΄Ενα καφενεδάκι, κάποτε…
Μια φορά κι έναν καιρό υπήρχε ένα καφενεδάκι. Σ’ ένα μικρό χωριό της Αργολίδας. ΄Ηταν 19 Ιουνίου του 1955. Ακριβώς πριν από 55 χρόνια, μια Κυριακή. Τότε γεννήθηκε επίσημα ο θεσμός του Φεστιβάλ στο Αρχαίο Θέατρο της Επιδαύρου. Στο θέατρο του Πολυκλείτου. ΄Ενας άνθρωπος έζησε τη δημιουργία και την ανάπτυξή του. ΄Ενας άνθρωπος άκουσε τα προβλήματα και τις αγωνίες όλων όσοι εργάστηκαν εκεί από την πρώτη ημέρα. Ο κ. Λεωνίδας Λιακόπουλος. Στο καφενεδάκι του, στο Λυγουριό, οι ηθοποιοί και όλοι οι συντελεστές πήγαιναν για έναν καφέ και ένα δροσερό νερό.
”Τώρα πλέον ασχολούμαι μόνο με τις δημόσιες σχέσεις. Έχω παραδώσει τη σκυτάλη στα παιδιά μου”, εξηγούσε ο φιλόξενος Λεωνίδας στους φίλους και επισκέπτες του εστιατορίου του. Πράγματι η δεύτερη και η τρίτη γενιά λειτουργούν πια το ”Λεωνίδα”. Με άψογη οργάνωση και την ίδια απαράλλακτη αγάπη. Και βέβαια τις ίδιες γεύσεις, που γεννήθηκαν από τα στοργικά χέρια της κ. Κάκιας και τις συμβουλές της μεγάλης Κατίνας Παξινού.
Η Κατίνα Παξινού«Όμως η Κατίνα Παξινού είχε άλλη γνώμη. Μπήκε στο μικρό κουζινάκι, έφτιαξε την πρώτη χωριάτικη σαλάτα, πατάτες τηγανιτές και αβγά μάτια. Με τις συμβουλές της το μικρό καφενεδάκι έγινε στέκι και από τότε μέχρι σήμερα οι ηθοποιοί βρίσκουν εδώ την ψυχική ηρεμία που τους χρειάζεται, απολαμβάνοντας τις συνταγές της Κάκιας μου» μας λέει ο κ. Λεωνίδας. Στον χώρο αυτό, που θυμίζει μουσείο, τον συναντήσαμε με αφορμή τα 55χρονα του Φεστιβάλ, θαυμάσαμε το φωτογραφικό του αρχείο και ακούσαμε τις ιστορίες του. Ιστορίες αληθινές που τις απολαμβάναμε σαν παραμύθι… “Αμέτρητες ιστορίες. ΄Εχω αρχίσει να προετοιμάζω ένα βιβλίο με τίτλο «Οι 300 του Λεωνίδα». Από τότε που έγινε η αρχή ανεπίσημα το 1954 μέχρι και σήμερα. Είδαν πολλά τα μάτια μου και άκουσα και έμαθα πολλά”.Η Μαρία Κάλλας
-Εδώ γνώρισα και τη Μαρία Κάλλας. Την έφερε ένα μεσημέρι ο Μινωτής. Της λέει: Μαρία εδώ ερχόμαστε. Κάτσανε στη γωνία, στη δροσιά και ήπιαν δύο αναψυκτικά. Μετά έφυγε για το Ναύπλιο. Στο κότερο του Ωνάση. Θυμάμαι ότι το εισιτήριο τότε είχε 500 δραχμές. Πολύ ακριβά. Πάρα πολύ ακριβά. Το λάδι είχε 10 δραχμές για να καταλάβετε… Δύο μισθοί σημερινοί ήταν το εισιτήριο. Και το θέατρο γεμάτο. Στα πουρνάρια επάνω…
Γρήγορα μακαρονάδα….-Το 1957, όταν η Αννα Συνοδινού έκανε πρόβες για την «Ιφιγένεια εν Αυλίδι», έρχεται τρέχοντας η Παξινού και μου λέει: Έφυγα από τις πρόβες, δεν άντεχα να τη βλέπω… Πάω να φτιάξω μια μακαρονάδα για να συνέλθω…
Η Μελίνα
-Σίγουρα αυτή που έκανε καλό στο χωριό μας ήταν η Μερκούρη. Το έσωσε από το τσιμέντο. Θέλανε να φτιάξουν πολυτελείς κατοικίες από το Κέντρο Υγείας και πέρα, στον δρόμο προς το θέατρο. Ευτυχώς έβαλε φρένο. Σώθηκε ο τόπος… Όλη η Ευρώπη ήθελε να φτιάξει εδώ επαύλεις και βίλες. Ευτυχώς που υπήρξε αυτή η γυναίκα. Κράτησε το χώρο καθαρό, όπως ήταν στην αρχαιότητα. Ακόμη η Μελίνα έφτιαξε και το λιμάνι στην Παλαιά Επίδαυρο. Βέβαια είχε παράπονα από μένα. Δεν της άρεσε η φωτογραφία που έχω βάλει εδώ. Μου έλεγε: Τη χειρότερη φωτογραφία διάλεξες για μένα… Να ξέρετε ότι πολλοί θέλουν να βάλω τη φωτογραφία τους εδώ. Δεν γίνεται όμως…
Ο Χρήστος Λαμπράκης-Ένας άλλος που του χρωστάμε είναι ο Χρήστος Λαμπράκης. Έφτιαξε τον Αγροτουρισμό στην Παλαιά Επίδαυρο και δημιούργησε έναν άλλο τουριστικό πόλο έλξης που ανδρώθηκε παράλληλα με το θέατρο της Μικρής Επιδαύρου, τη γνωστή μας «αχιβάδα». Έμενε εδώ σε μας από το 1965. Κανείς δεν ήξερε ποιος ήταν. Σε ένα μικρό δωματιάκι μέσα στο κτήμα. Σε μια κατάσταση ημιπρωτόγονη. Πέρασαν πολλά χρόνια για να τον μάθουμε. Κι αυτός βοήθησε την ανάπτυξη της περιοχής.
Ο «παπαγάλος» Χριστόφορος Νέζερ
-Ένας από τους ξεχωριστούς Έλληνες ηθοποιούς ήταν και ο Χριστόφορος Νέζερ. Ο μοναδικός που πρωταγωνίστησε σε όλες τις κωμωδίες του Αριστοφάνη. Κι όμως! Δεν ήξερε γράμματα! Μάθαινε τον ρόλο τους σαν… παπαγάλος. Τον βοηθούσε σ’ αυτό η γυναίκα του, η κυρία Μερόπη. Σαν υποβολέας του μάθαινε λέξη λέξη και φράση φράση όλο το κείμενο. Όταν σταματούσαν, εκείνος την τάιζε στο στόμα… Ήταν ο μόνος τρόπος για να την ευχαριστήσει.
Ο Αντωνάκης Φωκάς
Η Παξινού κάνει πρόβες στο κοστούμι της Μήδειας και ταλαιπωρεί τον ενδυματολόγο Αντωνάκη Φωκά: «Το ύφασμα μου κάνει στομάχι. Δεν σχηματίζεται καθόλου η μέση μου». Κι εκείνος απαντά: «Μα Κατίνα μου, σταμάτα λίγο τις μακαρονάδες, και το στομάχι θα σου εξαφανίσω και το κοστούμι θα σου φτιάξω».
Το λάδι του παππού
«Εμείς δεν έχουμε ούτε σολoμούς, ούτε αστακούς», λένε με μια φωνή η κυρία Κάκια με τον κύριο Λεωνίδα. «΄Ο,τι τρώει κι ο τελευταίος… θνητός απ’ τα χέρια της κυρίας Κάκιας, αυτό θα φάει κι ο… πρωθυπουργός!». Και αυτή είναι η αλήθεια. Το μενού του «Λεωνίδα» αποτελείται από φαγητά μαγειρευτά σε γενικές γραμμές -πεντανόστιμα γεμιστά, υπέροχα μπριάμ, κρέατα… λουκούμια, θαυμάσιες μακαρονάδες, ξεροψημένες πατάτες κ.λπ.- τα οποία ενθουσίασαν αρκετούς Ελληνες αλλά και ξένους πολιτικούς! «Και ξέρεις ποιο είναι το… μυστικό μας;» μου λέει η κυρία Κάκια. «Η πρώτη ύλη μας, το λάδι του παππού Λεωνίδα που κάνει τα φαγητά μας λουκούμι!». Πολλοί έχουν υποκύψει στις μαγειρικές της ικανότητες.
Πατάτες με το χέρι
Στη Μελίνα άρεσε να τσιμπολογάει πατάτες τηγανιτές με τα χέρια.
Με το τηγάνι«Ακόμα θυμάμαι τον Λιακόπουλο να μας περιμένει με το τηγάνι τις πατάτες στο χέρι, μετά το τέλος μιας παράστασης. Ξενυχτούσε και εκείνος μαζί μας. Ειδικά κάποια βράδια που ο Μινωτής είχε τα κέφια του και άρχιζε τις ιστορίες, μέναμε οι νεότεροι να ακούμε με το στόμα ανοιχτό», διηγείται η ηθοποιός Μιράντα Ζαφειροπούλου, με 30 χρόνια θητείας στο Εθνικό Θέατρο και στα «χαλίκια» της Επιδαύρου.
«Από το 1953 λειτουργεί ο χώρος. Ενα μικρό καφενεδάκι ήταν τότε, της πλάκας. Το 1954 ήρθε για πρώτη φορά το Εθνικό Θεάτρο», λέει ο Λ. Λιακόπουλος. Και ο γιος του ο Νίκος, που βοηθάει τα καλοκαίρια αφού δεν έχει επαγγελματικές υποχρεώσεις (είναι καθηγητής Γυμναστικής στη Μέση Εκπαίδευση), προσθέτει: «Πώς ήταν τα καφενεδάκια που βλέπεις στις ελληνικές ταινίες; Ετσι. Λίγο απ όλα σέρβιρε». Και μου εξηγεί ότι όχι απλώς δεν υπήρχαν άλλα μαγαζιά στο Λυγουριό τότε, αλλά ότι δεν υπήρχε καν ρεύμα. «Το ρεύμα ήρθε τη δεκαετία του 60». Το 61 για την ακρίβεια, στη μεγάλη παράσταση της Μαρίας Κάλλας.
Προσωπικές σχέσεις
Ο θεσμός των Επιδαυρίων εδραιώθηκε και μαζί του αυξάνονταν οι ανάγκες των ηθοποιών για να μείνουν κάπου τις μέρες των προβών και των παραστάσεων. «Οι κάτοικοι του Λυγουριού άνοιξαν τα σπίτια τους και τα έκαναν ξενώνες για τους ηθοποιούς και τους τεχνικούς». Ο ΕΟΤ τότε έδωσε στρώματα και σεντόνια στους Λυγουριώτες για να καλύψουν τις πρόσθετες ανάγκες. «Βλέπεις εκείνο το σπίτι απέναντι; Εμενε ο Κωτσόπουλος. Και τα βράδια κάτω, στα κατώγια, έπαιζαν χαρτιά».
Στη συζήτηση δεν είναι παρόντες μόνο ο πατέρας και ο γιος. Είναι και η κ. Κάκια, η σύζυγος του Λεωνίδα, διακριτική αλλά σταθερή παρουσία. Δεν είναι τυχαίο ότι ο Λεωνίδας Λιακόπουλος μου εκμυστηρεύεται κάποια στιγμή: «Ολοι λένε για τον Λεωνίδα, αλλά ο πρωταγωνιστής ήταν αυτή η κυρία». Το κλίμα είναι φιλόξενο και ζεστό. Οπως σ ένα τραπέζι φίλων που συναντώνται κι έχουν να θυμηθούν πολλά. Τα ονόματα των παλιών ηθοποιών ανακατεύονται με τις διάφορες μνήμες. Με τη «Μαρμάρω», το πούλμαν της εποχής, με τους έρωτες που γεννήθηκαν εκεί, με τις συμβουλές μαγειρικής που έδινε η Κατίνα Παξινού στην κ. Κάκια, με τις προσωπικές σχέσεις που έκαναν οι κάτοικοι του Λυγουριού με τους μεγάλους μύθους της θεατρικής σκηνής. «Τον πατέρα μου τον έχει παντρέψει ο Κωτσόπουλος, ο ίδιος είχε βαφτίσει και τη μάνα μου. Τον ιδιοκτήτη του διπλανού καφενείου τον έχει παντρέψει η Αννα Συνοδινού», λέει ο Ν. Λιακόπουλος, που μεγάλωσε από παιδί μέσα σ αυτό το κλίμα. «Τον είχα σ ένα καλάθι μέσα στην κουζίνα και με μάλωναν οι ηθοποιοί. Η Κάκια Παναγιώτου, η Ελένη Χατζηαργύρη του είχαν ιδιαίτερη αδυναμία, όλο αγκαλιά τον είχαν», λέει η μητέρα του. Και δεν γνώρισε απλώς τους καλλιτέχνες o Νίκος Λιακόπουλος, έμαθε ν αγαπάει και το θέατρο. Και περηφανεύεται ότι είναι ελάχιστες οι παραστάσεις που δεν έχει δει όλα αυτά τα χρόνια. «Κι αυτή η σχέση πέρασε και στο μαγαζί. Φτιάξαμε κι εδώ μέσα οικογενειακή σχέση. Αγαπήσαμε αυτούς τους ανθρώπους και μας αγάπησαν. Κι εμάς και όλους στο Λυγουριό».
Τι ήταν όμως το ιδιαίτερο που έκανε τον «Λεωνίδα» συνώνυμο με τα Επιδαύρια; «Το χαμόγελο που ήταν αβίαστο, επειδή το αισθανόμασταν, κι όχι γιατί προσδοκούσαμε να κερδίσουμε κάτι. Κι ό,τι μας λέγανε τρέχαμε να τους ικανοποιήσουμε», θυμάται η κ. Κάκια, που εξακολουθεί να μαγειρεύει κάθε καλοκαίρι στην ταβέρνα.
Πηγές :
http://www.argolikeseidhseis.gr/2016/07/blog-post_626.html
http://www.kathimerini.gr/491821/article/politismos/arxeio-politismoy/8esmos-dipla-sthn-epidayro