Skip to main content

Ο Γκέοργκ Μπύχνερ είναι ένας εξαιρετικά ενδιαφέρων συγγραφέας, ένας εκφραστής της βαθιάς απαισιοδοξίας της ύστερης φάσης του Ρομαντισμού, του οποίου το έργο αναγνωρίστηκε και καθιερώθηκε πολύ μετά το θάνατό του ιδιαίτερα με το μισοτελειωμένο του έργο «Βόυτσεκ».
Συγκεκριμένα τέσσερα σχεδιάσματα χωρίς δομημένη μορφή – αρχή, μέση και τέλος – είδαν το φως της δημοσιότητας το 1879, σαράντα χρόνια μετά το θάνατό του, το 1837, από τύφο σε ηλικία 24 χρονών. Ωστόσο σε αυτό το ανολοκλήρωτο έργο αποτυπώνονται οι ιατρικές του γνώσεις σχετικά με τη λειτουργία του νευρικού συστήματος, την ανατομία του ανθρώπινου σώματος και βέβαια οι κοινωνικοεπαναστατικές του ιδέες. Έμπνευση για τη συγγραφή του έργου έδωσε μία βίαιη δολοφονία. Ένας απόκληρος της ζωής ονόματι Βόυτσεκ, σκοτώνει την ερωμένη του και καταδικάζεται σε θάνατο δι’ αποκεφαλισμού ενώ παραμένει «θολή» η γνωμάτευση του γιατρού, ο οποίος εκτιμά ότι είχε σώας τας φρένας αλλά έπασχε από «παρανοϊκές ψευδαισθήσεις». Με έναυσμα αυτό το γεγονός και έχοντας διαμορφώσει τις προσωπικές του πεποιθήσεις, ο Μπύχνερ καταγγέλλει την κοινωνική αδικία και την καταπίεση των φτωχών δημιουργώντας τον δικό του «Βόυτσεκ», ένα στρατιώτη επί πληρωμή που συμπληρώνει το βαλάντιό του για να συντηρήσει τη γυναίκα και το παιδί του κάνοντας διάφορες δουλειές, ακόμα και το πειραματόζωο, υποβάλλοντας τον οργανισμό του σε ακραία πειράματα.
Το Κ.Θ.Β.Ε. ανέβασε τον «Βόυτσεκ» σε σκηνοθεσία Σταύρου Τσακίρη,  στο Βασιλικό Θέατρο, επιλογή του πρώην καλλιτεχνικού διευθυντή Γιάννη Βούρου. Συνήθως οι σκηνοθέτες χρησιμοποιούν ένα τελικό κείμενο ή επιλέγουν στοιχεία και από τα τέσσερα σχεδιάσματα ή εστιάζουν σε ένα μόνο σχεδίασμα. Σε αυτή την παράσταση ο Σταύρος Τσακίρης διεκδικεί μια παγκόσμια πρωτοτυπία επιλέγοντας να παρουσιάσει και τα τέσσερα σχεδιάσματα–παραλλαγές–εκδοχές. Ο Σταύρος Τσακίρης, χωρίς καμία παρέμβαση, απλά παραθέτει τα σχεδιάσματα μέσα σε ένα πολυφασματικό σκηνικό (φωτισμοί Σταύρος Τσακίρης) με συρόμενα ταμπλό που δημιουργούν σκηνικούς χώρους (Αλέξανδρος Ψυχούλης) συνοδεία ορχήστρας στην οποία οι ηθοποιοί παίζουν διάφορα όργανα. Αυτή η πολυπρισματική παρουσίαση του «Βόυτσεκ» κατά την άποψη του σκηνοθέτη βοηθά τον θεατή να σχηματίσει τη δική του εκδοχή για την έκβαση αυτού του ημιτελούς έργου.

Δεν νομίζω ότι αυτό το σκηνοθετικό εγχείρημα, με τους δεκατρείς ηθοποιούς, έφερε το επιθυμητό αποτέλεσμα. Αντιθέτως ο θεατής που δεν γνωρίζει το κείμενο μπερδεύεται, αποσυντονίζεται, ο ελλιπής λόγος δεν τον βοηθά και κουράζεται με τη συνεχή επανάληψη του κειμένου με μικρές διαφορές. Ακόμη η υπερβολική χωρίς «χαρακτήρα» μουσική (Μίνως Μάτσας) που «ντύνει» το έργο δημιουργεί ατμόσφαιρα καμπαρέ με ηλεκτρική κιθάρα και ντραμς και με τραγούδια σε στιλ Κραουνάκη, διακόπτει τη ροή του έργου διασπώντας την προσοχή του κοινού. Και στα τέσσερα σχεδιάσματα κυριαρχεί η σχέση ηθικής και φτώχειας, ηθικής και εξουσίας, επιστήμης και ηθικής, ηθικής και απελπισίας, ηθικής και κοινωνικής καταπίεσης. Σχέσεις οι οποίες λόγω των διαδοχικών παραλλαγών, χωρίς να υπάρχει μια σταθερή δομή και χαρακτήρες με ενιαία ταυτότητα και εξέλιξη, δεν μπορούν να αναδειχτούν.

Επίσης αυτή η αποσπασματικότητα των σκηνών που υπάρχουν στα σχεδιάσματα δεν έδωσε τη δυνατότητα στους ηθοποιούς και κυρίως στον Χρίστο Στυλιανού (Βόυτσεκ) και την Άννα Ευθυμίου (Μαρία) να εμβαθύνουν στους ρόλους τους για να φτάσουν στην κορύφωση ή απλά έμειναν ακαθοδήγητοι. Σε όλα τα σχεδιάσματα έπαιξαν με τον ίδιο εκφραστικό τρόπο χωρίς κάποια ειδοποιό διαφορά με αποτέλεσμα να μην πείθουν γιατί στη μια εκδοχή ο Βόυτσεκ σκοτώνει την Μαρία και στην άλλη εκδοχή η Μαρία αυτοκτονεί, οπότε και το κοινό είναι σε σύγχυση για να δημιουργήσει το δικό του «παζλ».

Τέλος ο «Βόυτσεκ», αυτό το τόσο ιδιαίτερο, ολιγοπρόσωπο και ατμοσφαιρικό έργο, κατάλληλο για μικρό χώρο, διαλύεται πάνω στην τεράστια σκηνή του Βασιλικού Θεάτρου και επιπλέον επωμίζεται την ευθύνη να γεμίσει ένα θέατρο 600 θέσεων. Κρίμα!

fb-share-icon2000
Tweet 2k
error: Content is protected !!