«Εκτός από την ομορφιά της, που ήταν μαγευτική, είχε κι ένα υπέροχο παράστημα… Είχε και κάτι άλλο: μια έλξη που σε αναστάτωνε περισσότερο από οτιδήποτε άλλο είχα συναντήσει», έλεγε το 1982 ο Λόρενς Ολίβιε. Παντρεμένοι για είκοσι, χρόνια Ολίβιε και Λι αποτελούσαν ένα από τα πιο λαμπερά ζευγάρια του Χόλιγουντ παγκοσμίως. Η Βίβιαν τον είχε δει πολλές φορές στη σκηνή πριν τον γνωρίσει και είχε εκμυστηρευθεί σε ένα φίλο της «Αυτός είναι ο άνθρωπος που θα παντρευτώ». Ονειρευόταν να γίνουν ζευγάρι στη σκηνή και όταν αυτό πραγματοποιήθηκε, έδωσαν μάχη για να πάρουν διαζύγιο από τους συντρόφους με τους οποίους ήταν και οι δυο παντρεμένοι. Ωστόσο δεν έμεινε στη σκιά του Ολιβιέ. Μία από τις σπουδαιότερες ηθοποιούς που πέρασε από τον πλανήτη μας, κατάφερε να παντρέψει τη μοναδική ομορφιά της μ’ ένα απαράμιλλο υποκριτικό ταλέντο και μια μοναδική ψυχική κατάθεση. Η εκφραστικότητα, το βλέμμα και το χαμόγελο της αποτυπώθηκαν, ευτυχώς, στο φιλμ για να μας θυμίζουν το τι σημαίνει ηθοποιός.
Σιχαινόταν τα γυρίσματα, αγαπούσε το θέατρο, μισούσε τους κριτικούς που στέκονταν στη θρυλική ομορφιά της, προσπερνώντας το ταλέντο και τη σκληρή δουλειά της, θεωρούσε το σύστημα του Χόλιγουντ βαθιά ανειλικρινές και διεφθαρμένο πολύ πριν γίνουν της μόδας οι καταγγελίες για ηλικιακό σεξισμό εις βάρος των γυναικών. Παρά τη σκληρή δουλειά της τόσο πάνω στο θεατρικό σανίδι όσο και στη μεγάλη οθόνη, οι ερμηνείες της στο «Όσα παίρνει ο Άνεμος» με τον Κλαρκ Γκέιμπλ και την Ολίβια Ντε Χάβιλαντ και στο «Λεωφορείον ο Πόθος» με τον Μάρλον Μπράντο – ταινίες που της χάρισαν τα δύο Όσκαρ της καριέρας της – θα τη σημαδέψουν για πάντα στη μνήμη του σινεφίλ κοινού. Ειδικά ο ρόλος της Μπλανς Ντι Μπουά θα σημαδέψει εκείνη, η οποία καιρό μετά την ολοκλήρωση των γυρισμάτων θα ομολογεί ότι ήταν ο χαρακτήρας που κόντεψε να την οδηγήσει στην παραφροσύνη, καθώς από ένα σημείο και μετά είχε κυριαρχήσει στην προσωπικότητα και τη ζωή της, κλονίζοντας ακόμη περισσότερο την ήδη εύθραυστη ψυχική υγεία της.
Η ΖΩΗ ΕΝΟΣ ΘΡΥΛΟΥ
Η Βίβιαν Μέρι Χάρτλεϊ (όπως ήταν το πραγματικό της όνομα) γεννήθηκε στο Νταρτζίλινγκ της Ινδίας, όπου και έζησε μέχρι την ηλικία των 6 ετών. Ήταν κόρη του Βρετανού στρατιωτικού Έρνεστ Χάρτλεϊ και της Γκέρτρουντ Ρόμπινσον Γιάκτζι. Η μητέρα της προσπάθησε να την κάνει να εκτιμήσει τη λογοτεχνία και την έφερε σε επαφή με τα έργα του Χανς Κρίστιαν Άντερσεν, του Λιούις Κάρολ, και του Ράντγιαρντ Κίπλινγκ, καθώς και με τους αρχαίους ελληνικούς μύθους. Η Βίβιαν Λι εμφανίστηκε για πρώτη φορά σε παράσταση της θεατρικής ομάδας της μητέρας της απαγγέλοντας ένα παιδικό ποίημα. Οι γονείς της επέστρεψαν στην Αγγλία το 1919 και έστειλαν την μοναχοκόρη τους σε σχολείο που διοικείτο από καλόγριες. Μια από τις φίλες της στο σχολείο ήταν η μελλοντική ηθοποιός Μορίν Ο’Σάλιβαν, προς την οποία εξέφρασε την επιθυμία να γίνει μεγάλη ηθοποιός.
Η Λι διέκοψε τη φοίτηση της στο σχολείο εκείνο, όταν ο πατέρας της την πήρε μαζί του στην Ευρώπη, όπου φοίτησε σε διαφορετικά ευρωπαϊκά σχολεία, καθώς η οικογένειά της μετακινούνταν συνεχώς. Το 1931 επέστρεψε στην Αγγλία και αφότου παρακολούθησε μια ταινία της παλιάς της φίλης από το σχολείο, Μορίν Ο’ Σάλιβαν, ανακοίνωσε στους γονείς της ότι ήθελε να γίνει ηθοποιός. Ο πατέρας της την έγραψε στη Βασιλική Ακαδημία Δραματικής Τέχνης του Λονδίνου.
Ο γάμος και το παράφορο πάθος με τον Λόρες Ολιβιέ
Το 1931, γνώρισε και παντρεύτηκε το δικηγόρο Χέρμπερτ Λι Χόλμαν. Ο Χόλμαν που ήταν δεκατρία χρόνια μεγαλύτερός της, δεν ενέκρινε τις καλλιτεχνικές της ενασχολήσεις και την ανάγκασε να διακόψει τις σπουδές της στη Βασιλική Ακαδημία του δράματος. Το 1933 το ζεύγος απέκτησε μια κόρη, τη Σούζαν. Η Λι δεν ήταν ικανοποιημένη από την οικογενειακή ζωή. Ο γάμος και τα οικοκυρικά δεν της ταίριαζαν καθόλου. Αδιαφορούσε για τον σύζυγό της, αλλά και για την κόρη της, Σουζάν. Μοναδική της έγνοια ήταν η καριέρα της στο θέατρο και τον κινηματογράφο. Το 1935 κέρδισε τον πρώτο σημαντικό ρόλο στο θεατρικό «The Mask of Virtue», που απέσπασε άριστες κριτικές, οι περισσότερες από τις οποίες αφορούσαν τη Λι που εκπροσωπούσε την «τέλεια βρετανική ομορφιά», όπως έγραψε μία εφημερίδα. Σε μία από τις παραστάσεις παρευρέθηκε και ο ανερχόμενος τότε ηθοποιός, Λόρενς Ολίβιε. Στο μέλλον θα γινόταν ο μεγαλύτερος θεατρικός ηθοποιός της Βρετανίας, αλλά τότε η καριέρα του μόλις ξεκινούσε. Είδε τη Βίβιαν, εντυπωσιάστηκε και ζήτησε να τη γνωρίσει. Και οι δύο ήταν παντρεμένοι, αλλά σχεδόν αμέσως ξεκίνησε μια παθιασμένη σχέση που προκάλεσε σάλο σε όλη την Αγγλία. Αν και οι δύο ηθοποιοί έκρυβαν το δεσμό τους, σύντομα μαθεύτηκε ότι αγόρασαν σπίτι και έμεναν μαζί, όσο περίμεναν το διαζύγιο απ’ τους νόμιμους συζύγους τους. Σε γράμματα που της έστελνε ο Ολίβιε την περίοδο εκείνη, είναι εμφανής ο πόθος τους ενός για τον άλλον: «Ξύπνησα λιώνοντας απ’ την επιθυμία μου για σένα, αγάπη μου. Ω Θεέ μου, πόσο σε ήθελα. Μπορεί κι εσύ να χάιδευες τον εαυτό σου». …
Η απαρχή μιας μοναδικής κινηματογραφικής και θεατρικής καριέρας
Κάποιοι φίλοι της πρότειναν έναν μικρό ρόλο στην ταινία Things Are Looking Up, η οποία σηματοδότησε το κινηματογραφικό της πρωτόλειο. Στη συνέχεια προσέλαβε έναν πράκτορα, τον Τζον Γκλίντον, ο οποίος της πρότεινε να αλλάξει το όνομά της, καθώς πίστευε ότι το Βίβιαν Χόλμαν δεν ήταν κατάλληλο για ηθοποιό. H ίδια απέρριψε το όνομα Έιπριλ Μορν που της πρότεινε ο Γκλίντον, διατήρησε το όνομά της και υιοθέτησε ως επίθετο το μεσαίο όνομα του συζύγου της. Ο Γκλίντον την συνέστησε στο σκηνοθέτη Αλεξάντερ Κόρντα, αλλά ο Κόρντα έκρινε ότι δεν ήταν αρκετά ταλαντούχα ως ηθοποιός.
Η απέχθεια προς τους κριτικούς
Η ερμηνεία της στη θεατρική παράσταση Masc Of Virtue το 1935, έλαβε εξαιρετικές κριτικές και ακολούθησαν συνεντεύξεις και άρθρα εφημερίδων. Η εφημερίδα Daily Express, αναφέρθηκε θετικά στις ταχείες αλλαγές της έκφρασης του προσώπου της, κάτι που στο μέλλον θα γινόταν χαρακτηριστικό της. Ο Αλεξάντερ Κόρντα, αφότου παρακολούθησε την παράσταση, παραδέχθηκε το σφάλμα του και την κάλεσε να υπογράψει συμβόλαιο για μια σειρά ταινιών με την ανεξάρτητη εταιρία του. Παράλληλα συνέχισε τις εμφανίσεις της στο θέατρο. Όταν όμως ο Κόρντα μετέφερε την παράσταση σε μεγαλύτερο θέατρο, η Λι δυσκολεύτηκε να τοποθετήσει σωστά τη φωνή της, εισπράττοντας την αδιαφορία του ακροατηρίου. Οι παραστάσεις του έργου σταμάτησαν λίγες μέρες αργότερα. Το 1960, η Λι αναφέρθηκε με ανάμεικτα συναισθήματα στην πρώτη εμπειρία με την ξαφνική φήμη και τις διθυραμβικές κριτικές, λέγοντας:
Μερικοί κριτικοί είχαν την ανοησία να πουν ότι ήμουν μεγάλη ηθοποιός. Τότε σκέφτηκα ότι ήταν το χειρότερο πράγμα που θα μπορούσαν να μου κάνουν, καθώς έριξαν πάνω μου τέτοιο βάρος και τέτοια ευθύνη, που δεν ήμουν σε θέση να αντέξω. Μου χρειάστηκε καιρός για να μάθω να μην εντυπωσιάζομαι από εκείνες τις πρώτες εντυπώσεις των κριτικών. Το βρίσκω τόσο ηλίθιο. Θυμάμαι ακόμα πολύ καλά εκείνον τον κριτικό που το έκανε και δεν τον έχω συγχωρήσει…
Παρά τη σχετική απειρία της, η Λι επιλέχτηκε για να παίξει την Οφηλία στο θεατρικό του Σαίξπηρ Άμλετ (Hamlet), που ανέβασε ο Ολίβιε, το 1937, στο Old Vic Theatre. Χρόνια αργότερα ο Ολίβιε διηγήθηκε ένα περιστατικό που φανέρωνε την ψυχική της αστάθεια. Τη νύχτα της πρεμιέρας, λίγο πριν εμφανιστεί στη σκηνή, χωρίς προφανή λόγο, άρχισε να φωνάζει στον Ολίβιε κι έπειτα έμεινε σιωπηλή κοιτάζοντας αόριστα το χώρο. Ωστόσο, εμφανίστηκε στη σκηνή χωρίς κανένα πρόβλημα. Την επόμενη μέρα είχε ξεχάσει εντελώς το περιστατικό. Ήταν η πρώτη φορά που ο Ολίβιε γινόταν μάρτυρας τέτοιας συμπεριφοράς από μέρους της. Οι δυο τους άρχισαν να συζούν, ενώ οι σύζυγοί τους αρνήθηκαν να τους παραχωρήσουν διαζύγιο.
Την επόμενη χρονιά, η Λι εμφανίστηκε στο πλευρό των Ρόμπερτ Τέιλορ, Λάιονελ Μπάριμορ και Μορίν Ο’ Σάλιβαν στην ταινία Ατίθασα νιάτα (A Yank at Oxford, 1938). Πρόκειται για την πρώτη της ταινία που σημείωσε επιτυχία στις Ηνωμένες Πολιτείες. Κατά τη διάρκεια των γυρισμάτων κυκλοφόρησε η φήμη ότι ήταν δύσκολη και παράλογη και ο Κόρντα ζήτησε από τον ατζέντη της, να της κάνει συστάσεις προκειμένου να συμμορφωθεί. Έπειτα συμμετείχε στην ταινία St. Martin’s Laneδίπλα στον Τσαρλς Λότον.
Ο Ολίβιε προσπαθούσε για καιρό να κάνει επιτυχία στον κινηματογράφο. Παρά την επιτυχία του στην Αγγλία, ήταν άγνωστος στις Ηνωμένες Πολιτείες και οι προσπάθειές του στο παρελθόν να προσελκύσει το αμερικάνικο κοινό δεν είχαν κανένα αποτέλεσμα. Του προσφέρθηκε ο ρόλος του Χίθκλιφ στην κινηματογραφική μεταφορά του μυθιστορήματος της Έμιλι Μπροντέ Ανεμοδαρμένα Ύψη (Wuthering Heights) το 1939 (που προβλήθηκε στην Ελλάδα με τίτλο Ο πύργος των καταιγίδων) και ταξίδεψε στο Χόλιγουντ, αφήνοντας τη Λι στο Λονδίνο. Ο σκηνοθέτης της ταινίας, Γουίλιαμ Γουάιλερ, προσέφερε στη Λι τον δευτερεύοντα ρόλο της Ισαβέλλας. Εκείνη όμως αρνήθηκε, καθώς προτιμούσε τον πρωταγωνιστικό ρόλο, εκείνον της Κάθι, που είχε ανατεθεί στη Μερλ Όμπερον.
Gone with the Wind (1939)
Εκείνη την περίοδο το Χόλιγουντ βρισκόταν στα μέσα αναζήτησης της ηθοποιού που θα απεικόνιζε τη Σκάρλετ Ο’ Χάρα στην κινηματογραφική μεταφορά του Όσα παίρνει ο άνεμος. Ο Αμερικανός ατζέντης της Λι, ήταν ο αντιπρόσωπος στην Αγγλία του πρακτορείου ταλέντων του Μάιρον Σέλζνικ, αδελφού του παραγωγού του Όσα παίρνει ο άνεμος Ντέιβιντ Ο’ Σέλζνικ. Τον Φεβρουάριο του 1938, η Λι ζήτησε να περάσει από ακρόαση για το ρόλο της Σκάρλετ. Ο Σέλζνικ, που είχε δει τη Λι στις ταινίες Μέσα από τις φλόγες και Ατίθασα νιάτα, τη θεωρούσε υπέροχη, αλλά η βρετανική της προφορά δεν ταίριαζε στο χαρακτήρα της Σκάρλετ Ο’ Χάρα. Η Λι ταξίδεψε στο Λος Άντζελες για να είναι μαζί με τον Ολίβιε και να προσπαθήσει να πείσει τον Σέλζνικ ότι ήταν η καταλληλότερη ηθοποιός για το ρόλο της Σκάρλετ. Όταν ο Μάιρον Σέλζνικ, που αντιπροσώπευε τον Λόρενς Ολίβιε, συναντήθηκε με τη Λι, κατάλαβε ότι διέθετε όλα τα χαρίσματα που απαιτούσε ο ρόλος. Ο Μάιρον κάλεσε τη Λι και τον Ολίβιε στο σετ, όπου κινηματογραφούσαν την πυρκαγιά της Ατλάντα. Εκεί ανάμεσα στις φλόγες, ο Μάιρον προσφώνησε τη Λι, λέγοντας στον αδελφό του: Έι ιδιοφυΐα! Σου παρουσιάζω τη Σκάρλετ Ο’ Χάρα. Την επόμενη ημέρα, η Λι διάβασε μια σκηνή για το Σέλζνικ, ο οποίος έγραψε στη σύζυγο του: Από εκεί που δεν το περίμενε κανείς, βρέθηκε η Σκάρλετ και είναι πάρα πολύ καλή. Οι επικρατέστερες για το ρόλο αυτή τη στιγμή είναι: η Πολέτ Γκοντάρ, η Τζιν Άρθουρ, η Τζόαν Μπένετ και η Βίβιαν Λι. Ο σκηνοθέτης, Τζορτζ Κιούκορ, εντυπωσιάστηκε από τη ζωντάνια της Λι και συμφώνησε με το Σέλζνικ και λίγες μέρες αργότερα ο ρόλος ανατέθηκε στη Λι.
Τα γυρίσματα αποδείχθηκαν δύσκολα για εκείνη. Ο Κιούκορ απομακρύνθηκε και αντικαταστάθηκε από τον Βίκτορ Φλέμινγκ, με τον οποίο η Λι είχε συνεχείς διενέξεις. Η Λι και η Ολίβια Ντε Χάβιλαντ συναντούσαν κρυφά τον Κιούκορ για να τους δώσει συμβουλές πάνω στους ρόλους τους. Σύναψε φιλικές σχέσεις με τον Κλαρκ Γκέιμπλ, με τη σύζυγό του Κάρολ Λόμπαρντ και με την Ολίβια Ντε Χάβιλαντ αλλά φιλονικούσε με το Λέσλι Χάουαρντ, με τον οποίο ήταν υποχρεωμένη να ερμηνεύσει αρκετές ερωτικές σκηνές. Μερικές φορές αναγκαζόταν να εργάζεται επτά ημέρες την εβδομάδα, συχνά μέχρι αργά τη νύχτα, πράγμα που την κατέβαλε. Στο μεταξύ ο Ολίβιε, είχε αναλάβει δουλειά στη Νέα Υόρκη. Σε μια υπεραστική κλήση μεταξύ τους είπε: Μισώ τα γυρίσματα των ταινιών! Τα μισώ τόσο ώστε να μη θέλω να γυρίσω άλλη ταινία.
Το 2006, η Ολίβια Ντε Χάβιλαντ υπερασπίστηκε τη συμπεριφορά της Λι κατά τη διάρκεια των γυρισμάτων του Όσα παίρνει ο άνεμος, λέγοντας: Η Βίβιαν ήταν επαγγελματίας και απόλυτα πειθαρχημένη. Είχε δύο μεγάλα προβλήματα: Το γεγονός ότι έπρεπε να κάνει όσο το δυνατόν καλύτερη δουλειά, σε έναν εξαιρετικά δύσκολο ρόλο και το ότι ήταν μακριά από τον Ολίβιε που βρισκόταν στη Νέα Υόρκη.
Το Όσα παίρνει ο άνεμος απέφερε στη Λι άμεση φήμη και αναγνωρισιμότητα. Αλλά η ίδια υποστήριζε ότι: Δεν είμαι σταρ, είμαι ηθοποιός! Οι ζωές των ατόμων που δηλώνουν αποκλειστικά και μόνο ότι είναι κινηματογραφικοί αστέρες, είναι βουτηγμένες μέσα στο ψέμα. Οι κινηματογραφικοί αστέρες ζουν για ψεύτικες αξίες και κυνηγούν τη δημοσιότητα. Ενώ οι ηθοποιοί έχουν μεγαλύτερη διάρκεια και υπάρχουν πάντα καλοί ρόλοι για εκείνους.
Το Όσα παίρνει ο άνεμος έκανε παγκόσμια επιτυχία και έλαβε δεκατρείς υποψηφιότητες για Όσκαρ. Η Λι ήταν υποψήφια για όσκαρ Α’ Γυναικείου Ρόλου, έχοντας ως αντιπάλους της τη Μπέτι Ντέιβις για την ταινία Το λυκόφως μιας ζωής (Dark Victory) και την Γκρέτα Γκάρμπο για το Νινότσκα (Ninotchka). Τελικά επικράτησε και των δύο και αναδείχτηκε νικήτρια τη νύχτα της απονομής στις 29 Φεβρουαρίου 1940. Το Όσα παίρνει ο άνεμος κέρδισε συνολικά δέκα βραβεία Όσκαρ, ενώ η Λι εκφώνησε ομιλία 30 δευτερολέπτων παραλαμβάνοντας το βραβείο της, για να ευχαριστήσει τον παραγωγό Ντέιβιντ Ο. Σέλζνικ.
Το 1940 ο Ολίβιε ανέλαβε τον πρωταγωνιστικό ρόλο στην ταινία του Άλφρεντ Χίτσκοκ Ρεβέκκα (Rebecca) και η Λι ήθελε να αναλάβει τον γυναικείο πρωταγωνιστικό ρόλο στην ταινία. Πέρασε λοιπόν από ακρόαση, αλλά ο Χίτσκοκ την απέρριψε. Ο Σέλζνικ, παραγωγός και της εν λόγω ταινίας, τη θεώρησε και εκείνος ακατάλληλη για το ρόλο τονίζοντας ότι ήταν ακατάλληλη όσον αφορά την ειλικρίνεια ή την ηλικία ή την αθωότητα που απαιτούσε ο ρόλος. Ο Σέλζνικ παρατήρησε ότι δεν είχε δείξει ενθουσιασμό για το ρόλο, μέχρι τη στιγμή που ανέθεσαν τον πρωταγωνιστικό ρόλο στον Ολίβιε και προσέλαβε τη Τζόαν Φοντέιν. Της απαγόρευσε επίσης να παίξει πλάι στον Ολίβιε στην κινηματογραφική μεταφορά του μυθιστορήματος της Τζέιν Όστεν Περηφάνια και προκατάληψη, που πρωτοπροβλήθηκε στην Ελλάδα με τίτλο Περηφάνια και προκατάληψη (Pride And Prejudice, 1940) και όπου τον πρωταγωνιστικό ανέλαβε τελικά η Γκριρ Γκάρσον. Η ταινία Η γέφυρα της αμαρτίας (Waterloo Bridge, 1940) επρόκειτο να αποτελέσει τη δεύτερη κινηματογραφική συνεργασία του ζευγαριού, ο Σέλζνικ όμως αντικατέστησε την τελευταία στιγμή τον Ολίβιε με τον Ρόμπερτ Τέιλορ. Η ταινία είχε τεράστια επιτυχία και έλαβε καλές κριτικές.
Ακολούθησε η συνεργασία του ζευγαριού στο Μπρόντγουεϊ, όπου ανέβασαν το Ρωμαίος και Ιουλιέτα, αλλά οι κριτικές ήταν εξαρχής αρνητικές. Ο τύπος ασχολήθηκε με την έναρξη της σχέσης τους, με το γεγονός ότι είχαν ερωτικές σχέσεις ενώ ήταν παντρεμένοι και με το γεγονός ότι δεν έσπευσαν να συνεισφέρουν με τον τρόπο τους στον πόλεμο που είχε ξεσπάσει στην Ευρώπη. Οι περισσότερες από τις ευθύνες για την αποτυχία της παράστασης, αποδόθηκαν στη σκηνοθεσία του Ολίβιε, αλλά και η Λι είχε επικριτές που σχολίασαν την άρθρωσή της. Το ζευγάρι είχε επενδύσει σχεδόν όλες τις οικονομίες τους στο σχέδιο, και η αποτυχία είχε σαν αποτέλεσμα την οικονομική τους καταστροφή.
Επέστρεψαν στην Αγγλία το 1941, όπου γύρισαν την ταινία Λαίδη Χάμιλτον (That Hamilton Woman). Η ταινία αυτή γυρίστηκε για να αφυπνίσει το πατριωτικό ένστικτο των Άγγλων και για να δημιουργηθεί κλίμα συμπάθειας για τους Άγγλους από πλευράς του Αμερικάνικου κοινού. Ο Ουίνστον Τσώρτσιλ οργάνωσε δεξίωση με προσκεκλημένο τον Φράνκλιν Ρούζβελτ, στην οποία κανόνισε να προβληθεί η ταινία. Στην δεξίωση παρευρίσκονταν και το ζεύγος Ολίβιε, που από εκείνη τη στιγμή και μετά απέκτησαν φιλικές σχέσεις με τον Τσώρτσιλ.
Το 1943 η Λι περιόδευσε στη Βόρεια Αφρική όπου εμψύχωνε τα στρατεύματα των συμμάχων, αλλά σύντομα αρρώστησε. Ο επίμονος βήχας και πυρετός την ταλαιπωρούσαν και την επόμενη χρονιά της διέγνωσαν φυματίωση του αριστερού πνεύμονα. Έμεινε αρκετές εβδομάδες στο νοσοκομείο, μέχρι να δείξει σημάδια καλυτέρευσης. Την επόμενη χρονιά κατά τη διάρκεια των γυρισμάτων της ταινίας Καίσαρ και Κλεοπάτρα (Caesar And Cleopatra, 1945) ανακάλυψε ότι ήταν έγκυος, αλλά απέβαλε. Μετά την αποβολή έπεσε σε βαθιά κατάθλιψη και έφτασε σε σημείο να επιτεθεί προφορικά στον Ολίβιε μέχρι που έπεσε στο πάτωμα, σπαράζοντας με λυγμούς. Αυτή ήταν η πρώτη από μια σειρά εκρήξεων που προκαλούνταν από τη διπολική διαταραχή. Τα συμπτώματα που τη χαρακτήριζαν ήταν οι κρίσεις υπερκινητικότητας που ακολουθούνταν από μια περίοδο κατάθλιψης και μια εκρηκτικής συμπεριφοράς. Μετά τα επεισόδια η Λι δεν είχε καμία ανάμνηση της συμπεριφοράς της και κυριευόταν από αμηχανία.
Η Λι ήταν σε αρκετά καλή φυσική κατάσταση τα επόμενα χρόνια. Το 1946 συμμετείχε στη θεατρική παράσταση του Θόρντον Γουάιλντερ Με τα δόντια (The Skin of Our Teeth), αλλά οι ταινίες Καίσαρ και Κλεοπάτρα και Άννα Καρένινα που γύρισε στα τέλη της δεκαετίας του 1940 δεν είχαν επιτυχία.
Το 1947, ο Ολίβιε χρίστηκε ιππότης και η Λι τον συνόδευσε στα Ανάκτορα του Μπάκιγχαμ για την τελετή. Με αυτόν τον τρόπο έγινε Λαίδη Ολίβιε και μετά το διαζύγιό τους, αναφέρονταν στις κοσμικές στήλες ως Βίβιαν ή Λαίδη Ολίβιε.
Το 1948, ο Ολίβιε είχε γίνει διοικητικό στέλεχος του Old Vic Theatre και μαζί με τη Λι έκαναν εξάμηνη περιοδεία στην Αυστραλία και τη Νέα Ζηλανδία για να μαζέψουν χρήματα για τη συντήρησή του. Ο Ολίβιε εμφανιζόταν στο θεατρικό του Σαίξπηρ Ριχάρδος ο Γ’ (Richard III) και μαζί με τη Λι στο Σχολείο Σκανδάλων (School Of Scandal) του Ρίτσαρντ Σέρινταν και στο Με τα δόντια του Γουάιλντερ. Η περιοδεία έκανε επιτυχία. Η Λι αντεπεξήλθε στις απαιτήσεις και με εξαίρεση το γεγονός ότι για κάποια περίοδο είχε κρίσεις αϋπνίας, κατάφερνε πάντα, όπως επισήμανε ο Ολίβιε, να γοητεύει τον τύπο. Οι διαμάχες μεταξύ του ζευγαριού όμως δεν έλειψαν, μια φορά ο Ολίβιε αναγκάστηκε να τη χαστουκίσει, εφόσον αρνούνταν να εμφανιστεί στη σκηνή. Η Λι ανταπέδωσε. Το τέλος της περιοδείας βρήκε και τους δυο εξαντλημένους και άρρωστους. Ο Ολίβιε δήλωσε χρόνια αργότερα ότι «έχασε τη Βίβιαν στην Αυστραλία».
Η επιτυχία της περιοδείας ενθάρρυνε το ζευγάρι να κάνει την πρώτη του κοινή θεατρική εμφάνιση στο West End, εκτελώντας τις ίδιες παραστάσεις, με μία προσθήκη. Η Λι ήθελε πάντα να παίξει σε αρχαία ελληνική τραγωδία και έπεισε τον Ολίβιε να συμπεριλάβουν και την Αντιγόνη στις παραστάσεις τους. Έτσι η Λι υποδύθηκε την Αντιγόνη στη θεατρική μεταφορά του Γάλλου δραματουργού Ζαν Ανούιγ.
A Streetcar Named Desire
Το 1949 πρωταγωνίστησε στο αμφιλεγόμενο,για την εποχή του, θεατρικό έργο του Τένεσι Ουίλιαμς Λεωφορείον ο Πόθος (A Streetcar Named Desire)με σκηνοθέτη το σύζυγό της. Το θεατρικό του Ουίλιαμς, που περιείχε παραπομπές σε ασυδοσία και ομοφυλοφιλία, καθώς και μια σκηνή βιασμού, ήταν το καταλληλότερο μέσο για να ξεδιπλωθεί το ταλέντο της Λι, η οποία πίστευε ακράδαντα στη σημασία του έργου.
Όταν το Λεωφορείον ο Πόθος έκανε πρεμιέρα τον Οκτώβριο του 1949, ορισμένοι κριτικοί του θεάτρου κατήγγειλαν τόσο το έργο του Ουίλιαμς, όσο και την ερμηνεία της Λι, την οποία χαρακτήρισαν πολύ καλοαναθρεμμένη για να είναι πιστευτή. Ο Ολίβιε και η Λι υποστήριξαν ότι η επιτυχία του θεατρικού είχε να κάνει με το γεγονός, ότι το κοινό ήθελε να παρακολουθήσει μια πικάντικη και αισθησιακή παράσταση και όχι την ελληνική τραγωδία που οραματίζονταν οι κριτικοί. Η παράσταση είχε όμως και ένθερμους υποστηρικτές, όπως τον Νόελ Κάουαρντ που χαρακτήρισε την Λι θαυμάσια.
Η αυλαία του Λεωφορείον ο Πόθος έπεσε στο Γουέστ Έντ του Λονδίνου, μετά από 326 παραστάσεις. Ωστόσο, σύντομα η Λι προσλήφθηκε για να υποδυθεί την Μπλανς στην κινηματογραφική μεταφορά του θεατρικού έργου. Η ηθοποιός κατάφερε να αποκτήσει καλές σχέσεις με το συμπρωταγωνιστή της Μάρλον Μπράντο, λόγω της καυστικής και πρόστυχης αίσθησης του χιούμορ που τη χαρακτήριζε, αλλά είχε δυσκολία με το σκηνοθέτη της ταινίας Ελία Καζάν, ο οποίος δεν την είχε σε μεγάλη εκτίμηση ως ηθοποιό. Ο Καζάν προτιμούσε για το ρόλο της Μπλανς την Τζέσικα Τάντι η οποία τον είχε ερμηνεύσει στο Μπρόντγουεϊ. Αργότερα είπε ότι η Λι είχε μικρό ταλέντο και πως όσο προχωρούσαν με τα γυρίσματα άρχισε να την θαυμάζει για τη μεγάλη της αποφασιστικότητα να τα καταφέρει να κερδίσει τις εντυπώσεις και πως σε περίπτωση που ήταν απαραίτητο ήταν ικανή να πατήσει πάνω σε σπασμένα γυαλιά. Η Λι θεώρησε τον ρόλο εξαντλητικό και σχολίασε στην εφημερίδα Los Angeles Times ότι αφότου υποδύθηκε την Μπλανς Ντυμπουά επί εννέα μήνες την είχε πλέον εξουσιάσει.
Ο Ολίβιε τη συνόδεψε στο Χόλιγουντ, όπου ο ίδιος επρόκειτο να πρωταγωνιστήσει στην ταινία του Γουίλιαμ Γουάιλερ Συντρίμμια του Έρωτα (Carrie, 1952).
Η Λι, όπως και η ταινία, έλαβε διθυραμβικές κριτικές και τιμήθηκε με το Βραβείο Κριτικών της Νέας Υόρκης, με βραβείο της Βρετανικής Ακαδημία Κινηματογράφου (BAFTA) και με βραβείο Όσκαρ Α’ Γυναικείου Ρόλου το 1951, το δεύτερο στην καρέρα της, 12 χρόνια μετά την πρώτη της νίκη για το Όσα παίρνει ο άνεμος. Ο Ουίλιαμς δήλωσε ότι η Λι έφερε στον ρόλο όλα όσα είχε την πρόθεση, και πολλά περισσότερα, που ποτέ δεν είχε ονειρευτεί. Όμως, στα χρόνια που ακολούθησαν, η Λι δήλωσε για το ρόλο της Μπλανς ότι την οδήγησε στην τρέλα.
Το 1951, οι Λι και Ολίβιε πρωταγωνίστησαν σε άλλα δυο θεατρικά έργα το Αντώνιος και Κλεοπάτρα του Ουίλλιαμ Σαίξπηρ και το Καίσαρ και Κλεοπάτρα του Τζορτζ Μπέρναρντ Σω και κέρδισαν καλές κριτικές. Μετέφεραν την παραγωγή στη Νέα Υόρκη το 1952 όπου παρουσίασαν τις παραστάσεις στο θέατρο Ζίγκφελντ. Τα σχόλια ήταν ως επί το πλείστον θετικά, αλλά εξοργίστηκαν από τις δηλώσεις του κριτικού Κένεθ Τάιναν, πως η Λι ήταν ένα μέτριο ταλέντο που ανάγκαζε τον Ολίβιε να υποβιβάζει το δικό του. Τα δυσφημιστικά σχόλια του Τάιναν τρομοκράτησαν τη Λι, που θέλοντας να καταφέρει το καλύτερο, έδωσε σημασία στη δυσφήμιση αγνοώντας τα θετικά σχόλια των υπόλοιπων κριτικών.
Τον Ιανουάριο του 1953, η Λι ταξίδεψε στην Κεϋλάνη, σημερινή Σρι Λάνκα, για να ξεκινήσει τα γυρίσματα της επόμενης ταινίας της Στο δρόμο των ελεφάντων(Elephant’s Walk) με τον Πίτερ Φιντς. Αμέσως μετά από την έναρξη των γυρισμάτων υπέστη νευρικό κλονισμό και η εταιρία Paramount Pictures την αντικατέστησε με την Ελίζαμπεθ Τέιλορ. Επέστρεψε στο σπίτι της στην Αγγλία, όπου μέσα σε παραλήρημα η Λι είπε στον Ολίβιε ότι ήταν ερωτευμένη με τον Φιντς και ότι είχαν σχέση. Με το πέρασμα του χρόνου, η Λι ξεπέρασε και εκείνη την κρίση. Ως αποτέλεσμα αυτού του επεισοδίου, πολλοί από τους φίλους του ζευγαριού έλαβαν γνώση για τα προβλήματά της.
Αφού έδειξε σημάδια βελτίωσης, συμπρωταγωνίστησε με τον Ολίβιε στην θεατρική παράσταση του Τέρενς Ράντιγκαν Ο κοιμώμενος πρίγκιπας (The Sleeping Prince), και το 1955 εμφανίστηκαν για ολόκληρη τη χρονιά στη γενέτειρα του Σαίξπηρ, το Στράτφορντ, όπου παρουσίασαν τα εξής έργα του: Δωδέκατη Νύχτα, Μάκβεθ, και Τίτος Ανδρόνικος. Έπαιξαν σε σπίτια και απέσπασαν γενικά καλές κριτικές, όμως η υγεία της Λι ήταν φαινομενικά σταθερή.
Το 1956 η Λι ανέλαβε τον πρωταγωνιστικό ρόλο στην παράσταση του Νόελ Κάουαρντ South Sea Bubble, αλλά έμεινε έγκυος και αποσύρθηκε από την παραγωγή. Αρκετές εβδομάδες αργότερα, απέβαλε και εισήλθε σε μια περίοδο κατάθλιψης που διήρκεσε μήνες. Έπειτα ακολούθησε τον Ολίβιε σε μια Ευρωπαϊκή περιοδεία με το Τίτος Ανδρόνικος, αλλά η περιοδεία αμαυρώθηκε από τις συχνές εκρήξεις της Λι ενάντια στον Ολίβιε και στα άλλα μέλη του θιάσου. Μετά την επιστροφή τους στο Λονδίνο, ο πρώην σύζυγός της, Λι Χόλμαν, που συνέχιζε να ασκεί σημαντική επιρροή πάνω της, έμεινε με το ζευγάρι και τη βοήθησε να ηρεμήσει.
Ο Μέριβεϊλ είχε σταθεροποιητικό ρόλο στη ζωή της Λι, αλλά εκμυστηρεύτηκε στη δημοσιογράφο Ρέιντι Χάρις ότι: Θα προτιμούσα να ζήσω μια σύντομη ζωή με τον Λάρι [Ολίβιε], από το αντίκρισμα ενός μακριού δρόμου χωρίς εκείνον…
Ο πρώτος σύζυγός της, Λι Χόλμαν, τη στήριξε πολύ σε αυτή την περίοδο της ζωής της και ο Μέριβεϊλ εμφανίστηκε δίπλα της σε μια περιοδεία της στην Αυστραλία, τη Νέα Ζηλανδία και τη Λατινική Αμερική που διήρκεσε ένα χρόνο και έλαβε καλές κριτικές. Η Λι αποσπούσε πλέον καλές κριτικές χωρίς να χρειάζεται να μοιράζεται το προσκήνιο με τον Ολίβιε. Αν και βασανιζόταν ακόμα από περιόδους κατάθλιψης, συνέχισε να εργάζεται στο θέατρο και το 1963 κέρδισε βραβείο ΤΟΝΥ για τη συμμετοχή της στο μιούζικαλ Τόβαριτς (Tovarich). Παράλληλα εμφανίστηκε επίσης στις ταινίες Το τέλος μιας αγάπης (The Roman Spring of Mrs. Stone, 1961) και στο Πλοίο των Τρελών (Ship Of Fools, 1965). Περιστασιακά εμφανίσθηκε στην τηλεόραση σε συνεντεύξεις και συζητήσεις.
Τον Μάιο του 1967, υπέστη υποτροπή της φυματίωσης, ενώ έκανε πρόβα με τον Μάικλ Ρέντγκρεϊβ για να εμφανιστεί στη θεατρική παράσταση του Έντουαρντ Άλμπι Ευαίσθητη ισορροπία (A Delicate Balance). Μετά από αρκετές εβδομάδες ξεκούρασης, φάνηκε να ανακάμπτει. Τη νύχτα της 7ης Ιουλίου 1967, ο Μέριβεϊλ την άφησε, ως συνήθως, να πραγματοποιήσει την εμφάνισή της στο θέατρο και επέστρεψε στο σπίτι γύρω στα μεσάνυχτα, όπου τη βρήκε κοιμισμένη. Περίπου τριάντα λεπτά αργότερα, επέστρεψε στην κρεβατοκάμαρα και βρήκε το σώμα της να κείτεται στο πάτωμα. Είχε σηκωθεί και είχε προσπαθήσει να περπατήσει μέχρι το μπάνιο και κατέρρευσε, καθώς οι πνεύμονες της ήταν γεμάτοι με υγρό. Ύστερα ο Μέριβεϊλ επικοινώνησε με τον Ολίβιε, ο οποίος υποβαλλόταν σε θεραπεία για καρκίνο του προστάτη σε κοντινό νοσοκομείο. Στην αυτοβιογραφία του, ο Ολίβιε περιέγραψε την αγωνία που τον κατέβαλε καθώς όδευε προς το σπίτι της Λι. Όταν έφτασε εκεί διαπίστωσε ότι ο Μέριβεϊλ είχε μετακινήσει το σώμα της πάνω στο κρεβάτι. Ο Ολίβιε εξέφρασε τη θλίψη του και πριν βοηθήσει το Μέριβεϊλ με τα διαδικαστικά της κηδείας, «στάθηκε και προσευχήθηκε για συγχώρεση για όλα τα κακά που είχαν ξεφυτρώσει μεταξύ τους».
Η Βίβιαν Λι πέθανε σε ηλικία 54 ετών ταλαιπωρημένη από ένα κλονισμένο νευρικό σύστημα το οποίο την οδήγησε συχνά σε ψυχιατρικές κλινικές. Το σώμα της αποτεφρώθηκε στο κρεματόριο Golders Green και η τέφρα της σκορπίστηκε στη λίμνη δίπλα στο σπίτι της, το Τίνκερέιτζ Μιλ, που βρισκόταν στο ανατολικό Σάσεξ, στην Αγγλία.
Η αγάπη για το θέατρο
Η Λι προτιμούσε να δουλεύει στο θέατρο, παρά την επιτυχημένη της πορεία στον κινηματογράφο. Ξεκίνησε από το θέατρο το 1935 και συνέχισε να το υπηρετεί μέχρι και το θάνατό της το 1967. Έκανε το ντεμπούτο της στο θεατρικό σανίδι με την παράσταση The Green Sash το οποίο ακολούθησε η εμφάνιση της στο θεατρικό έργο των Καρλ Στέρνχαϊμ και Άσλεϊ Ντιουκς The Masc Of Virtue το Μάιο του 1935 που παρουσιάστηκε στο θέατρο Ambassadors του Λονδίνου. Η Λι απέσπασε διθυραμβικές κριτικές για την ερμηνεία της στο The Masc Of Virtue και την επόμενη χρονιά ερμήνευσε το ρόλο της βασίλισσας Άννας στο έργο του Γουίλιαμ Σαίξπηρ Ριχάρδος Β’ που σκηνοθέτησε ο Τζορτζ Γκίλγκουντ. Η συνάντησή της με τον Λόρενς Ολίβιε το 1935 και η μετέπειτα συνεργασία τους στην ταινία Μέσα στις φλόγες το 1937, αποτέλεσε σταθμό για την καριέρα της. Οι δυο τους αποτέλεσαν ζευγάρι τόσο στη ζωή, όσο στο θέατρο και τον κινηματογράφο. Πρώτη τους θεατρική συνεργασία αποτέλεσε η μεταφορά του έργου του Σαίξπηρ Άμλετ, ενώ συνέχισαν μια σταθερή παράλληλη πορεία στο χώρο του θεάτρου με παραστάσεις όπως: Ρωμαίος και Ιουλιέτα το 1940, Ριχάρδος Γ’ το 1948, Αντιγόνη το 1949, Καίσαρ και Κλεοπάτρα και Αντώνιος και Κλεοπάτρα το 1951, Ο κοιμώμενος πρίγκιπας το 1953, Δωδέκατη νύχτα και Μάκβεθ το 1955 και Τίτος Ανδρόνικος το 1955 και το 1957. Ο Ολίβιε τη σκηνοθέτησε επίσης στις παραστάσεις: Με τα δόντιατο 1945 και Λεωφορείον ο Πόθος το 1949. Οι δυο τους χώρισαν το 1960 και έτσι διεκόπη η συνεργασία τους, η Λι συνέχισε να εργάζεται στο θέατρο πάραυτα, κερδίζοντας βραβείο Τόνυ για την ερμηνεία της στο μιούζικαλ Τόβαριτς το 1963. Τελευταία της θεατρική εμφάνιση αποτέλεσε η παράσταση Ιβάνωφ του Αντόν Τσέχωφ, ενώ ετοιμαζόταν να πρωταγωνιστήσει στη θεατρική παράσταση Ευαίσθητη Ισορροπία του Έντουαρντ Άλμπι πριν το θάνατό της το 1967.
Η Ολίβιε παρακολούθησε το Masc Of Virtue και με τον Λόρενς Ολίβιε έγιναν φίλοι αφότου εκείνος τη συνεχάρη για την ερμηνεία της. Το ειδύλλιό τους όμως ξεκίνησε κατά τη διάρκεια των γυρισμάτων της ταινίας Μέσα στις φλόγες (Fire Over England, 1937). Ο Ολίβιε, όπως και εκείνη, ήταν παντρεμένος με την ηθοποιό Τζιλ Έσμοντ. Εκείνη την περίοδο, η Λι διάβασε το μυθιστόρημα της Μάργαρετ Μίτσελ Όσα παίρνει ο άνεμος (Gone With The Wind) και ζήτησε από τον Αμερικανό πράκτορά της να προτείνει το όνομά της στο Ντέιβιντ Ο’ Σέλζνικ, που προετοίμαζε την κινηματογραφική μεταφορά του μυθιστορήματος και έψαχνε την κατάλληλη ηθοποιό για το ρόλο της Σκάρλετ Ο’ Χάρα. Η ίδια είχε προβλέψει ότι θα ενσάρκωνε την ηρωίδα της Μίτσελ, όταν σε δήλωσή της στην αγγλική εφημερίδα The Observer εξέπληξε τους πάντες λέγοντας:
Τον Φεβρουάριο του 1940 ο Χόλμαν συμφώνησε να χωρίσει τη Λι, αλλά διατήρησαν μεταξύ τους μια ισχυρή φιλία για το υπόλοιπο της ζωής της. Από τη στιγμή εκείνη ο Χόλμαν ανέλαβε την κηδεμονία της Σούζαν. Η Έσμοντ παραχώρησε επίσης διαζύγιο στον Ολίβιε και της χορηγήθηκε επιμέλεια του γιου τους Ταρκίν. Στις 31 Αυγούστου 1940 ο Λόρενς Ολίβιε και η Βίβιαν Λι παντρεύτηκαν στη Σάντα Μπάρμπαρα της Καλιφόρνια, σε μια τελετή που παρακολούθησαν μόνο οι μάρτυρες τους, Κάθριν Χέπμπορν και Γκάρσον Κέινιν. Η σχέση τους κράτησε με πολλούς κλυδωνισμούς, λόγω κυρίως του εύθραυστου ψυχισμού της Βίβιαν Λι, ως το 1960.
Το 1958, η Λι θεωρώντας ότι ο γάμος της είχε πλέον λήξει, σύναψε ερωτική σχέση με τον ηθοποιό Τζακ Μέριβεϊλ, ο οποίος γνώριζε την ιατρική κατάσταση της Λι και διαβεβαίωσε τον Ολίβιε ότι θα τη φρόντιζε. Την επόμενη χρονιά εμφανίστηκε με επιτυχία στην κωμωδία του Νόελ Κάουαρντ Look After Lulu.
Το 1960 εκδόθηκε το διαζύγιό της με τον Ολίβιε και εκείνος παντρεύτηκε την ηθοποιό Τζόαν Πλόουραϊτ. Στην αυτοβιογραφία του, αποκάλυψε τα χρόνια προβλήματα που είχαν υποστεί λόγω της ασθένειας της Λι:
Από τις ωραιότερες και πλέον ταλαντούχες Αγγλίδες ηθοποιούς του θεάτρου και του κινηματογράφου, η Βίβιαν Λι θεωρείτο μια από τις ομορφότερες ηθοποιούς όλων των εποχών, πράγμα που επισκίασε το μεγάλο της ταλέντο. Τόσο ο σύζυγός της, Λόρενς Ολίβιε, όσο ο σκηνοθέτης Τζορτζ Κιούκορ και ο σεναριογράφος Γκάρσον Κέινιν σχολίασαν το γεγονός αυτό, εκθειάζοντας το ταλέντο της και τονίζοντας ότι οι ωραίες γυναίκες σπάνια θεωρούνται καλές ηθοποιοί καθώς δεν απαιτείται από εκείνες κάτι τέτοιο. Η Λι όμως αποτελούσε εξαίρεση στον κανόνα καθώς ήταν φιλόδοξη και προσπαθούσε να ξεπερνά τον εαυτό της σε κάθε της εμφάνιση.
Υποδύθηκε πολλούς διαφορετικούς χαρακτήρες, αρχικά σε δραματικά έργα και έπειτα πρόσθεσε και την κωμωδία στο ρεπερτόριό της ερμηνεύοντας θεατρικά έργα του Νόελ Κάουαρντ και συμμετέχοντας σε μιούζικαλ. Η ίδια υποστήριξε ότι:
Έλαβε αναγνωρισιμότητα αμέσως μετά τις πρώτες της θεατρικές εμφανίσεις στην Αγγλία και έγινε γνωστή και στην άλλη πλευρά του Ατλαντικού με τη συμμετοχή της στο Όσα Παίρνει ο Άνεμος για την οποία οι New York Times έγραψαν ότι:
Ο ρόλος της αλησμόνητης Σκάρλετ Ο’ Χάρα, με την Βίβιαν Λι να στροβιλίζεται στην αγκαλιά του Ρετ Μπάτλερ, είναι αυτός που την καθιέρωσε στο κινηματογραφικό στερέωμα, χαρίζοντάς της παράλληλα και το πρώτο Όσκαρ ερμηνείας. Ο κριτικός κινηματογράφου Λίοναρντ Μέιτλιν χαρακτήρισε το Όσα Παίρνει ο Άνεμος ως μια από τις καλύτερες ταινίες όλων των εποχών, τονίζοντας το γεγονός ότι η Λι υποδύθηκε το ρόλο της Σκάρλετ αγγίζοντας την τελειότητα, ενώ η κριτικός Πολίν Κάελ, σχολιάζοντας το Λεωφορείον ο Πόθος, έγραψε ότι η Λι και ο Μπράντο έδωσαν δυο από τις καλύτερες ερμηνείες όλων των εποχών. Ο ρόλος της Μπλανς Ντιμπουά στο Λεωφορείον ο Πόθος του Ελία Καζάν της απέφερε ένα δεύτερο Όσκαρ.
Όσον αφορά τις θεατρικές της εμφανίσεις η Λι έλαβε τόσο την εύνοια, όσο και την απόρριψη ορισμένων κριτικών που την έβλεπαν απλά ως τη σύζυγο του Λόρενς Ολίβιε. Κύριος πολέμιός της υπήρξε ο Κένεθ Τάιναν, ο οποίος σχολίασε αρνητικά τόσο την εμφάνισή της στο Τίτος Ανδρόνικος, ως Λαβίνια, όσο και την εμφάνισή της στο Μάκβεθ, ως Λαίδη Μάκβεθ.
Η αποβολή , ο διπολισμός και τα τελευταία χρόνια
Στην προσωπική της ζωή, έχοντας ήδη εξασφαλίσει τα διαζύγια από τους συζύγους τους, η Βίβιεν Λι και ο Λόρενς Ολίβιε παντρεύτηκαν το 1940, δημιουργώντας έτσι το αγαπημένο ζευγάρι της showbiz και όλου του πλανήτη τελικά. Το δίδυμο στη ζωή και την τέχνη συνέχισε να συμπρωταγωνιστεί τόσο στη σκοτεινή αίθουσα όσο και το θεατρικό σανίδι, προσπαθώντας πια να κρατήσουν τη σχέση τους μακριά από τα αδιάκριτα μάτια των παπαράτσι. Κι έτσι έπαιρναν συχνά διαλείμματα αρκετών ετών από τις κινηματογραφικές τους υποχρεώσεις, κάτι που ανάγκαζε βέβαια και η κακή ψυχική υγεία της Λι: η μανιοκατάθλιψη από την οποία υπέφερε έφερε πολλά εμπόδια στη σχέση της με τον Ολίβιε, την ίδια στιγμή που την εμπόδιζε συχνά να ερμηνεύει ρόλους. Η τραγωδία χτύπησε τη Λι το 1944, όταν έπεσε κατά τη διάρκεια πρόβας για το έργο «Αντώνιος και Κλεοπάτρα» και απέβαλε το παιδί που κυοφορούσε. Τότε ήταν που η ψυχική της υγεία χειροτέρευσε για τα καλά, με την ψυχολογική της αστάθεια να μένει παροιμιώδης στο κουτσομπολιό του Χόλιγουντ. Η νέα διάγνωση έκανε λόγο για προσωρινή αμνησία, διπολική διαταραχή αλλά και μια σειρά αναπνευστικών προβλημάτων, τα οποία αναγνωρίστηκαν κατόπιν ως φυματίωση. Ελπίζοντας στο καλύτερο, η Λι υποβλήθηκε σε θεραπεία με ηλεκτροσόκ (κοινή την εποχή αυτή), κάτι που άφησε σημάδια στους κροτάφους της, αν και η ανακούφιση από τα συμπτώματα δεν ήρθε ποτέ. Αντιθέτως, η ίδια κατέφυγε στο ποτό ως παρηγοριά.
Παρά τους επαγγελματικούς θριάμβους της, η διπολική διαταραχή συνέχισε να μαστίζει τη ζωή της Βίβιεν Λι, η οποία έπειτα από δεύτερη αποβολή έπαθε νευρικό κλονισμό το 1953, κάτι που την ανάγκασε να αποσυρθεί από τις δουλειές της, εξασφαλίζοντάς της πια τη φήμη της δύσκολης και απαιτητικής συνεργάτιδας. Ταυτοχρόνως, η ψυχική νόσος άφησε το στίγμα της και στη σχέση της με τον Λόρενς Ολίβιε, με το ζευγάρι να παίρνει οριστικά διαζύγιο το 1960, δίνοντας έτσι τέλος σε έναν γάμο που παράπαιε. Ο Ολίβιε ξαναπαντρεύτηκε και έφτιαξε νέα οικογένεια, ενώ εκείνη «σπίτωσε» έναν νεαρότερο ηθοποιό, επ ονόματι Jack Merivale. Η αλλαγή πλεύσης φάνηκε να της κάνει καλό και η Λι αναδύθηκε εκ νέου στους εμπορικούς θριάμβους της δεκαετίας του 1960, ερμηνεύοντας ρόλους που θα συνέχιζαν τον μύθο της, όπως στο οσκαρικό «Ship of Fools» (1965). Πριν ωστόσο ξεκινήσει πρόβες για λονδρέζικη παράσταση το 1967, η Βίβιεν Λι έπεσε στο κρεβάτι βαριά άρρωστη. Κι έπειτα από έναν μήνα ταλαιπωρίας, στις 8 Ιουλίου 1967, σε ηλικία 53 ετών, η μεγάλη ηθοποιός κατέληξε στο Λονδίνο από περιπλοκές της φυματίωσης. Ως φόρο τιμής στον πρόωρο θάνατο που έβαλε οριστική τελεία σε μια λαμπρή και αξέχαστη καριέρα, οι θεατρικές σκηνές του Λονδίνου έκλεισαν τα φώτα τους για μια ώρα…
Πηγή
https://el.wikipedia.org/wiki/Βίβιαν_Λι