Το πολύ γνωστό έργο του Αμερικανού θεατρικού συγγραφέα Τεννεσσή Ουίλλιαμς (Thomas Lanier “Tennessee” Williams III) “Ξαφνικά Πέρσι το Καλοκαίρι” (Suddenly Last Summer) σκηνοθετεί στην Κεντρική Σκηνή του Θεάτρου του Νέου Κόσμου ο Γιώργος Παπαγεωργίου. Παρουσιάστηκε για πρώτη φορά το 1958 κι έκτοτε αποτελεί ένα από τα πιο δημοφιλή έργα του συγγραφέα κι έχει μεταφραστεί σε πολλές γλώσσες, ενώ η πρώτη του μεταφορά στο σινεμά έγινε το 1959 με σκηνοθέτη τον Γιόζεφ Μανκίεβιτς και πρωταγωνιστές τους Elizabeth Taylor, Katharine Hepburn και Montogomery Clift. Το έργο έχει αρκετά αυτοβιογραφικά στοιχεία, συμπυκνώνοντας τραυματικές εμπειρίες και εσωτερικούς φόβους του συγγραφέα. Η κυρία Βέναμπλ είναι η ευκατάστατη μητέρα του ποιητή Σεμπάστιαν, που βρήκε τραγικό θάνατο το προηγούμενο καλοκαίρι σε ένα ταξίδι του. Η Κάθριν είναι η ξαδέρφη του, η οποία τον συνόδευσε στο μοιραίο εκείνο ταξίδι, ήταν παρούσα στο θάνατό του και γνωρίζει τις ακριβείς του συνθήκες. Οι αφηγήσεις της όμως αυτές όχι μόνο δεν πείθουν τη θεία της για την αλήθεια τους, αλλά την εξοργίζουν σε σημείο τέτοιο που να έχει καλέσει ένα γιατρό για να την υποβάλλει σε λοβοτομή και να μάθει την αλήθεια που περιμένει. Η ιστορία και οι ομοφυλοφιλικές της υπόνοιες απειλούν να κηλιδώσουν την υστεροφημία του νεκρού, η μητέρα του αμύνεται λυσσαλέα στην προοπτική αυτή, η νεαρή κοπέλα δε θέλει να εγκαταλείψει την αλήθεια της, ενώ η μητέρα και ο αδερφός της την καλούν να “συνέλθει” και να ευθυγραμμιστεί με τη γραμμή της θείας της για να μη χαθεί το επίδομα που αυτή τους δίνει. Όταν οι πραγματικές λεπτομέρειες αποκαλύπτονται, όλοι βρίσκονται σε κατάσταση σοκ κι εκεί γίνονται αντιληπτές τόσο η πολυεπίπεδη σημασία του θανάτου αυτού, όσο και η πολυπλοκότητα των αφορμών του. Η μετάφραση του Αντώνη Γαλέου είχε ροή και συνέχεια, αλλά και κάποιες αδύναμες στιγμές, ενώ τη δραματουργική επεξεργασία του κειμένου ανέλαβε ο ίδιος ο σκηνοθέτης.
Ο Γιώργος Παπαγεωργίου στη σκηνοθεσία του εγχειρήματος αυτού υιοθετεί μια ψυχογραφική οπτική, επιχειρώντας να φωτίσει όλες τις πλευρές, ορατές ή αθέατες, της αλήθειας, να διερευνήσει την πολυπλοκότητά τους και να αποδώσει ολοκληρωμένα την ψυχική τρικυμία που αυτές προκαλούν. Η σύγκρουση των δύο γυναικών είναι ανάμεσα σε δύο κόσμους εντελώς διαφορετικούς μεταξύ τους, όπου υπάρχει έντονη η σχέση της εξάρτησης, η υπόνοια άσκησης ψυχολογικής και σωματικής βίας και πίεσης και η απειλή του κοινωνικού στίγματος αν γίνουν γνωστές οι επαχθείς λεπτομέρειες της αλήθειας. Οι σχέσεις μεταξύ των χαρακτήρων δεν είναι απλές, γεγονός που η σκηνοθεσία το κάνει σαφές και το υποστηρίζει σε όλη την εξέλιξη του έργου. Η απουσία έντονης σκηνικής δράσης στο πρώτο μισό της παράστασης δικαιολογείται από την ανάγκη κατανόησης των ιδιαιτεροτήτων τόσο του νεκρού ποιητή, όσο και των άμεσα συνδεδεμένων με αυτόν χαρακτήρων. Ο λόγος είναι καθαρός, έχει συνέχεια και διακόπτεται από εύγλωττες σιωπές που προοικονομούν την ένταση που θα ακολουθήσει. Τον συνοδεύει επιτυχημένα η μουσική είτε με τη ζωντανή συμμετοχή του βιολιού και τις κορυφώσεις του να δημιουργούν μια αίσθηση δημιουργικής αγωνίας, είτε με ένα μουσικό χαλί να διατρέχει υπόκωφα τις αντιπαραθέσεις των χαρακτήρων και να τις οξύνει. Το συναίσθημα δέχεται αρκετά ερεθίσματα, χωρίς να εκβιάζεται, αν και δεν αποφεύγονται κάποιες μελό πινελιές που θα μπορούσαν να λείπουν. Οι κοιλιές είναι μικρές και ξεπερνιούνται γρήγορα, καθώς η ροή του έργου αυξάνει τις στροφές της και οδηγεί σε μία τελική ψυχολογική αναμέτρηση με τον εαυτό τους όλους τους ήρωές της. Βαδίζοντας προς το τέλος αυτό, ο λόγος γίνεται αμείλικτα αιχμηρός, η αλήθεια πικρή, συντριπτική και δύσκολα διαχειρίσιμη και η απελπισία μόνιμη σύντροφος της μοναξιάς των ηρώων. Η τελική σκηνή με την κυρία Βέναμπλ να μαζεύει από το πάτωμα τα σκορπισμένα σκηνικά μικροαντικείμενα αποκαλύπτει όλο το μεγαλείο του συγκεκριμένου θεατρικού έργου.
Η Θέμις Μπαζάκα στο ρόλο της Βάϊολετ Βέναμπλ δημιουργεί μια γυναικεία φιγούρα βαθιά και αθεράπευτα συντηρητική, η οποία νιώθει κομμένη στα δύο με το θάνατο του γιου της και αναζητά εναγωνίως τρόπους απεγκλωβισμού από τις προσωπικές της ενοχές. Άλλοτε δίνει την εντύπωση μιας εύθραυστης μητέρας που φοβάται το μέλλον της, ενώ άλλοτε δε διστάζει να γίνει αυταρχική και απόλυτα χειριστική με τους ανθρώπους που νιώθει ότι μπορεί να ελέγξει. Το βλέμμα της προδίδει την ψυχολογική της αμηχανία, ενώ ο λόγος της έχει διακυμάνσεις οργής, απογοήτευσης και αγωνίας για το μέλλον. Η κίνησή της είχε κάποια αμηχανία (ίσως έφταιξε και ο γύψος στο χέρι της που δυσκόλεψε την κινητική της άνεση), αλλά με την εμπειρία της βρήκε τις ισορροπίες που χρειαζόταν και απέδωσε εύστοχα και ώριμα τις διαφορετικές πτυχές της ηρωίδας της. Η Μαίρη Μηνά υποδύθηκε την Κάθριν, μια νεαρή γυναίκα που καλείται να πείσει για την αλήθεια των ισχυρισμών της. Απαντά με μια προσεκτική και ελεγχόμενη άμυνα στην επιθετικότητα της θείας της, αρνείται να συμβιβαστεί με τις υποδείξεις των συγγενών της και μοιάζει με λεκτικό χείμαρρο στο μονόλογό της που περιγράφει τα όσα διαδραματίστηκαν το βράδυ του θανάτου του Σεμπάστιαν. Λόγος που έχει παλμό και πάθος, κίνηση νευρική, σχεδόν εμπύρετη και σαγηνευτική ομορφιά υποστήριξαν σε σχεδόν απόλυτο βαθμό τις απαιτήσεις του χαρακτήρα της και μετά το περσινό επιτυχημένο θεατρικό της ντεμπούτο, η νεαρή ηθοποιός κατέθεσε και πάλι επαρκή διαπιστευτήρια του πλούσιου ταλέντου της. Ο Παναγιώτης Εξαρχέας έπαιξε το γιατρό Κούκροβιτς, στον οποίο κράτησε έναν χαμηλό, απόλυτα επαγγελματικό τόνο στη φωνή του, με ελάχιστο συναίσθημα στις σκηνές με την κυρία Βέναμπλ, ενώ διατήρησε τη διαύγεια και την αυτοσυγκέντρωση της ερμηνείας του στο παρατεταμένο τετ-α-τετ με την Κάθριν. Η Αθηνά Αλεξοπούλου ήταν η υπολογίστρια και φιλοχρήματη κυρία Χόλι που μοιάζει να μην ενδιαφέρεται καθόλου για το τι πραγματικά συνέβη στον Σεμπάστιαν, αλλά μόνο για το πως θα διατηρήσει το σταθερό της εισόδημα από την κυρία Βέναμπλ. Ο Γιάννης Λατουσάκης ερμήνευσε τον Τζορτζ, αδερφό της Κάθριν, αποτυπώνοντας έναν ασταθή και επιφανειακό χαρακτήρα με λόγο χωρίς επιχειρήματα και κίνηση άγαρμπη, σχεδόν βίαιη. Ο Φώτης Σιώτας (σε διπλή διανομή με τον Δημήτρη Χατζηζήση) παίζοντας ζωντανά βιολί, γίνεται ενεργό και σημαντικό κύτταρο της παράστασης, προσφέροντας αιχμηρότητα στις εντάσεις και στις συγκρούσεις των χαρακτήρων.
Η Ευαγγελία Θεριανού σχεδίασε ένα όμορφο και λειτουργικό σκηνικό, με τα φυτά να παραπέμπουν στην αδυναμία του Σεμπάστιαν σε αυτά, ενώ στο χώρο κυριαρχούν κλασσικά έπιπλα και λαμπατέρ της συντηρητικής αισθητικής της κυρίας Βέναμπλ και πολλά μικρά σκηνικά αντικείμενα που θυμίζουν το νεκρό νεαρό ποιητή. Τα κοστούμια της Βασιλικής Σύρμα αποδίδουν τόσο την ευμάρεια της οικογένειας, όσο και την κομψότητα (αυθόρμητη ή μη) που απαιτούσε η συγκεκριμένη συνάντηση στο σπίτι της κυρίας Βέναμπλ. Η κίνηση της Μαρίζας Τσίγκα είναι προσεγμένη και σωστά προσαρμοσμένη στις εκάστοτε απαιτήσεις του λόγου, ενώ η μουσική του Φώτη Σιώτα είτε με τη ζωντανή συμμετοχή του βιολιού, είτε σαν ένα υπόκωφο μουσικό χαλί που συνοδεύει το λόγο αυτό αποτέλεσε σημαντικό κομμάτι της παράστασης. Οι εξαιρετικοί φωτισμοί του Αλέκου Αναστασίου κράτησαν υποφωτισμένα κάποια πλάνα για να αναδείξουν τη νοσηρότητά τους, δημιούργησαν σκιές εκεί που έπρεπε και τόνισαν τη σκοτεινή πτυχή της ιστορίας.
Συμπερασματικά, στην Κεντρική Σκηνή του Θεάτρου του Νέου Κόσμου, παρακολούθησα ένα από τα πιο γνωστά έργα του Τεννεσσή Ουίλλιαμς, σε μια εκδοχή που σεβάστηκε το κείμενο και ανέδειξε την πολυεπίπεδη προβληματική του. Η σκηνοθετική προσέγγιση έφερε τις εικόνες που δημιούργησε σε αρμονική συνύπαρξη με το λόγο, έδωσε σημασία στη λεπτομερή αποτύπωση των ψυχολογικών προφίλ των χαρακτήρων, είχε ρυθμό με ελάχιστες ανισορροπίες και είχε στις δέουσες αναλογίες τόσο το συναίσθημα, όσο και τις εντάσεις μεταξύ των χαρακτήρων. Οι πολύ καλές ερμηνείες συμπλήρωσαν την αίσθησή μου για μια παράσταση που σέβεται το κοινό της και αξιοποιεί σε υψηλό βαθμό τις προθέσεις της.