Ο συμπαγής δίσκος CD, Compact Disc ή σι-ντι, είναι ένας οπτικός δίσκος που χρησιμοποιείται για αποθήκευση ψηφιακών δεδομένων ή για αποθήκευση ψηφιακού ήχου.
Για πρώτη φορά το 1980, η Philips και Sony παρουσίασαν αυτό το μέσο ως αποτέλεσμα σχετικής συνεργασίας. Το CD είναι διαθέσιμο στην αγορά από τα τέλη του 1982 και παραμένει ως το επίσημο μέσο για τις εμπορικές μουσικές καταγραφές έως σήμερα.Τα cds έγιναν πολύ γρήγορα δημοφιλή για τις ευκολίες που παρείχαν στον ακροατή καθώς και για την πιστότητα του ήχου τους.
Στην Ελλάδα η ραγδαία άνοδο των πωλήσεων του cd σημειώθηκε περίπου στα μέσα της δεκαετίας του ’90 και άρχισε να παρουσιάζει την πρώτη ελαφρά κάμψη από το 2006. Παρ’ όλο που για εμάς τους μουσικόφιλους, η γοητεία του βινυλίου παραμένει ασυναγώνιστη είναι αλήθεια ότι το cd βοήθησε στην επανέκδοση αριστουργηματικών και ιστορικών ηχογραφήσεων που σε άλλη περίπτωση ενδεχομένως θα είχαν χαθεί ή δεν θα είχαν γίνει ευρύτερα γνωστές στις νέες γενιές.
Το πρώτο cd που κυκλοφόρησε ήταν το «52nd Street» του Billy Joel, με αφορμή το λανσάρισμα από τη Sony του πρώτου CD player! Οι δισκογραφικές εταιρείες ανά τον κόσμο είδαν σε αυτό το νέο φορμά την ευκαιρία να αποκομίσουν τεράστια κέρδη μιά και τους δόθηκε η ευκαιρία να επανεκδόσουν και κατ’ επέκταση να ξαναπουλήσουν τους τεράστιους καταλόγους τους. Εμείς που μεγαλώσαμε με το βινύλιο, χαιρετίσαμε το CD (εκεί στα τέλη του ’80 και τις αρχές του ’90) ως μια νέα φόρμα, που θα ερχόταν όχι για να αντικαταστήσει το αγαπημένο πλαστικό, αλλά και για να το επεκτείνει. Κατά βάση ως ένα μέσο, στο οποίο θα ήταν δυνατόν να χαραχτούν περί τα 80 λεπτά μουσικής. Αυτό ήταν πολύ βασικό. Απολαύσαμε, με άλλα λόγια, άλμπουμ, τα οποία μάλλον ασφυκτιούσαν στα 40-45 λεπτά (χονδρικώς), που θα μπορούσαν να αναπαραχθούν στο τυπικό long play. Άλμπουμ τζαζ, αβαντγκάρντ, ηλεκτρονικής, πειραματικής, σύγχρονης κλασικής κ.λπ. – καθώς υπάρχουν και αυτά τα είδη, εκτός από το καθημερινό ποπ/ροκ τραγούδι.
ΤΟ CD ΣΤΗΝ ΕΛΛΑΔΑ
Το cd στην Ελλάδα πέρασε πολλές περιπέτειες που είχαν σαν αποτέλεσμα την μείωση της δυναμικής των πωλήσεών του. Στην αρχή επινοήθηκε η μοναδική στον κόσμο πρωτοτυπία της διανομής των περίφημων premiums δωρεάν cds με εφημερίδες, περιοδικά, ακόμα και δώρα (cd με παραδοσιακά τραγούδια) με την αγορά ενός αρνιού το Πάσχα! Έπειτα η πειρατεία άρχισε να εξελίσσεται σε μάστιγα στις αρχές της πρώτης δεκαετίας του 2000 η οποία πήρε τεράστιες διαστάσεις και απαξίωσε εν τέλει το προϊόν τοποθετώντας το στις εισόδους και τις εξόδους όλων των σταθμών του Μετρό ή στα χέρια πλανόδιων πωλητών. Ο κλάδος εν υπνώσει από την έως τότε παντοδυναμία του αντέδρασε τρία τουλάχιστον χρόνια μετά από την αρχή του φαινομένου, με την αναιμική εκστρατεία του «η πειρατεία σκοτώνει την μουσική», η οποία είχε μηδαμινά αποτελέσματα και έλαβε την ειρωνική απάντηση του νεαρόκοσμου: «η απληστία σκοτώνει την μουσική». Τελικά και η πειρατεία και η απληστία σκότωναν το ίδιο αποτελεσματικά
Αυτά τα γεγονότα σε συνδυασμό με τις ιδιαίτερα υψηλές, έως το ξέσπασμα της κρίσης, τιμές χρέωσης των δισκογραφικών εταιρειών ευτέλισαν στην συνείδηση του κοινού το cd και προετοίμασαν την καταιγίδα του δωρεάν, παράνομου, «κατεβάσματος» των τραγουδιών μέσω του ραγδαία αναπτυσσόμενου διαδικτύου. Διαμόρφωσαν έτσι την άποψη στους ακροατές ότι η μουσική (που έως τότε αναγκάζονταν να χρυσοπληρώνουν) πρέπει να διαδίδεται δωρεάν, με καταστροφικά για τους δημιουργούς αποτελέσματα. Οι συνθέτες και οι στιχουργοί που δεν έχουν έσοδα από, τις ακόμα, προσοδοφόρες συναυλίες δέχτηκαν το μεγαλύτερο χτύπημα. Όλα αυτά είχαν σαν αποτέλεσμα να πληγεί σκληρά ο κλάδος της δισκογραφίας με αποτέλεσμα χιλιάδες άνθρωποι να αντιμετωπίσουν τον εφιάλτη της ανεργίας.
Το τελειωτικό χτύπημα για το CD στην Ελλάδα ήρθε βεβαίως μέσω των premium των εφημερίδων και των περιοδικών. Κι εκεί χάθηκε η μπάλα. Σχεδόν όλο το κλασικό ρεπερτόριο των μεγάλων ελληνικών φωνογραφικών εταιρειών πουλήθηκε σε περιοδικά κι εφημερίδες, μια, δυο, τρεις και δεκατρείς φορές, κάτω από διαφορετικά κάθε φορά concepts, και μάλιστα στην πλειονότητα των περιπτώσεων σε εντελώς του ποδαριού εκδόσεις. Περαιτέρω –και πέραν των καινούριων ψηφιακών παραγωγών– μας δόθηκε η ευκαιρία ν’ ανακαλύψουμε εκατοντάδες μουσικά διαμάντια, που είχαν τυπωθεί στο παρελθόν σε δυσεύρετους δίσκους, ενώ, πολλές φορές, εκείνες ακριβώς οι CD-reissues συνοδεύονταν από σπάνια ή και ανέκδοτα bonus tracks, χωρίς να αναφερόμαστε στις εντελώς ανέκδοτες ηχογραφήσεις ολάκερων long plays, που είδαν για πρώτη φορά το φως στην ψηφιακή εποχή. Ακόμη… να μη μιλήσουμε για κάποια συγκλονιστικά «κουτιά», κάτι απίστευτα box-sets (συχνά ιαπωνικής προέλευσης), που δρούσαν ως τα τέλεια αφιερώματα σε μουσικές σκηνές, events, συγκροτήματα ή καλλιτέχνες. Όλα αυτά τα προσέφερε βασικά το CD, με κάποιο σοβαρό οικονομικό κόστος είναι αλήθεια στην αρχή –κανείς δεν θα ξεχάσει τις 7 και 8 χιλιάδες δραχμές που κόστιζαν τα «εισαγωγής» στα κεντρικά δισκοπωλεία της Αθήνας στο δεύτερο μισό του ’90– και με κάπως πιο λαϊκό (κόστος) στη συνέχεια.
Τα λάθη που έγιναν στην Ελλάδα αποδεικνύονται περίτρανα από την αντίστροφη παγκόσμια τάση. Οι πωλήσεις του cd παγκοσμίως παρουσιάζουν μια σχετική σταθερότητα και σίγουρα όχι την ραγδαία εγχώρια πτώση. Το 2016 πουλήθηκαν στην Αμερική 104,8 εκατομμύρια cds ενώ την αντίστοιχη περίοδο στο Ηνωμένο Βασίλειο πουλήθηκαν 43,7 εκατομμύρια (σε σχέση με τον πληθυσμό είναι μεγαλύτερες οι πωλήσεις από την Αμερική). Οι πωλήσεις του cd σύμφωνα με άρθρο των Financial Times εμφανίζονται να είναι πιο ανθεκτικές από τα downloads. Στην δε Ιαπωνία το cd συνεχίζει να καλύπτει πάνω από το 80% της μουσικής κατανάλωσης,ενώ στην Αμερική το αντίστοιχο ποσοστό φτάνει το 43,7% Μεγαλύτερη πτώση παρουσιάζουν οι πωλήσεις των νέων κυκλοφοριών η οποία φτάνει έως και το 40% ενώ τα albums καταλόγου είναι σαφώς ανθεκτικότερα σημειώνοντας πτώση 7,7%.
Στη χώρα μας όπως βιαστήκαμε να «εξαφανίσουμε» από προσώπου γης το βινύλιο πριν από 20 και πλέον χρόνια πράττουμε το ίδιο και με τον ψηφιακό δίσκο περιμένοντας κάποια στιγμή να επιστρέψει και αυτός (ακολουθώντας την διεθνή τάση) με την σειρά του ως φετίχ. Η παρηγοριά και η ελπίδα των απανταχού εραστών του φυσικού προϊόντος παραμένει η ξέφρενη άνοδος του βινυλίου αλλά παρ’ όλες τις δυσοίωνες προβλέψεις το cd παγκόσμια παρουσιάζει σχετική ανθεκτικότητα.
Αν έχετε λοιπόν κάποια καλή CD-συλλογή –συλλογή εννοώ, που να την φτιάξετε από την τσέπη σας και με το γούστο σας και όχι από τις πάρε-να ’χεις «προσφορές» των εφημερίδων– μην ανησυχείτε. Άμα την βαρεθείτε, ή αν βρεθείτε στην ανάγκη να την πουλήσετε (γιατί οι εποχές πλέον δεν παίζονται), δεν θα χάσετε. Όλο και κάποιος Ιάπωνας θα βρεθεί για να την αγοράσει.
Πηγή:
www.ogdoo.gr/erevna/to-cd-egine-35-eton-kai-dinei-maxi-gia-tin-yparksi-tou