Το έργο της Βρετανίδας θεατρικής συγγραφέα Κάριλ Τσέρτσιλ (Caryl Churchill) με τίτλο “Top Girls” σκηνοθετεί στο Θέατρο Πόρτα ο Θωμάς Μοσχόπουλος. Έκανε πρεμιέρα στο Royal Court Theatre του Λονδίνου τον Αύγουστο του 1982, μια παραγωγή που μεταφέρθηκε και στη Νέα Υόρκη στο Public Theater, αν και η πρεμιέρα του στο Broadway έγινε την περίοδο 2007-2008 στο Biltmore Theatre. Αυτή τη χρονιά παίχτηκε στο Εθνικό Θέατρο της Αγγλίας (σκηνή Lyttelton). Το έργο χωρίζεται σε τρεις πράξεις με κεντρική (και συνδετική) ηρωίδα τη Μαρλίν, μια γυναίκα που έχει κυρίαρχο μέλημά της την καριέρα, έγινε διευθύντρια ενός γραφείου ευρέσεως εργασίας, έχοντας όμως κάνει λανθασμένους χειρισμούς και συμβιβασμούς στην πορεία της. Στην πρώτη πράξη, γιορτάζοντας την προαγωγή της έχει καλέσει για τραπέζι σε ένα ακριβό εστιατόριο κάποιες πολύ σημαντικές γυναίκες από διαφορετικές εποχές της Ιστορίας, όπως την Πάπισσα Ιωάννα, τη χαζο-Γκρέτα (φιγούρα της φλαμανδικής κουλτούρας και πίνακας του ζωγράφου Πίτερ Μπρίγκελ), την Κυρία Νίτζο (Γιαπωνέζα παλλακίδα του αυτοκράτορα τον 13ο αιώνα), την εξερευνήτρια Ιζαμπέλα Μπερντ και την υπομονετική Γκριζέλντα (ηρωίδα των Canterbury Tales του 14ου αιώνα του Geoffrey Chauser). Όλες είναι σημαντικές στον τομέα τους και θυσίασαν ένα ζωτικό κομμάτι του εαυτού τους σε κάποια στιγμή της ζωής τους. Η καθεμία λέει την ιστορία της με τον προσωπικό της τρόπο, μιλούν για τις δυσκολίες που αντιμετώπισαν και συζητούν για τις ερωτικές τους περιπέτειες, τα παιδιά τους, θέματα θρησκείας και διάφορα άλλα. Στη δεύτερη πράξη η δράση μεταφέρεται στο γραφείο ευρέσεως εργασίας όπου δουλεύει η Μαρλίν, ενώ παράλληλα παρακολουθούμε την κουβέντα δύο κοριτσιών, της Άντζι (ανηψιάς της Μαρλίν) και της Κιτ, στην πίσω αυλή του σπιτιού της πρώτης. Στο γραφείο επικρατεί ένας εργασιακός οργασμός, ενώ τα δύο κορίτσια διαφωνούν και αντιπαρατίθενται για διάφορα θέματα. Στην τρίτη πράξη η οποία λαμβάνει χώρα στο σπίτι της Τζόις (αδερφής της Μαρλίν), οι δύο αδερφές και η Άντζι συζητούν μεταξύ τους. Όταν η νεαρή κοπέλα πηγαίνει για ύπνο, οι δύο αδερφές μιλούν για το μέλλον της, με τη μητέρα της να υποστηρίζει ότι δεν είναι ιδιαίτερα έξυπνη ή ταλαντούχα σε κάτι, προβλέποντας ότι δεν θα κάνει τίποτα στη ζωή της, με την αδερφή της να διαφωνεί έντονα. Στη ροή της συζήτησης αποκαλύπτεται ότι η Άντζι είναι πραγματική κόρη της Μαρλίν, η οποία την άφησε στην αδερφή της για να τη μεγαλώσει για να κάνει καριέρα και η οποία απέβαλλε στο δικό της παιδί λόγω του άγχους από το παραπάνω γεγονός. Τη μετάφραση επιμελήθηκε ο ίδιος ο σκηνοθέτης και δεν είχε προβλήματα ροής ή χειρισμού της ιδιαιτερότητας της γλώσσας του αρχικού κειμένου.
Ο Θωμάς Μοσχόπουλος σκηνοθετεί την παράσταση επιχειρώντας να κρατήσει στη φεμινιστική γραφή του έργου μια ισορροπημένη και διαλογική οπτική, χωρίς απλουστεύσεις, αλλά ούτε και την πολυπλοκότητα που θα έκανε το γυναικείο ζήτημα δυσνόητο και θα προκαλούσε πιθανή δαιμονοποίησή του. Η πρώτη σκηνή με τη συνεχή προσθήκη στο τραπέζι ιστορικών γυναικών προϋποθέτει διακριτούς τρόπους αποτύπωσης στη σκηνή των ιστοριών που κάθε γυναίκα κουβαλά, διαφορετικών τόνων και αποχρώσεων λόγο, διαφορετικές εκφράσεις, αλλά και έναν αριστοτεχνικό συνδυασμό τους, ώστε να μπορούν να γίνουν αποδεκτές από το θεατή ως ομοτράπεζες συνδαιτημόνες. Οι τρεις πρώτες παράμετροι ήταν παρούσες, αλλά ο συνδυασμός χώλαινε σε αρκετά σημεία. Οι επικαλύψεις των λόγων και των φωνών των εκάστοτε πρωταγωνιστριών είχε στιγμές που οι λέξεις ακούγονταν καθαρά και άλλες, όπου επικράτησε η ισχύς της δυνατότερης φωνής, ενώ δεν υπήρχε η δέουσα συνέχεια και μουσικότητα στους τόνους και τις εναλλαγές τους. Κάποιοι από τους χαρακτήρες ένιωσα ότι βίωσαν το ρόλο τους, ενώ κάποιοι άλλοι ήταν πιο επιδερμικοί και δε δικαιολόγησαν την ιστορικότητα της προσωπικότητας που υποδύθηκαν. Ασαφής παρέμεινε η σκηνοθετική πρόθεση για την ύπαρξη ή όχι παραγόμενου συναισθήματος από τα επί σκηνής τεκταινόμενα, αλλά και ως προς το κατά πόσο ήθελε να ακολουθήσει μια κριτική και επικαιροποιημένη οπτική στη γραφή της Churchill, ή θα επέλεγε την οδό της παράθεσης και της ουδετερότητας. Το χιούμορ που υπήρχε ήταν αμήχανο και δε στάθηκε ικανό να αποτελέσει ανάσα στην τραγικότητα των ιστοριών. Η δεύτερη πράξη είχε μια υπερβάλλουσα κινητικότητα και μια βιασύνη στην εκφορά του λόγου, που άφηνε συχνά τις ατάκες μετέωρες και δε δικαιολόγησε την ένταση και την κλιμάκωσή της. Η τρίτη πράξη χρησιμοποιεί μόνο ένα μικρό κλάσμα της πολύ μεγάλης σκηνής του θεάτρου, αφήνει αχρησιμοποίητη μια κουζίνα στο βάθος της που όμως παραμένει (ανεξήγητα) φωτισμένη, χωρίς να εξυπηρετεί πρακτικά την εξέλιξη της ιστορίας, ενώ οι δύο γυναίκες που ανταλλάσσουν λεκτικούς διαξιφισμούς παραμένουν σχεδόν καθηλωμένες γύρω από ένα τραπέζι, χωρίς να υπάρχει κάποια κίνηση που θα υποστήριζε την αυξανόμενη εσωτερική τους ένταση. Με εξαίρεση τη Μαρία Καβογιάννη που παραμένει συνεπής στον τρόπο ερμηνείας και εκφοράς του λόγου από την αρχή ως το τέλος της παράστασης, οι άλλες κυρίες δεν ακολουθούν την ίδια πρακτική, με αποτέλεσμα να υπάρχει ελάχιστη (προφανής) νοηματική σύνδεση των τριών πράξεων μεταξύ τους. Με όλα τα παραπάνω το τελικό αποτέλεσμα είναι ανισοβαρές, έχει προβλήματα ρυθμού και δεν κατάφερε να κρατήσει έντονο το ενδιαφέρον μου ως θεατή μέχρι το τέλος.
Η Μαρία Καβογιάννη αναλαμβάνει τους ρόλους της Ιζαμπέλα Μπερντ, της Τζόις και της κυρίας Κιντ. Χρησιμοποιεί με μέτρο, αλλά και σκηνική άνεση όλη την γκάμα των εκφραστικών της μέσων, χωρίς υπερβολές, χωρίς αχρείαστες κορώνες και απαλλαγμένη από οποιαδήποτε κατάλοιπα τηλεοπτικών χαρακτήρων. Είναι απόλυτα συνεπής στη φωνητική και κινητική σύνδεση των ηρωίδων που ερμηνεύει, ο λόγος της έχει ειδικό βάρος, παράγει συναίσθημα και αποδεικνύει την αναμφισβήτητη δυναμική της. Η Αλεξάνδρα Αϊδίνη παίζει την κυρία Νίτζο, αλλά και την Ουίν. Ξεκινά την ερμηνεία της με ενδιαφέρουσες αποχρώσεις, αλλά σύντομα αυτή γίνεται μονότονη, με αρκετά από τα λόγια της να χάνονται μη φτάνοντας στην πλατεία, με αποτέλεσμα να μην μπορεί να επικοινωνήσει την ουσία του ρόλου της. Παρόμοια ήταν η τελική μου αίσθηση και ως προς την ερμηνεία της ως Ουίν. Η Βίκυ Βολιώτη είναι τόσο η Πάπισσα Ιωάννα, όσο και η Λουίζ. Στο πρώτο μέρος η παρουσία της ήταν άνευρη, επίπεδη, χωρίς φωνητικές αυξομειώσεις, αλλά και χωρίς παλμό, ή συγκινησιακές διακυμάνσεις ανάλογες με τη ροή της ιστορίας της. Με λίγο εντονότερα και πιο εκφραστικά χρώματα αποτύπωσε τη Λουίζ. Η Αλεξία Καλτσίκη είναι η μόνη ηθοποιός που υποδύεται και στις τρεις πράξεις τον ίδιο χαρακτήρα (Μαρλίν) με αποτέλεσμα να είναι ευχερέστερο να κρατήσει μια συνέπεια και σταθερότητα στην ερμηνεία της. Ιδιαίτερα πειστική στο πλάσιμο ενός τύπου γυναίκας που έχει σημαντικότερο στόχο ζωής την καριέρα. Ο λόγος της κυμαίνεται από το ενδιαφέρον και τη συμμετοχή, μέχρι την κυνικότητα και την αλαζονεία και δικαιολογεί στη σκηνή με επάρκεια την εναλλαγή των ψυχολογικών της διαδρομών. Η Ευδοκία Ρουμελιώτη ερμηνεύει την Γκριζέλντα, την Τζανίν και τη Γουίν. Ο λόγος της είναι καθαρός, φθάνει με ευκρίνεια στην πλατεία, έχει νεύρο και σωστό ρυθμό, χωρίς όμως η κινητικότητά της να συνεργάζεται πάντοτε αρμονικά με το λόγο αυτό. Η σκηνική της παρουσία είναι όμως στο σύνολο ικανοποιητική. Η Ειρήνη Μακρή κρατά το ρόλο της σιωπηλής σερβιτόρας που μπαίνει διαρκώς στη σκηνή και τρόπον τινά διακόπτει τη ροή της συζήτησης των γυναικών, της Σώνα, αλλά και της Κιτ, φίλης της Άντζι. Δημιουργεί έναν ενδιαφέροντα αντίθετο πόλο στην κουβέντα της με τη φιλενάδα της και εκεί εντόπισα την πιο ολοκληρωμένη στιγμή της παρουσίας της στην παράσταση. Η Άλκηστις Πολυχρόνη παίζει τη χαζο-Γκρέτα, αλλά και την Άντζι. Στον πρώτο χαρακτήρα δεν καταφέρνει να προσδώσει ειδικό βάρος, ή κάποιο ουσιαστικό ενδιαφέρον, ενώ στον δεύτερο αποτυπώνει εύστοχα ένα μπερδεμένο κορίτσι με αυθορμητισμό, διεκδικητικότητα, αλλά και εσωτερική σύγχυση, που ψάχνεται και αναζητά λύσεις και διεξόδους στη ζωή της.
Το σκηνικό της Ευαγγελίας Θεριανού είναι σύνθετο, χρειάζεται αλλαγές και η προσαρμογή του στις διαφορετικές ανάγκες των τριών πράξεων του έργου κάνει απαραίτητη και την ύπαρξη ενός δεύτερου, σύντομου τεχνικού διαλείμματος στην παράσταση. Στην πρώτη πράξη λειτούργησε θετικά στη σκηνική οικονομία του έργου, στη δεύτερη δημιούργησε ένα σχετικό άγχος ως προς την υπερκινητικότητα των ηθοποιών, ενώ στην τρίτη άφησε μάλλον αναξιοποίητο το διαθέσιμο χώρο, περιοριζόμενο σε ένα μικρό του μέρος. Τα κοστούμια της Κλερ Μπρέισγουελ είχαν εξαιρετικό ενδιαφέρον στην πιστή αναπαράσταση των ιστορικών γυναικών που θέλησαν να αποτυπώσουν και να αναπαραστήσουν, ενώ και στις άλλες δύο πράξεις έντυσαν σωστά και κομψά τις ηρωίδες. Την κατασκευή των ιστορικών κοστουμιών ανέλαβαν η Olga Evseeva, η Παναγιώτα Τσοπανάκη και το Vestiario. Οι φωτισμοί του Νίκου Βλασσόπουλου, δημιούργησαν υποβλητική ατμόσφαιρα ενός ακριβού εστιατορίου στην πρώτη πράξη, υποστήριξαν έξυπνα τα δύο επίπεδα σκηνικής δράσης της δεύτερης, αλλά φώτισαν δίχως εμφανή και ουσιαστικό λόγο την κουζίνα στο βάθος της σκηνής στην τρίτη πράξη.
Συμπερασματικά, στη σκηνή του Θεάτρου Πόρτα, παρακολούθησα μια παράσταση ενός σπουδαίου έργου των 80s που ασχολείται με το γυναικείο ζήτημα με τρόπο ουσιαστικό, αλλά και βαθιά κοινωνικοπολιτικό. Η σκηνοθετική προσέγγιση το έφερε πιο κοντά στο σήμερα και τις απαιτήσεις του, αλλά ήταν ασαφής και αναποφάσιστη ως προς τις προθέσεις της, χωρίς να καταφέρει να δώσει στο λόγο το στίγμα και τη βαρύτητα που θα μπορούσε να έχει. Οι διαφορετικοί κόσμοι των ηρωίδων δε συναντήθηκαν παρά σε ελάχιστες στιγμές, με τις ερμηνείες να είναι ανισοβαρείς, με κάποιες να ξεχωρίζουν και κάποιες άλλες να έχουν μεγαλύτερες αδυναμίες. Το χιούμορ ήταν αμήχανο, ενώ και η δραματικότητα των ιστοριών δεν προκάλεσε το συναίσθημά μου και τη συμμετοχή μου. Ένα πολλά υποσχόμενο θεατρικό εγχείρημα με καλές στιγμές, το οποίο όμως κάπου έχασε το δρόμο του και δεν μπόρεσε να ολοκληρώσει τους στόχους του.