Ο Αλεξάντρ Γκριμπογέντοφ (1795-1829) άφησε το δικό του μοναδικό αποτύπωμα στο ρωσικό θέατρο με ένα και μόνο θεατρικό έργο, το «Συμφορά από το πολύ μυαλό», μια δραματική κωμωδία με έντονες πινελιές πικρού χιούμορ. Ο Γκριμπογέντοφ υπήρξε μια πολύπλευρη προσωπικότητα. Γόνος οικογένειας ευγενών, καλλιεργημένος με τεράστια μόρφωση, διαποτισμένος με επαναστατικές και φιλελεύθερες ιδέες, θεατρικός συγγραφέας, με άριστες γνώσεις μουσικής, και διπλωμάτης. Υπηρέτησε ως Πρέσβης στη ρωσική πρεσβεία της Τεχεράνης όπου και σκοτώθηκε από το μανιασμένο όχλο που εισέβαλλε στο κτήριο της πρεσβείας επειδή είχε δοθεί άσυλο σε τρία άτομα, αρμενικής καταγωγής, που είχαν δραπετεύσει από το περσικό χαρέμι.
Πάρα πολύ νέος, σε ηλικία 28 χρονών, έγραψε το μοναδικό του έργο, «Συμφορά από το πολύ μυαλό» (1823). Ένα έργο που διέγραψε μια περιπετειώδη πορεία, αφού στην αρχή περνούσε σε χειρόγραφη μορφή από χέρι σε χέρι, σαν μυστική προκήρυξη, στη συνέχεια εκδόθηκελογοκριμένο το 1833, αυτούσιο δημοσιεύθηκε το 1862 και τελικά παρουσιάστηκε επί σκηνής το 1831, δύο χρόνια μετά το θάνατό του.
Το 1986, ο Λευτέρης Βογιατζής με το καλλιτεχνικό σχήμα, «Σκηνή» και σε συνεργασία με τον Τάσο Μπαντή (στο επίπεδο της σκηνοθεσίας), ανέβασε το έργο, στο θέατρο της οδού Κυκλάδων, για πρώτη φορά στην ελληνική σκηνή, σε μετάφραση Μήτσου Αλεξανδρόπουλου, κρατώντας το ρόλο του Φάμουσοφ. 35 χρόνια μετά από αυτή την εμβληματική παράσταση, ο Στάθης Λιβαθινός, βαθύς γνώστης του ρωσικού θεάτρου, με έναν μεγάλο θίασο, 13 ηθοποιών, ανεβάζει το έργο στον ίδιο χώρο ως ένα homage στη μνήμη του μεγάλου και αλησμόνητου θεατρανθρώπου Λευτέρη Βογιατζή.
Στο έργο, ο κεντρικός ήρωας Τσάτσκι, ένας φλογερός ευγενής, μορφωμένος, πολυταξιδεμένος, με ευρύ και οξύ πνεύμα, επιστρέφει στη Μόσχα, μετά από τριετή απουσία στην Ευρώπη, για να συναντήσει τον έρωτα της ζωής του, την Σοφία. Όμως μέσα σε μια μέρα, όλες οι προσδοκίες του καταρρέουν. Γιατί συναντά την αδιαφορία της Σοφίας και στο σαλόνι του σπιτιού της τη μοσχοβίτικη αριστοκρατία άκρως συντηρητική, γελοία, γεμάτη υποκρισία, σοβαροφάνεια, αλαζονεία και ημιμάθεια. Εξοργισμένος και ευφοορύμενος από την έπαρση της νιότης και τις μοντέρνες ιδέες καυτηριάζει με το χειμαρρώδη λόγο του την κενότητα, την κολακεία, τη μετριότητα, τη βλακεία, το ρηχό πνεύμα, την υποκρισία και τον «αμάσιτο» μιμητισμό δυτικών προτύπων της καλής κοινωνίας. Σε αυτήν την υφέρπουσα σύγκρουση υπερισχύει η ενωμένη γνώμη της αριστοκρατίας, η οποία τον μετατρέπει σε «αποδιοπομπαίο τράγο», έναν αποσυνάγωγο, αποκαλώντας τον «τρελό», αρνούμενη να αντικρίσει στον καθρέφτη το αληθινό της πρόσωπο, καλυμμένο από ένα φτιασιδωμένο προσωπείο. Μόνη διέξοδος για τον Τσάτσκι είναι να τους αγνοήσει και πικραμένος να συνεχίσει την περιπλανησή του στο εξωτερικό και στα μονοπάτια του πνεύματος.
Ο Γκριμπογέντοφ δημιούργησε ένα έργο που σατιρίζει τα ήθη και τις συμπεριφορές της ρωσικής κοινωνίας, στις αρχές του 19ου αιώνα. Για πρώτη φορά στο ρωσικό θέατρο γίνεται μια τελείως διαφορετική διαχείριση του κωμικού θέματος. Ασκείται καυστική κριτική στην ανωτέρα τάξη και όχι στον απλό λαό ή στους κατώτερους υπαλλήλους, όπως ήταν το σύνηθες. Μια πικρή κωμωδία της οποίας πολλές φράσεις έγιναν παροιμιώδεις εκφράσεις.
Ο Στάθης Λιβαθινός εμπιστεύτηκε τη νέα μετάφραση του έργου στην Έλσα Ανδριανού, η οποία με τη θεατρικότατη μετάφρασή της αποκαλύπτει το παιγνιώδες και σπινθιροβόλο πνεύμα του συγγραφέα, πλέκει πανέξυπνες ρίμες και διατηρεί τα «πατήματα» του ιαμβικού μέτρου. Επίσης την εμπλουτίζει με ευφυείς εκφράσεις όπως : «Χριστέ μου, Αντικαθεστωτικός», «Έχει κηρύξει αντάρτικο! Αντιεξουσιαστής», «Κάνει κήρυγμα δράσεως αντεθνικής», «Έξυπνος, γράφει υπέροχα, μεταφράζει συγκλονιστικά μα πάνε όλα τζάμπα, θλιβερό να χάνεται τέτοιο μυαλό». Εκφράσεις που αποπνέουν την άμυνα μιας θωρακισμένης κοινωνίας με σκουριασμένες ιδέες και προκαταλήψεις, και συγχρόνως συνομιλούν με το σήμερα αποκαθηλώνοντας την επίπλαστη έννοια της προόδου και της αποδοχής.
Ο Στάθης Λιβαθινός έστησε μια καλοδουλεμένη παράσταση, μελετημένη σε κάθε λεπτομέρεια. Ένας χαρισματικός σκηνοθέτης, ικανός να «διευθύνει» με τη μαγική του μπαγκέτα 13 ικανότατους ηθοποιούς (Νέστωρ Κοψιδάς, Ιωάννα Κολλιοπούλου, Νεφέλη Μαϊστράλη, Ερρίκος Μηλιάρης, Δημήτρης Φιλιππίδης, Παναγιώτης Παναγόπουλος, Αθανασία Κουρκάκη, Μάριος Κρητικόπουλος, Τζωρτζίνα Δαλιάνη, Θέμης Θεοχάρογλου, Λιλλύ Μελεμέ, Γιλμάζ Χουσμέν, Πάρης Λεόντιος), ένα σφιχτοδεμένο σύνολο το οποίο απεικονίζει μια πινακοθήκη ζωντανών χαρακτήρων, αναδεικνύει τις ποικίλες ποιότητες των ρόλων με χάρη και συνέπεια, ελίσσεται χορευτικά με συγκλονιστικό τρόπο και ρυθμό (χορογραφία Πάρης Λεόντιος) εκμεταλλευόμενο κάθε σπιθαμή του σκηνικού χώρου αποπνέοντας την γκροτέσκα μοσχοβίτικη ατμόσφαιρα της εποχής.
Η Ιωάννα Κολλιοπούλου προσεγγίζει το ρόλο της Σοφίας μεθοδικά και εμβαθύνει στις ιδιαίτερες πτυχές του, αναδεικνύοντας το ευμετάβλητο του χαρακτήρα της, τις έντονες αντιδράσεις, την περιπαικτική διάθεση και όλα αυτά χρωματισμένα με το ιδιαίτερο ηχόχρωμα της φωνής της. Ο Ερρίκος Μηλιάρης, εξαιρετικός στο ρόλο του καιροσκόπου Μολτσάλιν, ο οποίος επιδιώκει να ανέλθει κοινωνικά με κάθε τρόπο. Η υπηρέτρια Λίζα της Νεφέλης Μαϊστράλη κινεί επιδέξια τα νήματα της δράσης του έργου. Ο Φάμουσοφ του Νέστορα Κοψιδά δίνει καίρια υπόσταση στο ρόλο του πατέρα της Σοφίας με έναν υπόγειο σαρκαστικό τρόπο χωρίς να γίνεται καρικατούρα. Πολύ εύστοχος, ο πομπώδης συνταγματάρχης Σκαλοζούμπ του Παναγιώτη Παναγοπούλου. Ο δε Δημήτρης Φιλιππίδης, στον πρώτο μεγάλο ρόλο της καριέρας του, αποκαλύπτει μια πηγαία υποκριτική στόφα. Με ορμητική διάθεση και ζωντάνια αποδίδει το ρόλο του αντιήρωα Τσάτσκι, του παρορμητικού νέου που ανατροφοδοτείται στηλιτεύοντας μια διαβρωμένη κοινωνία.
Η Ελένη Μανωλοπούλου έστησε ένα πολύ λειτουργικό και ευφυές σκηνικό εξοικονομώντας χώρο για δράση και χορό. Στο κέντρο της σκηνής “βύθισε” ένα ολοστρόγγυλο ρολόι δημιουργώντας έτσι δύο επίπεδα: ένα υπερυψωμένο επίπεδο γύρω από το ρολόι και ένα δεύτερο, τη βυθισμένη επιφάνεια του ρολογιού με τους δείκτες να καταγράφουν το πέρασμα του χρόνου. Εξάλλου το ίδιο το έργο έχει άμεση σχέση με τον χρόνο καθώς εξελίσσεται μέσα σε μια μέρα αλλά και γιατί σχετίζεται με την πάροδο του χρόνου που αναπόφευκτα φέρνει συγκρούσεις με την συντήρηση, αλλά και ανατροπές, εξελίξεις και αλλαγές. Επίσης τα προσεγμένα και καλαίσθητα κοστούμια της παράστασης που αναδεικνύουν το χαρακτήρα κάθε ρόλου, σχεδίασε η Ελένη Μανωλοπούλου.
Η εξαιρετική μουσική σύνθεση του Δημήτρη Μαραμή δίνει ρυθμό στην παράσταση και εντείνει τη δράση του έργου. Πολύ εντυπωσιακός ο χτύπος των ωρών που τον σηματοδοτεί η χορωδιακή απόδοση της μουσικής ερμηνευμένη acapella από τους ηθοποιούς.
Ο Στάθης Λιβαθινός οραματίστηκε μια μεγαλόπνοη παράσταση και η εταιρεία «Λυκόφως», που ανέλαβε τη διαχείριση του «Θεάτρου της οδού Κυκλάδων» για τα επόμενα δέκα χρόνια, του έδωσε την ευκαιρία να την πραγματοποιήσει αυτή την τόσο δυστοπική περίοδο, λόγω της πανδημίας του Covid-19. Πολλά συγχαρητήρια για το ρίσκο και για το υπέροχο καλλιτεχνικό αποτέλεσμα.