Η Ιωάννα Κανελλοπούλου είναι αναμφισβήτητα μία από τις καλύτερες ηθοποιούς της γενιάς της. Καλλιεργημένη, με σπάνια ευγένεια και ξεχωριστή ομορφιά, εντυπωσιάζει κάθε φορά με τις υποκριτικές της δυνατότητες και τη σκηνική της παρουσία.
Φέτος πρωταγωνιστεί στην παράσταση ” Η πτωτική Άνοδος του Αρτούρο Ούι”, το εμβληματικό έργο του Μπέρτολτ Μπρεχτ που παρουσιάζεται στο Ίδρυμα Μιχάλη Κακογιάννη.
Η συζήτηση μαζί της απολαυστική, αφού καταφέρνει να συνδυάζει την καθαρότητα και την ικανότητα του λόγου της με μια πληθώρα συναισθημάτων, που αποκαλύπτονται σαν μικρές εκπλήξεις, ακόμα και μέσα από τις σιωπές της.
Συνέντευξη στη Μ.Λαζαρίδου
Ιωάννα πρωταγωνιστείς στην “Πτωτική Άνοδο του Αρτούρο Ούι” του Μπέρτολτ Μπρεχτ σε σκηνοθεσία Αγγελικής Καρυστινού.
Πως προέκυψε το όλο εγχείρημα και η συνεργασία;
Με την Αγγελική γνωριζόμαστε πολλά χρόνια. Ήμασταν συμφοιτήτριες στη σχολή του Θεάτρου Τέχνης και στη συνέχεια συνεργαστήκαμε σε μια σειρά από πράγματα εντός και εκτός θεάτρου. Ο Αρτούρο Ούι την απασχολεί εδώ και πολύ καιρό, απ’ όταν ολοκλήρωσε το μεταπτυχιακό της στην Αγγλία. Μέχρι τώρα δεν είχαν ωριμάσει οι συνθήκες για να μπορέσει να το κάνει. Ευτυχώς ήρθε η στιγμή και νομίζω ότι δεδομένων όσων συμβαίνουν γύρω μας είναι απολύτως κατάλληλη. Αισθάνομαι πολύ τυχερή που έχουμε την δυνατότητα να καταπιαστούμε με ένα τόσο σημαντικό κείμενο σε αυτή την τόσο σκοτεινή συγκυρία.
Γιατί θα πρότεινες σε κάποιον να δει το συγκεκριμένο θεατρικό ανέβασμα του εμβληματικού έργου του Μπρεχτ;
Η παράσταση κατά τη γνώμη μου σέβεται με πολύ ουσιαστικό τρόπο το έργο, κατορθώνοντας παράλληλα, μέσα από μία σύγχρονη αισθητική, να τονίσει το πόσο επίκαιρο παραμένει. Είναι μία σκηνοθεσία με πολύ καθαρές γραμμές, συγκροτημένες αναφορές, χιούμορ, αλλά και την ατμόσφαιρα μιας ασφυκτικής κοινωνικοπολιτικής πραγματικότητας. Λειτουργεί σαν καθρέφτης όπου βλέπει κανείς μία δυνητική, αλλά και καθόλα αναγνωρίσιμη, εκδοχή του εαυτού και του κόσμου του. Ο Μπρεχτ χρησιμοποιεί μία παραβολή για να μιλήσει για την τρομερή δυστοπία που προφήτευε για την εποχή του, βλέποντας το τερατώδες πρόσωπο του φασισμού να μεγεθύνεται από την αδράνεια και την συνενοχή των άλλων. Δυστυχώς αυτό μπορεί κανείς να το δει και σήμερα στην ροπή προς την ακροδεξιά που καταγράφεται σε όλη την Ευρώπη, στη μισαλλοδοξία, στη βία, αλλά και στη διαπλοκή, τη διαφθορά, την αδιαφορία μέσα από τις οποίες τρέφεται και γιγαντώνεται το τέρας. Όμως, για μένα το έργο δεν αφορά μόνο το φασισμό που αυτοκαθορίζεται ως φασισμός. Αφορά κάθε μορφή κατάχρησης και υπερσυγκέντρωσης της εξουσίας, αποδημοκρατισμού των κοινωνιών, διαστροφής των νοημάτων, χειραγώγησης των μαζών , πραγμάτων, δηλαδή, που δυστυχώς είναι ολοφάνερα παρόντα και καθιστούν την εποχή μας τόσο επικίνδυνη.
Ερμηνεύεις τέσσερις διαφορετικούς ρόλους στο ίδιο έργο. Ποιές οι δυσκολίες της εναλλαγής τόσο ξεχωριστών ρόλων και μάλιστα σε σύντομο χρονικό διάστημα, και ποιός χαρακτήρας σε δυσκόλεψε περισσότερο στην ερμηνεία του;
Η εναλλαγή των ρόλων, ίσως επειδή μου έχει τύχει αρκετές φορές και είμαι κάπως εκπαιδευμένη σε αυτό, δε με τρομάζει τόσο. Ακόμα περισσότερο μιας και δεν είναι ένα έργο που απαιτεί από τον ηθοποιό ταύτιση με τους χαρακτήρες. Εξαρτάται περισσότερο από το πόσο καθαρή είναι η εικόνα που έχεις κατορθώσει να σχηματίσεις για τις «γραμμές» και τους στόχους του κάθε ρόλου ξεχωριστά. Πιστεύω πως η δυσκολία γενικώς έγκειται σε αυτό. Κάθε ρόλος προϋποθέτει να τον ορίσεις μέσα σου. Να φανταστείς ένα ολοκληρωμένο νέο πλάσμα σε ένα ολοκληρωμένο νέο κόσμο. Αν το καταφέρεις μπορείς να το ταξιδέψεις παντού και πάντα.
«Η άνοδος και η πτώση του Αρτούρο Ούι», είχε πει ο Μπρεχτ, «δεν είναι τόσο μια επίθεση στο πρόσωπο του Χίτλερ, όσο μια επίθεση στους ανθρώπους που μπορούσαν να αντισταθούν, αλλά δεν το έκαναν». Πιστεύεις ότι ένας καλλιτέχνης πρέπει να μετέχει στην πολιτική ζωή του τόπου , όχι απαραίτητα μέσα από κάποιο αξίωμα, αλλά μέσα από τη στάση και το έργο του;
Ο καλλιτέχνης κατά τη γνώμη μου δεν οφείλει οτιδήποτε. Ο πολίτης, όμως, οφείλει να είναι πολιτικοποιημένος. Και υπό αυτήν την έννοια το φυσικό πρόσωπο καλλιτέχνης με την ιδιότητα του πολίτη είναι απολύτως αναγκαίο να συμμετέχει στα κοινά, να τοποθετείται δημόσια, να αναλαμβάνει την ευθύνη των επιλογών και πράξεών του, να παλεύει για έναν ελεύθερο και δίκαιο κόσμο, είτε αυτό γίνεται μέσω αξιωμάτων, είτε όχι. Αν αυτή η διαρκής πνευματική και πολιτική αγωνία, διαποτίζει τη δουλειά του, γεγονός που θεωρώ αναπόφευκτο, τότε μιλούμε για κάτι που προκύπτει από πραγματικό εσωτερικό παλμό. Τα λέω αυτά διότι πολλά είναι τα παραδείγματα και εκείνων που σιωπούν στη δημόσια σφαίρα, αλλά και εκείνων που χρησιμοποιούν την καλλιτεχνική επιρροή τους ακριβώς για να αναλάβουν αξιώματα ή αναλαμβάνουν αξιώματα για να προωθήσουν το καλλιτεχνικό τους έργο, ή καταστρατηγούν βασικές αξίες της Τέχνης, όπως είναι π.χ η πνευματική ελευθερία, για να προωθήσουν συγκεκριμένες πολιτικές ατζέντες. Ο καλλιτέχνης, λοιπόν, οφείλει πρώτα απ’ όλα ως πολίτης να είναι παρόν και σε διαρκή εγρήγορση. Όταν δε οι συνθήκες σκοτεινιάζουν τόσο δραματικά, η δραστηριοποίησή του πιστεύω, ναι, πως είναι απολύτως αναγκαία.
Είσαι ηθοποιός με μακρά πορεία και συμμετοχή σε εξαιρετικές παραστάσεις. Ποιές συνεργασίες και ρόλους θυμάσαι με ιδιαίτερη αγάπη;
Σ’ ευχαριστώ, αν και δεν είναι τόσο μακρά εδώ που τα λέμε. Θέλω να ελπίζω πως όλα είναι ακόμα μπροστά μας. Είχα την τύχη να συνεργαστώ παρ’ όλ’ αυτά με σπουδαίους ανθρώπους του θεάτρου, με λιγότερο σπουδαίους και με κάποιους που ίσως αδικούν το θέατρο με την παρουσία τους. Όλα αυτά τα θεωρώ πολύτιμα. Πολύτιμες εμπειρίες. Έχω διδαχθεί πολλά πράγματα. Με άμεσο τρόπο εξαιτίας θεατρικών γιγάντων, όπως ο Peter Stein ή η Arianne Mnouchkine, εξαιρετικά μορφωμένων ανθρώπων, όπως ο Γιώργος Μιχαηλίδης, ανθρώπων που έχουν συνδέσει τη ζωή τους με το θέατρο, όπως ο Διαγόρας Χρονόπουλος ή ο Βαγγέλης Θεοδωρόπουλος, αλλά και έμμεσα επειδή έμαθα να κατανοώ τα πάθη των ανθρώπων και τις αδυναμίες τους, τη σκληρότητα και την εμμονή τους και ακόμα περισσότερο να αποστασιοποιούμαι και να απορρίπτω σιγά – σιγά. Έκανα επίσης σημαντικές φιλίες που για μένα είναι κάτι πολύτιμο. Αξέχαστες στιγμές για άλλους λόγους η καθεμία είναι η Ηλέκτρα που σκηνοθέτησε ο Peter Stein, ένα νεανικό πανηγύρι για εμάς του χορού με μια συγκινητικά σπουδαία Στεφανία Γουλιώτη, ο «Οιδίποδας 2+2» σε σκηνοθεσία Δημήτρη Βέργαδου, ένα πείραμα που είδαν ελάχιστοι και λατρέψαμε όσοι δουλέψαμε για αυτό για την ελευθερία που μας δόθηκε και η «κυρία Λώρα» βασισμένη στο «Ναι» της Μαργαρίτας Καραπάνου που κάναμε με την Αγγελική σε ένα κτήριο στη μέση της Αθήνας και πιστεύω ήταν ως ρόλος αυτή που με ενηλικίωσε κατά κάποιο τρόπο υποκριτικά.
Το να είσαι ηθοποιός είναι ένα απαιτητικό και δύσκολο επάγγελμα. Πόσο πιο δύσκολο γίνεται εν καιρώ οικονομικής κρίσης ;
Είναι δύσκολο κυρίως γιατί πρέπει διαρκώς να περιορίζεις τον ορίζοντά σου. Δεν υπάρχουν τα οικονομικά μέσα να οραματιστείς κάτι χωρίς περιορισμούς. Οπότε αναγκάζεσαι να σκέφτεσαι με όρους επιβίωσης, του εαυτού σου, των δικών σου, της παράστασης, αναλόγως. Τα υπόλοιπα είναι ούτως ή άλλως μια απαράδεκτη κατάσταση. Θέατρα κλείνουν, οι μικρότεροι παραγωγοί απορροφώνται από τους μεγαλύτερους, το θέαμα διαρκώς εμπορευματοποιείται, οι θίασοι συρρικνώνονται, άλλοι ηθοποιοί δουλεύουν με ποσοστά, άλλοι αμισθί, οι περισσότεροι είναι άνεργοι, ανασφάλιστοι. Είναι μία εικόνα πλήρους εργασιακού χάους και συντριβής.
Ο χώρος του θεάτρου υποφέρει κατά τον ίδιο τρόπο που υποφέρει και όλη η ελληνική κοινωνία από την λαίλαπα που έχει πέσει καταπάνω μας. Μόνο που εμείς πρέπει να αντιμετωπίσουμε και την περιρρέουσα αντίληψη πως η τέχνη είναι ούτως ή άλλως πολυτέλεια και οι άνθρωποί της εθελοντές στο μαρασμό. Να το αντιμετωπίσουμε συνεχίζοντας να δημιουργούμε. Και δεν είναι τυχαίο νομίζω που μέσα απ’ όλες αυτές τις δυσκολίες ξεπήδησαν ομάδες και πρόσωπα που αφήνουν σιγά- σιγά το στίγμα τους στον καλλιτεχνικό χώρο.
Η γνώμη σου για όλο αυτό που συνέβει αναφορικά με την καλλιτεχνική διεύθυνση του φεστιβάλ Αθηνών.
Το θέμα με το φεστιβάλ Αθηνών είναι λιγότερο η εκάστοτε διεύθυνσή του και περισσότερο η απουσία οποιουδήποτε οράματος σχετικά με τους στόχους του στα πλαίσια μιας ευρύτερης πολιτιστικής πολιτικής. Ερχόμαστε, δηλαδή, και πάλι στην ίδια συζήτηση. Δυστυχώς βιώνουμε μία χρονική περίοδο κατά την οποία αμφισβητείται βαθιά και συντεταγμένα η έννοια του δημόσιου σε όλα της τα επίπεδα και σε ότι μας αφορά στο χώρο του πολιτισμού η αναγκαιότητα της στήριξής του από τα δημόσια ταμεία. Το να περιμένει κανείς από ένα φεστιβάλ, υποχρηματοδοτούμενο μάλιστα, να καλύψει όλες τις ανάγκες όλων των Τεχνών, ελλείψει άλλων παράλληλων ή εξειδικευμένων φεστιβάλ, κρατικών επιχορηγήσεων, δομών αξιοποίησης καλλιτεχνικού δυναμικού, δομών εκπαίδευσης, ανταλλαγής με θεσμούς του εξωτερικού κλπ είναι προφανώς αδύνατο.
Υπό αυτήν την έννοια το φεστιβάλ Αθηνών ή θα συνεχίσει να μπαλώνει όποιες τρύπες μπορεί μέσω της πολυσυλλεκτικότητάς του, διατηρώντας συγχρόνως με μετακλήσεις το διεθνή χαρακτήρα του, συνεχίζοντας, δηλαδή, το μοντέλο Λούκου με τις αναγκαίες βελτιώσεις ή θα πρέπει να γίνουν γενναίες αλλαγές στην φιλοσοφία του και παράλληλες ενέργειες σε άλλους τομείς.
Σε κάθε περίπτωση, χρειάζεται και όραμα και χρήματα. Και φοβούμαι πως κανένα από τα δύο δεν διατίθεται πολιτικά. Όσον αφορά στο συγκεκριμένο ζήτημα θεωρώ αδιανόητο ότι ένας υπουργός παραδίδει εν λευκώ ένα φεστιβάλ με διεγνωσμένα οικονομικά και θεσμικά προβλήματα στα χέρια ενός ανθρώπου που βάσει δηλώσεών του αγνοεί την ελληνική σύγχρονη Τέχνη και πραγματικότητα και τον οποίο επιπλέον δεν ενημερώνει και επαρκώς. Πιστεύω επίσης πως η αντίδραση των περισσοτέρων καλλιτεχνών υπήρξε άμεση και δυναμική όχι γιατί θίχτηκε το τσιφλίκι τους, όπως ειπώθηκε από μερίδα του τύπου ή της κοινωνίας, αλλά γιατί τα όσα συνέβησαν αποτελούν μία ακόμα, πολύ σημαντική, προσβολή σε βάρος του έργου τους και εν γένει του πολιτισμού από την πλευρά της πολιτικής ηγεσίας.
Ποια είναι τα επόμενα καλλιτεχνικά σου σχέδια;
Προς το παρόν θέλω να επικεντρωθώ στην τηλεοπτική δουλειά που θα κάνω το καλοκαίρι. Πρόκειται για μία πολύ ιδιαίτερη για μένα συνθήκη μιας και θα είναι η πρώτη μου επαφή με το μέσο. Ιδιαίτερη και πιστεύω συναρπαστική αφού όλοι οι συντελεστές είναι άνθρωποι που εκτιμώ και θαυμάζω πολύ. Μακάρι να ήμουνα σε θέση να σας πω περισσότερα. Όσον αφορά στο θέατρο ελπίζω να έχουμε την ευκαιρία να ξαναδούμε τον Αρτούρο Ούι σε άλλη στέγη κάποια στιγμή το χειμώνα. Για τη συνέχεια βλέπουμε.
Είναι λοιπόν η πρώτη φορά που συμμετέχεις σε τηλεοπτικά γυρίσματα…Πως και δεν έχεις κυνηγήσει τα τηλεοπτικά δρώμενα;
Δεν ήταν κάτι που είχα ποτέ στο μυαλό μου. Πάντοτε το θέατρο αποτελούσε για μένα προτεραιότητα. Ίσως επειδή ο πρώτος «έρωτας» που ένοιωσα για την υποκριτική ήταν μέσα από αυτή τη ζωντανή εμπειρία του θεάτρου. Κατά καιρούς ζήλευα σειρές που κατά τη γνώμη μου ήταν εξαιρετικές, όπως το «Δέκα» ή το «Νησί». Νομίζω, όμως, πως ένα κομμάτι του εαυτού μου φοβόταν μίας μεγάλης κλίμακας έκθεση όπως αυτή που μπορεί να προκύψει από την τηλεόραση ή το σινεμά. Σήμερα αισθάνομαι πιο ώριμη να κάνω αυτό το βήμα. Και είμαι απίστευτα χαρούμενη που είχα την τύχη να ενταχθώ σε μία από τις πιο «κινηματογραφικές» δουλειές που θα παρουσιαστούν το χειμώνα στην τηλεόραση.