Το έργο του Γάλλου συγγραφέα Φλοριάν Ζελλέρ (Florian Zeller) “Ο Γιος” (Le Fils) σκηνοθετεί στην Κεντρική Σκηνή του Θεάτρου του Νέου Κόσμου ο Βαγγέλης Θεοδωρόπουλος. Γραμμένο το 2018, έκανε πρεμιέρα στο Studio des Champs-Elysees στο Παρίσι, ενώ το Φεβρουάριο του 2019 παίχτηκε στο Λονδίνο για πρώτη φορά (Kiln Theatre) για να μεταφερθεί το Σεπτέμβριο του ίδιου χρόνου στο Duke of York’s Theatre. Ο νεαρός Νικολά ζει με τη μητέρα του και περνά μια έντονη κρίση εφηβείας και αμφισβήτησης των πάντων, καθώς οι γονείς του έχουν χωρίσει και ο πατέρας του ζει πλέον με μια άλλη γυναίκα με την οποία έχει και ένα νεογέννητο γιο. Κλεισμένος πλήρως στον εαυτό του, δείχνει αδιαφορία για τα πάντα, λέει ψέμματα ότι πηγαίνει στο σχολείο, ενώ εξομολογείται ότι αισθάνεται τη ζωή του σαν βάρος. Με τη μητέρα του να βρίσκεται σε ψυχολογικό αδιέξοδο, αποφασίζει να μείνει με τον πατέρα του και να προσπαθήσει να ενταχθεί στη νέα του οικογένεια. Στο καινούργιο αυτό περιβάλλον παρόλο που ο πατέρας του τον αντιμετωπίζει με ενδιαφέρον αλλά κι έντονες ενοχές για την παρελθούσα ζωή του, η νέα σύντροφος του πατέρα του με κάποια συμπάθεια ανάμεικτη με καχυποψία, συχνά νιώθει ανεπιθύμητος, απομονωμένος και προσπαθεί με λάθος τρόπους και αντιδράσεις να κεντρίσει την προσοχή των άλλων. Υποσχόμενος ένα νέο ξεκίνημα δημιουργεί ελπίδες που σύντομα αποδεικνύονται φρούδες, καθώς ξαναρχίζει την αποχή από το σχολείο, τους μοναχικούς περιπάτους και τα ψέμματα, με το πείραμα της αλλαγής στέγης να στέφεται τελικά από αποτυχία. Η κατάσταση οδηγείται στα άκρα και αναζητείται η λύση της ψυχιατρικής βοήθειας, την οποία ο νεαρός δείχνει να φοβάται, εκλιπαρεί τους γονείς του να τον πάρουν από το ίδρυμα που νοσηλεύεται και τους φέρνει αντιμέτωπους με βαθιά διλήμματα και πιθανά αδιέξοδα. Η μετάφραση είναι της Κοραλίας Σωτηριάδου και είναι ακριβής, συνεπής, έχει ροή και συνέχεια και αποδίδει όλη τη λεπτότητα και την ευαισθησία των νοημάτων του αρχικού κειμένου.
Ο Βαγγέλης Θεοδωρόπουλος σκηνοθετεί την παράσταση δίνοντας έμφαση στις συνεχείς και έντονες ψυχολογικές εναλλαγές των χαρακτήρων, τις διακυμάνσεις των μεταξύ τους σχέσεων, που τις κάνουν εύθραυστες και ευάλωτες στην καχυποψία και το ψέμα. Η προσέγγισή του είναι ρεαλιστική, βγαλμένη από πραγματικές καταστάσεις που όλοι μας θα μπορούσαμε να έχουμε βιώσει και σε πλήρη αρμονία με τις γραμμές του κειμένου. Τα ψυχολογικά προφίλ των ηρώων δεν προοικονομούνται, αλλά χτίζονται με προσοχή με βάση τους διαλόγους, τα γεγονότα και τις αντιδράσεις μετά από αυτά. Το κείμενο αν και σύγχρονο έχει κάποιες αφέλειες (για παράδειγμα είναι μάλλον δύσκολο τη σημερινή εποχή να λείπει ένας έφηβος από το σχολείο του για τρεις μήνες και να μην έχουν ενημερωθεί οι κηδεμόνες του), αλλά στη ροή του έργου περνούν σε δεύτερη μοίρα, αναδεικνύοντας τις εσωτερικές συγκρούσεις στο νου και το θυμικό των πρωταγωνιστών. Το συναίσθημα είναι πάντα παρόν, αλλά χωρίς υπερβολή, καθώς οι μελό πτυχές του εξισορροπούνται από τις διαρκείς κι έντονες συγκρούσεις. Ο ρυθμός είναι γρήγορος, οι κοιλιές λίγες και σχεδόν ανεπαίσθητες, οι συμβολισμοί σαφείς, χωρίς διάθεση διδακτισμού, αλλά μάλλον ώθησης προς μια δημιουργική και γόνιμη σκέψη. Οι αλλαγές του σκηνικού γρήγορες δίνουν μικρές ανάσες αποφόρτισης στο θεατή και τον προετοιμάζουν για την επόμενη ψυχολογική κορύφωση. Η ανθρωποκεντρική αυτή οπτική κρατάει το ενδιαφέρον της μέχρι την τελευταία σκηνή που μπορεί να συμβαίνει σε ένα ευκταίο μέλλον, αλλά είναι ενδεικτική της δημιουργικής σκηνοθετικής πρόθεσης που δεν επιθυμεί να κρίνει και να στιγματίσει, αλλά να δώσει το έναυσμα προβληματισμού και συζήτησης.
Ο Δημήτρης Κίτσος στον πολύ απαιτητικό ρόλο του Νικολά, του “προβληματικού” δεκαεπτάχρονου που προσπαθεί να αναγνωρίσει τις ανασφάλειες και τα αδιέξοδά του και να τα αντιμετωπίσει, έχει μια ιδιαίτερα προσεγμένη και συνεπή σκηνική παρουσία. Αποφεύγει τις ευκολίες της υπερβολής και της εύκολης συγκίνησης, ενώ κάνει φανερές τις εσωτερικές τάσεις χειραγώγησης των γονέων του που διακατέχουν τον ψυχισμό του, κάνοντας το ψυχολογικό του προφίλ εξαιρετικά σύνθετο, αλλά ενδιαφέρον. Ο χαρακτήρας του είναι απόλυτα ρεαλιστικός (τρώει τα νύχια του, κατεβάζει το κεφάλι όταν τον μαλώνουν έντονα, χαμηλώνει τη φωνή όταν νιώθει ενοχές) και δείχνει να αποτελεί έναν από τους νεαρούς ηθοποιούς του οποίου το όνομα θα μας απασχολήσει έντονα στο άμεσο μέλλον. Μνεία αξίζει και η έξυπνη και πλήρης αξιοποίησή του από το σκηνοθέτη. Ο Λάζαρος Γεωργακόπουλος είναι ο Πιερ, πατέρας του Νικολά, ο οποίος καλείται να μοιράσει το ενδιαφέρον του μεταξύ του έφηβου γιου του και της καινούργιας του οικογένειας. Το μεγαλύτερό του επίτευγμα είναι η άνεση με την οποία τόσο ο λόγος του, όσο και το σκηνικό του στήσιμο μπορούν και εναλλάσσονται σχεδόν στιγμιαία από τον αγέρωχο και στα όρια του αλαζονικού τεχνοκράτη, στον ανασφαλή και πελαγωμένο πατέρα που δεν καταφέρνει να βρει απαντήσεις στα ερωτήματα τόσο του γιου του, όσο και της νέας του συντρόφου, καταφέρνοντας και τα δύο μέρη να έχουν παράπονα. Έμπειρος, εκφραστικός, δίνει μια πολύ καλή ερμηνεία, καταφέρνοντας να αναδείξει τόσο την εσωτερική του θέληση για το καλύτερο (βασισμένος και σε δικές του τραυματικές παιδικές εμπειρίες), αλλά και την ενίοτε εμφανή του αδυναμία να το πραγματοποιήσει. Η Άννα Καλαϊτζίδου παίζει τη Σοφία, τη νέα σύντροφο του Πιερ, που έχει γίνει πρόσφατα μητέρα και προσπαθεί να αντιμετωπίσει μια δύσκολη και συχνά επώδυνη συγκατοίκηση και συνύπαρξη. Αποτυπώνει εύστοχα και με μέτρο μια νέα και πειθαρχημένη γυναίκα που νιώθει τη συναισθηματική της σιγουριά να πλήττεται και προσπαθεί να την αποκαταστήσει, χωρίς όμως να την αφήνει αδιάφορη το “πρόβλημα” του Νικολά, προφανώς επηρεασμένη από τη μητρότητα. Ισορροπημένη στη χρήση των εκφραστικών της μέσων, αρκούντως διεκδικητική στο κομμάτι της οικογενειακής ευτυχίας που νιώθει ότι της αναλογεί, αποτέλεσε εξαιρετική επιλογή για το ρόλο. Η Δέσποινα Κούρτη υποδύεται την Άννα, μητέρα του Νικολά και πρώην σύντροφο του Πιερ, η οποία βλέπει το σύμπαν της να καταρρέει, δεχόμενη απανωτά ψυχολογικά χτυπήματα. Με μία σχεδόν αυθόρμητη μελαγχολία στο βλέμμα, αλλά και μια στάση σώματος που αγγίζει τα όρια της παραίτησης, αποτυπώνει μια γυναίκα που αγωνίζεται να επαναπροσδιορίσει τη ζωή της. Δεν αποφεύγει κάποιες φωνητικές και κινησιολογικές υπερβολές, στην έκφραση της οδύνης και της απελπισίας της, αλλά δεν ξεφεύγει γενικά από τις βαθύτερες απαιτήσεις του ρόλου της. Έξυπνη η πλήρης εμφανισιακή και ενδυματολογική της διαφοροποίηση από τον τύπο της Σοφίας. Ο Γιώργος Μακρής ερμηνεύει με επάρκεια και σαφήνεια το γιατρό, ο οποίος αντιπροσωπεύει την επιστημονική προσέγγιση της κατάστασης του Νικολά. Ο Θοδωρής Κουτσουκανίδης είναι ο σιωπηλός νοσοκόμος που συνοδεύει το γιατρό.
Ο σκηνικός χώρος της Ευαγγελίας Θεριανού δημιουργεί δύο εναλλασσόμενα περιβάλλοντα στα οποία εκτυλίσσεται η δράση. Από τη μία το σχεδόν ασκητικό δωμάτιο της Άννας, που ταιριάζει με την κατακερματισμένη της ψυχολογία και από την άλλη το κομψό και σύγχρονο σαλόνι της Σοφίας και του Πιέρ, που ανταποκρίνεται στις απαιτήσεις του νέου και εύπορου ζευγαριού. Τα κοστούμια της Βασιλικής Σύρμα έχουν ποικιλία και είναι απόλυτα αντιπροσωπευτικά της ιδιαίτερης ψυχολογίας του κάθε ήρωα, κυμαινόμενα από τα ατημέλητα ρούχα της Άννας μέχρι τα κομψά και κολακευτικά για τη σιλουέτα της στην περίπτωση της Σοφίας. Η μουσική του Σταύρου Γασπαράτου δίνει τη δέουσα αιχμηρότητα στις εκάστοτε ψυχολογικές συγκρούσεις των ηρώων και υπογραμμίζει τις εντάσεις τους. Την επιμέλεια της κίνησης έχει η Σεσίλ Μικρούτσικου και εναρμονίζεται με τις διακυμάνσεις του λόγου και τα ξεσπάσματα των χαρακτήρων του έργου. Οι φωτισμοί του Σάκη Μπιρμπίλη εστιάζουν εύστοχα στα σκηνικά δίδυμα, δημιουργώντας την κατάλληλη ατμόσφαιρα.
Συμπερασματικά, στην Κεντρική Σκηνή του Θεάτρου του Νέου Κόσμου παρακολούθησα μια παράσταση ενός σύγχρονου έργου που αγγίζει με διερευνητική διάθεση ευαίσθητα οικογενειακά θέματα. σε συνδυασμό με την εφηβεία και τα προβλήματα που τη συνοδεύουν. Η σκηνοθετική οπτική ανέδειξε αυτή την προβληματική και την ανέπτυξε με τρόπο διακριτικό αλλά άμεσο, φροντίζοντας να κεντρίσει τόσο το συναίσθημα όσο και τη δημιουργική σκέψη του θεατή. Τα ψυχολογικά προφίλ των ηρώων ήταν εμπεριστατωμένα και λεπτομερή, οι κοιλιές στο ρυθμό σχεδόν ανεπαίσθητες και η ερμηνευτική ομάδα γεμάτη ενέργεια και ταλέντο που αξιοποιήθηκε με τον καλύτερο δυνατό τρόπο. Από τις πολύ καλές θεατρικές προτάσεις του φετινού θεατρικού χειμώνα.