Αυθόρμητος, ουσιαστικός, με βαθιά σκέψη και άποψη, κοινωνικές ευαισθησίες και μεγάλη αγάπη για την υποκριτική… Ο Όμηρος Πουλάκης ανήκει σε εκείνη την κατηγορία ηθοποιών που δεν φθείρεται σε ανούσιες δηλώσεις και πρόσκαιρες εντυπώσεις, αλλά χαράζει την πορεία του στο χώρο της υποκριτικής με προσεκτικές επιλογές και απαιτητικούς ρόλους. Μιλάει στα Θεατρικά Προγράμματα για το θέατρο, τους ρόλους του, αλλά και για τη σημασία του πολιτικού διαλόγου…
Συνέντευξη στη Βίκυ Διαμάντη
Για ποιο λόγο φέτος επέλεξες να υποδυθείς τον Τσανς;
Τον περασμένο Νοέμβριο έγινε μια συνάντηση ανάμεσα στην Κατερίνα Μαραγκού, στην Αναστασία Ρεβή που σκηνοθετεί την παράσταση και σε μένα. Μου ζήτησαν να διαβάσω κάποια αποσπάσματα από το έργο. Κάποιες μέρες αργότερα μου πρότειναν να συνεργαστούμε. Η αίσθηση που είχα για την ατμόσφαιρα ανάμεσά μας, ήταν πως υπήρχε δημιουργική διάθεση, διάθεση για μοίρασμα. Το έργο είναι ένα από τα πιο σημαντικά της παγκόσμιας δραματουργίας . . . και συμμετέχω.
Τι σε «γοητεύει» στο ρόλο που υποδύεσαι;
Αντιλαμβάνομαι τον Τσανς Γουέιν σαν μια θεατρική μορφή που αποτυπώνει μιαν αδυναμία της νεότητας. Την αδυναμία να συλλάβει πως ο βίος, ακόμα και αν στα μάτια του μοιάζει απέραντος, είναι εντούτοις περατός και σαδιστικά βραχύς. Ωστόσο δεν ξέρω τι με γοητεύει. Δεν νομίζω ότι είναι υποχρεωτικό να γοητεύομαι από κάθε θεατρική μορφή που πραγματώνω.
Είναι ένας σκληρός χαρακτήρας, αν σκεφτούμε ότι και το πρόσωπο με το οποίο είναι ερωτευμένος, το κατέστρεψε εν συνειδήσει…
Αυτό είναι ένα ζήτημα ερμηνείας, αν το έκανε ασυνείδητα, αν το έκανε συνειδητά, ακόμα κι αν το έκανε. Ο Τσανς Γουέιν είναι θεατρική μορφή, δεν είναι χαρακτήρας, επιμένω εγώ. Δεν είναι ένα ντοκιμαντερίστικο έργο που αποτυπώνει μια κυριολεκτική ανθρώπινη συμπεριφορά. Είναι ένα θέατρο ποιητικού ρεαλισμού. Τίποτα που σχετίζεται με μια εντελώς συγκεκριμένη ανθρώπινη συμπεριφορά. Στο έργο άλλωστε υπάρχουν αρκετές αναφορές που δείχνουν ότι είναι πιθανόν να μην το έκανε ο Τσανς. Δεν είναι δεδομένο από τον συγγραφέα αυτό. Το έργο μιλάει περισσότερο για την τραγωδία του επώδυνου μέρους της άγνοιας, παρά για μιαν σκοτεινή γνώση.
Χτίζοντας αυτό το ρόλο υπήρχε κάτι που σε δυσκόλεψε;
Είναι ένας πάρα πολύ δύσκολος ρόλος. Χρησιμοποιεί έναν λόγο που φαινομενικά τον υπερβαίνει γιατί δεν θα μπορούσε ένα παιδί γεννημένο στο Σαιντ Κλάουντ να μετέρχεται τέτοιων νοημάτων. Έχει φοβερές δυσκολίες.
Παράλληλα αυτό τον καιρό προβάλλεται σε φεστιβάλ μία ταινία στην οποία συμμετέχεις…
Το «Silent». Σκηνοθέτης είναι ο Γιώργος Γκικαπέπας, και παίζουν η Κίκα Γεωργίου, η Ανέζα Παπαδοπούλου, ο Μάνος Βακούσης, η Ηλέκτρα Νικολούζου, η Ιωάννα Μαυρέα, ο Γιώργος Ζιόβας κι ο Κώστας Μπερικόπουλος. Είναι η ιστορία μίας σοπράνο η οποία ξαφνικά χάνει τη φωνή της, όχι από κάποιο προφανή λόγο. Τα πρόσωπα γύρω της προσπαθούν να καταλάβουν και να δουν τι συμβαίνει.
Ποιος είναι ο ρόλος σου στην ταινία;
Υποδύομαι το φίλο αυτής της κοπέλας, ο οποίος την είδε να εξαφανίζεται για ένα μεγάλο διάστημα, χωρίς να ξέρει γιατί. Την ξανασυντάει σε αυτή τη δύσκολη περίοδο και προσπαθεί να την καταλάβει.
Ετοιμάζεις και μία καινούργια θεατρική δουλειά…
Ναι, τον «Δον Ζουάν» του Μολιέρου. Από τις 18 Γενάρη θα παίζεται στο Faust, κάθε Δευτέρα και Τρίτη. Θα σκηνοθετεί ο Χρήστος Σουγάρης. Θα παίζουν οι Ξανθή Γεωργίου, Χριστίνα Χειλά, Λευτέρης Χαρέλλης, Νίκος Καρύδης, Αλέξης Κωτσόπουλος και ο Νίκος Χατζόπουλος που δανείζει τη φωνή του. Αυτό τον καιρό είμαστε σε διαδικασία προβών και επίσης θα ξεκινήσω και γυρίσματα για την καινούργια ταινία του Γιώργου Γεωργόπουλου, με τον οποίο είχαμε συνεργαστεί στο «Tungsten» πριν από πέντε έξι χρόνια και τώρα θα κάνει τη δεύτερη ταινία του.
Γιατί ο «Δον Ζουάν» είναι επίκαιρο έργο;
Έργα τα οποία αποτελούνται από ένα ευρύ σύνολο νοημάτων και έχουν πολλαπλές πιθανές αποτυπώσεις, ανάλογα τον σκηνοθέτη και το σύνολο των ανθρώπων που τα δημιουργεί και την χρονική στιγμή που παρουσιάζονται, θα μπορούσαν να γίνουν αντιληπτά ως επίκαιρα αλλά αυτός ο χαρακτηρισμός δεν με αφορά σε σημαντικό βαθμό. Η ουσία είναι πως μιλάμε για διαχρονικά έργα. Έργα τα οποία καταφέρνουν να συγκεράσουν ένα πλήθος νοημάτων με έναν όχι εντελώς ξεκάθαρο και αναντίρρητο τρόπο. Για αυτό άλλωστε υπόκεινται συνεχώς σε ερμηνείες, μπορεί δηλαδή να παρασταθούν ξανά ξανά με διάφορους τρόπους. Ένα διαχρονικό θεατρικό έργο δεν τελεσιδικεί ποτέ. Δεν νομίζω ότι θα μπορούσε ποτέ να θεωρηθεί ανεπίκαιρη η επιλογή να παρασταθεί ένα διαχρονικό έργο.
Είναι ένα έργο που επικεντρώνεται στον έρωτα και με τη σαρκική του μορφή και με την πνευματική…
Μπορώ να πω ότι δεν είναι μόνο αυτό. Είμαστε σε διαδικασία προβών και συζητάμε για όλα αυτά. Το έργο μιλάει για ένα πλήθος θεμάτων. Θέτει το ζήτημα του θεολογικού πρίσματος, την κοινωνική ηθική, την χριστιανοσύνη, τον άνθρωπο μέσα σε ένα περιβάλλον, την έννοια της καταγωγής, την έννοια της ευγενικής καταγωγής, την έννοια της προδοσίας, του πλούτου, της φτώχειας, του έρωτα, της υποκρισίας, της υποκριτικής και τόσα τόσα άλλα…
-Η δική σου προσέγγιση σε αυτό το έργο;
Εγώ βλέπω ένα θεατρικό θαύμα του Μολιέρου στο οποίο δεν είχα εμβαθύνει ποτέ ως τώρα. Ένα εκπληκτικό κείμενο με εκπληκτικά κωμικά όσο και τραγικά στοιχεία. Ένα έργο με εκπληκτική θεατρική δομή. Εγώ αυτά βλέπω πρωτίστως. Τώρα από εκεί και πέρα, σχετικά με τον συγκερασμό των θεμάτων, δεν μπορώ να απαντήσω γιατί θα ήταν σαν να κάνω εκείνο που είπα ότι δεν γίνεται. Να τελεσιδικίσω εγώ πάνω σ’ ένα διαχρονικό έργο.
Πού συναντιέται το θέατρο με την πολιτική;
Ο Θέσπις που θέσπισε το θέατρο, όπως μάθαμε στο σχολείο, αποσπάστηκε από το σύνολο και συνομίλησε μαζί του και ενώπιόν του κάνοντας μία πολιτική χειρονομία. Και το σύνολο των Αθηναίων πολιτών στις καθιερωμένες γιορτές μαζευόταν να παρακολουθήσει κάποιους που παριστάνανε πως ήτανε κάποιοι άλλοι. Το θέατρο εμπεριέχει, και από την πλευρά του θεατή, την πολιτική χειρονομία να κατευθυνθεί στον δημόσιο χώρο για να παρακολουθήσει μαζί με άλλους ένα παραστατικό συμβάν. Να βγει δηλαδή από το κλειστό ιδιωτικό σύμπαν και να μετακινηθεί όχι με την έννοια της κοσμικής εξόδου αλλά ενεργητικά. Και αυτό είναι για μένα βαθιά πολιτικό.
Είσαι ένα πρόσωπο που έχεις πάρει πολιτική θέση, ωστόσο στην κοινωνία επικρατεί η άποψη ότι γενικότερα τα προβεβλημένα πρόσωπα, οι καλλιτέχνες, παρ’ όλες τις συνθήκες που βιώνει αυτή τη στιγμή η χώρα, δεν έχουν πάρει θέση, σιώπησαν…
Η αλήθεια είναι ότι το πολιτικό μου σκεπτικό το κοινωνώ και στην καθημερινή μου ζωή, δηλαδή λέω «σκέφτηκα αυτό ή εκείνο» ή «αναρωτιέμαι μήπως αυτό ή το άλλο». Όταν, πριν από δέκα χρόνια ήρθαν να μου πάρουν μια συνέντευξη και άρχισαν να με ρωτούν πράγματα τα οποία δεν με ενδιέφερε να παρακολουθήσω ούτε με ενδιέφερε να μιλήσω πάνω σε αυτά προσπάθησα, και χαίρομαι που το έκανα δεν διαφωνώ με τον τότε εαυτό μου, να πω πως υπάρχουν πιο σημαντικά ζητήματα από το ζώδιο μου ή το πού μου αρέσει να βγαίνω. Ταυτόχρονα δεν μπορώ να καταλάβω πώς είναι δυνατόν να μην έχει κάποιος σκέψεις σχετικά με την πολιτική πραγματικότητα που τον περικλείει. Σαφώς και υπάρχει ένα μεγάλο πεδίο ζητημάτων τα οποία αρκετοί δεν γνωρίζουμε πως συμβαίνουν ακριβώς, όπως για παράδειγμα το καταστατικό λειτουργίας του eurogroup. Όμως και μόνο η ερώτηση γύρω από αυτό, όλος ο σχετικός πολιτικός διάλογος έχει για μένα μια ορισμένη σημασία. Τώρα σε σχέση με τους καλλιτέχνες και την ερώτηση σου, βλέπω μια διπλή κίνηση: Υπάρχει έντονα το «δεν θα τοποθετηθώ, μιλάω μέσα από την τέχνη μου», στάση που εμπεριέχει έναν βαθμό υπεκφυγής και που προσπαθεί να προβληθεί ως στάση ευθύνης. Υπάρχει όμως και μια πολιτική χροιά από αρκετούς ως προς τον προσδιορισμό της πραγματικότητας, ως προς το αν υπάρχει προοπτική και ποία θα μπορούσε να είναι. Και είναι σε έναν ορισμένο βαθμό αντιληπτό το γιατί οι άνθρωποι ζητούν από εκείνους που ασχολούνται με τις τέχνες να εκφράσουν στα δύσκολα τις πολιτικές τους σκέψεις. Διότι μέρος της δουλειάς του ηθοποιού, του γλύπτη, του ζωγράφου, του σκηνοθέτη, του ποιητή κ.α. είναι να συλλαμβάνει εκείνο που είναι αδιόρατο, τον βουβό ψίθυρο, και να του δίνει μια πιθανή υπόσταση, ένα σχήμα, μια φωνή. Και όχι αποκλειστικά μέσα από την τέχνη του αλλά και μιλώντας. Και επειδή όπως σου είπα βλέπω μια διπλή κίνηση, μπορώ να σε ρωτήσω από πού αντλείς το συμπέρασμα για το παράπονο αυτό που περιγράφεις ;
Από συζητήσεις που γίνονται μεταξύ των ανθρώπων που βρίσκονται στη γειτονιά μου, σε παρέες και σε κοινωνικές συναναστροφές που κάνω μέσω της δουλειάς μου…
Σκέφτομαι λοιπόν ότι έχουμε ανάγκη οι άνθρωποι ο ένας τον άλλον και αυτό είναι πολύ ωραίο.