ΑΡΙΣΤΟΦΑΝΗΣ ΣΤΗΝ ΕΠΙΔΑΥΡΟ
Με δυο κατ’ εξοχήν ουτοπικά έργα του Αριστοφάνη ασχολήθηκαν αυτό το καλοκαίρι δύο πολύ σημαντικοί σκηνοθέτες του θεάτρου μας ο Μιχαήλ Μαρμαρινός και ο Νικος Καραθάνος, με την «Λυσιστράτη» (παραγωγή του Εθνικού Θεάτρου) και τους «Όρνιθες» (παραγωγή της Στέγης Ιδρύματος Ωνάση) αντίστοιχα. Οι δύο πιο δημοφιλείς κωμωδίες του Αριστοφάνη, που καυτηριάζουν με κωμικό τρόπο τρέχοντα κοινωνικοπολιτικά προβλήματα της εποχής του, προτείνοντας ουτοπικές λύσεις.
Από τη Σμαρώ Κώτσια.
Οι δύο προαναφερθέντες σκηνοθέτες, διαφορετικής ιδιοσυγκρασίας και σκηνοθετικού προφίλ, ασχολήθηκαν πρώτη φορά με τον Αριστοφάνη και προσπάθησαν να «αναμορφώσουν» την μέχρι σήμερα σκηνική παρουσία αυτών των έργων «αποκαθαίροντάς» τα από τις γνωστές βωμολοχίες, τους υπερμεγέθεις φαλλούς, τις προκλητικές χειρονομίες, την κακόγουστη σάτυρα πολιτικών και εκκλησιαστικών προσώπων, τα φτηνά πανηγυριώτικα τερτίπια και τη βαριά κληρονομιά που κουβαλά τουλάχιστον μία εξ αυτών («Όρνιθες» από το Θέατρο Τέχνης, 1959, σε σκηνοθεσία Κάρολου Κούν με την αξεπέραστη μουσική του Μάνου Χατζιδάκι). Κατέφυγαν όμως και σε διάφορες αλχημείες με προσθαφαιρέσεις κειμένων, καταργώντας ρόλους, σκηνές, διαλόγους, με προσθέτοντας σκηνές καθημερινότητας, απαλείφοντας γνωστά και αγαπημένα χορικά. Έτσι δημιούργησαν παράλληλα κείμενα, παρεκκλίνοντας πολλές φορές από τα Αριστοφανικά έργα.
Ο Μιχαήλ Μαρμαρινός στη δική του «Λυσιστράτη» επικεντρώθηκε στην «όψη» της παράστασης ξεκινώντας από το ιδιαίτερο σκηνικό (Γιώργος Σαπουντζής), εμπλουτισμένο με πιάνο με ουρά, στο οποίο έπαιζε κατά τη διάρκεια της παράστασης η Λενιώ Λιάτσου. Ο σκηνοθέτης όπως και ο ίδιος δήλωσε, επεδίωξε ν’ αναδείξει το «κάλλος» του γυναικείου σώματος. Παρουσίασε τις ηθοποιούς του, όλες γνωστότατα ονόματα, ολόγυμνες, καλυμμένες απλά με καλαίσθητα πέπλα (Μαγιού Τρικεριώτη) τέλεια μακιγιαρισμένες και άψογα χτενισμένες, πανέτοιμες να προκαλέσουν το ανδρικό φύλο αλλά συγχρόνως και να του στερήσουν το σεξ προκείμενου να πετύχουν την πολυπόθητη ειρήνη. Πανούργο σχέδιο που κατέστρωσε η Λυσιστράτη (Λένα Κιτσοπούλου). Η Κιτσοπούλου έπαιξε με αυτοσυγκράτηση χωρίς βέβαια να ξεχνά τις δικές της ευκολίες. Στην παράσταση όλος ο θίασος των γυναικών αποκαλύφθηκε ολόγυμνος βγάζοντας τα αραχνούφαντα πέπλα, εκτός από ορισμένες ηθοποιούς, τις λιγότερες προικισμένες από την φύση που παρέμειναν ημίγυμνες. Αυτή η ανελέητη έκθεση του γυμνού γυναικείου σώματος, βορά στα βλέμματα, στέρησε κάθε είδους ερωτισμού που φωλιάζει στο υποσχόμενο,, στο υπονοούμενο, στο μυστήριο, στη χαραμάδα της κλειδαρότρυπας με αποτέλεσμα να το καταβροχθίσει η «αρένα» – ορχήστρα του Αργολικού Θεάτρου. Ο Μαρμαρινός δεν μπόρεσε να πείσει για την «χρήση» του γυμνού γυναικείου σώματος στην παράσταση του πέραν από το προφανές. Οι γυναίκες ηθοποιοί με άκρα υπακοή στήριξαν την άποψη του σκηνοθέτη.
Η μετάφραση του Δημήτρη Δημητριάδη μάλλον αποσύνθεσε το κείμενο καταργώντας την ποιητικότητά του και καθιστώντας ανενεργή τα κωμικά του στοιχεία. Η τριτοπρόσωπη αφήγηση, το μοίρασμα των ρόλων σε δύο ή τρία πρόσωπα (3 ηθοποιοί κάνουν την Μυρίνη) και η αποστασιοποιημένη αφήγηση δεν μπόρεσαν να λειτουργήσουν αλλά μάλλον κούρασαν. Τέλος, το χορό των γερόντων αποτελούσαν τέσσερις πολύ ικανοί ηθοποιοί (Γιάννης Βογιατζής, Γιώργος Μπινιάρης, Θέμης Πάνου και Χάρης Τσιτσάκης) οι οποίοι την περισσότερη ώρα περιφέρονταν στην ορχήστρα ημίγυμνοι με τα σώβρακα προσπαθώντας να υποστηρίξουν τους ρόλους τους στηριζόμενοι στην πείρα τους.
Ωστόσο, στα συν της παράστασης ήταν οι έξοχοι φωτισμοί (Thomas Walgrave), η έξοχη μινιμαλιστική μουσική του Δημήτρη Καμαρώτου, η κίνηση του θιάσου (Χρήστος Παπαδόπουλος) και ειδικά αυτό το πολλά υποσχόμενο ανάλαφρο αναπήδημα των γυναικών καθώς έμπαιναν στην ορχήστρα του θεάτρου στην έναρξη, η «αλαλία» του Πρόβουλου (Αιμίλιος Χειλάκης) όπου η Αγλαΐα Παπά ανέλαβε το λόγο του «δηλώνοντας» την αδυναμία του ισχυρού φύλου να επιβληθεί και βέβαια η ευρηματική στιγμή όταν βυθίστηκε όλο το θέατρο στο σκοτάδι, σκηνή που προσπαθούν μερικές γυναίκες να το σκάσουν, δημιούργησε απίστευτη μαγεία αφήνοντας τους θεατές της Επιδαύρου να αφουγκραστούν την νυχτερινή σιγαλιά και να αισθανθούν την συσσωρευμένη ενέργεια του χώρου τόσων αιώνων.
Ο Νίκος Καραθάνος στις δικές του «Όρνιθες» επικεντρώθηκε στο θέμα της ουτοπίας παρακάμπτοντας τα πολιτικά και θρησκευτικά σχόλια του Αριστοφάνη. Η παράσταση ήταν περισσότερο μία κατά Καραθάνο εκδοχή των «Ορνίθων» παρά ένα ανέβασμα του ομώνυμου Αριστοφανικού έργου. Ο σκηνοθέτης συνεργάστηκε με τον μεταφραστή Γιάννη Αστέρη, για να καταθέσει ουσιαστικά μια διασκευή του Αριστοφανικού έργου. Ρόλοι καταργήθηκαν, άλλοι προστέθηκαν, όπως επίσης και ποιητικά κείμενα και βέβαια το φινάλε που ήταν μια κατά Καραθάνο επιλογή. Ένα ευφρόσυνο πανηγύρι με χορούς και τραγούδια, μια στρογγυλοποίηση του παραμυθιού της ουτοπίας εξοστρακίζοντας το υπαινικτικό τέλος του Αριστοφάνη στο οποίο ο Ευελπίδης εκδιώκεται και ο Πεισθέτερος παντρεύεται τη Βασιλεία, σημάδια ίσως μιας επερχόμενης τυραννίας.
Ο Καραθάνος θέλησε να δημιουργήσει μια παράσταση με παραμυθένια ατμόσφαιρα, ποίηση και ονειρική διάσταση που ν’ αγγίζει το συναίσθημα των θεατών. Σ’ αυτό είχε έναν πολύ ικανό σύμμαχο, τους υπέροχους και υποβλητικούς φωτισμούς του Σίμου Σαρκετζή. Ειδικά η τεράστια φωτισμένη σφαίρα της Νεφελοκοκκυγίας και βέβαια η εμπνευσμένη στιγμή όταν ο Πεισθέτερος αποκαλύπτει το σχέδιό του στα πουλιά για την ουράνια πολιτεία. Την ονειρική ατμόσφαιρα ενίσχυσαν οι διάφοροι ήχοι των πουλιών από έναν έξοχο Μιχάλη Σαράντη που ενώνονταν με τους φυσικούς ήχους του Αργολικού Θεάτρου.
Ένα από τα καλύτερα στοιχεία της παράστασης ήταν η κίνηση του θιάσου – πουλιών από την Αμαλία Μπένετ. Ευφάνταστες κινήσεις με πλαστικότητα και έντονη σωματικότητα. Αλλά δυστυχώς το ανέμπνευστο σκηνικό και τα αλλόκοτα χωρίς καμία άποψη κοστούμια της Έλλης Παπαγεωργακοπούλου, δημιούργησαν μια αναντιστοιχία με τα άλλα ποιητικά στοιχεία της παράστασης. Ένας Έποπας (τσαλαπετεινός) – Τηρέας ντυμένος σαν μαυροφορεμένη μπαμπόγρια με μαύρο καλσόν και σλιπάκι, που την στήριζε με πάθος ο Χρήστος Λούλης, χαβανέζικα πουκάμισα, βερμούδες, μια Ίριδα (Γαλήνη Χατζηπασχάλη) άρτι αφιχθείσα από καρναβάλι του Ρίο σε μια μπουρλέσκ σκηνή με τουρτοπόλεμο, γυμνόστηθα κορίτσια, ο Άγγελος Παπαδημητρίου ντυμένος σαν Σωτηρία Μπέλλου με μαύρα γυαλιά να μοιράζει φάσκελα και η Αλίκη Αλεξανδράκη ντυμένη σαν Βασίλισσα της Αγγλίας να περιφέρεται με το τσαντάκι της άσκοπα στην ορχήστρα του θέατρου.
Ούτε η μουσική του Άγγελου Τριανταφύλλου μπόρεσε να δώσει ένα ξεχωριστό χρώμα στην παράσταση. Όσον αφορά την Νατάσσα Μποφίλιου, ερμήνευσε απλά δύο τραγούδια χωρίς να έχει να παίξει κάποιο σημαντικό ρόλο. Ο Άρης Σερβετάλης ξεχώρισε με την σωματική του πλαστικότητα και την ιδιαίτερη εκφορά του λόγου του. Έλαμψε η ερμηνεία της Βασιλικής Δρίβα ως Πρόκνη – Αηδόνα, ντυμένη σαν να ήταν βγαλμένη από τον πίνακα «Las Meninas” του Βελάσκεθ, όπως και του παραολυμπιονίκη Γιάννης Σεβδικαλής που ως Δίας είχε μια έντονη παρουσία με τα ακάλυπτα τεχνητά του πόδια.
Μια πολυσύνθετη, ετερόκλητη παράσταση με ανάμεικτα λαϊκά και φιλοσοφικά στοιχεία, πολύχρωμες σκηνές, ποίηση, τιτιβίσματα πουλιών, πολλές μουσικές και μαγικούς φωτισμούς που αφήνει στο τέλος μια ακαθόριστη επίγευση.
Γενικά και στις δύο παραστάσεις υπήρχαν έξυπνα ευρήματα και σημαντικές καλλιτεχνικές στιγμές, στοιχεία εξάλλου που χαρακτηρίζουν τις δουλειές και των δύο σκηνοθετών.