Η Σοφία Καψούρου είναι η ταλαντούχα συγγραφέας και πρωταγωνίστρια της παράστασης «Ερωμένες στον Καμβά» που έχει ήδη ανέβει, με μεγάλη επιτυχία, στη θεατρική σκηνή του Vault Theatre Plus. Το έργο της υμνεί το πάθος και τον έρωτα των δύο μεγάλων ζωγράφων Ραφαήλ και Μοντιλιάνι.
Η ίδια διανύει μία από τις πιο δημιουργικές περιόδους της, καθώς το δεύτερο θεατρικό της έργο «Σούμαν» θ’ ανέβει από 1η Φεβρουαρίου στη Νέα Σκηνή «Νίκος Κούρκουλος» του Εθνικού Θεάτρου, και αποδεικνύει ότι το πάθος και ο έρωτας της για το θέατρο είναι εξίσου δυνατά.
«Ερωμένες στον Καμβά» : Ένα έργο βασισμένο στη ζωή των μεγάλων ζωγράφων Ραφαήλ και Μοντιλιάνι ή καλύτερα ένα έργο βασισμένο στην ψυχική κατάθεση των δύο γυναικών που σημάδεψαν τη ζωή και το έργο τους. Μέσα από ποια δική σου ανάγκη προέκυψε η συγγραφή του;
Από την ανάγκη μου να αγαπήσω. Να μιλήσω για τον υπαρκτό ερωτισμό.
«Οι μικροί καλλιτέχνες έχουν όλες τις αγωνίες των μεγάλων μόνο που είναι μικροί. Αυτό το δράμα τους συνθλίβει. Αντίθετα οι Ερωμένες τους βρέθηκαν από την πρώτη στιγμή στη κορυφή. Το πάθος ήταν ανέκαθεν αξία απόλυτη.», αναφέρει ο Μάνος Στεφανίδης στον (πρόλογο;) του βιβλίου. Τελικά η γυναίκα μούσα είναι θύμα ή θύτης;
Αποφεύγω τον όρο «θύμα». Δε μου αρέσει, δε μου πάει ως προσωπικότητα, έχει να κάνει με δικαστήριο, με εισαγγελικό πόρισμα κι εγώ γράφω θέατρο. Γράφω για τον έρωτα. Αν είχα γράψει ένα έργο για θύμα και θύτη σε μια ερωτική σχέση, δε θα πάταγε ψυχή στην παράσταση, πιστέψτε με. Γιατί θα είχε διδακτικό τόνο. Κι εγώ αποφεύγω να κουνάω το δάχτυλο και να γράφω όπως εξαγριωμένη δημοσιογράφος σε γυναικείο περιοδικό που η στήλη της εξαπολύει πυρά εναντίον των ανδρών. Κι αυτό ο Μάνος Στεφανίδης το εντόπισε και το ανέδειξε με το δικό του αξεπέραστο ύφος. Γράφω για γυναίκες χορτασμένες, γράφω για γυναίκες που όχι μόνο στάθηκαν πηγές έμπνευσης αλλά άντλησαν και οι ίδιες έμπνευση από το πάθος τους. Το πάθος, λέει ο Μάνος Στεφανίδης, είναι αξία απόλυτη. Αξία. Η γυναίκα μούσα δεν είναι ούτε θύμα ούτε θύτης, είναι κάτι άλλο που αρχίζει από θήτα. Είναι θεός. Ήττα και θεός μαζί. Μα, θα μου πείτε, η Φορναρίνα κλείστηκε από την απόγνωσή της σε μοναστήρι και η Ζαν αυτοκτόνησε λίγες ώρες αφότου ο Μοντιλιάνι ξεψύχησε. Δεν είναι θύματα του πάθους τους; Δεν έχασαν τα νιάτα τους και την υγεία τους, δεν αρρώστησαν από αυτή τη νοσηρότητα της σχέσης τους με τους ζωγράφους; Δεν έχασαν τη ζωή τους; Έχασαν τη ζωή αλλά κέρδισαν την αιωνιότητα. Κέρδισαν εκείνο το «αχ» του οργασμού που ο Θεός ζητά από τους αγγέλους του να ψάλλουν ανήμπορος ο ίδιος να το τραγουδήσει.
Πόσο εύκολο είναι να είσαι και ο συγγραφέας και ο ήρωας του έργου σου πάνω στη σκηνή;
Σοφία εναντίον Σοφίας. Έτσι νιώθω σε κάθε παράσταση. Νιώθω ότι πρέπει να αποκρυπτογραφήσω νοήματα και αινίγματα για τα οποία έχω πλήρη άγνοια. Έχω να ανακαλύψω έναν εσωτερικό ρυθμό που σαφώς είναι ο ρυθμός της καρδιάς μου, αφού έχω γράψει το κείμενο και η καρδιά μου χτυπούσε όταν το έγραφα, αλλά τι ώθησε την καρδιά μου να χτυπά με τέτοιο παλμό, σε τέτοιο τέμπο, με τέτοια δόνηση, δεν ξέρω πριν την παράσταση να σας πω, ούτε μετά ξέρω. Το ανακαλύπτω κατά τη διάρκεια της παράστασης. Όσο κρατάει η παράσταση, κρατάει και το θαύμα. Πριν και μετά είναι η ανάλυση, η εξήγηση. Αλλά εξηγούνται τα θαύματα; Γράφω από έλλειμμα γνώσης και περίσσευμα αίσθησης. Δε θέλω να ξέρω. Την απάντηση. Δεν είμαι ψυχολόγος, δεν είμαι γιατρός, δεν είμαι δικηγόρος, είμαι συγγραφέας και ηθοποιός. Για μένα τη λύση στη γραφή και την υποκριτική τη δίνει η παρατήρηση, το χιούμορ και η ποίηση. Πρωτίστως με αφορά όχι η λύση αλλά το ερώτημα. Το ερώτημα με θεραπεύει. Η προσωπική μου θεραπεία είναι η ποίηση. Αυτή η σουρεαλιστική τοποθέτηση λέξεων και χτύπων πάνω σε μια επιφάνεια καπνού.
Τελικά τί είναι πιο δύσκολο; Να συγγράφεις, να ερμηνεύεις ή να σκηνοθετείς;
Να ζεις. Να καταφέρνεις να ζεις γράφοντας, ερμηνεύοντας, σκηνοθετώντας. Να πέφτεις για ύπνο με το στομάχι γεμάτο και το μυαλό ήρεμο. Αυτό όμως είναι ανέφικτο. Αυτά ως προς τη ζωή. Ως προς την Τέχνη, να γράφεις είναι το πιο δύσκολο πράγμα του κόσμου. Ή το ’χεις ή δεν το ’χεις. Ούτε μαθαίνεται, ούτε διδάσκεται. Δεν έχω παρακολουθήσει ποτέ κανένα σεμινάριο συγγραφής, κανένα καλοκαιρινό σχολείο δημιουργικής γραφής κανένα φροντιστήριο. Εγώ γράφω παραληρηματικά, γράφω από το σκοτάδι της νύχτας, από το τίποτα, από τα έγκατα του κόσμου μου και το σκάψιμο με πονάει αλλά παράλληλα με ξαλαφρώνει. Καλές οι ιστορίες των ανθρώπων, καλές οι παραστάσεις που γεννήθηκαν από ιστορίες γειτόνων, από μαρτυρίες, από κείμενα ηθοποιών κατά τη διάρκεια της πρόβας, από συρραφές κειμένων – όλες αυτές οι μορφές και τα παιχνίδια μου αρέσουν κι εμένα πάρα πολύ και έχω δει να προκύπτουν διαμάντια θεατρικά μέσα από τέτοιες διαδικασίες- αλλά το θέατρο χρειάζεται συγγραφέα. Είναι καιρός αυτό να το καταλάβουμε στην Ελλάδα και να μην τιμωρούμε τους συγγραφείς στην πείνα και την εξαθλίωση. Οι συγγραφείς πρέπει να ζήσουν, για να μην πεθάνει το θέατρο.
Το έργο ανεβαίνει τρίτη φορά στη σκηνή του Vault. Πόσο διαφορετικό είναι το ανέβασμά του από κείνο στο Τρένο στο Ρουφ.
Πέρασε ένας χρόνος από την πρεμιέρα στο Τρένο στο Ρουφ. Μεγαλώσαμε κατά έναν χρόνο και όταν μεγαλώνει κανείς, μικραίνει η μέρα του. Θα με ακούσετε πολλές φορές να μιλώ για τη νύχτα γιατί εγώ τη νύχτα γιορτάζω και φρουρώ τη ζωή μου. Έχω βρει διαφορετικές ποιότητες υποκριτικά από πέρσι, βλέπω τα πράγματα πιο ειρωνικά, πιο βαθιά. Ενσαρκώνω μια Γαλλίδα, τη Ζαν Εμπιτέρν, την ερωμένη του Μοντιλιάνι και οι Γάλλοι αγαπούν πολύ την παρακμή, γοητεύονται από την décadence, γράφουν και μεταρσιώνουν την παρακμή σε ηδονή και αυτό εμένα με ξενίζει, γιατί είμαι Ελληνίδα, αλλά φέτος η ομορφιά της décadence είναι ο άξονας της ερμηνείας μου κι ας μη μου ταιριάζει μια τέτοια ομορφιά στην ψυχοσύνθεσή μου. Θα δείτε λοιπόν υποκριτικά μακροβούτια –από τη δική μας ανάγκη να δούμε πόσο κρατάει η ανάσα μας- θα δείτε διαφορές χωροταξικές με πέρσι, θα δείτε μιαν άλλη γεωμετρία χώρου, θα δείτε μία και μόνη ζωγράφο επί σκηνής να συνδέει εικαστικά την αναγέννηση, το Παρίσι των μποέμ και το σήμερα και τέλος, θα δείτε ένα εικαστικό μοτίβο συναφές του tableau vivant στο βάθος της σκηνής σε συγκεκριμένα στιγμιότυπα που θα σας επαληθεύει τις Ερωμένες στον Καμβά.
Οι «Ερωμένες στον Καμβά» κυκλοφορούν από τις εκδόσεις sestina.
Απολαμβάνω τη συνεργασία μου με τις εκδόσεις sestina οι οποίες κλείνουν φέτος δύο χρόνια. Είναι καινούριες εκδόσεις κι έχουν στο τιμόνι τους την Ευαγγελία Κουλιζάκη, μια πολύ καλή φίλη, ερωμένη των γραμμάτων και των καλών βιβλίων, μια νέα γυναίκα με αισθητική και κριτήριο. Το βιβλίο γίνεται ανάρπαστο στο Vault, οι θεατές το αναζητούν πριν και μετά την παράσταση και την επόμενη ημέρα της παράστασης λαμβάνω μηνύματα από θεατές ότι το ξεκοκάλισαν. Είναι ένα πολύ προσεγμένο βιβλίο του οποίου η πρώτη αίσθηση, το εξώφυλλο καθηλώνει τα βλέμματα και μαγνητίζει. Στο βιβλίο εμπεριέχεται ολόκληρο το έργο «Ερωμένες στον Καμβά» καθώς και δύο υπέροχα κείμενα για το έργο, ένα κείμενο του Μάνου Στεφανίδη και ένα κείμενο της Πέπης Ρηγοπούλου. Πρόκειται για δύο κείμενα δύο σημαντικότατων ανθρώπων της Τέχνης που δε χορταίνεις να διαβάζεις ξανά και ξανά. Είναι τιμή μου να γράφουν για εμένα και το πρώτο μου έργο ο Μάνος Στεφανίδης και η Πέπη Ρηγοπούλου.
Το έργο σου βασίζεται σε ιστορικά γεγονότα, πραγματικές ιστορίες δύο σπουδαίων γυναικών. Ποια είναι η σύνδεση του έργου με το σήμερα , η σύνδεση των γυναικών εκείνης της εποχής με τις σημερινές γυναίκες;
«Των ερωμένων φυγείν αδύνατον», γράφω στο έργο. Σήμερα οι γυναίκες έχουν βγει από τον καμβά και έχουν πάρει τον χρωστήρα στα χέρια τους. Η γυναίκα μούσα έχει εξελιχτεί σε γυναίκα περφόρμερ. Η κοινωνία συνεχίζει να αφορίζει την ερωμένη και ο γάμος με μια ανιψιά καρδιναλίου συνεχίζει να είναι το όνειρο πολλών καλλιτεχνών και όχι μόνο. Υπάρχουν καλλιτέχνες που βγαίνουν κάθε βράδυ έξω, πίνουν και γελούν, αλλά έχουν ξεχάσει τα κλειδιά και την ερωμένη τους σπίτι. Υπάρχουν άνδρες που αγαπούν την ερωμένη τους πιο βαθιά και πιο παθιασμένα από τη νόμιμη σύντροφό τους. Η Φορναρίνα και η Ζαν έρχονται από μιαν άλλη εποχή, αλλά ανήκουν στην εποχή μας. Είναι όλες οι γυναίκες μαζί και κάθε γυναίκα ξεχωριστά. Είναι η γυναίκα που ερωτεύεται ολοκληρωτικά, παθιασμένα, χωρίς φόβο και έλεος. Ο άνθρωπος το πρώτο που κάνει μόλις γεννιέται είναι να κλάψει, για να καθαρίσει τους πνεύμονές του. Όσο ανασαίνει ο άνθρωπος, θα κλαίει, κι όσο κλαίει, θα ερωτεύεται. Η σύνδεση των ηρωίδων μου με τις σημερινές γυναίκες είναι άμεση. Σε κάθε γυναικοπαρέα υπάρχουν τουλάχιστον δύο γυναίκες κατηφείς που κοιτούν και ξανακοιτούν πότε θα χτυπήσει το κινητό τους. Κι αυτός ο χτύπος θα τις κάνει ή περισσότερο κατηφείς (αν ο εραστής τους ακυρώσει τη συνάντησή τους) ή χαρούμενες (αν τους επιβεβαιώσει το ραντεβού τους). Δε λείπουν η Ζαν και Φορναρίνα σήμερα. Ο Μοντιλιάνι και ο Ραφαήλ λείπουν. Πριν από λίγες μέρες σίγησε η φωνή ενός αιώνιου εραστή, του Λέοναρντ Κοέν. Υπάρχει ένας στίχος του Κοέν για την ανιδιοτέλεια της αγάπης :
«Και όταν πας να της πεις ότι δεν έχεις άλλη αγάπη να της δώσεις…/αφήνει τον ποταμό να σου απαντήσει ότι πάντα εσύ ήσουν ο εραστής της.»
Σουζάν.
«Σούμαν» ένα νέο συγγραφικό σου πόνημα το οποίο μάλιστα επιλέχτηκε να παρουσιαστεί από το Εθνικό Θέατρο, κάτω από την ομπρέλα της δράσης «Ο συγγραφέας του μήνα» σε σκηνοθεσία Βασίλη Νικολαΐδη.
Το έργο «Σούμαν» είναι το δεύτερο θεατρικό μου έργο, το οποίο επιλέχτηκε από το Εθνικό Θέατρο και θα ανέβει από 1η Φεβρουαρίου στη Νέα Σκηνή «Νίκος Κούρκουλος» για περιορισμένες παραστάσεις. Σκηνοθέτης θα είναι ένας υπέροχος άνθρωπος και ποιητής της αίσθησης και του λόγου, ο Βασίλης Νικολαΐδης. Ένας άνθρωπος που αγαπά τη μουσική όπως ένα παιδί αγαπά το καλοκαίρι. Η μουσική είναι ιερή για το Βασίλη Νικολαΐδη. Είναι γιορτή και περιπέτεια, γι’ αυτό και έχει αγαπήσει το έργο. Θέλω να σταθώ σε αυτήν την πρωτοβουλία του Εθνικού Θεάτρου. Δεν ξύπνησε κάποιος ένα πρωί και είπε «Ωραίος καιρός για να κάνω ένα νεοελληνικό έργο…». Υπάρχει έγνοια για το νεοελληνικό έργο μέσα στο Εθνικό Θέατρο, υπάρχει ο Στάθης Λιβαθινός και ο υπεύθυνος δραματολογίου Σάββας Κυριακίδης, που ονειρεύτηκαν μιαν έξοδο του νεοελληνικού έργου από το συρτάρι, το σκεβρωμένο από τα δάκρυα της νιότης, που αφιέρωσαν ώρες και έλυσαν πολλές σπαζοκεφαλιές για τον καλύτερο και δικαιότερο σχεδιασμό αυτής της εξόδου, που πήραν ρίσκο, προσωπικό, καλλιτεχνικό, οικονομικό για να συστηθεί ο νέος Έλληνας συγγραφέας στο θεατρικό κοινό. Στην περίπτωση του «Σούμαν» το ρίσκο είναι και ποιητικό. Έχει θέση η ποίηση στην εποχή της πεζότητας; Θα μάθουμε το πρώτο βράδυ του Φλεβάρη.
Και αυτό το έργο σου αντλεί την έμπνευσή του από ένα υπαρκτό πρόσωπο, τον σπουδαίο Γερμανό συνθέτη. Σε γοητεύουν τελικά οι βιογραφίες, οι ανθρώπινες ιστορίες;
Με γοητεύει η ανάγκη του ανθρώπου να δώσει νόημα στη ζωή του, είτε είναι ξυλουργός είτε δάσκαλος είτε ζωγράφος είτε μουσικός. Με γοητεύει το πώς κι από πού γεννιέται η Τέχνη είτε είναι η γλυπτική του Μπρουνελέσκι είτε η μαγειρική της γιαγιάς μου. Με γοητεύει η απελπισία, γιατί μόνο ο απελπισμένος ελπίζει. Και η ελπίδα είναι η μήτρα της Τέχνης. Ελπίζω να παρηγορηθώ και να παρηγορήσω, γι’ αυτό γράφω ένα τραγούδι ή ζωγραφίζω ένα πορτρέτο, απαρηγόρητος από κάποιο μεγάλο, μικρό, πραγματικό, επίπλαστο, αστείο ή σοβαρό δράμα. «Θεέ μου, κάνε με μέτριο», θα πει ο Μοντιλιάνι στο έργο μου. Και σε αυτήν τη φράση κλείνω όλες τις ανθρώπινες προσευχές, όλες τις βιογραφίες αγίων και τεράτων, όλη την τρικυμία του ανθρώπου.
Ο «Σούμαν» ισορροπεί ανάμεσα σε δύο χώρους και δύο εποχές: την Ευρώπη του 19ου αιώνα και την Αθήνα του 21ου. Με πολύ ιδιαίτερη γλώσσα, που ενίοτε αναπτύσσεται με ομοιοκατάληκτους στίχους, συνδυάζεις τις δύο φαινομενικά ασύμβατες ιστορικές αλλά και κοινωνικές συνθήκες. Πόσο δύσκολη ήταν η συγγραφή του και γιατί επέλεξες τον συγκεκριμένο τρόπο γραφής;
Η συγγραφή του «Σούμαν» – ή καλύτερα η σύνθεσή του, γιατί νιώθω ότι έγραψα μουσική και σιωπές- είναι ό,τι πιο επίπονο, κοπιαστικό και ηδονικό έχω κάνει στο θέατρο. Είναι ένα έργο που με κράτησε ξάγρυπνη τα τελευταία 5 χρόνια κι ακόμα με κρατάει, ειδικά τώρα που έφτασε η στιγμή του να ανέβει στη σκηνή. Ο συγκεκριμένος τρόπος γραφής επέλεξε εμένα και το χέρι μου, όχι εγώ τον συγκεκριμένο τρόπο γραφής. Το έργο «Σούμαν» γράφτηκε σε μέτρο, σε ένα προσωπικό, ιδιαίτερο, αυτοφυές μέτρο με ρίζα στα μεγάλα ρομαντικά κείμενα, γιατί η ποίηση είναι φύση μου αλλά και θέση μου τη δεδομένη στιγμή, για το δεδομένο θέμα. Αυτή η «πολύ ιδιαίτερη γλώσσα, που ενίοτε αναπτύσσεται με ομοιοκατάληκτους στίχους» είναι επιλογή μου ασυνείδητη, ενστικτώδης. Η οποία δικαιολογείται απόλυτα, με μαθηματική ακρίβεια στο έργο λόγω της θεματικής του, του κόσμου μέσα στον οποίο το έργο αναπτύσσεται, της ιδιότητας των ηρώων και των σχέσεών τους. Δράση και γλώσσα, ένα σώμα, μια πνοή. Τα υπόλοιπα επί σκηνής. Παίζω με τη φωτιά με το «Σούμαν».
Πέρα από το νέο σου θεατρικό έργο, που αναμένουμε με αγωνία , θα σε απολαύσουμε και ως ηθοποιό στο έργο κάποιου άλλου συγγραφέα στο προσεχές διάστημα;
Συζητάμε κάτι ιδιαιτέρως τολμηρό με έναν πολύ ταλαντούχο και νέο σκηνοθέτη -όπου σε αυτό το εγχείρημα θα συμμετέχω και ως ηθοποιός- αλλά για αυτό θα μπορώ να μιλήσω με περισσότερες λεπτομέρειες από το 2017.
ΕΡΩΜΕΝΕΣ ΣΤΟΝ ΚΑΜΒΑ
Κείμενο: Σοφία Καψούρου
Σκηνοθεσία: Παναγιώτης Παναγόπουλος
Επιμέλεια κοστουμιών: Δέσποινα Βιλλιώτη, Άρτεμις Κατσαμπάνη
Εικαστική δημιουργία / Εικαστικός χώρος / Εικαστική διάδραση: Δέσποινα Βιλλιώτη, Ελισσάβετ Παπαδημητρίου, Μαρίνα Τσιρώνη, Εμμέλεια Φιλιπποπούλου (συνεργάτες και σπουδαστές του Εργαστηρίου Σχεδίου – Ζωγραφικής για την εισαγωγή στις Ανώτατες Σχολές Καλών Τεχνών Γρηγόρη Κολιζέρα), Άννα Τζώρτζη
Μακιγιάζ φωτογραφίας δελτίου τύπου/αφίσας: Ήρα Μαγαλιού
Φωτογραφίες: Ελευθερία Ευθυμιάτου
Βοηθοί σκηνοθέτη: Χριστίνα Μανουσάκη, Μιχάλης Μουλακάκης
Παίζουν (με αλφαβητική σειρά): Σοφία Καψούρου(Μελαχρινή Ερωμένη, Ζαν Εμπιτέρν)
Ασπασία Κοκόση (Ξανθιά Ερωμένη, Φορναρίνα)
To έργο “ΕΡΩΜΕΝΕΣ ΣΤΟΝ ΚΑΜΒΑ” κυκλοφορεί σε βιβλίο από τις εκδόσεις SESTINA.
Η παράσταση τελεί υπό την αιγίδα του Ομίλου για την UNESCO Πειραιώς και Νήσων.
ΠΑΡΑΣΤΑΣΕΙΣ
ΚΑΘΕ ΣΑΒΒΑΤΟ ΣΤΙΣ 19:00 & ΚΥΡΙΑΚΗ ΣΤΙΣ 21:00
Διάρκεια 80 λεπτά (χωρίς διάλειμα)
Τιμές εισιτηρίων
Γενική είσοδος 10 ευρώ
Μειωμένο: 8,οο ευρώ / (Φοιτητές/ Μαθητές / Σπουδαστές/ Κάτοχοι Κάρτας Πολυτέκνων (ΑΣΠΕ)/ ΑμΕΑ/
Κάτοχοι Κάρτας Ανεργίας (ΟΑΕΔ) / Aτέλειες: 5,00 eευρώ
Vault
Μελενίκου 26, Βοτανικός ,Βοτανικός
Τηλ.: 2130356472, 6945993870