«Ο ΑΛΑΒΡΟΣΤΟΙΣΕΙΩΤΗΣ» ΤΟΥ ΠΑΥΛΟΥ ΛΙΑΣΙΔΗ ΣΕ ΣΚΗΝΟΘΕΣΙΑ ΝΙΚΟΥ ΧΑΤΖΟΠΟΥΛΟΥ
ΜΙΑ ΣΥΜΠΑΡΑΓΩΓΗ ΤΟΥ ΦΕΣΤΙΒΑΛ ΑΘΗΝΩΝ ΜΕ ΤΟ ΣΠΙΤΙ ΤΗΣ ΚΥΠΡΟΥ
Ο Παύλος Λιασίδης (1901 – 1985) είναι μια ιδιαίτερη μορφή των Κυπριακών Γραμμάτων. Άνθρωπος απλός που έζησε πάντα κοντά στη φύση (βοσκός, περιβολάρης, εργάτης στους αγρούς) χωρίς καμία μόρφωση (πήγε μέχρι την Ε’ Δημοτικού), με ευαίσθητο ψυχισμό, παραμένει σ όλη του τη ζωή αφοσιωμένος στην μούσα του γράφοντας ποίηση.
Ένας λαϊκός αυτοδίδακτος ποιητής που εξέλιξε μόνος του τον τρόπο γραφής του ώστε να θεωρείται ένας σημαντικός εκπρόσωπος της Κυπριακής λαϊκής ιδιωματικής ποίησης. Εκτός από ποίηση έγραψε και αρκετά έμμετρα θεατρικά έργα. «Ο αλαβροστοισειώτης» είναι γραμμένος την δεκαετία του ’60 σε ιαμβικό δεκαπεντασύλλαβο και πήρε το Α’ Βραβείο ΡΙΚ.
Στο βάθος του χώρου Β στην Πειραιώς 260 διακρίνεται ένα πιάνο με διάφορα μουσικά όργανα τριγύρω και δίπλα τέσσερις καρέκλες για τους ηθοποιούς (Δημήτρη Αντωνίου, Μαρίνα Αργυριάδου, Άνδρη Θεοδότου και Κλείτο Κωμοδή) που βρίσκονται συνεχώς στην σκηνή και ακριβώς μπροστά ένα «τετραγωνισμένο πηγάδι», ένα βαθύ σκάμμα με μια πλατιά αναβαθμίδα να το περιβάλλει, όπου μόνο εκεί πάνω οι τέσσερις ηθοποιοί κινούνται (Διαμόρφωση σκηνικού χώρου – Κοστούμια: Βασιλική Σύρμα). Εκεί μέσα στο σκοτεινό πηγάδι του πλανέμου του νου είναι εγκλωβισμένος ο αλαβροστοισειώτης (Γιώργος Τσουρής) που σημαίνει νεραϊδοπαρμένος / ονειροπαρμένος . Αυτόν τον ρόκολο / το νεαρό αγόρι στοιχειώσουν οι νεραΐδες, κυρίευσαν την ψυχή του και λειώνει με τα οράματά τους. Όταν το αγόρι θα υποχωρήσει στα παρακάλια της μάνας του για να παντρευτεί μια γειτονοπούλα, τότε οι νεραΐδες, που τον θεωρούσαν κτήμα τους, τον σκοτώνουν με βασανιστικό τρόπο.
Η εύστοχη και απέριττη σκηνοθεσία του Νίκου Χατζόπουλου αναδεικνύει το πάντρεμα του φυσικού και του υπερφυσικού κόσμου που συνυπάρχουν στο έργο, εξισορροπώντας αρμονικά το τραγικό και το μεταφυσικό στοιχείο με το χιούμορ. Ελάχιστες κινήσεις (επιμέλεια κίνησης: Βάλια Παπακωνσταντίνου), αλλαγές ρούχων επί σκηνής με την εύστοχη και την δημιουργική ματιά της Βασιλικής Σύρμα, παραγωγή ήχων με απλά αντικείμενα, σφιχτός ρυθμός, η μελωδικότητα της Κυπριακής διαλέκτου, ο ατμοσφαιρικός φωτισμός (Σάκης Μπιρμπίλης) και η υποβλητική μουσική (Σταύρος Λάντσιας) δημιουργούν έναν «νεραϊδόκοσμο» που απογειώνει την παράσταση και μαγεύει τους θεατές. Την παράσταση «σημαδεύει» η εκπληκτική ερμηνεία και των πέντε Κύπριων ηθοποιών.
Είναι μια καταπληκτική δουλειά, ένα διαμαντάκι που αξίζει να συνεχίσει να παίζεται και την επόμενη σεζόν.