ΑΡΧΑΙΟ ΘΕΑΤΡΟ ΕΠΙΔΑΥΡΟΥ
«ΑΝΤΙΓΟΝΗ» ΤΟΥ ΣΟΦΟΚΛΗ ΣΕ ΣΚΗΝΟΘΕΣΙΑ ΣΤΑΘΗ ΛΙΒΑΘΙΝΟΥ
Ο μυθολογικός Θηβαϊκός κύκλος είναι ένας τραγικός κύκλος πηγή έμπνευσης και για τους τρείς μεγάλους μας Τραγικούς ποιητές: Αισχύλο, Σοφοκλή και Ευριπίδη. Φέτος στο αρχαίο Θέατρο της Επιδαύρου παρουσιάστηκε ο Θηβαϊκός Κύκλος (τυχαία ή όχι;) από τα διασωθέντα έργα των δύο μεγάλων Τραγικών: Αισχύλου και Σοφοκλή. Τον Ιούλιο, σε τρεις διαδοχικές εβδομάδες (Παρασκεύη και Σάββατο) ανέβηκε ο μύθος του Οιδίποδα του οίκου των Λαβδακιδών (εκτός του «Οιδίποδα Επί Κολωνώ») με αντίστροφη πορεία, από το τέλος προς την αρχή.
Πρώτη εβδομάδα : «Αντιγόνη» του Σοφοκλή σε συμπαραγωγή του Εθνικού με το Κρατικό Θέατρο Βορείου Ελλάδος (Κ.Θ.Β.Ε.) και του Θεατρικού Οργανισμού Κύπρου (Θ.Ο.Κ.) σε σκηνοθεσία Στάθη Λιβαθινού. Δεύτερη εβδομάδα : “Επτά επί Θήβας» του Αισχύλου από το Κ.Θ.Β.Ε. σε σκηνοθεσία Τσέζαρις Γρκαουζίνις και την Τρίτη εβδομάδα: «Οιδίπους Τύραννος» μια Ρωσοελληνική συμπαραγωγή από το φημισμένο Θέατρο Βαχτάνγκοφκ και το Εθνικό Θέατρο σε σκηνοθεσία Ρίμας Τούμινας. Το έργο “ Επτά επί Θήβας» είναι το μόνο διασωθέν έργο από την ομώνυμη τετραλογία του Αισχύλου «Λάϊος», «Οιδίπους», “ Επτά επί Θήβας», «Σφίγξ» (σατυρικό δράμα).
“ΑΝΤΙΓΟΝΗ» ΤΟΥ ΣΟΦΟΚΛΗ”
Το έργο
Η άρνηση της Αντιγόνης – της τελευταίας κληρονόμου της κατάρας των Λαβδακιδών- να υπακούσει στην διαταγή του Κρέοντα, σχετικά με την απαγόρευση της ταφής του αδερφού της, Πολυνείκη, μοιραία την φέρνει σε ανοιχτή ρήξη με τον Κρέοντα αλλά και με τους νόμους του κράτους. Οπότε αυτοβούλως οδηγείται στο θάνατο, τιμωρία που όρισε ο Κρέων για τον παραβάτη του διατάγματός του.
Στο έργο υπάρχει μια διαρκής αντιπαράθεσης ανάμεσα στις γενεές, στην νεότητα και το γήρας, στους γραπτούς και τους άγραφους νόμους, το θείο και το ανθρώπινο, το δίκαιο και το άδικο, το ηθικό και το μη ηθικό, το λογικό και το άναρχο. Στο τέλος η ζυγαριά δεν γέρνει ούτε υπέρ του ενός ή υπέρ του άλλου. Διότι τόσο με την άκαμπτη και σχεδόν εμμονική της συμπεριφορά η Αντιγόνη όσο και με την αλαζονική και «τυραννική» συμπεριφορά του ο Κρέων διαπράτουν ύβριν. Οπότε το τίμημα είναι εξίσου σκληρό και για τους δύο. Θάνατος για την πρώτη και τραγική απώλεια αγαπημένων προσώπων για τον δεύτερο.
Η παράσταση
Είναι η δεύτερη φορά που ο Στάθης Λιβαθινός καταπιάνεται με το αρχείο δράμα. Το 2003 σκηνοθέτησε την «Μήδεια» του Ευριπίδη στο Εθνικό Θέατρο, δουλειά που παρουσιάστηκε στο Αργολικό Θέατρο. Ο Λιβαθινός, έχοντας ως πολύτιμο εργαλείο την λιτή και ποιητική μετάφραση του πρόσφατα αποβιώσαντα Δημήτρη Μαρωνίτη, προσέγγισε το κείμενο εστιάζοντας στο χάσμα των γενεών. Επιλογή που υποστηρίχτηκε τόσο σκηνογραφικά όσο και ενδυματολογικά από την Ελένη Μανωλοπούλου. Ο χορός των Θηβαίων σοφών γερόντων αποτελείτο από την παλιά φρουρά του του Εθνικού Θεάτρου: Κώστας Καστανάς, Νίκος Μπουσδούκος, Μαρία Σκούντζου (εξαιρετικές ερμηνείες και η πρωτοτυπία της γυναικείας παρουσίας στο χορό των γερόντων) και από τους νεότερους Αστέρη Πελτέκη και Γιάννη Χαρίση (αξιόλογες ερμηνείες) από το Κ.Θ.Β.Ε. Επίσης, υπήρχε και ένας άλλος χορός από παιδιά, κορίτσια της Θήβας, φίλες και συνομήλικες της Αντιγόνης, που την συμπαραστέκονταν: Μαρία Κωνστανσά, Ευτυχία Σπυριδάκη, Λυδία Τζανουδάκη και Αντωνία Χαραλάμπους (δροσερές παρουσίες με εξαιρετικές φωνές).
Ο Λιβαθινός παρουσίασε μια Αντιγόνη έφηβη, άγουρη πεισματάρα που κοντράρεται με τον Κρέοντα. Τόνισε την παιδικότητα και την αθωότητα της Αντιγόνης: να ασχολείται με κούκλες, να κάνει κούνια και να παίζει κυνηγητό με τον αγαπημένο της Αίμονα. Όταν δε, αντιμετωπίζει κατά πρόσωπο τον Κρέοντα, δεν έχει το σθένος μιας συνειδητής «επαναστάτριας» που αγωνίζεται για την ταφή του αδερφού της επειδή το πιστεύει δίκαιο και σωστό σύμφωνα με τους θεούς και την ανθρώπινη συνείδηση. Έτσι, χάθηκε η αγωνίστρια Αντιγόνη που την εμπνέουν υψηλά ιδεώδη και πεθαίνει συνειδητά γι’ αυτά. Και όχι μια Αντιγόνη έφηβη που κάνει πείσματα και ωθείται σε μια άγουρη ωριμότητα .
Το σκηνικό παρέπεμπε σε ένα πάρκο με ξύλινα παγκάκια, τοποθετημένα περιμετρικά στην ορχήστρα, και κούνια. Μία κούνια – που στη συνέχεια μετατρέπεται σε ικρίωμα – σηματοδοτούσε την παιδικότητα και την μοναξιά της κεντρικής ηρωΐδας καθώς το όλο έργο άρχιζε με την Αντιγόνη να αιωρείται μόνο και λυπημένη. Θέση στην οποία θα βρεθεί ο Κρέων στο τέλος της παράστασης περίλυπος, ολομόναχος και γεμάτος ενοχές.
Ενδυματολογικά το έργο είχε αρκετές αστοχίες, υπερβολές και ήταν παραφορτωμένο χωρίς ενιαίο χαρακτήρα. Κάποια κοστούμια της Ελένης Μανωλοπούλου παρέπεμπαν στο ’30 (χορός των γερόντων), άλλα σε Ρώσους μουζίκους (Πελτέκης, Χαρίσης), η στολή του φύλακα έβγαινε από το «Βαφτιστικό» του Σακελλαρίδη, το κοστούμι του Αίμονα ήταν από τα άτακτα παιδιά της «Βεγγέρας» του Καπετανάκη, η πειραγμένη στρατιωτική χλαίνη του Κρέοντα και βέβαια το σορτσάκι και το άσπρο γιακαδάκι της Αντιγόνης καθώς και η σχολική ποδιά της Ισμήνης.
Η ατονάλ μουσική του Χαράλαμπου Γωγιού δεν μπόρεσε να δώσει ένα χρώμα στην παράσταση παρά την εντυπωσιακή στρατιωτική μπάντα των πνευστών με τα λοφία. Ο δε «συλλαβιστός» λόγος στην απόδοση των χορικών τα κατακερμάτισε και δεν βοήθησε στην κατανόησή τους.
Το physique της Αναστασίας – Ραφαέλας Κονίδη αναμφισβήτητα ανταποκρίνεται ηλικιακά στο ρόλο της Αντιγόνης. Η νεαρή ηθοποιός προσπάθησε φιλότιμα να διαχειριστεί το βάρος αυτού του ρόλου, αλλά έχει ακόμα αρκετό δρόμο να διανύσει. Ο Δημήτρης Λιγνάδης ήταν ένας Κρέων με αρκετά στοιχειά «Ριχάρδου» ωστόσο είναι πάντα ένας έμπειρος ηθοποιός με κύρος και μέτρο. Ο Αντώνης Κατσαρής, (Θ.Ο.Κ.), ως φύλακας περπάτησε πάνω σ’ ένα τεντωμένο σχοινί χωρίς να γελοιοποιήσει αυτόν τον δύσκολο ρόλο, του απλοϊκού και φοβισμένου ανθρωπάκου. Ο μάντης Τειρεσίας της Μπέτυ Αρβανίτη, είχε εκτόπισμα και στιβαρή παρουσία, με ένα όμως υπερβολικά δύσμορφο προσωπείο. Η ολιγόλεπτη εμφάνιση της Στέλλας Φυρογένη (Θ.Ο.Κ.) ως Ευρυδίκη λιτή και ουσιαστική χωρίς όμως ικανοποιητικό εύρος φωνής.
Ο Αίμων του Βασίλη Μαγουλιώτη και η Ισμήνη της Δήμητρας Βλαγκοπούλου υπήρξαν δύο παρουσίες με ιδιαίτερη ενέργεια που έγραφαν με την ερμηνεία τους στην ορχήστρα του Αργολικού Θεάτρου, ακολουθώντας τις σκηνοθετικές οδηγίες.
Τέλος, οι φωτισμοί του Αλέκου Αναστασίου δεν προσέδωσαν κάτι το ιδιαίτερο στην παράσταση.
Γενικά αισθάνθηκα ότι διακατείχε τον Στάθη Λιβαθινό, έναν καταξιωμένο σκηνοθέτη, μια έντονη και διαρκής αγωνία να προσδώσει μια ανανεωμένη μορφή, μια νεωτεριστικότητα και μια πιο φρέσκια ματιά πάνω σε αυτό το διαχρονικό κείμενο. Γι’ αυτό ίσως κατέφυγε σε κάποιες υπερβολές και αδικαιολόγητες επιλογές.
Ταυτότητα παράστασης
Διανομή (με αλφαβητική σειρά): Μπέτυ Αρβανίτη, Δήμητρα Βλαγκοπούλου, Κώστας Καστανάς, Αντώνης Κατσαρής, Αναστασία-Ραφαέλα Κονίδη, Μαρία Κωνσταντά, Δημήτρης Λιγνάδης, Βασίλης Μαγουλιώτης, Νίκος Μπουσδούκος, Αστέρης Πελτέκης, Μαρία Σκούντζου, Ευτυχία Σπυριδάκη, Λυδία Τζανουδάκη, Στέλα Φυρογένη, Αντωνία Χαραλάμπους, Γιάννης Χαρίσης
Μετάφραση: Δημήτρης Μαρωνίτης
Σκηνοθεσία: Στάθης Λιβαθινός
Σκηνικά-Κοστούμια: Ελένη Μανωλοπούλου
Φωτισμοί: Αλέκος Αναστασίου
Μουσική: Χαράλαμπος Γωγιός
Κίνηση: Πολίν Ουγκέ
Βοηθός σκηνοθέτη: Λίλλυ Μελεμέ
Μουσικοί επί σκηνής: Κλαρινέτο: Αλέξανδρος Μιχαηλίδης/Κώστας Τζέκος, Κόρνο: Γιάννης Γούναρης/Μάνος Βεντούρας, Τρομπόνι: Γιάννης Καϊκης/Σπύρος Βέργης
Φωτογράφος παράστασης: Ελίνα Γιουνανλή