Εικοσιέξι χρόνια μετά την πρώτη παρουσίαση του Τόμας Μπέρνχαρντ στην Ελληνική Σκηνή με το έργο του «Ρίτερ, Ντένε, Φος» από τον Λευτέρη Βογιατζή (1991) στο θέατρο της «Οδού Κυκλάδων» στον ίδιο χώρο η «Πλατεία Ηρώων», το κύκνειο άσμα του μεγάλου Αυστριακού συγγραφέα, ανέβηκε για πρώτη φορά στην Ελλάδα.
Στο έργο του Τόμας Μπέρνχαρντ, τόσο στο λογοτεχνικό όσο και στο θεατρικό, το στοιχείο που πρυτανεύει είναι ένας καυστικός, εμμονικός και έντονα σαρκαστικός λόγος ο οποίος λειτουργεί σαν ένας «ελεγκτικός μηχανισμός» που αναμοχλεύει την επαναπαυμένη συνείδηση του Αυστριακού λαού και κυρίως της αστικής τάξης. Περίτρανα το αποδεικνύει το τελευταίο θεατρικό του έργο «Πλατεία Ηρώων» που ανέβηκε στο Μπούργκτεάτερ της Βιέννης (στο οποίο αναφέρεται πολλάκις στο έργο) σε σκηνοθεσία Κλάους Πάιμον, τον Νοέμβριο του 1988 προκαλώντας ένα τεράστιο σκάνδαλο, μείγμα αποδοκιμασιών και επιδοκιμασιών τόσο από την πολιτεία όσο και από τους πολίτες. Τρεις μήνες αργότερα, ο Τόμας Μπέρνχαρντ παραδίδει το πνεύμα του έχοντας εισπράξει την τεράστια ικανοποίηση ότι κατόρθωσε να δημιουργήσει μια ρωγμή στον εφησυχασμό και στην υποκρισία των συμπατριωτών του.
Στη Βιέννη η Πλατεία Ηρώων βρίσκεται μπροστά από το παλάτι του Χόφμπρουνγκ και έχει μεγάλο ιστορικό και πολιτικό ενδιαφέρον καθώς, μετά από μια θριαμβευτική πορεία μέσα στην Αυστρία, ο Χίτλερ καταλήγει στην ως άνω πλατεία κηρύττοντας την προσάρτηση της Αυστρίας στο Γερμανικό Ράιχ μπροστά σ’ ένα πλήθος 200.000 Αυστριακών που ζητωκραύγαζαν με ενθουσιασμό. Πενήντα χρόνια αργότερα ο Μπέρνχαρντ συγγράφει το έργο «Πλατεία Ηρώων» τοποθετώντας το στην ομώνυμη πλατεία ορμώμενος από την αύξηση του νεοναζισμού στη δεκαετία του ’80 στη χώρα του αλλά και θέλοντας να ειρωνευτεί την αμβλύνοια του Αυστριακού λαού και συγχρόνως να καυτηριάσει το φιλοναζιστικό παρελθόν του.
Στο έργο ο εβραίος καθηγητής Γιόζεφ Σούστερ, μη αντέχοντας να εγκαταλείψει τον τόπο του για δεύτερη φορά λόγω της αύξησης του ναζιστικού στοιχείου και του αντισημιτισμού στη χώρα του, αυτοκτονεί. Είναι το πρόσωπο, που ενώ είναι απών «στοιχειώνει» το έργο, καθώς όλες οι συζητήσεις περιστρέφονται γύρω από το χαρακτήρα του, τον τρόπο ζωής του, τις κοινωνικοπολιτικές του πεποιθήσεις και τα πιστεύω του για τους συμπατριώτες του. Ουσιαστικά πρόκειται για την κατάθεση της «φωνής» του Μπέρνχαρντ που μαρτυρά τη μοναχική του πορεία: Τον πνευματικό άνθρωπο δεν τον καταλαβαίνουν ποτέ έλεγε ο καθηγητής ο πνευματικός άνθρωπος ποτέ δεν βρίσκει κατανόηση μόνος του τελείως πορεύεται ο μοναχικός άνθρωπος σ’ όλη του τη ζωή» (μετάφραση Έρις Κύργια). Στην πρώτη πράξη, η επί 40 χρόνια πιστή οικονόμος του καθηγητή, κυρία Τσίτελ, κρυφά ερωτευμένη μαζί του και ουσιαστικά το δεξί του χέρι στη διαχείριση του σπιτιού, προετοιμάζει την αναχώρηση από το σπίτι στην Πλατεία Ηρώων τακτοποιώντας ρούχα και σιδερώνοντας τα πουκάμισά του καθηγητή με αυτόν τον ορισμένο τρόπο που απαιτούσε ως λάτρης της ακρίβειας, απευθυνόμενη στη βοηθό της που πακετάρει τα παπούτσια του αυτόχειρα. Στη δεύτερη πράξη, μετά την κηδεία, στο πάρκο απέναντι από το σπίτι, ο αδελφός και οι δύο κόρες του καθηγητή σχολιάζουν την περιρρέουσα ατμόσφαιρα της χώρας τους. Στην δε τρίτη πράξη, στο σπίτι του καθηγητή, ένα καθυστερημένο νεκρόδειπνο λόγω αναγκαίων διατυπώσεων, βρίσκεται σε εξέλιξη πριν την εγκατάσταση της χήρας στην εξοχή και βέβαια λίγο πριν τον αιφνίδιο θάνατό της.
Ο σκηνοθέτης Δημήτρης Καραντζάς, παρά το νεαρό της ηλικίας του, τόλμησε να αναμετρηθεί με αυτό το δύστροπο κείμενο, το χωρίς σημεία στίξης (χαρακτηριστικό της γραφής του Μπέρνχαρντ), και με αυτόν τον χειμαρρώδη λόγο δημιουργώντας μια πάρα πολύ ενδιαφέρουσα παράσταση με δυνατές ερμηνείες και πλήθος σημειολογικών αναφορών.
Ο Δημήτρης Καραντζάς ευτύχησε να δουλέψει με ένα ικανότατο επιτελείο συντελεστών. Εντυπωσιακότατη η συνεργασία της σκηνογράφου Κλειώς Μπομπότη μαζί του μέσα από την οποία αναδεικνύεται το σκηνικό ως ένατος ρόλος. Στο χώρο κυριαρχεί το λευκό παγερό χρώμα σηματοδοτώντας το αποστειρωμένο περιβάλλον με την εμμονή του καθηγητή στην απόλυτη τάξη και στις πεποιθήσεις του, καθώς και στη λευκότητα του χιονιού που σκεπάζει-κουκουλώνει τα πάντα βυθίζοντας στη λήθη ένα καθόλου άσπιλο παρελθόν. Μια τρύπα στο κέντρο της σκηνής παραπέμπει στην πτώση του καθηγητή, μια ζωντανή πληγή που αντανακλάται στον επικλινή καθρέφτη στο βάθος της σκηνής, δηλώνοντας το κενό που προκάλεσε η απώλειά του. Στο πάτωμα βρίσκονται παρατεταγμένα, σε απόλυτη τάξη, ζεύγη ανδρικών παπουτσιών – φετίχ του καθηγητή – με ένα αριστερό παπούτσι να παραμένει ασυντρόφευτο στο τέλος της σειράς. Μια λευκή ξύλινη στεφάνη, σφίγγει περιμετρικά την κεντρική κερκίδα του θεάτρου, οριοθετώντας, κατά έναν τρόπο, την Πλατεία Ηρώων. Αυτομάτως οι θεατές αυτής της κερκίδας γίνονται το πλήθος που ζητωκραύγαζε τότε αλλά και τώρα ανέχεται τα ναζιστικά στοιχεία και όχι μόνο, ενώ πολλαπλασιάζεται το είδωλό τους στον καθρέφτη που βρίσκεται πλέον σε κάθετη θέση στο βάθος της σκηνής. Εξ’ ου και οι κλεφτές ματιές του αδελφού του καθηγητή και των θυγατέρων του κάθε τόσο προς το κοινό της κεντρικής κερκίδας καθώς κάθονται στο παγκάκι με την πλάτη προς αυτό, απέναντι από το σπίτι στην Πλατεία – η κάθετη θέση του καθρέφτη παραπέμπει τώρα πια στην πρόσοψη του σπιτιού – συζητώντας για την αχρειότητα της κοινωνικοπολιτικής κατάστασης του τόπου τους. Ένα έμμεσο σχόλιο-κατηγορώ και για την δική μας πραγματικότητα.
Τέλος, το τραπέζι του νεκρόδειπνου στήνεται πάνω από την τρύπα ωσάν να συμμετέχει και ο νεκρός σ’ αυτό. Ένα τραπέζι που στηρίζεται σε δεκανίκια αμφιβόλου σταθερότητας και ισορροπίας όπως ενδεχομένως θα είναι το μέλλον της οικογένειας του καθηγητή, της Αυστρίας, και ίσως, μια υπόνοια αυτοκριτικής και για μας σήμερα.
Ο σκηνοθέτης της παράστασης κατόρθωσε να εκμαιεύσει μια καθηλωτική ερμηνεία από την Καρυοφυλλιά Καραμπέτη ως οικονόμο κυρία Τσίτελ. Άβαφη, με αυστηρό και στυφό παρουσιαστικό, με χορογραφημένη υπερκινητικότητα στην εκτέλεση των οικειακών της καθηκόντων, εκφέρει έναν έντονα παραληρηματικό λόγο με τονικές εξάρσεις και σιωπές βιώνοντας την απώλεια του καθηγητή μέσα από την απόλυτη υστερία. Η Σύρμω Κεκέ, εκπληκτική ως βοηθός της, ένα σχεδόν βουβό πρόσωπο, λειτουργεί με τη γλώσσα του σώματος δίνοντας «λόγο» στις σιωπές και στο βλέμμα της που κάθε τόσο το στρέφει προς την τρύπα. Η Μαρία Σκουλά με ευαισθησία και μέτρο ανταποκρίνεται στο ρόλο της μεγάλης κόρης του καθηγητή, ενώ η Άννα Καλαϊτζίδου πιο υποτονικά στο ρόλο της μικρότερης. Ο Χρήστος Στέργιογλου, ως καθηγητής Ρόμπερτ, αδελφός του αυτόχειρα, καταφεύγει στο οπλοστάσιο της γνωστής μανιέρας του αποφεύγοντας να «εμπλακεί» με τον περίτεχνα χλευαστικό και καταιγιστικό λόγο του Μπέρνχαρντ για να μπορέσει να ανασύρει και να φωτίσει την πνευματώδη ειρωνεία και το λοξό και πικρό χιούμορ του. Τέλος, οι ηθοποιοί Γιώργος Μπινιάρης, Υβόννη Μαλτέζου και Παναγιώτης Εξαρχέας υπήρξαν σωστοί και μετρημένοι στην ολιγόλεπτη παρουσία τους επάνω στη σκηνή. Εξαιρετική η επιμέλεια της κίνησης από την Ζωή Χατζηαντωνίου. Η Ιωάννα Τσάμη σχεδίασε λιτά κοστούμια σε αρμονία με το πνεύμα της παράστασης. Ο δε Αλέκος Αναστασίου «έντυσε» με ψυχρό φωτισμό την παράσταση «σχολιάζοντας» τα συναισθήματα των ηρώων και την ατμόσφαιρα του έργου. Ο μουσικός σχεδιασμός από τον Γιώργο Πούλιο δεν έδωσε ένα χαρακτήρα στο έργο. Δημιούργησε έναν ακαθόριστο βόμβο, μάλλον ενοχλητικό, μια συνεχή απειλή χωρίς να παραπέμπει σε αυτές τις ιαχές που εμμονικά άκουγε η σύζυγος του καθηγητή και που την προκαλούν την τελευταία κρίση, με αποτέλεσμα να πέσει νεκρή με το κεφάλι στο πιάτο της.
Έγινε πια η αρχή και επιτέλους 29 χρόνια με τά τη συγγραφή του, το έργο απέκτησε ζωή πάνω στην ελληνική σκηνή, μέσα από μια παράσταση με άποψη και τόλμη, η οποία όμως δεν μπόρεσε να αναδείξει πλήρως το βιτριολικό χιούμορ του κειμένου και το σαρκαστικό σχολιασμό της αυστριακής κοινωνίας από τον Μπέρνχαρντ.
ΤΑΥΤΟΤΗΤΑ ΠΑΡΑΣΤΑΣΗΣ
Συντελεστές
Μετάφραση: Έρι Κύργια
Σκηνοθεσία: Δημήτρης Καραντζάς
Βοηθός σκηνοθέτη: Θεοδώρα Καπράλου
Σκηνικά: Κλειώ Μπομπότη
Κοστούμια: Ιωάννα Τσάμη
Κίνηση: Ζωή Χατζηαντωνίου
Μουσική: Γιώργος Πούλιος
Φωτογραφίες-βίντεο: Γκέλυ Καλαμπάκα
Φωτισμοί: Αλέκος Αναστασίου
Διεύθυνση παραγωγής: Κατερίνα Μπερδέκα
Παραγωγός: Γιώργος Λυκιαρδόπουλος
Ερμηνεύουν οι: Καρυοφυλλιά Καραμπέτη, Χρήστος Στέργιογλου, Μαρία Σκουλά, Υβόννη Μαλτέζου, Γιώργος Μπινιάρης, Άννα Καλαϊτζίδου, Σύρμω Κεκέ, Παναγιώτης Εξαρχέας
Τιμές εισιτηρίων
Τετάρτη, Πέμπτη, Παρασκευή & Σάββατο απόγευμα:
16€ κανονικό και 12€ μειωμένο (Φοιτητικό, Ανέργων, ΑμεΑ)
Σάββατο & Κυριακή:
18€ κανονικό και 12€ μειωμένο (Φοιτητικό, Ανέργων, ΑμεΑ)