Μετά την πρωινή παράσταση Το Άλλο Σπίτι του Εν Δυνάμει στη Στέγη Γραμμάτων και Τεχνών.
Της Αλέκας Συμεωνίδου.
Τα θερμά μου συγχαρητήρια σε όλους τους συντελεστές, ηθοποιούς και μουσικούς, καθώς και στην Ελένη Ευθυμίου, γι αυτό το εξαιρετικό παράδειγμα μοντέρνου θεάτρου που μας παρουσίασαν. Όλα συντονίζονταν με την πλαστικότητα και την ακρίβεια μιας χορογραφίας!
Θα θυμάμαι ιδιαίτερα μια πολύ δυνατή σκηνή, αυτή του κοινού λουτήρα, που είχε τη δωρικότητα αρχαίου χορικού (και προεκτάσεις, βέβαια, από τη νεότερη ιστορία).
Συγκλονιστικός, από την άλλη πλευρά, και ο ρεαλισμός “στο τραπέζι της οικογένειας”. Είχα μια αίσθηση, λοιπόν, ότι βρέθηκα μπροστά στην τολμηρή έκθεση και των δύο σκοτεινών πλευρών μιας ανθρώπινης κατάστασης, όπου η μία πλευρά δίνει πόνο στην άλλη και λειτουργεί αμφίδρομα. Η τέχνη, όμως, λειτουργεί ως από μηχανής θεός, δίνει πίσω τα κομμένα φτερά στους πληγωμένους. Βλέπεις, από τη μία πλευρά ότι το “όλον” μπορεί να απειλεί την ελευθερία στη μοναδικότητα του “ενός” και από την άλλη πλευρά ο “ένας” μπορεί να δίνει πόνο στον “άλλον”, όταν παραμένει ερμητικά κλειστός. Και όπως γενικά στο έργο, που είναι βάση για την εξέταση πλευρών της καθημερινότητας όλων ημών, το θέμα του ερμητικά κλειστός πρέπει να αποτελεί έναν από τους μεγαλύτερους πόνους που μπορεί να βιώσει ο άνθρωπος. Που μπορεί ακόμη να γίνει και όπλο τιμωρίας: είδος τιμωρίας μπορεί και κυριαρχίας, η αμφιβολία για την ύπαρξη συναισθήματος από τον άνθρωπο που στέκεται απέναντί μας, γενικά στη ζωή.
Και παρ’ όλη τη φόρτιση των εννοιών, το κείμενο παρέμενε σφριγηλό και αντικειμενικό, οι ήρωες αυτοσαρκαζόμενοι, πολλές φορές σκωπτικοί. Και στα πιο τραγικά σημεία υπήρχε η αναγκαία αποστασιοποίηση που κάνει τη μεγάλη τέχνη να περνά προς τον ακροατή.
Και, φυσικά, δεν πρόκειται για έργο περί αναπηρίας! Είναι, νομίζω, έργο για την ανάγκη αποδοχής της διαφορετικότητας σε ευρύτερη έννοια. Η “αναπηρία”, εδώ, λειτουργεί σαν πρόσχημα, σαν ένας μεγεθυντικός φακός, για να κάνει zoom σε διαφορετικές μορφές διαφορετικότητας — ακόμη και πλευρές στον ίδιο τον εαυτό μας — και την ανάγκη να τις αποδεχτούμε. Αλλά τι είναι και η αγάπη; Είναι η αποδοχή της διαφορετικότητας των ψυχών. Αυτή η “διαφορετικότητα” μπορεί, λοιπόν, να είναι το φύλλο, μπορεί να είναι η ηλικία, σίγουρα η ψυχοσύνθεση αφού κανείς δεν είναι ίδιος, μπορεί να είναι οι ιδέες, η εμφάνιση, το ντύσιμο, η μόρφωση, ο τρόπος εκδήλωσης του εαυτού, η ομορφιά, χίλια δυο. Αλλά δεν πρόκειται ούτε για την αποδοχή. Το έργο δεν αρκείται στην επίκληση της αποδοχής, αλλά προχωρεί ένα βήμα πιο πέρα και λέει να αγαπήσουμε το διαφορετικό, να το δούμε με αγνά και μη προκατειλημμένα μάτια, να το αφήσουμε να εμπλουτίσει τη ζωή μας. Υπάρχει ένα κομβικό σημείο: να βιώσουμε την αγάπη μας για το διαφορετικό, μην περιμένοντας την ανταπόκριση – no give and take. Νομίζω, ότι αυτή είναι η πύρινη στεφάνη μέσα από την οποία πρέπει να περάσει η αγάπη – μητρική, υιική, φιλική, ερωτική, οικογενειακή.
Όταν, μετά από αυτό, συνεχίζεις να αγαπάς τον διαφορετικό άνθρωπο, είναι η πραγματική και όχι η εγωιστική αγάπη: ένα βήμα πιο πέρα από το γνωστό εδάφιο για την αγάπη που δεν δεσμεύει, δεν ζηλεύει, δεν απαιτεί, δεν κρίνει. Και τότε πια, δεν πονάς. Αντίθετα, ζεις την απόλυτη ευτυχία — τη θεϊκή τρέλα της αναγνώρισης της αγάπης. Τι φινάλε κι αυτό, στο έργο! Όλα ήταν εκεί, στην ελεύθερη σωματική έκφραση των ηθοποιών. Σ’ αυτήν την παράσταση ήταν ουσιαστική και η συμβολή του σκηνικού περιβάλλοντος (βίντεο, φωτισμοί, σκηνικά, ένδυμα).
Ένα έργο, λοιπόν, για την αναζήτηση της αγάπης. Ποιος είναι το σπίτι σου, ρωτά η λεζάντα. Η αναζήτηση της οικειότητας το ζητούμενο, αλλά οικειότητα ως ταύτιση ψυχών και όχι παραγνώριση του άλλου. Καμιά φορά στην καθημερινότητα και οι λέξεις χάνουν την αρχική σημασία τους και τότε το νόημά τους φθείρεται.
Είναι ευχάριστο ότι αναπτύχθηκε μια τέτοια ομάδα, η οποία υπηρετεί το θέατρο ως προτροπή αυτογνωσίας. Θα μου πείτε, μα πάντα το θέατρο ήταν κάθαρση και, επομένως, αυτογνωσία. Στις μέρες μας, όμως, κυρίαρχες τάσεις είναι η συγκέντρωση σε ομοειδείς ομάδες, η αντίδραση προς τη διαφορετικότητα, το κλείσιμο της κοινωνίας στους “άλλους”, η προκατάληψη, η ιδρυματοποίηση των “αναγνωρίσιμων” διαφορετικών ανθρώπων, αλλά και η απόρριψη των “μη αναγνωρίσιμων” διαφορετικών ανθρώπων. Γι αυτό με ενθουσίασε το θέατρο που είδα από την ομάδα “Εν δυνάμει” της Θεσσαλονίκης. Οι ηθοποιοί κάνουν κάτι για το οποίο παθιάζονται και ρίχνουν έναν προβολέα πάνω σε κρυφούς δαίμονες που παριστάνουμε ότι δεν τους βλέπουμε αλλά κάποιοι από αυτούς μπορεί να έρθουν και στη δική μας ζωή. Το γήρας, το τροχαίο δυστύχημα, η φτώχεια, η εγκατάλειψη, το πένθος, που μας αποκόβουν από το “όλον” και γινόμαστε κι εμείς “διαφορετικοί”. Οπότε, beware!