Το έργο του Βασίλη Τσιγκριστάρη με τίτλο “Μπομπονιέρα (ή Πως έλυσα τα θέματά μου)” σκηνοθετεί στον Πολυχώρο Vault ο Μάνος Κανναβός. Μια δουλειά που ασχολείται με τα σύγχρονα ερωτικά προβλήματα των νέων ανθρώπων και τις ανασφάλειές τους από μία μάλλον χιουμοριστική πλευρά, χωρίς όμως να παραλείπει να υπογραμμίσει και την δραματική χροιά των σχέσεων. Γραμμένο το 2015, έτυχε ενός πρώτου (διερευνητικού) ανεβάσματος στο Bob Theatre Festival του 2018, για να μας κρατήσει φέτος θεατρική συντροφιά σε μία πιο ολοκληρωμένη και ώριμη μορφή. Η Χριστίνα στην κορύφωση μιας έντονης κρίσης πανικού εγκαταλείπει τη δεξίωση του γάμου της, φορώντας ακόμα το νυφικό της και ανεβαίνει στην ταράτσα του κτιρίου για να σκεφτεί αν πραγματικά επιθυμεί να είναι μαζί με τον άρτι νυμφευθέντα σύζυγό της. Στο κατόπι της ακολουθεί ο καλύτερός της φίλος, που προσπαθεί να τη συνεφέρει, να τη λογικέψει και να την πείσει να ξανακατέβει στη δεξίωση. Στην ταράτσα συναντούν έναν άγνωστο νεαρό, ο οποίος αντιμετωπίζει προβλήματα με τη σχέση του και κατέφυγε στο ίδιο μέρος, σκεπτόμενος μεταξύ αστείου και σοβαρού να αυτοκτονήσει με θεαματικό τρόπο για να “τιμωρήσει” το έτερόν του ήμισυ. Ανάμεσα στο νεαρό και το ζευγάρι των φίλων υπάρχει μια αρχική καχυποψία, αλλά με την πάροδο του χρόνου οι γλώσσες λύνονται και η κουβέντα τους βοηθά να ανακαλύψουν ότι έχουν κοινούς φόβους και ανησυχίες, να κάνουν μια αναδρομή στο παρελθόν και να φιλοσοφήσουν πάνω σε αυτά που ζητούν στην ερωτική τους επαφή με τους άλλους.
Ο Μάνος Κανναβός σκηνοθετεί την παράσταση, δίνοντας έμφαση στην κωμική πλευρά της ιστορίας, χωρίς όμως να αφήνει έξω τις κοινωνικές παραμέτρους του κειμένου που χαρακτηρίζουν τη σύγχρονη πραγματικότητα. Τα θέματα που θίγονται είναι απλά και καθημερινά, χωρίς όμως αυτό να σημαίνει ότι υπάρχουν γι’ αυτά εύκολες λύσεις. Άλλωστε η χιουμοριστική πλευρά από την οποία προσεγγίζονται δεν αναιρεί τη σοβαρότητα και τη σπουδαιότητά τους. Η διάθεση του έργου διατηρείται ευφρόσυνη, χωρίς να διολισθαίνει στην καρικατούρα και η οπτική διατηρεί την απλότητα και την αμεσότητά της. Πλεονέκτημα επίσης θεωρώ το γεγονός ότι λείπει η δηθενιά και η προσποίηση, με τις ερμηνείες να έχουν ενέργεια, μπρίο, διάθεση και να δημιουργούν τρεις αναγνωρίσιμους νεαρούς της καθημερινότητάς μας, που κινούνται και μιλούν φυσιολογικά και χωρίς υπερβολές ή κλισέ. Οι μικροί μονόλογοι των ηθοποιών γίνονται ένα είδος αυτοψυχογραφήματος, που βοηθούν στο να δημιουργηθούν σημεία ταύτισης με το θεατή. Οι αμήχανες στιγμές είναι λίγες και μια μικρή επαναληπτικότητα σε κάποια κινητικά κυρίως μοτίβο δεν μπορούν να χαλάσουν την τελική feelgood αίσθηση που αφήνει η δουλειά αυτή.
Ο Τάσος Δέδες ερμηνεύει τον Άρη, ο οποίος προσπαθεί να επαναπροσδιορίσει τα ερωτικά του θέλω κι έχει ανέβει στην ταράτσα για να αυτοκτονήσει μετά από μία ερωτική απογοήτευση. Δείχνει να έχει πλάσει ένα δικό του σύμπαν και να ζει σε αυτό, μοιάζοντας συχνά να συνομιλεί φωναχτά με τον ίδιο του τον εαυτό. Η ερμηνεία του είναι αβίαστη, ισορροπημένη, ενώ τόσο η σκέψη, όσο και ο λόγος του, έχουν έναν γλυκό αυθορμητισμό και μία συμπαθή σκηνική αφέλεια. Η Κατερίνα Γεωργάκη είναι η Χριστίνα, η οποία το σκάει από το γαμήλιο πάρτυ της και φορώντας το νυφικό της, προσπαθεί να ακτινογραφήσει την ορθότητα του γάμου της. Ο λόγος της είναι χειμαρρώδης και δυναμικός και συνδυάζεται έξυπνα με την πληθωρική της κίνηση, αποτυπώνοντας ένα χαρακτήρα που νιώθει να στροβιλίζεται στη δίνη της αμφιβολίας και της αβεβαιότητας, χωρίς όμως να ξεπερνά το μέτρο. Ο Βασίλης Τσιγκριστάρης υποδύεται το Δημήτρη, καλύτερο φίλο της Χριστίνας και gay ως προς το σεξουαλικό του προσανατολισμό. Αποτελεί τον κυματοθραύστη της πλεονάζουσας ενέργειας της Χριστίνας και αυτός που αναδεικνύει το ρόλο της φιλίας στην ισορροπία των ανθρώπινων σχέσεων. Παίζει με νηφαλιότητα, ηρεμία και αυτοσυγκράτηση, συμπληρώνοντας ένα ερμηνευτικό τρίο που έχει καλή σκηνική συνεργασία και χημεία.
Η Γεωργία Μπούρδα στα σκηνικά είχε μια πρόθεση λιτότητας, ώστε να αφήσει αρκετό διαθέσιμο χώρο για την κίνηση των ηθοποιών, αλλά θα μπορούσαν να υπάρχουν λίγα περισσότερα χρηστικά σκηνικά αντικείμενα που θα συνόδευαν δημιουργικά το λόγο. Η ίδια φρόντισε και για τα κοστούμια, τα οποία ήταν έξυπνα και έδωσαν τη δέουσα έμφαση στην παραδοξότητα των τεκταινομένων στην ταράτσα του κτιρίου. Η μουσική του Μάνου Αντωνιάδη συντρόφευσε αρμονικά το λόγο χωρίς παρεμβατική διάθεση, ενώ οι φωτισμοί του Βαγγέλη Μούντριχα εστίασαν σωστά στα πρόσωπα και δημιούργησαν ατμόσφαιρα στους μονολόγους των ηθοποιών.
Συμπερασματικά, στη σκηνή του Vault, παρακολούθησα μία παράσταση ενός έργου σύγχρονου, σημερινού, που ασχολείται με καθημερινά θέματα που μας απασχολούν και δίνουν συχνά τον τόνο της καθημερινής μας πραγματικότητας. Ο έρωτας, η φιλία, οι φοβίες και οι ανασφάλειές μας, είναι παρόντα και όλα ειδωμένα από μια χιουμοριστική πλευρά, που όμως δε χάνει την ουσία τους, ούτε παραγνωρίζει τη σημασία τους. Υπάρχει μια γενικότερη ευχάριστη διάθεση και υφέρπον συναίσθημα που διατρέχουν το λόγο και αποτελούν τον οδηγό των ερμηνειών των τριών ηθοποιών που συμμετέχουν. Με ελάχιστες αρρυθμίες είναι μια ευχάριστη θεατρική πρόταση που αφήνει μια πολύ καλή τελική αίσθηση στο θεατή.