ΡΟΜΠ/ROB ΤΟΥ ΕΥΘΥΜΗ ΦΙΛΙΠΠΟΥ ΣΕ ΣΚΗΝΟΘΕΣΙΑ ΔΗΜΗΤΡΗ ΚΑΡΑΝΤΖΑ
ΣΤΗ ΣΤΕΓΗ ΓΡΑΜΜΑΤΩΝ ΚΑΙ ΤΕΧΝΩΝ
Ο πολυβραβευμένος για τα κινηματογραφικά του σενάρια Ευθύμης Φιλίππου και ο ταλαντούχος σκηνοθέτης Δημήτρης Καραντζάς συναντώνται στη Στέγη του Ιδρύματος Ωνάση, για πρώτη φορά, και δημιουργούν μια εντυπωσιακή, πολυδιάστατη και υπερβατική παράσταση, μια τελετή του λογικού και του παραλόγου.
Ο κατά συρροή δολοφόνος Roberto Succo (1962-1988) εμπνέει τον Bernard-Marie Koltès για τη συγγραφή του «Ρομπέρτο Τσούκο» (1988), θεατρικό έργο που προσφέρεται ως πηγή έμπνευσης για τον «Ρομπ/Rob» του Ευθύμη Φιλίππου.
Μια δεκαμελής ομάδα ατόμων, σύναξη νεκρών και ζωντανών μπροστά από ένα κατακερματισμένο τραπέζι – έχει διαιρεθεί σε επιμέρους τραπεζάκια, σαν στοιχισμένα σχολικά θρανία – συναντάται κατ’ επανάληψη στη μνήμη ενός αξέχαστου νεκρού, που υπήρξε ή ίσως και όχι. Η σύναξη γύρω από ένα «τραπέζι» που παραπέμπει σε έναν ανορθόδοξο Μυστικό Δείπνο αρχίζει με ένα λόγο περί «Αγάπης», με το θρησκευτικό στοιχείο ως κοινωνικό στεγανό να είναι το σημείο εκκίνησης και να καταλήγει σε αναξιόπιστες ή και όχι εξομολογήσεις καταθέτοντας ο καθένας τη δική του υποκειμενική αλήθεια ανάλογα με τη σχέση που είχε με τον νεκρό Rob. Γι’ αυτό το λόγο, άλλωστε, υπάρχουν τα τραπεζάκια και 25 καρέκλεςεπί σκηνής για τους 10 προσκεκλημένους, για εν δυνάμει μετακινήσεις, γκρουπαρίσματα, συμμαχίες: τρόποι που επινοούν για να επικοινωνήσουν μεταξύ τους. Δέκα φωνές που εξομολογούνται, αφηγούνται ή και ονειροπολούν σε παράδοξες συναθροίσεις, αλλόκοτα μνημόσυνα ή και παράξενα συμπόσια, ξανά και ξανά, υπογράφοντας στο τέλος το βιβλίο των πρακτικών. Σε μια από αυτές τις σουρεαλιστικές συναντήσεις οι θεατές της Στέγης γίνονται μάρτυρες, ωτακουστές και συνένοχοι σκέψεων, αισθημάτων, καταπιεσμένων ενστίκτων, καταγγελιών, περιγραφών βίαιων πράξεων, πόθων, αλλοπρόσαλλων συμπεριφορών, παθών και περίπλοκων επιχειρημάτων που εκστομίζονται από τους νεκρούς γονείς του Rob, τη μικρή αδελφή του, το κορίτσι του, μια εκνευριστική πωλήτρια, το φύλακα του κελιού του, τον αστυνομικό επιθεωρητή, τον άνδρα που θέλει να του μοιάσει, τον επιστήθιο φίλο του και τη διευθύντρια του σχολείου του. Θύματα, μάρτυρες, θαυμαστές και οπαδοί του Rob. Ένας καθρέφτης μιας καλοδομημένης κοινωνίας: η αποκοπή από τον ομφάλιο λώρο και το πατρικό πρότυπο (πρώτο θύμα του Rob η μητέρα του και μετά ο πατέρας του), εργασιακές, ερωτικές και κοινωνικές σχέσεις, η βία και η καταστολή της, καθώς και η επιβολήτης εξουσίας. Ένα περίτεχνο κείμενο γραμμένο με αλληγορικό λόγο, ιδιόμορφο χιούμορ και ωμότητα (χαρακτηριστικά στοιχεία της γραφής του Φιλίππου), ένα ψυχογράφημα των ενδόμυχων ανθρώπινων επιθυμιών και σκέψεων, μια «λοξή» αντανάκλαση μιας κοινωνίας που επιθυμεί να δημιουργήσει έναν ήρωα στον οποίο «επενδύει» προσπαθώντας να υπερβεί τα όρια τα οποία η ίδια έχει βάλει.
Ο σκηνοθέτης Δημήτρης Καραντζάς έχει τη μαγική ικανότητα να «ξεκλειδώνει» «δύστροπα» κείμενα με μοναδική μαεστρία. Μια ακόμη απόδειξη είναι αυτή η σκηνοθετική προσέγγιση του «Rob» με την οποία φωτίζει με μέτρο και σοφία το παράλογο και το ζωώδες στοιχείο που ενυπάρχει στο κείμενο καθώς και το ιδιότυπο χιούμορ του μέσα από την «συνθήκη» των επαναλαμβανόμενων συναντήσεων γύρω από ένα τραπέζι της δεκαμελούς ομάδας σε ένα μυστηριώδες χωροχρόνο.
Η παράσταση αποτελεί μια δουλειά δυνατού συνόλου. Οι επιμέρους συντελεστές: η ενδυματολόγος Ιωάννα Τσάμη, η σκηνογράφος Κλειώ Μπομπότη, η επιμέλεια κίνησης από τον Τάσο Καραχάλιο, η μουσική σύνθεση του Δημήτρη Καμαρωτού και ο σχεδιασμός των φωτισμών από τον Αλέκο Αναστασίου «συνομίλησαν» με τις δημιουργίες τους με το σκηνοθετικό όραμα. Ο λαμπρά πολύχρωμος «χορός» των προσκεκλημένων με κοστούμια σύγχρονα που φέρουν κάποια στοιχεία άλλων εποχών (το κοστούμι της μητέρας) ή και εξεζητημένα (το κοστούμι του αστυνομικού επιθεωρητή) ενίσχυε το παράδοξο του τόπου, του χρόνου και την «σύσταση» του κειμένου. Η εξαιρετικά εμπνευσμένη κίνηση του Τάσου Καραχάλιου απογείωσε την παράσταση σπάζοντας το μετωπικό παίξιμο με μεθοδευμένες κινήσεις ακριβείας, μαρτυρία σκληρής δουλειάς και εξάσκησης των ηθοποιών. Ο Καραχάλιος κατόρθωσε να απεικονίσει την απελευθέρωση της ζωικής φύσης του ανθρώπου δημιουργώντας διάφορες συνθέσεις με μισόγυμνα σώματα με κορυφαίο ανθρώπινο, πολύχρωμο και πρωτότυπο σύμπλεγμα-πυραμίδα καθώς και συνθέσεις όπως μια Pieta (ο μισόγυμνος θαυμαστής του Rob στην αγκαλιά της μητέρας του), ή έναν αναγεννησιακό πίνακα με έναν ιδιαίτερο φωτισμό να επικεντρώνεται σ’ ένα γυμνό χέρι. Ο Δημήτρης Καμαρωτός με τη μυστηριώδη μουσική του σύνθεση «έντυσε» την παράσταση «νομιμοποιώντας» τη μουσική δραματουργία και τονίζοντας το υπερβατικό στοιχείο αυτής της τελετής μετακινώντας ακόμα και τα αιωρούμενα ηχεία. Οι δέκα εξαιρετικοί ηθοποιοί: Κωνσταντίνος Αβαρικιώτης, Γιάννης Κλίνης, Χρήστος Λούλης, Βασίλης Μαγουλιώτης, Αγγελική Παπούλια, Εύη Σαουλίδου, Μιχάλης Σαράντης, Σταυρούλα Σιάμου, Μαρία Σκουλά, Ελίνα Ρίζου, υπήρξαν ένα καλοδουλεμένο σύνολο που έδωσε σάρκα και οστά στη σκηνοθετική σύλληψη με ακρίβεια και εκφραστικότητα.
Κατά τη γνώμη μου, αυτός ο ποιητικά παράδοξος και συνάμα γοητευτικός λόγος του Φιλίππου μετατράπηκε επιδέξια και εύστοχα από τον Καραντζά σε μια αλληγορική και παραβολική παράσταση δύο ωρών και είκοσι λεπτών, άρτια δομημένη βάζοντας ένα πάρα πολύ σημαντικό λιθαράκι στο σύγχρονο θεατρικό μας σύμπαν.