτε Βασιλιά Λιρ ούτε Μάκβεθ. Πρόκειται για μια υπέροχη κωμωδία, ιδιαίτερα καλογραμμένη, η οποία δεν μένει μόνο στο θέμα της ιδιαιτερότητας των δύο ανδρών. Αφορά τη σχέση δύο ανθρώπων που διαταράσσεται από έναν τρίτο, ένα νεαρό αγόρι».
Δεν θα περίμενε κανείς από εσάς να αναφέρεστε στην ομοφυλοφιλία ως ιδιαιτερότητα.
«Για κάποιους όμως θεωρείται και γι’ αυτό πρέπει να λάβουμε υπόψη μας το λαϊκό αίσθημα. Δεν είμαστε στην άγρια εποχή του ’60. Τώρα τα πράγματα διαφοροποιήθηκαν, αμβλύνθηκαν και δεν παρουσιάζονται οι ομοφυλόφιλοι ως μια καρικατούρα. Είναι κανονικοί, ανθρώπινοι».
Είναι αυτονόητο για σας να παίξετε σε ένα έργο με ρόλους ομοφυλοφίλων;
«Θα έπαιζα σε αυτό το έργο ακόμη και αν δεν ήμουν ομοφυλόφιλος. Δεν ξέρω, ίσως να ήμουν και καλύτερος. Και όσοι το έχουν παίξει στο παρελθόν δεν ήταν. Απλώς κάνω έναν ρόλο. Για μένα είναι ένας ρόλος-περιπέτεια. Αυτό που θέλω είναι το κοινό να συναντήσει τον γνωστό του Γιώργο Μαρίνο».
Πιστεύετε ότι ανοίξατε δρόμους στο θέμα της ομοφυλοφιλίας;
«Το ελπίζω. Εμένα στόχος μου ήταν να πω την αλήθεια και να είμαι εντάξει απέναντι στο κοινό που ερχόταν να με δει. Το είπα στην αρχή της καριέρας μου. Κάποιοι βρέθηκαν να πουν ότι το έκανα επίτηδες… Δεν είναι αλήθεια. Τέτοια πράγματα είναι δίκοπο μαχαίρι. Πολλοί ήταν εκείνοι που ενοχλήθηκαν και δεν ήθελαν να έρθουν να με δουν. Μετά από 20 χρόνια καριέρας άρχισα να συνειδητοποιώ ότι υπήρχαν άνθρωποι που δεν έρχονταν να με δουν στην πίστα από προκατάληψη. Πολύ πιο σημαντικοί άνθρωποι παραδέχθηκαν δημόσια την ομοφυλοφιλία τους και ξεσήκωσαν θύελλα. Και μιλάω για τον Χατζιδάκι ή τον Τσαρούχη, για τον νεοελληνικό μας πολιτισμό. Η διαφορά ήταν ότι εγώ ερχόμουν σε καθημερινή επαφή με το κοινό: μπορούσαν να με αγγίξουν, να με ξεφωνίσουν. Εμφανιζόμουν δημόσια κάθε βράδυ. Και αυτό ήταν πρόβλημα. Από την άλλη, δηλώνοντας το ότι είμαι ομοφυλόφιλος, ήμουν υποχρεωμένος να είμαι πάρα πολύ αξιοπρεπής. Γιατί αντιπροσώπευα ή έτσι ήθελα να νομίζω ένα μέρος της κοινωνίας που θα ήθελε να το αντιμετωπίζει ο κόσμος πιο σοβαρά, με μεγαλύτερη λεπτότητα. Αλλωστε δεν νομίζω να υπάρχει κάποιο σκάνδαλο γύρω από τη ζωή μου. Ηθελα να δείξω ότι δεν είναι άνθρωποι για να τους κοροϊδεύουμε ή να γελάμε μαζί τους. Αλλά ότι είναι και αξιοπρεπείς, μπορεί να έχουν και ταλέντο, να ζουν χωρίς παρατράγουδα. Διότι όλα στη ζωή πληρώνονται».
Εσείς το πληρώσατε;
«Ποτέ δεν σκέφθηκα τις επιπτώσεις. Ηθελα να είμαι ειλικρινής απέναντι στο κοινό. Να μην το σκεφθεί ή να το υποψιαστεί. Ηθελα να ξέρει από την αρχή πού είμαι τοποθετημένος».
Πιστεύετε ότι γίνατε σταρ;
«Δεν υπήρξα ποτέ λαϊκός σταρ. Μόνο στο “Ciao Antenna” κατάλαβα τι θα πει να είσαι λαϊκός σταρ. Ο κόσμος με σταματούσε στον δρόμο. Αυτό δεν συνέβαινε ποτέ πριν».
Μετανιώσατε ποτέ για την τηλεοπτική καριέρα σας; Περιόρισε το ταμπεραμέντο σας; Μήπως τελικά σας εξομοίωσε με τους πολλούς;
«Οχι. Επέλεξα αυτό που ήθελα να κάνω. Μετά την πίστα αποφάσισα να κάνω τηλεόραση. Είχα ανάγκη να το κάνω, και όχι οικονομική: ήθελα να υπάρξω ξανά στον χώρο, να βλέπω τις εφημερίδες και να είμαι μέσα. Δεν ήξερα τι άλλο θα μπορούσα να κάνω. Για μένα, ευτυχώς ή δυστυχώς, το 90% της ζωής μου εκινείτο γύρω από το επάγγελμά μου. Η αλήθεια είναι ότι στη μεγάλη οθόνη περιόρισα τον αυθορμητισμό μου και την ειλικρίνειά μου, χωρίς να μου το επιβάλλει κανείς. Υποδεχόμουν με χαρά ανθρώπους που ούτε συμπαθούσα ούτε εκτιμούσα. Δεν είναι η τηλεόραση που με εξομοίωσε με τους άλλους. Εγώ εξομοίωσα τον εαυτό μου με την τηλεόραση».
Η πίστα, όπως έχετε δηλώσει, τελείωσε πια για σας;
«Ετσι όπως την έκανα ναι. Αλλωστε έχουν αλλάξει τα πράγματα. Η δική μου γενιά ήθελε να βάλει τον κόσμο κάτω να μας ακούσει. Τώρα τους σηκώνουν όλους στην πίστα για να βοηθήσουν τον καλλιτέχνη».
Και τώρα κάνετε μια στροφή στο θέατρο ή καλύτερα επιστρέφετε σε αυτό μετά από πολλά χρόνια.
«Το θέατρο είναι μια πολύ γοητευτική δουλειά. Αλλά, αλίμονο, θα πω ψέματα αν ισχυριστώ ότι το λατρεύω και ότι χωρίς αυτό δεν ζω… Τώρα το θέατρο είναι για μένα η καλύτερη λύση».