Ο Εμίλ Ζολά (1840-1902) υπήρξε ένας πρωτοπόρος Γάλλος λογοτέχνης, ο οποίος με την «επαναστατική» γραφή του στηλίτευσε την υποκρισία, τις αντιλήψεις, τον καθωσπρεπισμό, τα πάθη, την ηθική και τα έθιμα της γαλλικής κοινωνίας του 19ουαιώνα. Χρησιμοποίησε από τους πρώτους λογοτέχνες και μάλιστα έγραψε το μανιφέστο του όρου «νατουραλισμός» -ο οποίος δίνει το όνομά του σ’ ένα δυνατό λογοτεχνικό ρεύμα και χαρακτηρίζει ένα ολόκληρο θεατρικό είδος-για να ερμηνεύσει όσο πιο ζωντανά γίνεται τον «ωμό ρεαλισμό» των έργων του, ως «φέτα ζωής», καταγράφοντας τα βαθύτατα ένστικτα των χαρακτήρων, την αναλυτική μελέτη των γεγονότων και τη ζωντανή αναπαράσταση των κοινωνικών τάξεων.
Ο Εμίλ Ζολά έγραψε το μυθιστόρημα «Τερέζ Ρακέν» το 1867 και λίγο αργότερα το έκανε θεατρικό έργο, το οποίο αντιμετώπισε πολλές απαγορεύσεις γιατί κρίνεται προκλητικό και ανήθικο.
Η Τερέζ μεγαλώνει μαζί με το φιλάσθενο ξάδελφο της Καμίγ στο σπίτι της θείας της κ. Ρακέν. Η θεία της, όταν η Τερέζ φτάνει σε ηλικία γάμου, την παντρεύει με τον υπερπροστατευμένο γιο της για να τον φροντίζει μετά τον θάνατό της. Λόγο αργότερα μετακομίζουν στο Παρίσι, όπου ανοίγουν ένα ψιλικατζίδικο σε μια ανήλιαγη στοά και ο Καμίγ αρχίζει να εργάζεται σε μια εταιρεία σιδηροδρόμων. Εκεί συναντά τον παλιό του φίλο Λοράν ο οποίος γίνεται πλέον οικογενειακός φίλος και εραστής της Τερέζ. Το παράφορο πάθος οδηγεί τους εραστές στο έγκλημα και τελικά αυτοί παντρεύονται με τις ευλογίες της κ. Ρακέν, αλλά το ξύπνημα των ερινύων τους κυνηγά με μόνη λύτρωση την αυτοκτονία τους.
Μια διαχρονική πλοκή ενός μυθιστορήματος που έχει τροφοδοτήσει-όπως μας πληροφορεί το καλοσχεδιασμένο, αλλά όχι με ευανάγνωστα γράμματα, πρόγραμμα-από τη βωβή ταινία «Τερέζ Ρακέν» του Ζακ Φέηντερ μέχρι το «Ο Ταχυδρόμος χτυπά πάντα δύο φορές» του Τζέημς Κέη, τη «Δίψα» του Παρκ Τσαν Γουή και την πρόσφατη ταινία «InSecret» του Charlie Stratton.
Η «Τερέζ Ρακέν» είναι ένα έργο που θίγει όχι μόνο το ζήτημα της σεξουαλικότητας, το ξύπνημα του σαρκικού έρωτα, την έκρηξη των ζωώδη ενστίκτων (η ερωτική σχέση Τερέζ και Λοράν που καταλήγει στο φόνο του Καμίγ) αλλά συγχρόνως αφουγκράζεται και τις κοινωνικοοικονομικές συνθήκες της εποχής: την έξαρση της αστυφιλίας (μετακόμιση από τη Βερνόν στο Παρίσι της οικογένειας Ρακέν), τις άθλιες συνθήκες διαβίωσης στα μεγάλα αστικά κέντρα (η σκοτεινή στοά, το ανήλιο μαγαζί και το σπίτι της οικογένειας Ρακέν που μυρίζει νωπό χώμα) την εξάπλωση του σιδηροδρομικού δικτύου στην χώρα την εποχή της βιομηχανικής επανάστασης (ο Καμίγ μαζί με τον Λοράν εργάζονται στην εταιρεία των σιδηροδρόμων της Ορλεάνης). Ένα έργο «καθρέφτης» της γαλλικής κοινωνίας του 19ουαιώνα.
Η Λίλλυ Μελεμέ διασκευάζει και σκηνοθετεί την «Τερέζ Ρακέν» στο θέατρο Ροές, διατηρώντας τους νατουραλιστικούς χυμούς του έργου. Δημιουργεί ένα ζοφερό και ασφυκτικό ψυχολογικό δράμα με έξυπνα και πολύ λειτουργικά σκηνοθετικά ευρήματα και συμβολισμούς μέσα σ’ ένα ψυχρό, σκοτεινό και στερημένο περιβάλλον. Η συνεχής παρουσία του δολοφονημένου Καμίγ επί σκηνής να «γλιστρά» ανάμεσα στους εραστές μαρτυρά πόσο αναγκαία είναι η «παρουσίỨτου για να φουντώσει ξανά το πάθος ανάμεσα στην Τερέζ και τον Λοράν, τώρα που δεν είναι πλέον στη ζωή. Ενώ το βύθισμα του πουκάμσου του Καμίγ στην σκάφη από τη μητέρα του παράλληλα με την δολοφονική πτώση του στο ποτάμι, είναι στοιχεία που εμπλουτίζουν την σκηνοθετική προσέγγιση και κρατούν σε εγρήγορση τον θεατή.
Η μουσική σύνθεση του Μίνωα Μάτσα, με τις ποικίλες εναλλαγές, τονίζει την ιδιοσυγκρασία των ηρώων, συνδέει τις αλλαγές των σκηνών και ενισχύει το σασπένς της πλοκής του έργου. Το ευρηματικό σκηνικό του Κωνσταντίνου Ζαμάνη με το απειλητικό μαύρο κιγκλίδωμα, σαν κάγκελα φυλακής, οριοθετεί το σπίτι και το μαγαζί της οικογένειας Ρακέν από τον έξω κόσμο. Ενώ τα έξι μαύρα στενόμακρα τραπέζια μετατρέπονται μαγικά, εκτός από την προφανή τους λειτουργία, σε κρεβάτια, βάρκα και σ’ ένα υπερυψωμένο «ικρίωμα» έκθεσης των συγκρούσεων των εραστών, κυνηγημένων από τις τύψεις της άνομης πράξης τους. Επίσης τα καλοσχεδιασμένα και ευφάνταστα κοστούμια εποχής, του ιδίου, ντύνουν τους ήρωες του έργου σηματοδοτώντας τις εναλλαγές στον ψυχισμό των ηρώων (ιδιαίτερα οι πολλαπλές δυνατότητες που δίνει το κοστούμι της Τερέζ). Ο σχεδιασμός της κίνησης από την Μόνικα Κολοκοτρώνη αποτυπώνει τις ψυχολογικές μεταπτώσεις των ηρώων, βοηθά στη γρήγορη αλλαγή των σκηνικών και δένει με τους ρυθμούς και τις εντάσεις της σκηνικής πράξης. Τέλος, οι μελετημένοι με ευαισθησία φωτισμοί της Μελίνας Μάσχα ακολουθούν πιστά το πνεύμα της σκηνοθεσίας, ορίζουν χώρους και εντείνουν τη βαρειά, σκοτεινή και νοσηρή ατμόσφαιρα της οικίας Ρακέν και των εκεί συμβάντων.
Η Λίλλυ Μελεμέ κατόρθωσε να αποσπάσει από τους έμπειρους και ταλαντούχους ηθοποιούς της παράστασης εξαιρετικές ερμηνείες. Η χαρισματική Μαρία Κίτσου, ως Τερέζ, κυριαρχεί στη σκηνή και δημιουργεί μια παλλόμενη ηρωίδα που μεταβαίνει από το ναδίρ μιας μελαγχολικής σχεδόν ανύπαρκτης ζωής που επαναλαμβάνει συνεχώς τη φράση: «Είναι στενό, σκοτεινό και υγρό και μυρίζει χώμα νωπό», στο ζενίθ της φλεγόμενης γυναίκας από ζωώδη ένστικτα και παράφορο πόθο που φθάνει στο έγκλημα και μετά καταποντίζεται στον «Καιάδα» των τύψεων της. Ο ταλαντούχος Κώστας Βασαρδάνης ερμηνεύει πιστότατα έναν άνευρο και ασθενικό Καμίγ που επιτυγχάνει πάντα αυτό που θέλει ενώ μετατρέπεται «σκηνοθετική αδεία» σ’ έναν ύπουλο Καμίγ ο οποίος «κεντά» με το περίτεχνο παίξιμό του παρεισφρύοντας ανάμεσα στους «τρελαμένους» από τις ενοχές τους δολοφόνους του. Η Σοφία Σεϊρλή με το κομψό και πάντα ραφινάτο παίξιμό της, στο ρόλο της Κυρίας Ρακέν, είναι εξαιρετική και κυρίως μετά το εγκεφαλικό επεισόδιο δημιουργεί μια συγκλονιστική σιωπηλή φιγούρα που καταδικάζει, με τα έντρομα ορθάνοιχτα μάτια της, τους ενόχους. Ο δε Θανάσης Πατριαρχέας, με δημιουργική πνοή αποδίδει τον Λοράν, εκφράζοντας την ιδιοτέλεια, το παράφορο πάθος και τη δίνη των τύψεων του.
Μια επιτυχημένη παράσταση που μαρτυρά την εντυπωσιακά άψογη συνεργασία των συντελεστών και των ερμηνευτών της.