Το θεατρικό έργο του Δημοσθένη Παπαμάρκου με τίτλο “Εξημέρωση” σκηνοθετεί στη Στέγη του Ιδρύματος Ωνάση η Γεωργία Μαυραγάνη. Το εγχείρημα ξεκίνησε από μια αρχική συνεργασία της σκηνοθέτιδος με τον συγγραφέα για μια εικοσάλεπτη performance που θα παρουσιαζόταν μέσω της Πειραματικής του Εθνικού Θεάτρου στο φεστιβάλ “Future of Europe” του Θεάτρου της Στουτγάρδης. Κεντρική του θέμα είναι το ακανθώδες ζήτημα των προσφύγων σε μία σύγχρονη παραβολή για το πως ο λόγος εξημερώνει και υποτάσσει την πραγματικότητα. Μέσα από ιστορίες και αληθινές αφηγήσεις προσφύγων, αλλά και ιστορικά γεγονότα μιλά για τον εκπατρισμό, το θάνατο, το πένθος και τους νεκρούς που βαραίνουν τη μνήμη και την ιστορική πραγματικότητα, με τον παρηγορητικό λόγο να αφαιρεί βάρος από την ουσία και να προσδίδει μια πιο “εξημερωμένη” εκδοχή της αλήθειας και μια ψευδαίσθηση συμμετοχής του σημερινού ανθρώπου σε αυτή. Η Μίλητος και η Σύβαρις δύο πόλεις που βρίσκονταν εκεί που ήταν για τους Έλληνες η Ανατολή και η Δύση αντίστοιχα, στην Ιωνική Μικρά Ασία και τη Μεγάλη Ελλάδα “συνομιλούν” μέσα από αρχαιοελληνικές αφηγήσεις, με την πρώτη να καταστρέφεται και τη δεύτερη να σιωπά ένοχα, ενώ οι Αθηναίοι θρηνούν για τη συμφορά που χτύπησε την Ιωνική πόλη. Η βία, η απώλεια, ο θάνατος γίνονται οικείες ιστορίες με την Ιστορία να μην παύει να επαναλαμβάνει τη ροή της και τα μαθήματα που δίνει στον άνθρωπο. Ο αφηγητής με την κατάβασή του στον Κάτω Κόσμο γίνεται ο “Μάντης” που επιχειρεί να εικονοποιήσει το θάνατο και τις συνέπειές του και να κατανοήσει γιατί η Ιστορία επαναλαμβάνεται, χωρίς οι άνθρωποι να συναισθάνονται και να αξιοποιούν τη σοφία που τους προσφέρει. Οι διηγήσεις του θανάτου προέρχονται προφανώς μόνο από την πλευρά των ζωντανών και συνεπώς δεν μπορούν να είναι από τη φύση τους ακριβείς, αλλά μόνο να εικάζουν. Το κείμενο αν και πυκνό και πλήρες νοημάτων προσπαθεί να συνδέσει θραύσματα της ιστορίας με το σήμερα και να εντάξει την ποιητικότητά του στην πραγματικότητα της ανθρώπινης ύπαρξης. Υπήρξαν όμως πολλές στιγμές που έμειναν μετέωρες ως προς το συναίσθημα και τον αντίκτυπό τους στη σκέψη του θεατή και αρκετές ιδέες και εικόνες που δεν μπόρεσαν να αποτελέσουν μια ολότητα που να τη χαρακτηρίζει η συνέχεια και η συνέπεια, αλλά μάλλον μια πρόθεση που παρέμεινε αποσπασματική και κατακερματισμένη. Στη δραματουργία η Ράνια Κελαϊδίτη προσπάθησε να κάνει το λόγο να συνοδεύει τις αντίστοιχες εικόνες, αλλά κι εκεί το αποτέλεσμα ήταν λειτουργικό μόνο σε κάποιες περιπτώσεις και όχι στο σύνολο της παράστασης.
Η Γεωργία Μαυραγάνη στο σκηνοθετικό συντονισμό του εγχειρήματος έδωσε έμφαση στο γεγονός της προφανούς επανάληψης της Ιστορίας στις αλγεινότερες εκφάνσεις της και προσπάθησε να διερευνήσει την αμηχανία του ανθρώπινου είδους απέναντι στο πένθος, την απώλεια και την κατανόηση του βαθύτερου νοήματος του θανάτου. Η αφήγηση είναι προηχογραφημένη με τη φωνή των ηθοποιών που συμμετέχουν και οι οποίοι κινούνται στη σκηνή κάνοντας εικόνα το λόγο. Δεν υπάρχει ενεργή συμμετοχή τους σε αυτόν, μόνο σωματική και αυτή σε ένα είδος αργής και τελετουργικής κίνησης σαν αόρατοι θεατές των παθών τους. Ο συμβολισμός είναι έντονος και δημιουργεί συνειρμούς, αλλά αφαιρεί το μεγαλύτερο μέρος της θεατρικότητας της παράστασης και σημαντικό μέρος της επιδραστικότητας του λόγου, καθώς ακούγεται αποστασιοποιημένος από τα γεγονότα και την αίσθηση που αυτά προκαλούν. Η έλλειψη δράσης και συγκρούσεων (έστω και σε επίπεδο λέξεων) μεταξύ των διαφορετικών εκδοχών του “Μάντη” κάνει ακόμα πιο δύσκολη την παρακολούθηση των μονοπατιών του λόγου και τον κάνει να φτάνει εξαιρετικά δυσεξήγητος στο μυαλό του θεατή και να το κουράζει, αντί να το φωτίζει. Κάπως έτσι τα θραύσματα που απαρτίζουν το εγχείρημα αυτό παραμένουν συχνά ασύνδετα και με αδυναμία πραγματικής απεύθυνσης προς το κοινό τους, το οποίο παρακολουθεί αμέτοχο τόσο αισθητικά, όσο και συναισθηματικά. Οι μαρτυρίες των προσφύγων δεν προσθέτουν σχεδόν τίποτα, καθώς έχουν μια γραμμικότητα και δεν ενσωματώνονται στην όλη σύλληψη σαν ενεργά κύτταρά της. Το video δε συντονίζεται με την όποια σκηνική δράση και δεν καταφέρνει να γίνει αρωγός της. Η χρήση του ευρήματος ενός Θεάτρου Σκιών δίνει μια αίσθηση αποτύπωσης των βαθύτερων αποχρώσεων της ψυχής και του σκοταδιού του θανάτου και μαζί με τους εικαστικούς συμβολισμούς της παράστασης μαρτυρούν την αρχική έξυπνη πρόταση της σκηνοθετικής προσέγγισης, η οποία όμως κινείται σε αφηρημένες φόρμες και δε φέρνει το θεατή ουσιαστικά αντιμέτωπο με τα ερωτήματα τα οποία επιθυμεί να διερευνήσει.
Ο Νίκος Γιαλελής, ο Μάνος Πετράκης και η Κωνσταντίνα Τάκαλου είναι οι τρεις βασικοί ηθοποιοί οι οποίοι υπηρετούν την αφήγηση σαν τρεις διαφορετικές εκδοχές του ανθρώπου ως είδος και σαν σκιές επικοινωνούν με τους νεκρούς τους. Μαζί τους η Ξένια Καλογεροπούλου, ο Ηλίας Κατέβας και η Ελίνα Ρίζου συμπληρώνουν την εξάδα των ψυχών που συναντώνται στον Κάτω Κόσμο. Σεμνοί, ενταγμένοι απόλυτα στην υλοποίηση του σκηνοθετικού οράματος, χωρίς ερμηνευτικούς εγωισμούς, συνεπείς και ακριβείς στην κίνησή τους, δίνουν την αίσθηση μιας πολύ καλά δουλεμένης ομάδας, η οποία όμως χωρίς το ζωντανό λόγο, το χρώμα, τις εντάσεις και την ενέργειά του δεν καταφέρνουν να δώσουν ολοκληρωμένες ερμηνείες και να μπορέσει να αποτιμηθεί το σκηνικό τους εκτόπισμα και το μέγεθος του ταλέντου τους. Η εκφραστικότητά τους περιορίζεται μόνο στην κίνηση και τον συντονισμό της.
Ο σκηνικός χώρος της Άρτεμης Φλέσσα αποπνέει λιτότητα και υπηρετεί σε μεγάλο βαθμό το σκηνοθετικό όραμα, καθώς είναι λειτουργικός και έχει τη δυνατότητα να μεταλλάσσεται και να επικουρεί επιτυχημένα τους συμβολισμούς της αφήγησης. Τα κοστούμια της ίδιας σχεδιάστηκαν ώστε να μην τραβούν το μάτι του θεατή, σε σκούρους τόνους για να εκφράζουν το πένθος και σε λιτές γραμμές. Η πρωτότυπη μουσική και ο σχεδιασμός του ήχου είναι του Χάρη Νείλα και συνοδεύουν αρμονικά το ήπιο ηχόχρωμα της αφήγησης. Η κίνηση της Αλεξίας Νικολάου είναι αργή, τελετουργική και δείχνει να αφουγκράζεται τις εσωτερικές φωνές του ανθρώπινου νου. Οι φωτισμοί της Εβίνας Νικολακοπούλου με σωστές εστιάσεις, δημιουργούν μια μουντή και υποβλητική ατμόσφαιρα που εμπλέκεται δημιουργικά με τη σκηνική εικόνα.
Συμπερασματικά, στη σκηνή της Στέγης του Ιδρύματος Ωνάση, παρακολούθησα μια παράσταση που μιλά για το προσφυγικό πρόβλημα, τα θάνατο και το πένθος. Το κείμενο ξεκινά από την αρχαιότητα και την ιστορία του Ηρόδοτου προβάλλοντας τις εμφανείς ομοιότητες καταστάσεων και γεγονότων με το σήμερα, έχει μια ποιητική απόχρωση, τονίζει την επαναληπτικότητα των σκοτεινών στιγμών της Ιστορίας, αλλά παραμένει θραυσματικό και συχνά αντιθεατρικό. Η σκηνοθετική προσέγγιση χρησιμοποιεί αποκλειστικά ηχογραφημένο λόγο, μια γραμμική και αποστασιοποιημένη αφήγηση και μια ακαδημαϊκή διάθεση και παρόλους τους δυνατούς συμβολισμούς και το παιχνίδι των σκιών στη σκηνή, το εγχείρημα δεν χαίρει πλήρους και ολοκληρωμένης απεύθυνσης στο θεατή, παρά μόνο στο αισθητικό του κομμάτι, όπου είναι ορατή η συμμετρία και η λεπτομέρεια που διαπνέει όλες τις δουλειές της σκηνοθέτιδος. Οι ηθοποιοί παρά το αναμφισβήτητο ταλέντο τους ερμηνεύουν και εκφράζονται σκηνικά μόνο με την κίνησή τους, με το τελικό αποτέλεσμα να αφήνει μια έντονη αίσθηση έντιμης αλλά ανολοκλήρωτης προσπάθειας.