Έχοντας τριάντα σχεδόν χρόνια θεατρικής πείρας στο ενεργητικό του ο σημαντικός ηθοποιός Φαίδων Καστρής συνεχίζει να μας εντυπωσιάζει με την ικανότητά μεταμόρφωσής του, αυτή τη φορά για τις ανάγκες του βραβευμένου έργου «Οφσάιντ, Εκτός παιδιάς » του Σέρτζι Μπελμπέλ στο Από Μηχανής Θέατρο σε σκηνοθεσία Κωνσταντίνου Μάρκελλου.
Ο ίδιος βαριέται την τυποποίηση στο θέατρο και στη ζωή και δεν καταδέχεται καμιά στρατηγική οφσάιντ γιατί πολύ απλά δεν είναι στη φύση του…
«Οφσάιντ, Εκτός παιδιάς του Σέρτζι Μπελμπέλ», ένα έργο επίκαιρο παρά ποτέ. Φαντάζομαι σε γοήτευσε τόσο η ιστορία, όσο και οι αριστοτεχνικά δοσμένοι χαρακτήρες του.
Το Οφσάιντ είναι νομίζω η κωμωδία του εφιάλτη της κρίσης στην ζωή μας. Ουσιαστικά είναι ο εφιάλτης της ζωής μας, μέσα στο σπίτι, στην οικογένεια, ακόμη και στην μοναξιά του σπιτιού που είναι ακόμη πιο σκληρή, εκεί που η οικονομική κρίση είναι κάτι παραπάνω από την επικαιρότητα των ειδήσεων στην τηλεόραση, εκεί που ουσιαστικά σταλάζει το δηλητήριο της στις ζωές μας, στις σχέσεις μας, στην αδυναμία μας να κάνουμε όνειρα για ένα αύριο αφού το ίδιο το σήμερα είναι τόσο αβέβαιο.
Είναι όλα αυτά που κρύβονται πίσω από την σφαλισμένη μας πόρτα, που στοιχειώνουν τις νύχτες μας, τον ύπνο μας, η απώλεια της θέσης σου στον κοινωνικό ιστό, η απώλεια ενός μισθού που μπαίνει στο σπίτι, η αγωνία της ανεργίας, η σταδιακή αλλαγή της καθημερινότητας όπως την είχες ίσως οργανώσει, η έλλειψη στοιχειωδών αναγκών, η αδυναμία να συμπαρασταθείς να βοηθήσεις τους αγαπημένους σου.
Ναι είναι ένα έργο τόσο πραγματικό όσο επιτρέπει η ποιητική του θεάτρου να είναι, γιατί ο ιδιοφυής και δαιμόνιος στο χιούμορ Μπελμπέλ, όλο αυτό που σου περιγράφω, το μεταφέρει στη διάσταση ενός παράλληλου και πραγματικού σύμπαντος μιας μαύρης κωμωδίας !
Οι άνθρωποι πέφτουν με τον πιο αστείο τρόπο, λυγίζουν από τα βάρη κι είναι ξεκαρδιστικά αστείοι, τρελαίνονται και αυτό τους κάνει έξοχα θεατρικούς και ποιητικούς.
Πώς προέκυψε η όλη συνεργασία;
Η συνεργασία θα έλεγα ότι είναι διπολική γι’ αυτό και διπλή η χαρά. Τί εννοώ… Το έργο το έχει αριστοτεχνικά μεταφράσει, η φίλη Μαρία Χατζηεμμανουήλ. Μάλιστα έχει ήδη βραβευτεί με ευρωπαικό βραβείο η μετάφρασή της.
Πέραν του ότι είναι εξαιρετική μεταφράστρια και οι μεταφράσεις της κοσμούν και κυριαρχούν πια κάθε χρόνο στην ελληνική σκηνή, είναι ένας από αυτούς τους σπάνιους ανθρώπους με βαθιά αγάπη για το θέατρο και τους ανθρώπους του. Τα “έργα” της είναι κάπως σαν παιδιά της που τα αγκαλιάζει στην σταδιοδρομία τους και τα φροντίζει, τα “προικίζει”.
Υπήρχε λοιπόν πάντα ένα ανοιχτό ραντεβού συνεργασίας με την Μαρία… Ας πούμε λοιπόν πως με είχε στο νου της.
Επίσης γνώριζα τον Κωνσταντίνο Μάρκελλο αφού είχα την χαρά να δω την παράσταση του Ταρτούφου που σκηνοθέτησε στο θέατρο του Νέου Κόσμου. Είχα εντυπωσιαστεί και συγκινηθεί από το πως ένας νέος άνθρωπος προσέγγισε το κλασικό κείμενο, το μπόλιασε με το όραμα του και με μεγάλο σεβασμό το ξεσκόνισε κυριολεκτικά και το αναδόμησε. Ήταν λοιπόν η στιγμή, να συναντηθώ με την Μαρία, με τον Κωνσταντίνο και τον Μπελμπέλ φυσικά που ήρθε στην πρεμιέρα μας. Ένας υπέροχος άνθρωπος και θεατράνθρωπος.
Υποδύεσαι στο έργο τον παππού Ζουζέπ. Ποιές οι δυσκολίες του συγκεκριμένου ρόλου και πως τις αντιμετώπισες;
Ο Ζουζέπ ο παππούς της οικογένειας…
Είναι θα έλεγα ο παίκτης κλειδί στην υπόθεση αλλά και στην δραματουργική δομή του έργου. Ο Ζουζέπ αν και παππούς , μεταφερόμενος στο σύμπαν του Μπελμπέλ γίνεται κάτι που καμιά σχέση δεν έχει μ αυτό που μας φέρνει ο συνειρμός της λέξης παππούς στο μυαλό!
Εγώ τον λέω μέσα μου το “πλάσμα” Ζουζέπ κι έτσι σαν ένα πλάσμα τον προσέγγισα, εννοώ ένα ποιητικό πλάσμα, αυτό δικαιολογεί και το ότι τον ερμηνεύω εγώ. Γιατί ρεαλιστικά είναι ένας παππούς ανήμπορος, καθηλωμένος σε καρότσι, που χρειάζεται φροντίδα, που έχει περάσει τα ογδόντα και τίποτα πάνω του όπως λέει η κόρη του Αννα δεν λειτουργεί. Εγώ όμως είμαι 53 και έχω να κάνω αυτήν την υπερβατική προσέγγιση, μια πτήση θα έλεγα προς αυτό που είναι η ουσία του Ζουζέπ για τον συγγραφέα, για τον σκηνοθέτη και για μένα φυσικά.
Ένα σχέδιο δημιουργίας του προσώπου, μακριά από την καρικατούρα, ή την μίμηση ενός γέρου που ευτυχώς δεν ήταν στις προθέσεις κανενός μας. Η πρόκληση και η δυσκολία ήταν κυρίως αυτή η μετρημένη δοσολογία ρεαλιστικών και αναγνωρίσιμων χαρακτηριστικών αυτής της μάσκας του παππού ώστε να πείθει τον θεατή ως τέτοιον κι από την άλλη η αποφυγή της καρικατούρας του.
Ο Ζουζέπ κουβαλά , μεταφέρει την κεντρική ιδέα-λύση, πρόταση του συγγραφέα μέσα στον εφιάλτη και την μεταφέρει προς και για χάρη της εγγονής του. Την αξιοπρέπεια , την αντίσταση στον κανιβαλισμό, την αγριότητα που φέρνει η “πείνα” ή ο φόβος της πείνας, την φτώχεια.
Έρχεται σαν μήνυμα από μια παλιά εποχή που ο Ζουζέπ μεταφέρει κι εκπροσωπεί, μέρος και ο ίδιος μιας ασπρόμαυρης εποχής του παλιού σινεμά με τους ήρωες του.
Μας λέει πως οι αξίες, τα αληθινά σημαντικά πράγματα στην ζωή θα μας βοηθήσουν να μην αφομοιωθούμε στην νέα αυτή ζούγκλα , να μην γίνουμε θηρία, να μην αφήσουμε πίσω την ανθρωπιά, προκειμένου να διατηρήσουμε την αγοραστική μας δύναμη κι επάρκεια!
Σε όλο αυτό το εγχείρημα δουλέψαμε σκληρά και πολύ με τον Κωνσταντίνο και νομίζω το καταφέραμε.Ο αγώνας φυσικά συνεχίζεται στην σκηνή !
Ο συγγραφέας “τοποθετεί” την ιστορία σε διαστάσεις γηπέδου. Συνδυάζει την οικονομική κρίση με το ποδόσφαιρο και μάλιστα χρησιμοποιεί τη στρατηγική των παικτών ώστε να βρεθεί κάποιος εκτός παιχνιδιού, στη θέση οφσάιντ . Είναι μια σύγχρονη πραγματικότητα αυτή η στρατηγική.
Θα ‘λεγα ότι είναι μια σχεδόν προιστορική, ιστορική και σύγχρονη στρατηγική! Το να βρεθεί ένας παίκτης οφσάιντ , εκτός παιδιάς, εκτός παιχνιδιού είναι μια στρατηγική όχι μόνο του ποδοσφαίρου, αλλά της ίδιας της φύσης, του κόσμου, της πολιτικής και του πολέμου.
Η αναζήτηση του “αδύναμου κρίκου” του ευάλωτου και πολλές φορές ανυπεράσπιστου…
Τέτοιου είδους στρατηγικές οδήγησαν άτομα ακόμη και λαούς σε θέση οφσάιντ .
Η απάντηση πάντα είναι αυτό που λέμε “πολιτισμός”. Αυτό που απολαμβάνουμε σαν μια στρατηγική στο ποδόσφαιρο, σ’ ένα παιχνίδι, σε όποιο παιχνίδι, γίνεται απείρως αγριότερο αν μεταφερθεί στην ζωή. Και όμως συμβαίνει, το ζούμε…
Σήμερα οφσάιντ είναι η χώρα μας, οι περισσότεροι από εμάς, εγώ σαν ηθοποιός στο θέατρο μας είμαι οφσάιντ!
Ο Μπελμπέλ φέρνει το παιχνίδι και την επιδίωξη να βγει οφσάιντ ας πούμε ο Ζουζέπ, γιατί κατά κάποιον τρόπο όλοι βγαίνουν οφσάιντ στην διάρκεια του έργου, μέσα στην οικογένεια. Πολιτισμός σημαίνει ζωή για όλους, σ αυτό ακριβώς εστιάζει ο Μπελμπέλ.
Ο Ζουζέπ αρνείται το παιχνίδι και την στρατηγική του ποιος θα “φαγωθεί”. Πέθανα μόνος μου, τους λέει κι όλοι είναι ευτυχισμένοι!
Όσο υπάρχει γήπεδο και το παιχνίδι παίζεται με όρους ποδοσφαιρικούς θα προσφέρουμε θέαμα ίσως στους ισχυρούς, ίσως σε κάποιον εξωγήινο όπως λέει ο Σέρτζι , πάντως δεν μπορούμε να μιλάμε για πολιτισμό.
Εσύ ως άνθρωπος και ως έμπειρος ηθοποιός πως αντιμετωπίζεις τέτοιες στρατηγικές;
Η αλήθεια ξέρεις είναι πως σ’ αυτό είμαι Ζουζέπ, πάντα ήμουν Ζουζέπ, αυτή είναι και η ευκολία μου στο να προσεγγίσω τον ρόλο αφου μιλήσαμε πριν για τις δυσκολίες. Πάντα είχα την αίσθηση πως ζω σε λάθος εποχή. Δεν κατανόησα ποτέ τους κανόνες και τις στρατηγικές που θέτουν και εφαρμόζουν κάποιοι στη ζωή αλλά και στο θέατρο.
Άκουγα πως υπήρχαν αλλά δεν το πίστευα, με τα χρόνια δυστυχώς αναγκάστηκα να δω πως υπάρχουν σε πολλά επίπεδα και σχεδόν πάντα στο παρασκήνιο, στα σκοτεινά.
Συνειδητά πια επιλέγω και πάλι να μην με αφορά, να μη συμμετέχω σ αυτό, να μην έχω στρατηγικές. Εχω μια ασπίδα προστασίας που είναι πολύ απλή. “Αναχωρώ” και σε πιο σκληρές καταστάσεις αποχωρώ. Δεν καταδέχομαι καμιά στρατηγική, δεν θα περάσει ποτέ από το νου μου να βγάλω κάποιον οφσάιντ, θα προτιμούσα να παραχωρήσω την θέση μου, δεν είναι στη φύση μου. Αν μπορώ να το δω σαν ελάττωμα έχει η στάση μου και μια έπαρση, θέλω αυτό που μου αξίζει, δουλεύω σκληρά γι αυτό και δεν θέλω τίποτε παραπάνω από αυτό.
Το να είσαι ηθοποιός είναι ένα απαιτητικό και δύσκολο επάγγελμα. Πόσο πιο δύσκολο γίνεται εν καιρώ οικονομικής κρίσης ;
Το να είμαι ηθοποιός ήταν και είναι το όνειρο της ζωής μου, μ αυτό έζησα, μ αυτό ζω. Το να είμαι ηθοποιός δεν σημαίνει πως πρέπει αναγκαστικά να είμαι ένας σπουδαίος, ο πιο σπουδαίος ο πιο λαμπερός, ο πιο απ όλα!
Καθόλου…είμαι ηθοποιός που κατάφερα να είμαι σχεδόν τριάντα χρόνια στο θέατρο. Τώρα νομίζω είναι η πιο δύσκολη εποχή, τώρα λόγω κρίσης ο αγώνας είναι αγώνας επιβίωσης. Εννοώ της επιβίωσης μου σαν ηθοποιός, την άλλη θα την αντέξω… Εξάλλου ανέκαθεν ήμουν λιτοδίαιτος και ελάχιστα διεκδικούσα στις υλικές απολαύσεις (γελάει).
Επιβίωση λοιπόν του ηθοποιού Καστρή σημαίνει να μην αφανίσει η κρίση, δηλαδή η αγωνία του ταμείου, ηθοποιούς που δεν γίναμε γνωστοί κι αναγνωρίσιμοι από την τηλεόραση κι επίσης να χωρέσουμε στο πλαφόν που οσμίζομαι πως υιοθετείται για μια παρέα που θα προστατευθεί ώστε να επιβιώσει.
Ελπίζω να μην με αφήσουν εκτός, αν όμως συμβεί, θα συνεχίσω τον αγώνα μου να ζω το όνειρό μου όπως έκανα πάντα, θα παίζω, μέχρι που κάποτε όπως όλοι κάποια στιγμή θα φύγω, θα χαθώ, θα ξεχαστώ. Έρχονται οι νέοι και οι νέοι ξέρεις είναι η ελπίδα μου , αυτοί θα με κρατήσουν στο θέατρο με προίκα πάντα το ταλέντο, την εμπειρία, την έλλειψη αρνητικής μανιέρας και κυρίως για την καλή μου καρδιά και την ανοιχτωσιά μου.
Είσαι ένας ηθοποιός με μεγάλη θεατρική πείρα και σπουδαίους ρόλους στο ενεργητικό σου. Ποιές συνεργασίες και ποιοι ρόλοι έχουν μείνει στην καρδιά σου βαθιά ριζωμένοι;
Τα πάντα , από το πιο μικρό μου πέρασμα, ακόμη κι ένα αναλόγιο, μέχρι τον πιο σπουδαίο μου ρόλο, όλα, όλοι οι ρόλοι, τα ρολάκια, οι ίσκιοι, οι σιωπές, όλα έχουν μέσα μου την αξία τους! Μα είναι η ζωή που έζησα…
Χαίρομαι φυσικά για όλες τις φορές που είχα την τύχη της Επιδαύρου, χαίρομαι που έχω περάσει από τόσο διαφορετικά πλάσματα μεταξύ τους, από την τρανς Μαρί-Πιερ του Νταρλέ στον Χαμ του Τέλους του παιχνιδιού, η τον Δεντρογαλή στην Τρισεύγενη του Παλαμά απέναντι στην Κίρκη Ντολορόζα του Μανιώτη. Αυτή ήταν η μεγάλη χαρα η μη τυποποίηση που ήταν ο βασικός μου κίνδυνος λόγω φάτσας (γελάει).
Κοίτα οι τρεις μονόλογοι που έχω παίξει είναι νομίζω οι πιο προσωπικές, οι πιο δικές μου στιγμές. Η συνεργασία μου με την Κατερίνα Μπερδέκα στο έργο “την Τρίτη στο σούπερ-μάρκετ”, η κατάθεση, ό,τι πιο γενναίο έχω κάνει ποτέ. Η έκθεση σε όλο της το μεγαλείο και στην σκληρότητα της, επί σκηνής με το “Blanche/Μετεπιβίβαση” του Μιχάλη Παλίλη και το “Κάθε σαράντα χρόνια” του Δημήτρη Τσεκούρα μέσα σ ένα μπαρ στο Κουκάκι,η πιο ωραία τρέλα μου…πολύ υπερήφανος γι’ αυτό! Ηταν η επιτομή του “εγώ θα παίξω, δεν σας έχω ανάγκη”, ήμουν τόσο θυμωμένος τότε!
Συνεργασίες πολλές, αγαπημένοι άνθρωποι, μεγάλοι καλλιτέχνες, σκηνοθέτες, συνάδελφοι, μόνο για την αγάπη και για την τιμή…Στην μεγάλη παρέα κορυφαίες μου η Λήδα Πρωτοψάλτη, η Λυδία Κονιόρδου και η Λυδία Φωτοπούλου. Είναι το Λάμδα μάλλον το γράμμα της ζωής μου !
Ποια είναι τα επόμενα καλλιτεχνικά σου σχέδια;
Επόμενα δεν ξέρω. Ετοιμάζεται κάτι πολύ πολύ σημαντικό αλλά είναι νωρίς για να σου πω. Δεν παίζω βλέπεις και πολλά, δεν μπορώ τα πολλά, δεν είναι ο τρόπος μου, δεν τα χωράω δεν με χωράνε…είναι που κυριεύομαι, κατοικούμαι από ένα πλάσμα την φορά.
Συνέντευξη για τα Θ.Π: Γιάννης Καντήρος.