Θ.Π : Σπούδασες κινηματογράφο και τηλεόραση στο Tisch School of the Arts στο Πανεπιστήμιο της Νέας Υόρκης (1988-1991), και έκανες μεταπτυχιακές σπουδές στην βρετανική και αμερικανική λογοτεχνία στο Τμήμα Θεάτρου του ίδιου πανεπιστημίου (1991-1993). Μετά από αρκετά χρόνια παραμονής σου στο εξωτερικό επέστρεψες στην Ελλάδα. Ποιοι λόγοι σε οδήγησαν στην απόφαση αυτή, και τελικά που προτιμάς να εργάζεσαι και να ζεις;
Η επιστροφή μου στην Ελλάδα δεν ήταν μια συνειδητή απόφαση. Έγινε για λόγους οικογενειακούς και πρακτικούς – αρρώστησε ο πατέρας μου και δεν είχα πάει στρατό – και έγινε με τη λογική ότι θα επέστρεφα στην Αμερική μετά από λίγο καιρό. Αυτή η λογική αποδείχτηκε αφελής, μιας και το ένα πράγμα έφερνε το άλλο, κι έτσι δεν ήταν εύκολο να επιστρέψω αμέσως. Παράλληλα άρχισα να εργάζομαι στο θέατρο με επιτυχία, με τη μία δουλειά να προκύπτει από την άλλη, κι έτσι τα σχέδια για επιστροφή σιγά σιγά έσβησαν. Όσο για το πού θα προτιμούσα να είχα μείνει… δυστυχώς η Ελλάδα είναι μια χώρα που δεν αγαπάει τους πολίτες της. Και ειδικά τους καλλιτέχνες.
Θ.Π : Πώς γεννήθηκε η επιθυμία μέσα σου να ασχοληθείς με την σκηνοθεσία, και πως αποφάσισες να περάσεις από τον κινηματογράφο στο θέατρο;
Είναι παράξενο γιατί δεν μπορώ να εντοπίσω το πότε αποφάσισα πως θέλω να γίνω σκηνοθέτης. Έχω μία από αυτές τις τετριμμένες ιστορίες, που από μικρός «σκηνοθετούσα», συνήθως τα κουκλάκια μου πάνω σε σκηνές από Lego, και όπως μου έλεγε πρόσφατα μια συμμαθήτριά μου, και τους συμμαθητές μου στα διαλείμματα στο δημοτικό, στήνοντας μίνι παραστάσεις (κάτι που δε θυμόμουν καθόλου). Πού το τσίμπησα τώρα το «μικρόβιο» της σκηνοθεσίας δεν ξέρω. Πάντως από τα δέκα – έντεκά μου θυμάμαι να λέω στους γονείς μου ότι θα γίνω σκηνοθέτης. Αρχικά η αγάπη μου ήταν η σκηνοθεσία του κινηματογράφου, και ήταν μεγάλη στιγμή στη ζωή μου όταν πέρασα στο New York University και συμφώνησαν οι γονείς μου να πάω. Το θέατρο ήταν πιο ώριμη αγάπη. Ενώ ήμουν στη σχολή της σκηνοθεσίας κινηματογράφου, ανακάλυψα – μέσω μιας χαρισματικής καθηγήτριας – το τί είναι το θέατρο, και το πως εκεί προτιμούσα να διοχετεύσω την ενέργεια και τη δημιουργικότητά μου.
Θ.Π : Πόσο δημιουργικό βρίσκεις μέσα στον καιρό της κρίσης οι σκηνοθέτες να στήνουν μια παράσταση από το πουθενά με ελάχιστα μέσα και χωρίς καμιά οικονομική υποστήριξη;
Δεν έχει αλλάξει κάτι με την κρίση, όσον αφορά τα «ελάχιστα μέσα» ή την έλλειψη οικονομικής υποστήριξης. Κάνω παραστάσεις από το 1997, και σ’ αυτά τα 17 χρόνια, ζήτημα είναι να έχω κάνει δύο ή τρεις παραστάσεις όπου οι συνθήκες να ήταν διαφορετικές.
Θ.Π : Ποιοι δημιουργοί σε έχουν επηρεάσει στη μέχρι τώρα πορεία σου; Υπάρχουν σκηνοθέτες που θαυμάζεις, ή σκηνοθετικές γραμμές που τις θεωρείς ως πρότυπα;
Υπάρχουν παραστάσεις που θαυμάζω. Υπάρχουν δημιουργοί που εκτιμώ για τον τρόπο που σκέφτονται και για το θάρρος τους, αλλά αυτό δε σημαίνει πως υποχρεωτικά μ’ αρέσουν όλες οι παραστάσεις τους. Αντίστροφα, υπάρχουν κάποιοι που ενώ δεν τους εκτιμώ, μπορεί να δω μια παράστασή τους και να με εντυπωσιάσουν. Θέλω να βλέπω χωρίς προκατάληψη. Αυτό που γίνεται πάνω στη σκηνή, είναι αυτό που γίνεται. Είναι τόσο πολλοί οι παράγοντες που εμπλέκονται στην δημιουργία μιας παράστασης, που δεν είναι απαραίτητο πως ένας άξιος δημιουργός, με μια καλή ιδέα, θα καταφέρει και να παρουσιάσει ένα τελικό αποτέλεσμα που να λειτουργεί. Έχει μεγάλη σημασία το κείμενο για μένα. Αυτό είναι η αρχή. Ποιος τρόπος χειρισμού του, θα δώσει την αλήθεια του. Όλες οι επιλογές μου μετά, γίνονται με κριτήριο αυτό.
Θ.Π : Τι μπορεί να σε εμπνεύσει, ή και να σε επηρεάσει στο έργο σου ως σκηνοθέτη;
Η τέχνη. Κάθε είδους.
Θ.Π : Φέτος τον Νοέμβριο σκηνοθετείς το Bones (ελληνικός τίτλος : Κρέας) του Peter Straughan στο Αγγέλων Βήμα που εγκαινιάζει για φέτος τη θεματική Noir. Ποια κριτήρια σε οδήγησαν στην απόφαση να σκηνοθετήσεις το συγκεκριμένο έργο;
Ήταν μια πρόταση της Μαργαρίτας Δαλαμάγκα που έχει το «Αγγέλων Βήμα». Πάλι το κείμενο ήταν που με εντυπωσίασε. Είναι μια μαύρη κωμωδία, που όμως θίγει θέματα πανανθρώπινα. Έχει μια ανατροπή, όχι μόνο στην πλοκή, αλλά και στο ύφος προς το τέλος του έργου, που με προκάλεσε. Ήθελα να δω τι θα γίνει, πώς θα είναι επί σκηνής αυτό.
Θ.Π : Νουάρ λοιπόν και αντροπαρέα ο θίασος του Bones
Ναι, οι Γιάννης Μάνιος, Ακίνδυνος Γκίκας, Δημήτρης Λιακόπουλος, Νικόλας Μπράβος και Κωνσταντίνος Μούτσης ,η συμμορία των πέντε…
Θ.Π : To Noir σε συγκινεί σαν κινηματογραφικό είδος; Πόσο δύσκολη είναι η μεταφορά της noir ατμόσφαιρας στο θέατρο, και τελικά τί θεωρείς εσύ ως noir;
Ήταν από τις πρώτες μου αγάπες το noir και πιστεύω ότι μπορεί να μεταφερθεί η ατμόσφαιρα αυτή στο θέατρο. Το ωραίο στο noir είναι ότι, με αφορμή την αφήγηση του πρωταγωνιστή, ξεδιπλώνεται ένας ολόκληρος κόσμος. Είναι μια ιστορία ανακάλυψης. Σα να μας περιγράφει ένα ταξίδι στη διάρκεια του οποίου, με αφορμή εξωτερικά γεγονότα, ο πρωταγωνιστής ανακαλύπτει πράγματα για τον κόσμο, αλλά και – κυρίως – για τον ίδιο του τον εαυτό. Συνταρακτικά γεγονότα, τον οδηγούν σε επανεκτίμηση και – τελικά – σε αυτογνωσία. Αν και το τελευταίο δεν είναι πάντα αλήθεια. Υπάρχουν περιπτώσεις που ο θεατής καταλαβαίνει τον χαρακτήρα του αφηγητή καλύτερα απ’ ό,τι ο ίδιος.
Θ.Π : Την Πατρίσια Χάισμιθ (1921-1995), Αμερικανίδα συγγραφέα που έγινε διάσημη κυρίως για τα ψυχολογικά θρίλερ της και τις 25 τουλάχιστον ταινίες στις οποίες αυτά μεταφέρθηκαν, θα υποδυθεί αυτόν τον χειμώνα η Ρούλα Πατεράκη στο «104» στο έργο Patricia Highsmith-Εισαγωγή στο σασπένς του Έλληνα συγγραφέα Παναγιώτη Χριστόπουλου, σε σκηνοθεσία δική σου. Πατρίσια Χάισμιθ και Ρούλα Πατεράκη, δύο γυναίκες με μοναδική προσωπικότητα. Μίλησε μου για αυτή τη συνεργασία.
Η Χάισμιθ ήταν πάντα από τις μεγάλες μου αγάπες. Απ’ όταν διάβασα το «Ξένοι στο Τρένο», όταν ήμουν 20 χρονών, κι έβλεπα εφιάλτες ενώ το διάβαζα, της έχω ιδιαίτερη αδυναμία. Το έργο ήταν ιδέα του Παναγιώτη Χριστόπουλου, ο οποίος την αγαπάει επίσης. Ο Παναγιώτης είναι από τους σπουδαίους νέους σεναριογράφους μας – το σενάριο για την επόμενη ταινία μεγάλου μήκους που θα κάνει, επιλέχθηκε από το φεστιβάλ των Καννών για μια υποτροφία που δίνεται μόνο σε πέντε σεναριογράφους απ’ όλον τον κόσμο κάθε χρόνο. Αυτό είναι το πρώτο του θεατρικό έργο, έχει όμως μια ωριμότητα κι είναι τόσο πολύπλοκο και βαθύ που μας εντυπωσιάζει. Σε κάθε πρόβα ανακαλύπτουμε νέα επίπεδα. Καταφέρνει ταυτόχρονα να είναι ένα σκοτεινό ψυχολογικό πορτρέτο, ένα πολυεπίπεδο θρίλερ, και μια ξεκαρδιστική κωμωδία. Αρκετές φορές στις πρόβες ξεκινάμε να κάνουμε μια σκηνή με βάρος και αυτοσυγκέντρωση, αλλά μας πιάνουν όλους τα γέλια. Σχεδόν όσο πιο «σοβαρά» το χειριζόμαστε, τόσο πιο αστείο βγαίνει. Όσο για την Ρούλα Πατεράκη, τι να πρωτοπεί κανείς; Είναι από τους ανθρώπους που θαυμάζω στο ελληνικό θέατρο, και για την υποκριτική αλλά για τις σκηνοθεσίες της. Ήταν μεγάλη τιμή για μένα που δέχτηκε να κάνει αυτό το ρόλο. Ακριβώς αυτό που επισημαίνεις – το «έντονο» των προσωπικοτήτων τους – ήταν που με οδήγησε να φανταστώ εκείνη στο ρόλο της Χάισμιθ. Και το γεγονός ότι η Χάισμιθ στη διάρκεια του έργου, «διδάσκει» το πώς «σκηνοθετεί» κανείς τους χαρακτήρες σ’ ένα βιβλίο. Δεν μπορούσα να φανταστώ πιο κατάλληλη ηθοποιό για το ρόλο. Στις πρόβες με εντυπωσιάζει συνέχεια. Είναι υποκριτικά τολμηρή, ακούραστη, φέρνει στην πρόβα μια δυναμική που δεν την βλέπει κανείς συχνά. Είμαι πάρα πολύ ευτυχής για αυτή τη συνεργασία. Εκτός όμως από την Ρούλα Πατεράκη, έχω τη χαρά να συνεργάζομαι μ’ ένα εξαιρετικό θίασο, τη Μαρκέλλα Γιαννάτου, τον Αποστόλη Ψαρρό και τον Ευθύμη Γεωργόπουλο.
Θ.Π : Πιστεύεις ότι υπάρχουν Νεοέλληνες θεατρικοί συγγραφείς που μπορούν να συγκριθούν με τα μεγάλα ονόματα του ξένου θεατρικού ρεπερτορίου; Γράφονται καλά θεατρικά έργα από νέους Έλληνες συγγραφείς, ή έχουμε παραμείνει στη γενιά του Ιάκωβου Καμπανέλλη και της Λούλας Αναγνωστάκη; Υπάρχει σημαντικό υλικό στη σημερινή δραματουργία;
Βέβαια υπάρχουν. Υπάρχουν και εξελίσσονται. Πιστεύω πως κάθε εποχή, παράγει δημιουργούς που λειτουργούν με διαφορετικό τρόπο. Έχουν άλλες αναφορές, και η τέχνη που παράγουν ορίζεται από νέες συνιστώσες.
Θ.Π : Τον χειμώνα που πέρασε σκηνοθέτησες με μεγάλη εμπορική και καλλιτεχνική επιτυχία το I Am My Own Wife, βασισμένο στην αληθινή ιστορία της Σαρλότε Φον Μάλσντορφ. Πόσο σε γοητεύουν οι βιογραφίες, και ποια είναι τα κριτήρια για να επιλέξεις να σκηνοθετήσεις τη ζωή ενός προσώπου;
Η πρώτη «βιογραφία» που σκηνοθέτησα ήταν το «Q.E.D., ή τι απέδειξε ο κύριος Φάινμαν» με το Γιώργο Κοτανίδη. Είχε μεγάλο ενδιαφέρον η έρευνα γύρω από έναν πραγματικό άνθρωπο, και ταυτόχρονα το πώς μπορείς σε μια θεατρική βιογραφία, πέρα από τα ιστορικά στοιχεία της ζωής του ανθρώπου που είναι το θέμα της, να σκιαγραφήσεις το χαρακτήρα του προσώπου αυτού στο πλαίσιο μιας παράστασης. Λέω πάντα σ’ αυτές τις περιπτώσεις ότι δεν κάνουμε ντοκιμαντέρ. Η πρόκληση είναι να σχηματιστεί ένα πορτρέτο, με τις αντιφάσεις, τις καλές και τις κακές πλευρές, τις μικρότητες αλλά και αυτά τα στοιχεία που έκαναν τον πρωταγωνιστή μοναδικό ή σπουδαίο. Με γοητεύουν αυτά τα ψυχολογικά πορτρέτα. Η παράσταση για την Χάισμιθ είναι η τρίτη τέτοια παράσταση που σκηνοθετώ και νομίζω το έργο του Παναγιώτη Χριστόπουλου κάνει ακριβώς αυτό που μ’ αρέσει: επικεντρώνεται στην ψυχολογία και τον τρόπο σκέψης του χαρακτήρα.
Θ.Π : Ο αντισυμβατικός τρόπος ζωής είναι ένα ερωτεύσιμο στοιχείο για σένα;
Εξαρτάται. Στο θέατρο αγαπάω τους χαρακτήρες που παλεύουν να εντάξουν έναν αντισυμβατικό τρόπο σκέψης μέσα σ’ ένα συμβατικό πλαίσιο. Κάποιοι τα καταφέρνουν και κάποιοι όχι, αλλά αυτή η σύγκρουση έχει πάντα ενδιαφέρον. Αν μιλάμε για τη ζωή, με ιντριγκάρει αλλά και με τρομάζει αυτό. Νομίζω στη ζωή είμαι πιο συγκρατημένος. Προτιμώ ο σύντροφός μου να είναι ήρεμος και να τα έχει καλά με τον εαυτό του.
Θ.Π : Πιστεύεις στην επανάσταση; Πιστεύεις ότι θα συνεχίσουν να γίνονται επαναστάσεις; Η επανάσταση έχει πάντα να κάνει με την εξέλιξη;
Επαναστάσεις είναι σίγουρο ότι θα συνεχίσουν να γίνονται. Και με κάποιο τρόπο, η επανάσταση φέρνει μια αλλαγή. Τώρα το αν αυτή η αλλαγή είναι και εξέλιξη, είναι άλλο. Η εξέλιξη – όπως την αντιλαμβάνομαι εγώ – είναι προς κάποια ιδεατή κατάσταση. Ό,τι προχωράει τα πράγματα προς το ιδεατό μας, λέμε ότι τα εξελίσσει. Αλλά αυτή η ιδεατή κατάσταση δεν είναι ίδια για τον καθένα. Είναι σίγουρο πως πολλές «επαναστάσεις» που συμβαίνουν αυτή τη στιγμή στον πλανήτη, για μένα είναι πισωγυρίσματα και όχι εξέλιξη. Για εκείνους που ασπάζονται τους στόχους τους όμως, είναι ίσως «εξέλιξη». Για μένα «επανάσταση» είναι η αποδοχή της ομοφυλοφιλίας που βλέπουμε να εξαπλώνεται στον δυτικό κόσμο. Αυτό είναι εξέλιξη για μένα. Εγώ θέλω να πιστεύω σ’ έναν κόσμο αποδοχής. Όπου όλοι οι άνθρωποι είναι ελεύθεροι να ζήσουν τη ζωή τους όπως επιθυμούν, χωρίς φόβο. Όπου τα κράτη κάνουν ό,τι πρέπει για να στηρίξουν αυτή την συνθήκη.
Θ.Π : Για ποιους κάνεις θέατρο; Ποιος είναι ο «ιδανικός θεατής» σου;
Είναι αστείο, αλλά έχω συγκεκριμένους ανθρώπους πάντα στο μυαλό μου. Δεν είναι πάντα οι ίδιοι. Με κάποιο μυστηριώδη τρόπο, κάθε έργο μου φέρνει στο μυαλό κάποιον που θα ήθελα να το δει. Και μετά χτίζω τα πράγματα προς εκείνη την κατεύθυνση.
Θ.Π : Δύο μαύρες κωμωδίες λοιπόν σε μια χρονιά. Τελικά το είδος σε γοητεύει αρκετά απ’ ό,τι φαίνεται. Πόσο σημαντικό θεωρείς το χιούμορ στη ζωή αλλά και στη δημιουργία;
Είναι ωραίο είδος. Ύπουλο λίγο. Σα να «ζαχαρώνει το χάπι» μια σημαντικής αποκάλυψης. Νομίζω χωρίς χιούμορ, δεν τα βγάζει κανείς εύκολα πέρα σε μια δύσκολη πραγματικότητα.
Θ.Π : Αν υποθέσουμε ότι ο σκηνοθέτης δημιουργεί έναν κόσμο απ’ το πουθενά, ο δικός σου ο κόσμος πώς θα ήθελες να είναι σκηνοθετημένος;
Με χρώματα, αρώματα, γεύσεις, έρωτα, ποικιλία, τρυφερότητα, εκπλήξεις, ασφάλεια.
Το «Κρέας» του Peter Straughan(Πήτερ Στρόαν), σε σκηνοθεσία Ιωσήφ Βαρδάκη θα παρουσιαστεί στο θέατρο «Αγγέλων Βήμα» από τις 14 Νοεμβρίου 2014 .
Παίζουν:Γιάννης Μάνιος, Ακίνδυνος Γκίκας, Δημήτρης Λιακόπουλος, Νικόλας Μπράβος, Κωνσταντίνος Μούτσης
Παρασκεύη & Σάββατο στις 19:00- Κυριακή στις 20:00.
Τιμές εισιτηρίων: 15 ευρω (κανονικό)-12 ευρώ (φοιτητικό)- 10 ευρώ(μειωμένο).
«Πατρίσια Χάισμιθ:Εισαγωγή στο Σασπένς» του Παναγιώτη Χριστόπουλου
Η Ρούλα Πατεράκη μεταμορφώνεται στη συγγραφέα Πατρίσια Χάισμιθ που αρέσκεται να εντοπίζει και να εκθέτει την πιο σκοτεινή πλευρά των ηρώων της. Στο έργο η συγγραφέας παραδίδει ένα σεμινάριο δημιουργικής γραφής για το αστυνομικό μυθιστόρημα, κατά τη διάρκεια του οποίου οι μαθητές γίνονται πρωταγωνιστές σε ένα θρίλερ. Ένα θρίλερ που ενδεχομένως διαδραματίζεται μόνο στο μυαλό της καθηγήτριάς τους. Τους μαθητές υποδύονται οι: Μαρκέλλα Γιαννάτου, Αποστόλης Ψαρρός και Ευθύμης Γεωργόπουλος. Προγραμματισμένη πρεμιέρα: Νοέμβριος 2014