Ο «Οιδίπους» ήταν η φετινή εναρκτήρια παράσταση στο Αρχαίο Θέατρο της Επιδαύρου, σε σύλληψη, σκηνοθεσία, σκηνικά και φωτισμούς του Ρόμπερτ Γουΐλσον. Ένας «Οιδίποδας» μέσα από τη ματιά του suigenerisκαλλιτέχνη, του οποίου το άστρο ανέτειλε τη δεκαετία του ’70, με την παράσταση «Ο Αϊνστάιν στην ακρογιαλιά» στο Φεστιβάλ της Αβινιόν και έκτοτε λάμπει στο παγκόσμιο καλλιτεχνικό στερέωμα.
Ο Γουΐλσον δημιουργεί εικαστικές παραστάσεις στις οποίες πρυτανεύει η φόρμα, η μαγεία του φωτός, ο μινιμαλισμός στο λόγο, το έντονο μακιγιάζ, τα ηχητικά τοπία, τα εντυπωσιακά tableauvivants, μεθοδευμένη κίνηση που συνομιλεί με τη δομή του έργου, ιδιαίτερα σκηνικά αντικείμενα και σύμβολα που αποζητούν την αποκωδικοποίησή τους. Χαρακτηριστικά στοιχεία που αρθρώνουν το «ιδεόλεκτο» του Τεξανού δημιουργού, καθιστώντας τις δουλειές του αναγνωρίσιμες. Ο Γουΐλσον, ένας τελειομανής καλλιτέχνης, κατέχει την ικανότητα να θέτει τη σύγχρονη τεχνολογία στην «υπηρεσία» του προσωπικού του «λεξιλογίου» και των καλλιτεχνικών του οραμάτων.
Ο Ρόμπερτ Γουΐλσον παρουσίασε τον «Οιδίποδά» του τον Ιούλιο του 2018 στο Ρωμαϊκό θέατρο «GrandeScavi» της Πομπηίας και ακολούθως στα κλειστά θέατρα «Olimpico» της Βιτσέντσας και «Mercadante» της Νάπολης.
Μια παραγωγή «flexible» για κλειστά και ανοιχτά θέατρα, η οποία ωστόσο λειτουργεί καταλληλότερα στην ιταλική σκηνή. Ο ιδιοφυής καλλιτέχνης με τον «Οιδίποδά» του θέλησε να «εκπορθήσει» και το Αργολικό θέατρο. Κάνοντας προφανώς κάποιες αλλαγές και προσαρμογές, προσπάθησε να «προσγειώσει» το δημιούργημά του στο απαιτητικό αρχαίο θέατρο της Επιδαύρου.
Το κείμενο της παράστασης βασίζεται στο Σοφόκλειο μύθο αλλά το χαρακτηρίζει μια απλότητα στα όρια της απλοϊκότητας. Το έργο ακολουθεί τον Οιδίποδα από τη γέννησή του, το πρώτο φως που αντικρίζει το νεογέννητο βρέφος με τον «πειραγμένο» ήχο του κλάματός του, ένας οξύς, διαπεραστικός, εκνευριστικός, εκκωφαντικός ήχος που προοικονομεί το «τερατώδες» που ακολουθεί, μέχρι την τύφλωσή του, όταν το εκτυφλωτικό φως του προβολέα – της απόλυτης γνώσης – τον τυφλώνει.
Ο 78χρονος Γουΐλσον επεξεργάστηκε το μύθο του Οιδίποδα με ελευθερία στη δραματική σύνθεση και με ρυθμική επανάληψη ορισμένων επίμαχων αποσπασμάτων προκαλώντας τη διαστολή του σκηνικού χρόνου. Ένας διαπολιτισμικός θίασος διηγήθηκε τα πάθη του Οιδίποδα στα αρχαία και νέα ελληνικά, ιταλικά, αγγλικά, γαλλικά, γερμανικά και λατινικά, καθιστώντας τον Οιδίποδα ένα πανανθρώπινο σύμβολο της διαρκούς αναζήτησης της γνώσης και της αλήθειας που ξεπερνά τα γεωγραφικά και πολιτισμικά σύνορα.
Η Λυδία Κονιόρδου, με τη σοβαρότητα της ερμηνείας της, την καθαρότητα της άρθρωσής της και το εντυπωσιακό σκηνικό της εκτόπισμα, μέσα στο βαρύ κοστούμι της, επιρροής του θεάτρου Νο, κυριάρχησε στην ορχήστρα του θεάτρου προκαλώντας συγκίνηση και δέος. Αντιθέτως την καταξιωμένη ηθοποιό Angela Winkler, σχεδόν ακύρωσε ο σκηνοθέτης με τον τρόπο που την παρουσίασε. Εκφραστικός ο «άφωνος» Μιχάλης Θεοφάνους και εντυπωσιακότατη η σιωπηλή Kayije Kagame «κινήθηκαν» ως απλά στοιχεία, μέρος μιας εικαστικής εγκατάστασης.
Την παράσταση έντυσε με πρωτότυπες μουσικές συνθέσεις ο φημισμένος σαξοφωνίστας από τη Νέα Ορλεάνη, Ντίκι Λάντρυ, ο οποίος συνομίλησε μουσικά με τον Σύρο κλαρινετίστα Κινάν Αζμέχ.
Μια παράσταση που περιείχε όλα τα στοιχεία της σκηνοθετικής «γραφής» του Μπομπ Γουΐλσον: γεωμετρημένη κινησιολογία, ταχυδακτυλουργική χρήση φωτός, ιδιαίτερη χρήση υλικών (ξερόκλαδα, ανθισμένα κλαδιά, πτυσσόμενες καρέκλες, λαμαρίνες κλπ.), εντυπωσιακές μάσκες (στην παγανιστική γαμήλια τελετή), θεαματικά tableauvivants, ελλειπτικός λόγος… Μια παράσταση υψηλής αισθητικής, μεγάλου εικαστικού ενδιαφέροντος, μια άκρως εγκεφαλική εγκατάσταση που φέρει τη «σφραγίδα» ενός déjà vuδημιουργήματος του καλλιτέχνη, χωρίς ίχνος τραγικότητας, μακράν του «δι’ ελαίου και φόβου περαίνουσα την των τοιούτων παθημάτων κάθαρσιν».