ΦΑΡΕΝΑΙΤ 451 ΤΟΥ ΡΕΪ ΜΠΡΑΝΤΜΠΕΡΙ ΣΕ ΣΚΗΝΟΘΕΣΙΑ ΘΩΜΑ ΜΟΣΧΟΠΟΥΛΟΥ ΣΤΟ ΦΕΣΤΙΒΑΛ ΑΘΗΝΩΝ ΚΑΙ ΕΠΙΔΑΥΡΟΥ
Οι Όργουελ με το «1984»(1948) και Χάξλεϋ με το «θαυμαστό καινούργιο κόσμο» (1932) έχουν ήδη γράψει για ένα σκοτεινό δυσοίωνο και ψυχαναγκαστικό μέλλον όπου εξελιγμένες μορφές τεχνολογίας θα κυριαρχούν. Πάνω σε αυτό το πνεύμα αλλά επικεντρωμένος στο κάψιμο των βιβλίων και ό,τι αυτό συνεπάγεται, το 1953 ο Ρέι Μπράντμπερι γράφει το βιβλίο «Φαρενάιτ 451», το οποίο, ο ίδιος, ξαναγράφει για το θέατρο το 1979. Ο τίτλος του βιβλίου δηλώνει τους βαθμούς Φαρενάιτ στους οποίους καίγεται το χαρτί.
Ο Μπράντμπερι με θαυμαστή διορατικότητα και αλληγορική γλώσσα αναφέρεται σ’ ένα ολοκληρωτικό καθεστώς ισοπέδωσης των πάντων για να κατακτηθεί η «ευτυχία», η «ισότητα» και η «ασφάλεια» των πολιτών, όπου όμως αυτές ακριβώς οι λέξεις έχουν χάσει το νόημά τους. Οι πυροσβέστες καίνε βιβλία με κηροζίνη, κυκλοφορούν υπερταχυκίνητα, οι «τηλετοίχοι» των σπιτιών αφήνουν «απροστάτευτες» τις ζωές των ενοίκων, ένας «μηχανικός» σκύλος προηγμένης τεχνολογίας, εφοδιασμένος με τσιπάκια, καταδιώκει αντιφρονούντες. Ένα δυστοπικό μέλλον όπου η εικονική πραγματικότητα έχει αντικαταστήσει την «πραγματική ζωή», δημιουργεί πειθήνιους πολίτες, άνευρους δέκτες στις «σερβιρισμένες» γνώσεις και πληροφορίες των ΜΜΕ και «σκοτώνει» την ελευθερία λόγου και σκέψης, συναισθημάτων, αισθημάτων, αμφιβολιών.
Η συνάντηση του πυροσβέστη Μόνταγκ με την Κλάρις, ένα πλάσμα αέρινο που κουβαλά την αύρα του ποιητικού λόγου, αφυπνίζει τον ψυχικό του κόσμο και αισθάνεται ότι ζει ένα κενό. Ένα βιβλίο που θα διαβάσει του ξυπνά αισθήματα και συναισθήματα και από διώκτης μετατρέπεται σε διωκόμενο. Οι πολίτες που βρίσκουν παρηγοριά στον ποιητικό και λογοτεχνικό λόγο, έχουν ήδη φύγει μακριά, αποστηθίζουν βιβλία, γίνονται ένα με αυτά, ζουν σαν παρίες. Σ’ αυτούς καταφεύγει ο Μόνταγκ για να γίνει ένας από αυτούς.
Ο έμπειρος σκηνοθέτης Θωμάς Μοσχόπουλος παρουσίασε το «Φαρενάιτ 451» στο χώρο Η, στην Πειραιώς 260, σε μια ρέουσα, χυμώδη και θεατρικότατη μετάφραση του ιδίου, με μια ομάδα ικανότατων ηθοποιών. Ο Μοσχόπουλος δημιουργεί μια εκπρόσωπη παράσταση που αποδίδει το πνεύμα του έργου σχολιάζοντας το σήμερα με εύστοχες και έξυπνες πινελιές. Η παράσταση ξεκινά με μια δυναμική, η οποία στο δεύτερο μέρος εξασθενεί ενώ ο αντιήρωας Μόνταγκ περνά στην παρανομία. Και ίσως, η ιδιαίτερα πυκνή δράση προς το τέλος της παράστασης να δημιουργεί κάποια προβλήματα κατανόησης. Το ανέβασμα αυτού του έργου απαιτεί ένα σκηνικό, το οποίο σχεδόν συμπρωταγωνιστεί στην παράσταση. Το έργο «εντάσσει» τον θεατή σ’ ένα περιβάλλον προηγμένης τεχνολογίας, το οποίο «αναδύει» ψυχρότητα και απειλή. Το σκηνικό της Ευαγγελίας Θεριανού έχει φουτουριστικά στοιχεία, είναι λειτουργικό αλλά πολύ απλό. Υπολείπεται σε «γενναιοδωρία» μιας μελλοντικής τεχνοκρατούμενης κοινωνίας όπως την ευαγγελίζεται ο Μπράντμπερι. Τα κοστούμια της Κλαίρ Μπρέιστγουελ αποτυπώνουν με συνέπεια το πνεύμα της εποχής, ειδικά το κοστούμι της συζύγου του Μόνταγκ είναι ιδιαίτερα παιχνιδιάρικο και εκφράζει πλήρως τον «ανερμάτιστο» ψυχικό της κόσμο. Οι δε φωτισμοί της Σοφίας Αλεξιάδου και τα ηχοχρώματα της μουσικής του Κορνήλιου Σελαμσή «ντύνουν» ταιριαστά την παράσταση.
Μια εντυπωσιακή Άννα Μάσχα στο ρόλο του αρχηγού του σώματος των πυροσβεστών (Μπίτι) αποδίδει εκπληκτικά το σκληρό και σκοτεινό πρόσωπο μιας απρόσωπης εξουσίας, που ηδονίζεται να ελέγχει την σκέψη των άλλων και να εξοντώνει το διαφορετικό. Ενώ μέσα από τον αινιγματικό και επιτηδευμένα «λογοτεχνικό» λόγο της αποκαλύπτει ότι γνωρίζει τη «γλώσσα» και το περιεχόμενο των βιβλίων, συνειδητότατα όμως τα απορρίπτει. Ο Αλέξανδρος Λογοθέτης, στο ρόλο του Μόνταγκ, λιτός ως διώκτης, υποστηρίζει με ευαισθησία και αμφιθυμία το «πέρασμά» του στην όχθη των διωκόμενων. Η Ξένια Καλογεροπούλου, σ’ ένα μικρό αλλά χαρακτηριστικό ρόλο, η Κίττυ Παϊταζόγλου δημιουργεί μια πειστικότατη αλαφροΐσκιωτη Κλάρις, η Ευαγγελία Ρουμελιώτη ως σύζυγος του Μόνταγκ είναι μια απόλυτη πλαστική κούκλα με κατευθυνόμενα αισθήματα και τέλος ο Χάρης Τσιτσάκης, ως καθηγητής Φάμπερ με τη χροιά της φωνής του και τη στάση του σώματός του εκφράζει με μεστότητα την αγωνία και την ανασφάλεια ενός ηλικιωμένου, φοβισμένου ανθρώπου. Στους δεύτερους ρόλους οι Μάνος Γαλανής και Θάνος Λέκκας, παίζουν αυτό που τους ζητήθηκε με συνέπεια.
Μια έντιμη προσπάθεια να μεταφερθεί στη σκηνή ένα τόσο εμβληματικό κείμενο, χωρίς όμως να «μετουσιώνεται» σε μία απογειωμένη παράσταση. Η παράσταση θα παίζεται την προσεχή θεατρική σεζόν στο θέατρο «Πόρτα» και αξίζει το ευρύ κοινό να γνωρίσει αυτό το έργο που αποτυπώνει ένα ακραίο και σκοτεινό μέλλον, τα «προεόρτια» του οποίου είναι προ των πυλών.
Συντελεστές:
Μετάφραση – σκηνοθεσία: Θωμάς Μοσχόπουλος
Σκηνικά: Ευαγγελία Θεριανού
Κοστούμια: Κλαίρ Μπρέσγουελ
Μουσική: Κορνήλιος Σελαμσής
Φωτισμοί: Σοφία Αλεξιάδου
Βοηθός σκηνοθέτη: Ρωμανός Μαρούδης
Παίζουν: Αλέξανδρος Λογοθέτης, Άννα Μάσχα, Ξένια Καλογεροπούλου, Δήμητρα Ματσούκα, Κίττυ Παϊταζόγλου, Μάνος Γαλανής, Θάνος Λέκκας κ.ά.
Διάρκεια: 120 λεπτά
Συμπαραγωγή με το Θέατρο Πόρτα
Περιλαμβάνεται στο πρόγραμμα «Αθήνα – Παγκόσμια Πρωτεύουσα Βιβλίου 2018 ΟΥΝΕΣΚΟ». Mε τη στήριξη του Δικτύου Πολιτισμού του Δήμου Αθηναίων Athens Culture Net, με ιδρυτικό δωρητή το Ίδρυμα Σταύρος Νιάρχος