Ο Σωτήρης Καραμεσίνης, μιλάει αποκλειστικά στα Θ.Π, με αφορμή τα σεμινάρια που θα παραδώσει στις 13 Ιουνίου στο FAUST στην Αθήνα, βασισμένα στην πρωτοποριακή μέθοδο, που δημιούργησε ο ίδιος, προετοιμασίας των ηθοποιών και σύνθεσης του ρόλου, την “MUSA” (Musical System of Acting).
Ο γνωστός σκηνοθέτης θεάτρου και actor’s coach ζει και εργάζεται στο Ρίο ντε Τζανέιρο από το 2008. Σκηνοθετεί, προετοιμάζει ερμηνευτικά ηθοποιούς για ταινίες και σειρές και διδάσκει στις σημαντικότερες ανώτατες σχολές σκηνικών τεχνών του Ρίο. Είναι συν-δημιουργός του εργαστηρίου Μελέτης και Έρευνας της Τραγωδίας του τμήματος θεατρικών σπουδών του Πανεπιστημίου UNIRIO και ερευνητικός εταίρος με εξειδίκευση στην Πολιτιστική Διπλωματία και Τέχνες του Θεάματος στο Εργαστήρι Στρατηγικής Επικοινωνίας και Μέσων Ενημέρωσης, του Τμήματος Διεθνών και Ευρωπαϊκών Σπουδών, του Πανεπιστημίου Πειραιά.
Έχει σκηνοθετήσει έργα Ευριπίδη, Jean Paul Sartre, Jean Anouilh, Eugenio Ionesco, Graham Greene, Harold Pinter, Ignacio del Moral και πολλών άλλων, στην Βραζιλία(όπου σκηνοθέτησε μεταξύ άλλων και μια σειρά έργων με τη θεατρική ομάδα Nos do Morro, γνωστή σ’ εμάς από την ταινία “Η πόλη του Θεού”), την Ελλάδα και την Κύπρο.
To 2013 πρωταγωνίστησε στην σειρά “Destino Rio de Janeiro” για την τηλεόραση ΗΒΟ. Την τελευταία δεκαετία, δημιούργησε και εξελίσσει με δεκάδες εργαστήρια, σεμινάρια και έρευνα, την “MUSA”.
Συνέντευξη στη Μάρω Καστράτου.
Σωτήρη το 2008-09 έκανες ένα πρωτοποριακό βήμα. Άφησες μια πετυχημένη καριέρα στην Ελλάδα και βρέθηκες στην φαβέλα του Vidigal στο Rio de Janeiro, να διδάσκεις αρχαία τραγωδία και συγκεκριμένα τις “Βάκχες” στον βραβευμένο θίασο της ταινίας «η Πόλη του Θεού» (City of God )“Nós Do Morro”. Πως προέκυψε αυτή η συνεργασία και η μόνιμη διαμονή σου εκεί;
Το θεατρικό γκρουπ Nos do morro είχε ήδη 22-23 χρόνια δράσης, όταν εγώ τους γνώρισα από κοντά και συνεργαστήκαμε το 2008-2009. Είναι ένας θίασος με την έδρα του σ’ έναν λόφο του Rio de Janeiro, το Vidigal, μια ταλαιπωρημένη για χρόνια από την βία και την φτώχεια, αλλά και εμβληματική, φαβέλα της πόλης. Βρίσκεται πάνω στους γνωστούς δίδυμους λόφους που ξεπροβάλλουν στο φόντο αριστερά από τις διάσημες παραλίες της Ipanema και του Leblon. O θίασος έγινε καταρχάς γνωστός από την συμμετοχή δεκάδων παιδιών και εφήβων, αλλά και ωριμοτέρων ηθοποιών του, στην γνωστή και σπουδαία ταινία του 2001 City of God, του σκηνοθέτη Fernando Mereilles.
Κατόπιν ακολούθησαν βραβεία και διακρίσεις και η φήμη της ομάδας έφτασε και στην Ευρώπη. Έτσι προέκυψαν οι συνεργασίες τους πάνω στις παραστάσεις του Σαίξπηρ, και η συνεργασία τους με το Globe theatre και τα διεθνή του εργαστήρια. Ακριβώς εκείνη την στιγμή, ξεκίνησε και η δική μας συνεργασία. Ήταν μια πρωτιά στην αρχαία τραγωδία και για εκείνους και για μένα.
Ορμώμενος από μια βαθιά ανάγκη για ανανέωση και έρευνα, αναζητώντας έμπνευση και μια καινούρια εμπειρία ζωής, μια ωραία ανοιξιάτικη μέρα την άνοιξη του 2008, ανέβηκα στον λόφο και τους συνάντησα, εκπληρώνοντας μια επιθυμία μου πολλών χρόνων, για να τους προτείνω μια συνεργασία για την πρώτη παράσταση αρχαίας τραγωδίας σε φαβέλα στην Βραζιλία. Από την γνωριμία μας μέχρι και την αρχή της συνεργασίας μας μεσολάβησαν 2-3 μήνες, όπου έκανα εντατικά μαθήματα πορτογαλικών για να μπορούμε να συνεννοούμαστε και έκλεισα όλες τις εκκρεμότητες μου στην Ελλάδα για να αφοσιωθώ απερίσπαστος στον στόχο «Βραζιλία» τα επόμενα χρόνια.
Πρώτα αγάπησες τη μουσική, και στην πορεία, όπως έχεις δηλώσει, συνάντησες το θέατρο και την τραγωδία. Στη Βραζιλία ένωσες λοιπόν τις δυο μεγάλες σου αγάπες. Θα πρέπει να ‘χει μεγάλο ενδιαφέρον η θέαση μιας τραγωδίας μέσα από ένα πολυφυλετικό και τόσο διαφορετικό από μας, κοινωνικά και πολιτισμικά, θίασο. Το ταμπεραμέντο και η ιδιοσυγκρασία των Βραζιλιάνων προφανώς εκφράστηκε μέσα από τα τραγικά κείμενα.
Οι πρώτοι Βραζιλιάνοι ηθοποιοί με τους οποίους συνεργάστηκα ήταν 18 νέοι και νέες, μεταξύ 20 και 30 ετών, τους οποίους επέλεξα προσωπικά. Οι περισσότεροι έτυχε να είναι αφρικανικής καταγωγής, οι οποίοι είχαν μεγαλώσει εκεί, με την κουλτούρα του Λόφου. Εκεί στους λόφους με τις φαβέλες στο Ρίο, υπάρχει μια πολύ ιδιαίτερη κουλτούρα, την οποία με τον καιρό γνώρισα σε βάθος, επειδή έζησα ανάμεσά τους για χρόνια.
Ανάμεσα στις ιδιαιτερότητες και τα προτερήματά των ηθοποιών μου, πέρα από την ζεστασιά, τα χαμόγελα και την ωραία τους ανθρώπινη ποιότητα, ήταν μια χαρακτηριστική άνεση με τον ρυθμό και μια οργανικότητα σε σχέση με την μουσική η οποία ήταν το βασικό μου ζητούμενο.
Ήταν κατά κάποιο τρόπο έτοιμοι να δεχτούν και να αγαπήσουν την πρόταση μου, της καθημερινής εκπαίδευσης και δημιουργίας με βάση την μουσική, εξαιτίας της σχέση τους με τον χορό και την μουσική. Επίσης δεν είχαν το ελάττωμα να λογοκρίνονται και να σαμποτάρουν οι ίδιοι τις δράσεις τους, προτού αυτές γεννηθούν, από το φόβο της έκθεσης ή της ντροπής, γιατί η σχέση τους με το σώμα και την έκφραση τους ήταν απενοχοποιημένη. Όλοι αυτοί που διάλεξα επίσης, είχαν ισχυρές και σωστές φωνές, κάποιοι έως και εξαιρετικές.Μάλιστα όλα τα κορίτσια του χορού έπαιζαν τύμπανα στην γυναικεία ορχήστρα κρουστών, και τέσσερις από τους άντρες ήταν και μουσικοί.
Είχαν ακόμα το σωματικό υπόβαθρο να ασκηθούν μ’ ένα έντονο πρόγραμμα εκπαίδευσης, οι περισσότεροι από τους άνδρες ήταν και καποερίστας.
Έτσι μετά τον πρώτο δύσκολο μήνα προσαρμογής, μπόρεσαν να ακολουθήσουν τον ρυθμό της δουλειάς και να οικειοποιηθούν την καινούρια γι’αυτούς μέθοδο δράσης.
Βέβαια, η έλλειψη ενός παρελθόντος σε σχέση με την αρχαία τραγωδία και οι δικές μου δυσκολίες με τα πορτογαλικά, προκαλούσαν κάποια δυσκολία πρόσληψης θεωρητικών και φιλοσοφικών ζητημάτων στην αρχή… Αλλά από την άλλη τους κρατούσε πρόθυμους και διαθέσιμους να δοκιμάσουν κάθε πρόταση χωρίς δισταγμό και προκατάληψη, και να πειραματιστούν στην πράξη .
Στον απολογισμό του εγχειρήματος μου με τους ηθοποιούς του grup Nos do morro, όσον αφορά το αισθητικό αποτέλεσμα, την σχέση μας, την πρόοδό τους, την δημιουργικότητα της έρευνας και της πρόβας, είχαμε ένα πολύ ξεχωριστό καλλιτεχνικά αποτέλεσμα.
Θέλω να πω ότι όχι μόνο γνώρισα και εργάστηκα με χαρισματικούς ηθοποιούς, αλλά και η ίδια η μέθοδός εργασίας μου αναπτύχθηκε και πλούτισε.
Ίσως επειδή με τις δυσκολίες της προσαρμογής, της γλώσσας και της κουλτούρας, έπρεπε να βρίσκω τρόπους να προσπερνάμε, με ουσιαστικές λύσεις και απαντήσεις, τις δύσκολες ερωτήσεις και χάρη και στην δική τους ορμή και προσήλωση στον σκοπό μας νομίζω ότι όλοι αναπτυχθήκαμε μέσα από αυτήν την εμπειρία ως καλλιτέχνες και άνθρωποι.
Το Ρίο είναι πλέον η δεύτερη πατρίδα σου. Πως είναι η καλλιτεχνική ζωή εκεί; Συγκριτικά με το θέατρο και τις παραστάσεις της αρχαίας τραγωδίας στην Ελλάδα, πόσο καλλιτεχνικά κοινές είναι οι εμπειρίες και οι ζωές μας;
Η αρχαία τραγωδία για τους Βραζιλιάνους καλλιτέχνες του θεάτρου, είναι ένα είδος με το οποίο δεν έχουν σε καμία περίπτωση την εξοικείωση που έχουν οι Ευρωπαίοι ή Έλληνες συνάδελφοί τους. Δεν υπάρχει έντονα η παρουσία της ούτε στα θέατρα, ούτε στις σχολές. Είναι κλεισμένη σε ένα πέπλο υψηλής κουλτούρας, και με μια λόγια και απροσπέλαστη σχεδόν γλώσσα από τον μέσο Βραζιλιάνο και έτσι δεν υπάρχει εύκολη πρόσβαση στα έργα αυτά ούτε από τους ηθοποιούς ούτε και από το κοινό βέβαια.
Η μετά-αποικιοκρατική κληρονομιά, άφησε την τραγωδία στα χέρια των ειδημόνων, στον ακαδημαϊκό κόσμο των κλασσικών σπουδών, με κάποιες εξαιρέσεις βέβαια, όπως η Μήδεια,η Αντιγόνη, ο Οιδίποδας και η Ηλέκτρα, που πέρασαν, μέσα από την ψυχανάλυση, την λογοτεχνία, τον κινηματογράφο κλπ με άλλες διαδρομές και τρόπους μέσα στην κουλτούρα τους, και λιγότερο μέσα από την θεατρική σκηνή και παιδεία.
Βέβαια με όλο αυτό το κύρος και την κλασική ομορφιά που έχει η Ελληνική τραγωδία, γιατί θα είναι για πάντα ένα μεγάλο και όμορφο θέατρο, μπορείς να δεις κάποιους σκηνοθέτες να ανεβάζουν, κατά καιρούς, κάποιο από τα παραπάνω έργα, αλλά δυστυχώς και αυτές οι παραστάσεις συνήθως δεν συνομιλούν με το σύγχρονο θέατρο, αλλά μοιάζουν κάπως μουσειακές.
Το βραζιλιάνικο κοινό έχει έναν φόβο και αντιμετωπίζει με επιφύλαξη τις παραστάσεις αυτές, με την σκέψη, ότι ίσως μείνει εκτός απ’ όλο αυτό που διαδραματίζεται, μήπως αισθανθεί βλάκας ή κουραστεί υπερβολικά.
Παρόλα αυτά η τραγωδία, η φιλοσοφία, ο Όμηρος, η μυθολογία, συνεχίζουν ν’ ασκούν ακαταμάχητη γοητεία. Οι ήρωες του τρωικού πολέμου και οι θεοί του Ολύμπου βρίσκονται κάθε χρόνο στο βραζιλιάνικο καρναβάλι, υπάρχει μάλιστα ένα θέμα με την πρόσληψη του ελληνικού σύμπαντος, από τους καλλιτέχνες, και την σύνδεσή τους με την ζωή και την σύγχρονη σκέψη.
Στην Ελλάδα αντιθέτως, αλλά και στην Ευρώπη, έχουμε τόση πληροφορία, τόσες προσλαμβάνουσες από παραστάσεις. Εγώ προσωπικά έχω παρακολουθήσει ίσως και 200 παραστάσεις αρχαίας τραγωδίας τα καλοκαίρια μου στην Ελλάδα έως σήμερα, από δημιουργούς και θιάσους απ’ όλον τον πλανήτη, εξαιρώντας την επαφή μου με αυτήν ως φοιτητής ή επαγγελματίας στο θέατρο.
Αυτό όμως τι σημαίνει; Ότι ξέρουμε πως πρέπει να ανεβαίνει η τραγωδία, ή ξέρουμε τι είναι και τι δεν είναι επιτρεπτό; Ποιο είναι το αποτέλεσμα; Ο εγκλωβισμός σε ανακύκλωση και οι αντιγραφές χωρίς επίγνωση πολλές φορές, κενές νοήματος, μέσα σε μια αισθητική φόρμα, ή έναν συγκεκριμένο κώδικα. Η στον αντίποδα, αποφασίζουμε να δείξουμε “την κουζίνα μας”, κάτι το οποίο είναι η πρόσφατη μόδα, να δείξουμε δηλαδή θεατρικά παιχνίδια και αυτοσχεδιασμούς… προσπάθειες να αποδεχθούμε και να απενοχοποιηθούμε από την αδυναμία σύλληψης και άποψης συνήθως. Ή ξεκινάμε μια επανάσταση κόντρα σε παλιά πρότυπα και σχολές, χωρίς καν να ξέρουμε πώς να δομήσουμε κάτι με νόημα. Χωρίς να γνωρίζουμε την δόμηση, ξεκινάμε την αποδόμηση. Η μόδα της αποδόμησης καταδυνάστευσε, απογοήτευσε και αφαίρεσε, με την κυριολεκτική σημασία της λέξης, κάθε γοητεία από πολλές παραστάσεις της αρχαίας τραγωδίας στις δεκαετίες του 90 και του 2000. Φαίνεται πως ήταν η μόνη διέξοδος για πολλούς σκηνοθέτες, που δεν έβρισκαν το πώς να δομήσουν και τι να πουν, πώς να φτιάξουν με ανανεωμένη και προσωπική αισθητική, ένα καλλιτεχνικό αποτέλεσμα με νόημα. Γιατί η αρχαία τραγωδία δεν γίνεται να απεκδυθεί από το νόημα, είναι κυρίως νόημα και μετά όλα τα άλλα.
Πάντως τελευταία βλέπω μια τάση και εδώ και στην Βραζιλία, όπως και παγκόσμια, να επιστρέφουμε στην μελέτη και την αναζήτηση του νοήματος ξανά, πίσω στις ρίζες του πολιτισμού μας, του δυτικού πολιτισμού εννοώ. Μοιάζει σαν να θέλουμε να γυρίσουμε και να βρούμε που χάθηκε το μονοπάτι, τι δεν πήγε σωστά και βρισκόμαστε σε τέτοιο αδιέξοδο ιδεολογίας και πράξης.
Με αφορμή τα σεμινάρια που θα δώσεις από 13-16 Ιουνίου στο faust μπορείς να μου δώσεις κάποιες πληροφορίες σχετικά με την δική σου μέθοδο εκπαίδευσης και προετοιμασίας των ηθοποιών που χρησιμοποιείς, τη γνωστή ως μέθοδο musa (musical system of acting).
Η δημιουργία της MUSA είναι αποτέλεσμα μακροχρόνιας έρευνας στο εργαστήριο της πρόβας, της εκπαίδευσης και της προετοιμασίας των ηθοποιών για έναν μονόλογο, έναν αυτοσχεδιασμό, μια σκηνή ή για μία παράσταση.
Βασίζεται θεωρητικά στην αρχαία θεωρία του Ήθους της Μουσικής, η οποία ήταν κυρίαρχη στην κλασσική αρχαιότητα και για πολλούς αιώνες αργότερα, και από την οποία προκύπτουν οι τεχνικές και οι δράσεις των ηθοποιών.
Είναι μια μέθοδος άσκησης, εκπαίδευσης, προετοιμασίας του ηθοποιού και σύνθεσης του ρόλου, με κινητήρια ενέργεια και καταλύτη την χρήση της μουσικής. Είναι αυτόνομη και ολιστική μέθοδος, η οποία οδηγεί τον ηθοποιό σε μια οργανική δημιουργία και παρουσία, πλουτίζει τα εκφραστικά του μέσα και τον βοηθά να αποκτά, με ψυχοτεχνική και όχι ψυχολογική διαδικασία, τις ψυχοσωματικές καταστάσεις και την συναισθηματική ετοιμότητα που απαιτούνται για την δράση του ως ηθοποιός και να συνθέσει ένα καλλιτεχνικό αποτέλεσμα ξεχωριστό σε κάθε του ρόλο.
Μέσω αυτής της προετοιμασίας με τη μουσική, ο ηθοποιός ανακαλύπτει και αποκαλύπτει την δική του ξεχωριστή και προσωπική δυναμική, σε όλο της το εύρος και την ζωντάνια, και αναπτύσσει τα εκφραστικά του μέσα. Μαθαίνει ν’ ακούει μ’ έναν νέο ενεργητικό τρόπο και να απορροφά κάθε ερέθισμα. Μαθαίνει κυρίως πως να ενεργοποιεί το θυμικό του κέντρο, την πηγή των συναισθημάτων, και να κατευθύνει την δράση του με αυτά, με τρόπο ελεγχόμενο και καλλιτεχνικό, δυναμικό και σαφή.
Η άσκηση με την μουσική, σπρώχνει απαλά τον ηθοποιό ν’ αφήσει τον φόβο, τις αναστολές, και να ρισκάρει το επόμενο βήμα. Με την μουσική μπαίνει γλιστρώντας σε έναν χώρο ασφαλή, και δεν έχει τον χρόνο να σκεφτεί πριν το επόμενο βήμα, να εκλογικεύσει ή να λογοκριθεί, γιατί το επόμενο βήμα είναι εδώ, η μουσική δεν τον περιμένει. Η ίδια η μουσική τον παρασέρνει απαλά, γεννώντας την επόμενη δράση του και ο ηθοποιός μαθαίνει να είναι πάντα παρών.
Η άσκηση με την MUSA ευαισθητοποιεί τις αισθήσεις του ηθοποιού, και γίνεται υπερευαίσθητος σε κάθε ερέθισμα του περιβάλλοντος κρατώντας τον ενεργητικό. Η μουσική παρτιτούρα είναι παρούσα και λειτουργεί πάντα, εμπλουτίζοντας όχι μόνο τις συνειδητές δράσεις, αλλά και τις υποσυνείδητες διαδρομές του ηθοποιού.
Εκτός της χρήση της όμως στην προετοιμασία του ηθοποιού, η μέθοδος έχει θεραπευτική και απελευθερωτική δράση σε αυτούς που ασκούνται με αυτήν.
Επίσης, λειτουργεί εξαιρετικά και συμπληρωματικά, σε άλλα συστήματα και τεχνικές προετοιμασίας και σύνθεσης, και βέβαια δεν αφορά μόνο την θεατρική δημιουργία αλλά και την υποκριτική τέχνη γενικότερα, στον κινηματογράφο και την τηλεόραση.
Ακόμα, η άσκηση με την MUSA, δίνει νέες διαστάσεις, βάθος και αλήθεια στην ερμηνεία των ηθοποιών-τραγουδιστών στο μουσικό θέατρο και είναι και εξαιρετικά βοηθητική στην προετοιμασία των ρόλου των ηθοποιών στην όπερα.
Τα σεμινάρια της MUSΑ απευθύνονται μόνο σε ηθοποιούς ή μπορούν να τα παρακολουθήσουν και να δοκιμάσουν την μέθοδό σου άλλες ειδικότητες και άλλοι καλλιτέχνες;
Συνήθως, στα σεμινάρια μου μέχρι τώρα, έχω 70% περίπου ηθοποιούς και σπουδαστές υποκριτικής, και ένα 30% από άλλες τέχνες και ειδικότητες. Έρχονται πολλοί μουσικοί-τραγουδιστές και χορευτές, γιατί θέλουν να ακούσουν και να αισθανθούν με διαφορετικό τρόπο την σχέση τους με την μουσική. Έρχονται δραματοθεραπευτές και μουσικοθεραπευτές, σε αναζήτηση νέων εμπειριών και νέων εργαλείων απελευθέρωσης για την δουλειά τους και εκπαιδευτικοί που αγαπούν και πιστεύουν ότι το θέατρο στο σχολείο είναι μια σημαντική και απαραίτητη δραστηριότητα. Ο συνδυασμός μάλιστα όλων αυτών φτιάχνει ένα πολύ πιο ενδιαφέρον και δυναμικό σύνολο απ’ ότι ένα γκρουπ αμιγώς ηθοποιών, γιατί έρχονται στην επιφάνεια θέματα και εμπειρίες που προέρχονται από διαφορετικής αφετηρίες σκέψεις και δράσης.
Το 2013 δημιούργησες και την δική σου πλέον Θεατρική ομάδα στην Βραζιλία, την Musa cia Teatral. Πιστεύεις πολύ στη δύναμη των ομάδων…
Λέω ότι οι ομάδες συμβαίνουν, δεν μπορούμε να τις δημιουργήσουμε. Όπως ο σεβασμός μόνο κερδίζεται, ποτέ δεν επιβάλλεται. Εξαιτίας της εθνικότητάς μου, αλλά και της μελέτης και της αγάπης μου για την τραγωδία, ήταν αναπόφευκτη η εμπλοκή μου σε πρότζεκτ, παραστάσεις, συναντήσεις, σεμινάρια, και ότι άλλο μπορείς να φανταστείς που έχουν σχέση με την τραγωδία. Έτσι μαζεύτηκαν γύρω μου, με τον καιρό, πρώην μαθητές μου ηθοποιοί, σημαντικοί καλλιτέχνες και ερευνητές, καθηγητές, και μεγαλύτεροι ηθοποιοί με όρεξη και αγάπη για την τέχνη τους. Όλους μας ενώνει αυτή η δίψα της μελέτης και της επαφής με την ποιότητα και την ουσία που υπάρχει μέσα στην τραγωδία.
Παράλληλα η σχέση μου με τις Φαβέλες και τα καλλιτεχνικά-κοινωνικά πρότζεκτ, που έχουν να κάνουν με την δράση μας ως υπεύθυνοι και ενεργοί πολίτες του κόσμου, είναι πλέον μέρος της ζωής μου.
Έτσι δημιουργήθηκε από μόνο του και ένα γκρουπ ηθοποιών και εκπαιδευτικών, όλοι τους μαθητές μου και αγαπημένοι, που το ονομάσαμε θεατρική εταιρεία Musa και αυτό. Μεταξύ άλλων καλλιτεχνικών δράσεων εργαζόμαστε εθελοντικά τα δύο τελευταία χρόνια, σε ένα πρότυπο εκπαιδευτικό πρόγραμμα θεάτρου που οργανώσαμε, για δεκάδες παιδιά και εφήβους, στο σχολείο Solar meninos de Luz, που βρίσκεται στην Φαβέλα του λόφου Cantagalo μεταξύ της Ipanema και Copacabana στο Rio de Janeiro.
Πιστεύω ότι μόνο μέσα από την δουλειά και την σχέση της ομάδας μπορείς να κάνεις ουσιαστική δουλειά στο θέατρο, είτε με ισχυρά καλλιτεχνικό, είτε με ισχυρά κοινωνικό αποτύπωμα σε βάθος χρόνου. Και όλη η ιστορία του θεάτρου το αποδεικνύει αυτό.
Την ίδια χρονιά πέρασες και με επιτυχία από τη σκηνοθεσία στην υποκριτική, πρωταγωνιστώντας στην σειρά για την τηλεόραση “Destino Rio de Janeiro”, από την HBO σε σκηνοθεσία Fabio Mendoza.
Πράγματι αυτό ήταν από εκείνες τις εκπλήξεις της ζωής, που έρχονται εκεί που δεν τις περιμένεις. Είχα ένα μήνυμα στον τηλεφωνητή του κινητού μου, που δεν τα ακούω ποτέ, και για μία και μοναδική φορά θέλησα να το ακούσω και κατάλαβα ότι μου ζητούσαν να πάω για μια συνέντευξη σ’ ένα γραφείο casting-agency. Σκέφτηκα ότι με ήθελαν για μια ακόμη δουλειά ερμηνευτικής προετοιμασίας των ηθοποιών, ήταν κάτι που είχα ήδη αρχίσει να κάνω για τηλεοπτικές σειρές και σινεμά, και γι αυτό και πήγα. Εκεί κατάλαβα ότι έκαναν δοκιμαστικά σε ξένους ηθοποιούς που ζουν στο Ρίο, και είναι εκατοντάδες γιατί είναι το κέντρο του σινεμά και της τηλεόρασης της Λατινικής Αμερικής, το αντίστοιχο του Λος Άντζελες της Βόρειας Αμερικής.
Ετσι είπα να κάνω ένα δοκιμαστικό εφόσον είχα μπει στον κόπο να πάω μέχρι εκεί, και μετά το ξέχασα όλο αυτό.
Έναν μήνα μετά με κάλεσαν σε ένα από τα στούντιο παραγωγής του HBO, για να με δεί ο σκηνοθέτης της σειράς. Ήταν ένας εξαιρετικός σκηνοθέτης, για πολλά χρόνια ο βοηθός του Fernando Mereilles. Δεν ήξερα ούτε περί τίνος πρόκειται.
Βρέθηκα λοιπόν σε ένα στούντιο να κάνω για δύο ώρες αυτοσχεδιασμούς σκηνών από την σειρά, με έναν ηθοποιό, βοηθητικό για την περίσταση, τον σκηνοθέτη, τον σεναριογράφο και τον διευθυντή φωτογραφίας της σειράς και να με τραβούν με δύο κάμερες ταυτόχρονα, ενώ ο σκηνοθέτης μου ψιθύριζε ατάκες και οδηγίες στο αυτί.
Η μέθοδός σου σε βοήθησε πιστεύεις;
Εάν δεν είχα όλα αυτά τα χρόνια της εκπαίδευσης εκατοντάδων ηθοποιών με την μέθοδο μου, δεν νομίζω ότι θα είχα κερδίσει τον ρόλο σε καμία περίπτωση. Στην πραγματικότητα είχα να βρεθώ σε ρόλο ηθοποιού σχεδόν 20 χρόνια, και παρόλα αυτά λειτούργησα απλά, φυσικά, αβίαστα. Ο ρόλος ήταν δικός μου φεύγοντας από εκεί, πριν μιλήσω καν για τα οικονομικά. Τον έκαναν Έλληνα εξαιτίας μου, και μου ζήτησαν να του δώσω ένα όνομα και τον βάφτισα Νίκο. Ήταν ένας 50άρης καπετάνιος, που έζησε μια τραγική ιστορία αγάπης και εγκατάλειψης. Χρειάστηκε να «μεγαλώσω» ηλικιακά και να πάρω και βάρος… Τα γυρίσματα ήταν εξοντωτικά, με πολύ φυσική και ψυχική κόπωση, γιατί παράλληλα σκηνοθετούσα και στο θέατρο, αλλά ήταν μια σπουδαία εμπειρία στην ζωή μου. Σκέφτομαι πολλές φορές, τόσοι ηθοποιοί παλεύουν χρόνια για μια τέτοια δουλειά, αποτελεί όνειρο ζωής, και εγώ δεν του έδωσα σημασία, σχεδόν το έχω ξεχάσει…η αγάπη μου για το θέατρο βλέπεις…
Θα δούμε τη σειρά στην ελληνική τηλεόραση;
Η σειρά δεν έχει πουληθεί στην Ελλάδα, μπορεί όμως κάποια στιγμή να έρθει και να το δεις.
Στην Ελλάδα, αν δεν κάνω λάθος, δεν υπάρχουν πολλοί προπονητές υποκριτικής που να προετοιμάζουν ηθοποιούς για κινηματογραφικές ταινίες και τηλεοπτικές σειρές ( Coaching and actors preparation/training). Στο εξωτερικό όμως είναι αρκετά διαδεδομένο…
Όχι, είναι μια ειδικότητα που υπάρχει στην Αμερική κυρίως, και στην Βραζιλία αναπτύχθηκε την τελευταία δεκαετία, με το Boom του Βραζιλιάνικου σινεμά μετά την «Πόλη του Θεού» και την μεγάλη οικονομική ανάπτυξη. Στην πραγματικότητα είμαστε 5-6 που κάνουμε αυτήν την δουλειά εκεί. Είναι απαραίτητο σε μεγάλες παραγωγές, με πολλούς ρόλους και σκηνές συνόλων, ή με ρόλους που έχουν πολύ μεγάλες απαιτήσεις υποκριτικής. Ο actor’s coach, λειτουργεί λοιπόν σαν το alter ego του σκηνοθέτη και προετοιμάζει τους ηθοποιούς της ταινίας, στήνοντας και προβάροντας όλες τις σκηνές, ενώ ο σκηνοθέτης του φιλμ έχει να οργανώσει και να λύσει χιλιάδες άλλα θέματα μέχρι να αρχίσουν τα γυρίσματα. Όταν πρόκειται να κάνεις μια ταινία με 3-4 ηθοποιούς δεν έχει και μεγάλο νόημα να παραδώσεις τις πρόβες των ηθοποιών σου σε άλλον.
Συνήθως όμως στον κινηματογράφο και στην τηλεόραση, υπάρχουν σκηνοθέτες που έχουν έρθει από τον χώρο της φωτογραφίας και της εικόνας, και ενώ γνωρίζουν καλά το αισθητικό αποτέλεσμα που θέλουν από το σύνολο τους, δεν έχουν τις γνώσεις και τα εργαλεία να οδηγήσουν σε βαθιά ερμηνευτικά και πολύπλοκα μονοπάτια τους ηθοποιούς τους. Έτσι βρέθηκα να κάνω και αυτήν δουλειά, παράλληλα με την σκηνοθεσία και την διδασκαλία, που είναι εξαιρετικά ενδιαφέρουσα και αποδοτική.
Έχοντας “κτίσει” μια σκηνοθετική ταυτότητα μέσα από πολλές σπουδές και χρόνια εργασίας ποια συμβουλή θα έδινες σ’ένα νέο σκηνοθέτη;
Από το 1991 που ξεκίνησα σπουδές και εργασία ως μουσικός και βοηθός σκηνοθέτης στο θέατρο, μέχρι και το 2000 που αποφάσισα να σκηνοθετήσω τις πρώτες μου παραστάσεις, είχα την ευκαιρία να δουλέψω πλάι σε πολλούς και διάφορους σκηνοθέτες, από μια θέση με προνομιακή θέα. Ως μουσικός-ηθοποιός και ως βοηθός, είχα τον χρόνο να μελετώ χωρίς το άγχος και την πίεση των αποφάσεων που οφείλει να παίρνει κάθε λεπτό της πρόβας ο σκηνοθέτης, την μέθοδο και την διαδικασία των προβών, και κυρίως την εργασία με τους ηθοποιούς. Τα μεγαλύτερα μαθήματα τα πήρα αναλύοντας προσεκτικά τα λάθη που συνέβαιναν. Ο σκηνοθέτης κάνει σίγουρα μια από τις πιο πολύπλοκες και δύσκολες δουλειές που υπάρχουν, γιατί δεν εξαντλείται η εργασία μας σε ωραίες ιδέες, ούτε ισχυρές εικόνες, αυτά είναι τα ευκολότερα. Η βασική δυσκολία της δράσης μας είναι ότι εξαρτάται η δημιουργία μας 100% στην σχέση μας και την ικανότητα συνδημιουργίας με τους ηθοποιούς μας. Τα λάθη μας που σχετίζονται με την σκηνική ανάγνωση του κειμένου, με την διασκευή, τα τεχνικά ζητήματα, με θέματα σκηνικού χώρου, θεατρικής γλώσσας, αισθητικής πρότασης και άλλα πολλά, είναι όλα σχεδόν ασήμαντα ως προς την σύγκριση με τις επιπτώσεις που έχουν τα λάθη που σχετίζονται με τους ηθοποιούς μας και την διαδικασία της πρόβας.
Καλώς ή κακώς, πρέπει ο κάθε νέος σκηνοθέτης να το πάρει απόφαση, το θέατρο ανήκει στους ηθοποιούς, αυτοί «παίζουν θέατρο» τελικά στην σκηνή και η καλύτερη συμβουλή που έχω να του δώσω, είναι να μάθει να αφουγκράζεται, με υπομονή και διάκριση, τους ηθοποιούς του. Όλα τα λάθη και όλες οι σωστές αποφάσεις εκεί βρίσκονται, στις προθέσεις, στις αμφιβολίες, στις δοκιμές, στα συναισθήματα, στις ψυχοσωματικές δράσεις, στις σιωπές των ηθοποιών του. Εκεί όμως, βρίσκονται και όλες οι απαντήσεις και ο τελικός μας σκοπός, η δημιουργία πολύ καλού θεάτρου.
Ποια είναι τα μελλοντικά καλλιτεχνικά σου σχέδια; Θα δούμε σκηνοθετικές δουλειές σου και στην Ελλάδα τους επόμενους μήνες;
Μετά από τόσα χρόνια απουσίας από την Ελλάδα, η πρώτη μου προτεραιότητα είναι να ξεκινήσω νέες συνεργασίες και να αναθερμάνω τις παλιές, με συνεργάτες και φίλους αγαπημένους, μέσα από την συνάντησή μας στην πρόβα για δημιουργία παραστάσεων, αλλά και στην έρευνα και στα σεμινάρια.
Μπορεί να έκανα πολλές παραστάσεις και παραγωγές που θα ήταν στα όρια της επιστημονικής φαντασίας να καταφέρει κάποιος να κάνει στο θέατρο της Ελληνικής πραγματικότητας, σε αυτά τα χρόνια της κρίσης.
Σκηνοθέτησα αποκλειστικά έργα μεγάλα, από 16 μέχρι και 26 ηθοποιούς και μουσικούς στην σκηνή, και κέρδισα πολύτιμη εμπειρία και γνώση.
Επίσης, μέσα από τα δεκάδες σεμινάρια και μαθήματα, ανέπτυξα και οργάνωσα την προσωπική μέθοδο εργασίας μου, που είναι ένα σημαντικό εργαλείο δημιουργίας για έναν σκηνοθέτη. Όλα αυτά σίγουρα είναι σημαντικά και αναντικατάστατα.
Όμως και η επαφή και το μοίρασμα με τους δικούς σου ανθρώπους, η μυρωδιά του τόπου σου, η οικειότητα της γλώσσας και του κώδικα επικοινωνίας, η αίσθηση του να είσαι στο σπίτι σου, είναι κάτι που θέλω πολύ να το ξαναζήσω και μάλιστα σύντομα.
Ευτυχώς λοιπόν που έχω έρθει με πολλές ιδέες και όρεξη για εργασία.
Βέβαια είμαι πάντα ανοικτός σε ενδιαφέρουσες προτάσεις και νέες συνεργασίες.
Την επόμενη χρονιά θέλω να την περάσω, για πρώτη φορά μετά από πολλά χρόνια, κυρίως στην Αθήνα και λιγότερο σε ταξίδια και στην Βραζιλία.