Η παράσταση «Άνθρωποι και Ποντίκια» του Τζον Στάινμπεκ, σε σκηνοθεσία Βασίλη Μπισμπίκη ξανανεβαίνει για δεύτερη χρονιά στον Τεχνοχώρο Cartel. Με μια γρήγορη αναζήτηση στο διαδίκτυο εύκολα μπορεί κανείς να διαπιστώσει, ότι γράφτηκαν άπειρες κριτικές την περσινή θεατρική σεζόν γι’ αυτήν την παράσταση, ποιος ο λόγος λοιπόν να γραφτεί άλλη μία; Υπάρχει πλέον κάτι που δεν ειπώθηκε; Το συγκεκριμένο κείμενο ωστόσο δεν αποτελεί μία θεατρική κριτική με την κλασσική έννοια του όρου αλλά ούτε εγώ είμαι ο άνθρωπος που επονομάζεται «κριτικός θεάτρου». Αυτό το κείμενο με εφαλτήριο την εν λόγω παράσταση εκφράζει προσωπικούς κοινωνικούς προβληματισμούς που γεννήθηκαν μέσα από τη θέαση της εν λόγω παράστασης και έδωσαν τροφή για σκέψεις «περί ζωής και θανάτου», όπως ο «βαρύγδουπος» τίτλος του κειμένου υπαινίσσεται.
https://www.viva.gr/tickets/theater/cartel-tehnoxoros/anthropoi-kai-pontikia/
Θα ξεκινήσω από τον τίτλο του έργου «ΑΝΘΡΩΠΟΙ και ΠΟΝΤΙΚΙΑ» που κατά την ταπεινή μου άποψη δεν δόθηκε τυχαία από τον συγγραφέα. Δεν χρειάζεται να είναι φιλόλογος κάποιος για να παρατηρήσει ότι οι δύο παραπάνω έννοιες καταλαμβάνουν ισόποση αξία μέσα στον τίτλο, μοιράζονται γραμματικά ισάξιο χώρο και ενώνονται ή διαχωρίζονται με ένα «και». Κατά τη δική μου ανάγνωση οι δύο αυτές έννοιες με αυτό τον τρόπο είτε εξισώνονται είτε τίθεται ένα γενικότερο ερώτημα περί της εξίσωσής τους. Το ερώτημα είναι: Σε τι διαφέρουν -αν διαφέρουν- οι άνθρωποι απ’ τα ποντίκια ή μάλλον πιο εύστοχα «κάποιοι άνθρωποι» απ’ τα «ποντίκια». Για πολλούς ίσως αυτό να είναι ένα βλακώδες ερώτημα καθότι η απάντηση φαίνεται αυτονόητη αλλά γι αυτό το έργο το ερώτημα δεν είναι καθόλου βλακώδες… Αντιθέτως είναι θεμελιώδες.
Ξεκινώντας με μια ετυμολογική προσέγγιση που νομίζω πως έχει κάτι ενδιαφέρον να μας πει , η λέξη ΑΝΘΡΩΠΟΣ προέρχεται από τις λέξεις ἄνω + θρώσκω («αναπηδώ») + ὄπωπα (αρχαϊκός παρακείμενος του ρήματος ὁρῶ). Δηλαδή ο άνθρωπος είναι το ον που κοιτάζει και κινείται προς τα εμπρός. Σε μια άλλη ετυμολογική εκδοχή η λέξη προέρχεται από τη συγχώνευση της φράσης «ἀναθρῶν ᾰ ὄπωπε», δηλαδή το ον που αναλογίζεται αυτά που βλέπει. Λαμβάνοντας υπ’ όψιν και τις δύο εκδοχές θα μπορούσαμε να πούμε ότι άνθρωπος είναι το ον που αναλογίζεται αυτά που βλέπει ,συνειδητοποιεί το που βρίσκεται και κινείται προς τα εμπρός ,μετατοπίζεται προς κάτι καλύτερο, προς κάτι ίσως που οραματίζεται.
Η λέξη ΠΟΝΤΙΚΙ από την άλλη που σήμερα αντιπροσωπεύει τα τρωκτικά ζώα που ζουν υπογείως στις πόλεις, στους αγρούς και στα σπίτια θεωρείται ότι προήλθε από τη λέξη «ποντικός μυς» του σώματος. Τα ποντίκια «Είναι ζώα παμφάγα, βγαίνουν από τις υπόγειες κρυψώνες στην επιφάνεια και αρχίζουν να αναζητούν τροφή μόλις πέσει το σκοτάδι. Έχουν εξαιρετική όραση τη νύχτα και αυτό τα βοηθάει να εξασφαλίσουν την τροφή τους. Ζουν σε μικρές “ανδροκρατούμενες” οικογενειακές ομάδες. Μερικές φορές τα αρσενικά ποντίκια δίνουν τρομερές μάχες για να εξασφαλίσουν την θέση τους στην ιεραρχία της ομάδας.»
Κατόπιν μιας επαρκούς ετυμολογικής ανάλυσης με μια πρώτη ματιά οι ήρωες στο έργο του Στάινμπεκ αλλά και όπως αναδεικνύονται στη εν λόγω παράσταση θυμίζουν περισσότερο ποντίκια παρά ανθρώπους. Είναι όντα αγράμματα, προερχόμενα από τις χαμηλότερες κάστες της κοινωνίας ,παλεύουν για τον επιούσιο χρησιμοποιώντας τα μυώδη «ποντίκια» τους, δουλεύουν ακατάπαυστα μέχρι τελικής πτώσης για ένα κομμάτι ψωμί. «Άνθρωποι» της εργατιάς και του περιθωρίου, ξοδεύουν το βίο τους μέσα σε ανήλιαγες μάντρες ,υπόστεγα και χωματερές, κοινώς στο σκοτεινό απόπατο της κοινωνίας, εκεί που η ανδρική φύση κυριαρχεί παλεύοντας συχνά για επιβολή και ιεραρχία. Κύρια έγνοια τους απλώς η επιβίωση, γι αυτό και όλες τους οι αισθήσεις επιστρατεύονται σε αυτήν ξεπληρώνοντας καθημερινά μια «κονσέρβα» με μπόλικο μόχθο και ιδρώτα. Η γλώσσα που μεταχειρίζονται είναι τραχιά και κακοδουλεμένη -όπως και τα ίδια τους τα σώματα- γιατί δεν είχαν την τύχη και την πολυτέλεια να μορφωθούνε ή να γεννηθούν πλούσιοι. «Ανθρωπόμορφα ποντίκια» ίσως να τους χαρακτήριζε κάποιος δίνοντας μια πιο γλαφυρή περιγραφή.
Στο έργο του Στάινμπεκ είναι εμφανές ότι η χρήση των ζώων ως σύμβολα δεν είναι καθόλου τυχαία ,όπως τυχαίες δεν είναι και οι παρομοιώσεις ανθρώπινων καταστάσεων με αυτές του ζωικού βασιλείου που υπάρχουν σε πολλές γλώσσες και πολιτισμούς και ιδιαιτέρως στην ελληνική γλώσσα. Ενδεικτικά -αλλά καθόλου τυχαία επίσης- αναφέρω τις γνωστές φράσεις : «Δουλεύει σαν σκυλί, ψόφησε σα σκυλί, τον πέταξαν σαν το σκύλο. Κακό σκυλί ψόφο δεν έχει. Όπου βρεις σκυλιά θα βρεις και τ’ αφεντικά τους. Πήγε σα σκυλί στ’ αμπέλι. Πέθαναν σαν τα ποντίκια. Άμα γεράσει ο λύκος τον κοροϊδεύουν τα τσακάλια. Σκοτώνουν τα άλογα όταν γεράσουν» …
Ας σταθούμε λίγο σε αυτήν την τελευταία φράση … «Σκοτώνουν τα άλογα όταν γεράσουν». Όσοι γνωρίζετε αυτή την ταινία ίσως βρείτε πολλούς παραλληλισμούς παρακολουθώντας την συγκεκριμένη παράσταση. Η παροιμιώδης αυτή φράση προέκυψε από τον τίτλο της πασίγνωστης ταινίας του Σίντνεϊ Πόλακ, που απεικονίζει με σπαρακτικό τρόπο την μεγάλη οικονομική κρίση του ’29 στην Αμερική μέσα από την ιστορία ενός μαραθώνιου διαγωνισμού χορού. Οι άνεργοι ήρωες όντας απελπισμένοι διαγωνίζονται και στροβιλίζονται επί ώρες, ημέρες, εβδομάδες, σ’ έναν ατέλειωτο διαγωνισμό χορού και πιέζουν τα κορμιά τους πέρα από τα όρια της εξάντλησης, για να κερδίσουν ένα σωτήριο χρηματικό έπαθλο που προσδοκούν ότι θα αλλάξει τη μίζερη ζωή τους. Επιδίδονται σε ένα ανήλεο χορό θανάτου, κυριολεκτικά «για μια χούφτα δολάρια», έχοντας στην καλύτερη περίπτωση την τύχη των γέρικων αλόγων που η ζωή τους τερματίζεται τη στιγμή που θα πάψει να υφίσταται και η χρησιμότητα τους.
Ο Στάινμπεκ αντιστοίχως έγραψε την ιστορία του Τζορτζ και του Λένι που ζουν στην Αμερική του Μεσοπολέμου μέσα στο ίδιο ιστορικό πλαίσιο του μεγάλου οικονομικού κραχ. Τι σημασία όμως έχει αν πρόκειται για την Αμερική του 1929 ή την Ελλάδα του 2019, μιας και η παράσταση είναι μια ελληνοποιημένη εκδοχή του κλασσικού έργου, ο καπιταλισμός τελικά παντού και πάντα είναι ίδιος… Σε μια κοινωνία που τα πάντα καταρρέουνε και οι ηθικές αξίες βρίσκουν την ισοτιμία τους με το χρήμα ,τα γέρικα άλογα ,τα κουρασμένα σκυλιά και τα άχρηστα ποντίκια που δεν έχουν τίποτα πια να προσφέρουν στην μηχανή παραγωγής απλώς θανατώνονται και τη θέση τους θα πάρουν τα πιο υγιή και δυνατά, που και αυτά θα έχουν σε λίγο την ίδια ακριβώς τύχη…Άνθρωποι – αριθμοί που μετά από λίγο κανείς δεν θα θυμάται ότι γεννήθηκαν ούτε καν ότι υπήρξαν.
Παρόλα αυτά όμως έχω την αίσθηση ότι ο Στάινμπεκ χρησιμοποιεί στο έργο του το θάνατο ακριβώς για να καταξιώσει την ίδια τη ζωή όσο παράδοξο και να φαίνεται αυτό. Χρησιμοποιεί παραλληλισμούς με το ζωικό βασίλειο για να δείξει ότι ίσως οι άνθρωποι είναι κάτι περισσότερο τελικά απ τα ποντίκια. Και πράγματι, παρά το γεγονός ότι οι ήρωές του ζουν σε μια απάνθρωπη και εκμηδενισμένη κοινωνία που έχει καταρρεύσει οικονομικά και ηθικά, μολαταύτα παραμένουν ακόμα άνθρωποι…Τι είναι αυτό όμως που τους εξυψώνει τελικά σε «ανθρώπινα πλάσματα», βγάζοντας τους απ την ποντικότρυπα που θεωρητικά ανήκουν; Ίσως η ανάγκη τους, παρά τη φτωχή τους μόρφωση, να «θρώσκουν άνω και να ορούν», κοινώς να ονειρεύονται κάτι καλύτερο από αυτό που έχουν .Γιατί και οι «ποντικόμορφοι ήρωες» του Στάινμπεκ διεκδικούν το δικαίωμα τους στο όνειρο, ακόμα και αν αυτό είναι απλώς μια θέση στον ήλιο, δηλαδή κάτι λίγο καλύτερο από μια ζωή μέσα στον υπόνομο. Οι ήρωες του Στάινμπεκ είναι επίσης άνθρωποι γιατί μπορούν ακόμα να δείχνουν συμπόνια για τον πλησίον τους ,μπορούν ακόμα να αισθάνονται και να συναισθάνονται σε μια κοινωνία αποστερημένη από κάθε άποψη. Το πιο σπουδαίο όμως είναι ότι ακόμα μπορούν να διεκδικούν έναν αξιοπρεπή θάνατο όταν όλα γύρω τους ματαιώνονται.
Για μένα ο συγγραφέας επιτυγχάνει το εξής φοβερό μέσα απ’ το έργο του. Δείχνει πόσο ζοφερή μπορεί να είναι η ζωή κάποιων ανθρώπων όταν ακόμη και το δικαίωμα τους σε έναν αξιοπρεπή θάνατο είναι αμφίβολο. Όταν ακόμη και το μικρό κομμάτι γης που ονειρεύονταν εν ζωή είναι αμφίβολο αν θα μπορέσουν να το έχουν έστω για ένα ταπεινό τάφο… Και εδώ τίθεται το εξής ερώτημα -γιατί τελικά τα καλά έργα και οι καλές παραστάσεις μπορούν να θέσουν τέτοια ερωτήματα: Το δικαίωμα σε έναν αξιοπρεπή θάνατο και σε έναν ταπεινό τάφο είναι στ αλήθεια δεδομένο ή για κάποιους ανθρώπους ακόμα και αυτό φαντάζει σαν ουτοπία; Ανεξαρτήτως από τα έθιμα ταφής που διαφέρουν από πολιτισμό σε πολιτισμό ή ανεξαρτήτως από τον τρόπο που επιλέγει κανείς να αποχαιρετήσει αυτό τον κόσμο, θεωρώ πως δεν υπάρχει κοινωνία ανά τους αιώνες που να μη σέβεται το δικαίωμα του ανθρώπου σε μια αξιοπρεπή κήδευση ακόμα κι αν πρόκειται για τον εχθρό μιας χώρας.
Ζούμε σε μια χώρα που γέννησε το σύμβολο της Αντιγόνης η οποία οδηγείται στο θάνατο προκειμένου να τιμήσει το νεκρό σώμα του «προδότη» αδελφού της, αρνούμενη να το αφήσει άταφο να το κατασπαράξουν τα όρνια. Κάποιες χιλιάδες χρόνια μετά ,στην Ελλάδα του σήμερα, αναρωτηθήκατε ποτέ ποια είναι η στάση μας απέναντι στα νεκρά σώματα των αλλόθρησκων που ζουν στη χώρα μας ή των ανθρώπων που πεθαίνουν άστεγοι και περιθωριοποιημένοι ή βρίσκονται νεκροί με άγνωστα στοιχεία; Τις προάλλες διάβαζα ένα άρθρο που εμένα προσωπικά με συγκλόνισε .Ο τίτλος ήτανε «Ποιος θα σε θάψει στην Αθήνα αν είσαι αλλόθρησκος ή άπορος; ».Το άρθρο ανέφερε ότι ένα τεράστιο πρόβλημα στην Ελλάδα της κρίσης είναι οι άνθρωποι που πεθαίνουν και πάνε στα αζήτητα των νοσοκομείων. «Ο αριθμός των αζήτητων νεκρών που όλο και μεγαλώνει είναι ένα τεράστιο πρόβλημα όχι μόνο κοινωνικό αλλά και οικονομικό, που αφορά τα νοσοκομεία ή το κράτος που πρέπει να πληρώσουν για την ταφή τους. Πέρα από την έλλειψη ψυγείων για τη συντήρησή τους και τα άλλα πρακτικά ζητήματα, αν υπολογίσει κανείς ότι κάθε κηδεία στοιχίζει γύρω στα 500 ευρώ και ότι καθημερινά φτάνουν στα νοσοκομεία και στα νεκροτομεία πάνω από 30 αζήτητα πτώματα, Ελλήνων και αλλοδαπών, μπορεί εύκολα να καταλάβει πόσο μεγάλο είναι το πρόβλημα». Απο κει και πέρα τα συμπεράσματα δικά σας.
Θα μου πείτε βέβαια τι σχέση έχει η παραπάνω αναφορά με την παράσταση «Άνθρωποι και Ποντίκια». Για μένα η σχέση είναι απολύτως άμεση και ουσιαστική .Γιατί κατά την άποψη δίνεται εμμέσως πλην σαφώς και από το συγγραφέα του έργου αλλά και από το σκηνοθέτη της συγκεκριμένης παράστασης αυτή η προβληματική. Η εξαθλίωση μιας κοινωνίας δεν φαίνεται από την αδυναμία της μόνο να προσφέρει έναν αξιοπρεπή βίο στα «εν ζωή» μέλη της αλλά και από την ανικανότητά της να αποδώσει στους ανθρώπους έστω έναν αξιοπρεπή θάνατο ως ελάχιστο φόρο τιμής για την ίδια την αξία της ζωής. Εν κατακλείδι, στο έργο του Στάινμπεκ είναι αμφίβολο αν οι ήρωες θα καταφέρουν τελικά να έχουν όχι μια σπιθαμή γης για να ζήσουν αλλά μια σπιθαμή γης για να μπορέσουν να «αναπαυθούνε αιώνια». Ίσως να μη βρεθεί ποτέ κανένας να τους αποχαιρετήσει γιατί είναι άνθρωποι που στην πραγματικότητα ξέρεις ότι γεννιούνται και πεθαίνουν μόνοι τους .Ίσως κανείς να μη βρεθεί ενδεχομένως για να σκάψει έστω ένα λάκκο για το κουφάρι τους. Είναι απλά ένας αριθμός ανάμεσα σε χιλιάδες που κανείς μετά από λίγο δεν θα θυμάται. Η μήπως όχι ; Μήπως και αυτά τα «γέρικα μοναχικά ποντίκια» κάποιος τελικά θα τα συμπονέσει ,κάποιος θα βρεθεί σαν υπέρτατη πράξη αγάπης να τους προσφέρει αν όχι μια αξιοπρεπή ζωή τουλάχιστον έναν ανώδυνο θάνατο; Ίσως κάποιος καταφέρει να στήσει και γι αυτούς «ένα σταυρό» πάνω στο χώμα ,κάποιος θα θρηνήσει για την τραγική τους ύπαρξη ,κάποιος με ένα τραγούδι θα τους πει το τελευταίο αντίο γιατί «Αυτός που βαδίζει στο θάνατο τραγουδώντας, βαδίζει προς τη ζωή».
Δείτε την αυτή την παράσταση όσοι δεν καταφέρατε πέρυσι να την δείτε, πιστεύω πως αξίζει τον κόπο . Είναι από τις παραστάσεις που έρχονται να μας θυμίσουν για ποιο λόγο τελικά είμαστε άνθρωποι, εάν ακόμα είμαστε λίγο άνθρωποι. Για τις ερμηνείες των ηθοποιών δεν χρειάζεται να πω περισσότερα απ όσα έχουν ειπωθεί. Είναι όντως εξαιρετικές.Ο πιο μεγάλος όμως συνωμότης σε αυτό το θεατρικό ταξίδι είναι ο ίδιος ο χώρος που δημιουργεί ένα ρεαλισμό τόσο ισχυρό που συνεχώς αναρωτιέσαι αν κατά λάθος βρέθηκες σε μια μάντρα ή σε ένα βιομηχανικό τοπίο που θυμίζει «ποντικο-λαγούμι» με πραγματικούς ανθρώπους και όχι με ηθοποιούς. Η παράσταση είναι η Ελλάδα του σήμερα όπως την έχουμε μέσα μας εικονοποιήσει, οι ήρωες είναι οι μεροκαματιάρηδες του σήμερα και ο χώρος είναι ένα επίκαιρο σημείο συνάντησης όπου «άνθρωποι και μηχανές» γίνονται ένα, με ότι συμβολικά αυτό μπορεί να σημαίνει. Μηχανές που όταν χαλάσουν θα έρθουν καινούργιες -πιο προηγμένης τεχνολογίας- να τις αντικαταστήσουν και θα τις αντικαθιστούν ες αεί έως ότου αυτό το «καλοκουρδισμένο σύστημα αντικατάστασης» που συνθλίβει τον άνθρωπο να καταρρεύσει…
https://www.viva.gr/tickets/theater/cartel-tehnoxoros/anthropoi-kai-pontikia/
Η Βικτωρία Σαμοθράκη κατάγεται από τη Λέσβο, σπούδασε Κοινωνική Εργασία, έκανε ένα μεταπτυχιακό στην Κοινωνική Ανθρωπολογία και στην πορεία μυήθηκε στο θέατρο και την υποκριτική τέχνη
Στο θέατρο έχει εμφανιστεί στις παραστάσεις «Φωνές Γυναικών» Studio Πράξη Επτά, «Ο Αιγόκερως», «Weiβ» και «Βερενίκη» με την ομάδα Mannshauft στο Θέατρο Rabbithole, «Τρεις Αδελφές» του Τσέχωφ στο θέατρο Τζένη Καρέζη. Επίσης το 2015 παρουσίασε ένα δικό της θεατρικό κείμενο με τίτλο «ΑΠΟΚΑΤΑΣΤΑΣΗ: Ένας μονόλογος της Ωραίας Ελένης» στο Studio Πράξη Επτά. Μόνιμο και πάγιο ενδιαφέρον της παραμένει το ων που λέγεται «Άνθρωπος».