Το έργο του Βενετσιάνου θεατρικού συγγραφέα Κάρλο Γκολντόνι (Carlo Osvaldo Goldoni) με τίτλο “Το Καινούργιο Σπίτι” (La Casa Nova) σκηνοθετεί στη σκηνή “Μαρίκα Κοτοπούλη” του Ρεξ για το Εθνικό Θέατρο ο Γιάννης Σκουρλέτης. Γραμμένο το 1760, μέσα σε μόνο 6 ημέρες, μία εποχή παρακμής της Commedia dell Arte, έκανε πρεμιέρα στο Θέατρο Σαν Λούκα το Δεκέμβριο του ίδιου έτους και έτυχε θερμής υποδοχής από το κοινό. Θεωρείται από το συγγραφέα ως ένα από τα αρτιότερα έργα του και αντλεί τη θεματολογία του από την ίδια τη Βενετία. Ένα νεαρό και φρεσκοπαντρεμένο ζευγάρι εγκαθίσταται σε ένα καινούργιο και ακριβό σπίτι. Ο Αντζολέττο είναι ένας νεαρός αστός του οποίου η οικογένεια έχει χρήματα, κυρίως εξαιτίας του θείου του που είναι μπακάλης, ενώ η Καικιλία έχει μεν ευγενική καταγωγή, αλλά είναι άφραγκη. Αυτός είναι ερωτευμένος με τη γυναίκα του, η οποία αγαπά την πολυτέλεια, είναι παράλογα σπάταλη, οπότε και προσπαθεί με όποιον τρόπο μπορεί να της ικανοποιήσει όλες της τις επιθυμίες. Σε αυτά τα πλαίσια ενοικιάζουν ένα καινούργιο σπίτι, του οποίου οι εργασίες ανακαίνισης κρατούν αρκετό καιρό, καθώς γίνονται συνεχείς αλλαγές στη διαρρύθμιση και τη διακόσμηση των δωματίων. Μαζί τους μένει και η αδερφή του Αντζολέττο, η Μενεγκίνα, η οποία βρίσκεται σε μια διαρκή αντιπαράθεση με τη νεόκοπη νύφη της, για το ποια θα είναι η πρώτη κυρία του σπιτιού. Θείος και ανιψιός δε μιλιούνται, με αποτέλεσμα να μην υπάρχει έξωθεν χρηματοδότηση των υπέρογκων εξόδων του ζευγαριού, ενώ η μετακόμιση τους προκαλεί το ενδιαφέρον και το κουτσομπολιό των πλούσιων κυριών του επάνω ορόφου. Τελικά η συσσώρευση χρεών και απλήρωτων ενοικίων θα συνθλίψει τα όνειρα των δύο νέων και θα τους οδηγήσει στην έξωση από το καινούργιο σπίτι και την άνευ όρων αποδοχή του συμβιβασμού που προτείνει ο πλούσιος θείος για να καλύψει την οικονομική τους δυσπραγία. Τη μετάφραση υπογράφει η Ειρήνη Μουντράκη και είναι άρτια, έχει ροή και σαφήνεια, ενώ αποδίδει με ακρίβεια τις αναζητήσεις και τους προβληματισμούς του συγγραφέα. Στη δραματουργική επεξεργασία του κειμένου συνεργάστηκε ο Γιάννης Κωνσταντινίδης.
Ο Γιάννης Σκουρλέτης στη σκηνοθεσία της παράστασης επιχειρεί να αναδείξει την αναμέτρηση μεταξύ μίας αναδυόμενης πλούσιας αστικής τάξης με έντονη τάση επίδειξης και μιας παλαιότερης, ευγενικότερης καταγωγής, με κάποια υπεροψία, που αγωνίζεται να διατηρήσει τα κεκτημένα της και τις δυσκολίες της προσαρμογής και των δύο στα νέα δεδομένα. Η σκηνοθετική οπτική επιχειρεί να αναλύσει τις κοινωνικές παθογένειες που παραμένουν (κατ’ αναλογία) διαχρονικές, τη γελοιότητα και τη ματαιότητα του φαίνεσθαι και να αναδείξει την πικρή πλευρά της προσωπικής τραγωδίας των ηρώων που πρωταγωνιστούν. Η καυστική και καταγγελτική πένα του συγγραφέα προβάλλει τη θεματολογία της μέσα από ένα καταλυτικά αιχμηρό και έξυπνο χιούμορ που αποτελεί τη ραχοκοκκαλιά της αλληλεπίδρασης των χαρακτήρων. Αυτό το χιούμορ όμως λείπει σχεδόν σε απόλυτο βαθμό στην παράσταση που παρακολούθησα, καθώς ο σκηνοθέτης το θυσιάζει ελαφρά τη καρδία στο βωμό μιας εμμονής σε μια επαναλαμβανόμενη και κουραστική φόρμα τόσο στο λόγο, όσο και στην κίνηση. Ο λόγος λοιπόν δεν έχει τη μουσικότητα και την αρμονία της γραφής του Γκολντόνι, αλλά είναι μονότονος, αργόσυρτος και με ελάχιστη ουσία. Παρόμοια (τελετουργική στο φαίνεσθαι) είναι και η κινητική οδηγία, σύμφωνα με την οποία “περιφέρονται” στη σκηνή οι περισσότεροι από τους ηθοποιούς και η οποία στερείται ποικιλίας και ρυθμού (πλην του χαρακτήρα του θείου Χριστόφορου), φλερτάροντας με την καρικατούρα και δίνοντας τη χαριστική βολή στο όποιο ενδιαφέρον μπορεί να έχει απομείνει στο θεατή. Η μεγάλη διάρκεια και η έλλειψη διαλείμματος δε δικαιολογήθηκαν από τη ροή του έργου και με οδήγησαν σε μία τελική αίσθηση ανίας από έναν αποστειρωμένο και ανούσιο Γκολντόνι που δεν είχε τίποτα αναγνωρίσιμο και ουσιαστικό.
Ο Ντένης Μακρής στο ρόλο του Αντζολέττο, του νεαρού ερωτευμένου που δε βάζει φρένο στις οικονομικές υπερβολές της συζύγου του, ξεκινά με ενδιαφέρον την αποτύπωση ενός άβουλου άντρα που αδυνατεί να ρυθμίσει τα του οίκου του και γίνεται έρμαιο των αδυναμιών του. Γρήγορα όμως τυποποιεί το λόγο και την κίνησή του σε τέτοιο βαθμό που χάνεται η αύξουσα τραγικότητα του ήρωά του, μαζί με το ενδιαφέρον του θεατή για τα πάθη του. Η Εύη Σαουλίδου είναι η Καικιλία, η σύζυγος του Αντζολέττο, μια σπάταλη και ματαιόδοξη αριστοκράτισσα που παρασύρει το σύζυγό της στις μωροφιλοδοξίες της. Οι αρχικές της σκηνές είναι μάλλον αμήχανες, χωρίς να καταφέρνει να αποδώσει το βαθύτερο ψυχολογικό προφίλ του χαρακτήρα της. Το ταλέντο και η εμπειρία της όμως βοηθούν ώστε να επανακάμψει σε μια σκηνική ισορροπία και να κλείσει με έναν εξαιρετικό απολογητικό μονόλογο προς το θείο του συζύγου της που αποτελεί τον καταλύτη του τέλους της ιστορίας. Η Ιωάννα Κολλιοπούλου υποδύεται τη Μενεγκίνα, αδερφή του Αντζολέττο, η οποία βρίσκεται σε μια διαρκή μάχη εξουσίας και χειραγώγησης του αδερφού της με τη νύφη της. Δημιουργεί ένα κυνικό και χειριστικό τύπο γυναίκας που είναι μεν επίμονη και κυνική, αλλά αφήνει να διαφαίνονται κάποιες ρωγμές θηλυκότητας και ευαισθησίας όσον αφορά τον έρωτά της προς τον Λορεντσίνο. Συχνά φλερτάρει με την καρικατούρα, χωρίς ευτυχώς να παρασύρεται από τις ευκολίες της. Η Στέλλα Βογιατζάκη ερμηνεύει τη Λουτσέττα την υπηρέτρια του καινούργιου σπιτιού. Έχει κέφι, μπρίο, δυναμική και είναι ίσως η μόνη που καταφέρνει να διατηρήσει μια στοιχειώδη κωμική πτυχή (που όμως δεν εξελίσσεται) στο ρόλο της και να προσφέρει κάποια ευφρόσυνα στιγμιότυπα με την παρουσία της. Ο Θανάσης Δήμου ως θείος Χριστόφορος, είναι ο μόνος που ξεφεύγει αρκετά από τη γενικότερη ερμηνευτική φόρμα και παίζει πιο ρεαλιστικά και αυθόρμητα. Λαϊκός, ευθύς, συχνά αθυρόστομος, σκιαγραφεί έναν αυτοδημιούργητο τύπο που απορρίπτει το φαίνεσθαι και προσπαθεί για το είναι. Ο Αντώνης Γκρίτσης παίζει τον Σγκουάλντο, τον υπεύθυνο του συνεργείου ανακαίνισης. Η σκηνοθετική προσέγγιση τον κρατά καθηλωμένο σε ένα στερεότυπο γκρινιάρη και εμμονικό τύπο, που μοιάζει να αναρωτιέται φωναχτά πότε θα προλάβει να τελειώσει τις δουλειές που του ανέθεσαν και αν και πότε θα πληρωθεί, χωρίς να εκμεταλλεύεται το μεγαλύτερο μέρος των ερμηνευτικών του δυνατοτήτων. Η Μαρία Πανουργιά στο ρόλο της Κέκκα και η Πηνελόπη Τσιλίκα στο ρόλο της Ροζίνα είναι οι γειτόνισσες του επάνω ορόφου. Τυπικές εκπρόσωποι μιας τάξης που προσπαθεί να διατηρήσει τα κεκτημένα της, λίγο κουτσομπόλες, με μία δόση αλαζονείας, με την πρώτη να δείχνει μια λίγο μεγαλύτερη δόση τοξικότητας προς τους μη ομοίους της. Οι ερμηνείες τους είναι μεν τεχνικά σωστές, αλλά στερούνται της δυναμικής και της έντασης που απαιτούνταν από την εξέλιξη της πλοκής του έργου. Ο Πολύδωρος Βογιατζής είναι ο Κόμης Οττάβιο, ένας πειστικός και συνεπής ακόλουθος και κόλακας της Καικιλίας, που την ακολουθεί πιστά όσο οσμίζεται το χρήμα και απομακρύνεται διακριτικά, όταν συνειδητοποιεί την έλλειψή του. Ο Χάρης Ανδριανός υποδύεται τον Προσδόκιμο και με την όμορφη φωνή του δίνει μια ευχάριστη τραγουδιστική νότα ευεργετική για τη ροή του έργου. Ο Αντώνης Αντωνόπουλος ως Λορεντσίνο, αδερφός των κυριών του επάνω ορόφου και ερωτευμένος με τη Μενεγκίνα, περνά μάλλον απαρατήρητος, με μία soft παρουσία που δεν με έπεισε ούτε για τον έρωτά του, ούτε για την ευγενική του καταγωγή. Παρόμοια ήταν και η εντύπωση που μου άφησε ο Τάσος Καραχάλιος παίζοντας τον Φαμπρίτσιο, καθώς οι δεύτεροι και συμπληρωματικοί ρόλοι στερούνταν σε μεγάλο βαθμό σκηνικής βαρύτητας. Ο Βασίλης Μίχας στο ρόλο του Τόνι και ο Άγγελος Αποστολίδης στο ρόλο ενός αγγέλου συμπλήρωσαν το πολυπρόσωπο καστ, αν και θεώρησα ότι δεν υπήρχε λόγος για την άστοχα ημίγυμνη εμφάνιση του πρώτου στη σκηνή, αλλά και την επαναλαμβανόμενη βωβή χορευτική παρουσία του δεύτερου, η οποία ήταν εξαιρετική εικαστικά, αλλά δεν πρόσθεσε τίποτε ουσιαστικό στην παράσταση. Ο Γιάννης Αγρανιώτης (βιολί) και ο Αλέξης Μαστιχιάδης (τσέμπαλο, πιάνο, modular synth) παίζουν ζωντανά επί σκηνής τη μουσική που συνοδεύει το λόγο.
Το σκηνικό χώρο επιμελήθηκε ο Κωνσταντίνος Σκουρλέτης και δημιούργησε ένα εντυπωσιακό νεκροταφείο με μαρμάρινα μνημεία και αγγέλους, συμβολίζοντας ένα μέρος-ουτοπία, όπου ενταφιάζονται προσδοκίες, επιθυμίες και μεγαλεπήβολα όνειρα. Τα κοστούμια του ίδιου αποτύπωσαν με ακρίβεια την εποχή που διαδραματίζεται το έργο με τις χρωματικές τους αποχρώσεις να αποτελούν καθρέφτη της ψυχολογίας των χαρακτήρων που έντυσαν. Η μουσική από τον Πάνο Ηλιόπουλο είχε ένταση, υπογράμμισε κάποιες από τις κορυφώσεις του έργου, αλλά η συνεχή της χρήση συχνά επικάλυπτε κάποια από τα λόγια των ηθοποιών. Τους στίχους των τραγουδιών επιμελήθηκε ο ίδιος, ενώ τους στίχους στα Ιταλικά απέδωσε ο Χάρης Ανδριανός. Η κίνηση του Τάσου Καραχάλιου εναρμονίστηκε με την επαναλαμβανόμενη φόρμα του λόγου (πλην λίγων εξαιρέσεων) και ο συνδυασμός τους με κούρασε. Οι φωτισμοί των Bijoux de Kant προτίμησαν συχνά ανοιχτά πλάνα, αν και στους μονολόγους εστίασαν σωστά στους εκάστοτε πρωταγωνιστές. Οι κομμώσεις και οι περούκες που ήταν απαραίτητες για τη σωστή απόδοση του κλίματος της εποχής του έργου ήταν του Χρόνη Τζήμου, ενώ το εξαιρετικό μακιγιάζ φρόντισε η Olga Faleichyk.
Συμπερασματικά, στη σκηνή “Μαρίκα Κοτοπούλη” του Ρεξ, παρακολούθησα ένα από τα λιγότερο γνωστά έργα του Κάρλο Γκολντόνι, το οποίο έχει διαχρονικά μηνύματα που προσαρμόζονται με ευκολία στο σήμερα. Η σκηνοθετική προσέγγιση ακολούθησε μια επαναλαμβανόμενη φόρμα τόσο στο λόγο, όσο και στην κίνηση, που στέρησε από το έργο το πηγαίο χιούμορ και το μπρίο του, αλλοίωσε το φαρσικό του στοιχείο και κούρασε το θεατή. Ανάλογα επηρεάστηκαν και οι ερμηνείες, οι οποίες βασίστηκαν σε πολύ συγκεκριμένους κώδικες, έμοιαζαν άνευρες και αποστειρωμένες, δεν υπήρχε δυνατότητα αυτοσχεδιασμού, ενώ συχνά διαπίστωσα και έλλειμμα σκηνικής χημείας. Ένα πολύ ενδιαφέρον κείμενο, που όμως δεν έτυχε της μεταχείρισης και μιας ευφάνταστης οπτικής που του άξιζε.