Το έργο του κορυφαίου Άγγλου δραματουργού Ουίλιαμ Σαίξπηρ (William Shakespeare) “Μακμπέθ” (Macbeth) σκηνοθέτησε ο Δημήτρης Λιγνάδης σε μια συμπαραγωγή του Εθνικού Θεάτρου με το Δημοτικό Θέατρο του Πειραιά. Γράφτηκε περί το 1606, παίχτηκε για πρώτη φορά την ίδια χρονιά, ενώ κάποιες προλήψεις το θεωρούν “καταραμένο”, καθώς πολλά ατυχήματα έχουν συνδεθεί με αυτό κατά τις διάφορες κινηματογραφικές ή θεατρικές του παραγωγές, ενώ πολύ συχνά οι αναφορές στο έργο γίνονται ως “το σκωτσέζικο έργο” (The Scottish Play) και για τον ομώνυμο ήρωα ως ο “Σκωτσέζος Βασιλιάς” (Scottish King). Ο Μακμπέθ είναι ένας γενναίος και αφοσιωμένος στρατηγός του βασιλιά Ντάνκαν και μετά από μία νίκη του, η συνάντησή του με τρεις μάγισσες και οι προφητείες που ακούει από αυτές, του αναζωπυρώνουν το όραμα και τη βούληση να γίνει αυτός βασιλιάς. Εκμυστηρευόμενος τις σκέψεις του στη σύζυγό του, αυτή τον παροτρύνει να προχωρήσει δυναμικά στα σχέδιά του και να κάνει πράξη τις φιλοδοξίες του με κάθε τρόπο. Προς επίρρωση των σχεδίων του δολοφονεί το φιλοξενούμενό του βασιλιά και καταλαμβάνει το θρόνο, ενώ παράλληλα εξοντώνει και τον στρατηγό Μπάνκουο, για τον οποίο η προφητεία έλεγε ότι θα αποκτήσει τέκνα που θα γίνουν βασιλιάδες εκθρονίζοντάς τον. Όμως ο Φλέιανς, γιος του Μπάνκουο διαφεύγει, δημιουργώντας αγωνία στον Μακμπέθ, η οποία όμως καθησυχάζεται από τη νέα προφητεία των μαγισσών ότι δεν κινδυνεύει “ώσπου το δάσος απ’ το Μπέρναμ να κινήσει για ν’ ανεβεί στο Ντάνσινεϊν να τον πολεμήσει”. Η Λαίδη Μακμπέθ βασανίζεται από έντονες τύψεις, παθαίνει νευρικές κρίσεις, παραδίδεται στην τρέλα και πεθαίνει. Ο Μάλκομ, γιος του δολοφονημένου βασιλιά της Σκωτίας μαζεύει στρατό και κινείται εναντίον του Μακμπέθ, με τον στρατό να κρατά κλαδιά από το δάσος του Μπέρναμ πλησιάζοντας, εκπληρώνοντας έτσι την προφητεία. Ο Μακμπέθ τρέπεται σε φυγή, αλλά ο ευγενής Μακντάφ, του οποίου τη γυναίκα και τα παιδιά είχε σκοτώσει ο σφετεριστής, τον προλαβαίνει και τον σκοτώνει με άγριο τρόπο στη μονομαχία τους, κλείνοντας κατ’ αυτόν τον τρόπο τον κύκλο του αίματος. Τη μετάφραση από το πρωτότυπο κείμενο έκανε ο Νίκος Χατζόπουλος και διατήρησε όλη τη στιβαρότητα και τη δραματική ποιητικότητα του λόγου, μεταφέροντάς τον στο σήμερα, χωρίς να χαθεί ούτε το ελάχιστο των βαθύτερων νοημάτων του.
Ο Δημήτρης Λιγνάδης στη σκηνοθεσία της παράστασης, θέλησε να αναδείξει και να αναλύσει διεξοδικά το δίλημμα του ήρωα ανάμεσα στο καθήκον, την αφοσίωση και την αξιοπρέπεια που τον διέπει ως στρατηγό και την υπέρμετρη εσωτερική φιλοδοξία που κατατρώει τα σωθικά του και τον προτρέπει σε ένα αιματοβαμμένο πεπρωμένο. Ο Μακμπέθ έχει μέσα του το καλό και το κακό και η μεταξύ τους μάχη είναι έντονη και δυναμική. Αυτές οι εσωτερικές συγκρούσεις αποτυπώνονται στο λυρικό δυναμισμό του λόγου, αλλά ελάχιστα δείχνουν να προχωρούν πέρα από την επιφάνεια των προσώπων προς μια ενδελεχή σκιαγράφηση των χαρακτήρων, την εξελικτική πορεία από τον ήρωα στον προδότη και τη σκηνική δικαιολόγηση της επερχόμενης τιμωρίας-νέμεσης. Η καθαρότητα του κειμένου δε συνοδεύεται από μια ουσιαστική ενδοσκόπηση στις σκοτεινές πτυχές της φιλοδοξίας, της αρχομανίας και της αλαζονείας, αλλά αναλώνεται σε σκηνικούς εντυπωσιασμούς, άτονους λεκτικούς διαξιφισμούς και εικόνες χωρίς ψυχή και όραμα. Ακούμε τους ήρωες, αλλά δεν τους νιώθουμε, τα πάθη και οι συγκρούσεις τους μοιάζουν να στέκονται μετέωρα και να χάνονται στην έλλειψη ουσίας, ώστε δε φτάνουν στο κοινό. Οι διάλογοι συνεχείς, με λίγες παύσεις που δεν αρκούν για να τους δώσουν βάθος και παλμό, το όποιο λίγο χιούμορ δεν υποστηρίζει το δράμα, αλλά ακούγεται άκαιρο κι ενώ οι εξελίξεις κορυφώνονται, έπιασα τον εαυτό μου να τις παρακολουθεί με αυξανόμενη αδιαφορία, χωρίς να έχω γίνει δέκτης του ηθικού, ψυχολογικού, συναισθηματικού και υφολογικού υποβάθρου που θα απαιτούνταν για να αποδοθούν με σαφήνεια, ακρίβεια και καθαρότητα. Στις ερμηνείες διέκρινα μια έλλειψη επιτήδευσης, αλλά και μια έλλειψη ουσίας και συναισθήματος που τις έκαναν, με κάποιες λίγες εξαιρέσεις, επιφανειακές και συχνά διεκπεραιωτικές.
Ο Δημήτρης Λιγνάδης ανέλαβε τον ομώνυμο ρόλο του έργου. Η ερμηνεία του είχε καθαρή άρθρωση, σωστούς τονισμούς, αλλά της έλειψε η πραγματική ταυτότητα. Έβλεπα τον ηθοποιό να μιλά, να αγωνιά και να πασχίζει, αλλά να μη γίνεται ο ήρωας που υποδυόταν, να κρατά αποστάσεις από αυτόν και να μη συμμερίζεται τις εσωτερικές του τριβές και ανασφάλειες. Σε ελάχιστες περιπτώσεις συντονίστηκαν, αλλά δεν ήταν επαρκείς για να γίνει συνειδητή η εξελικτική του πορεία από τον ηρωισμό, στο έγκλημα και την αναπόφευκτη τιμωρία. Η Μαρία Κίτσου υποδύθηκε τη Λαίδη Μακμπέθ, χωρίς φωνητικές ή συναισθηματικές υπερβολές. Τόσο η φωνή της, όσο και η σκηνική της παρουσία είχαν όλες τις απαραίτητες εναλλαγές που χρειάστηκαν για να αποδώσει ολοκληρωμένα το φάσμα της διαδρομής της ηρωίδας της από τη χαμηλών τόνων σύζυγο μέχρι τη θυμωμένη και υπεφιλόδοξη βασίλισσα, αλλά και τη γυναίκα που χωρίς την εσωτερική της ισορροπία σταδιακά οδηγείται στην τρέλα και το θάνατο. Η Ελισάβετ Κωνσταντινίδου στο ρόλο μίας από τις μάγισσες, δεν απέφυγε κάποια τηλεοπτικά κλισέ στο λόγο της, ενώ η όποια κωμική του χροιά έμοιαζε αστήρικτη και ανούσια, χωρίς να εξυπηρετεί κανέναν προφανή σκοπό στη ροή του έργου. Η Ράνια Οικονομίδου ήταν η έτερη μάγισσα, η οποία έδειχνε αμήχανη σκηνικά, χωρίς εμφανή απεύθυνση, ενώ στηρίχθηκε σε πολυπαιγμένα κλισέ και δεν είχε κανένα βάθος στην ερμηνεία της. Ο Βασίλης Καραμπούλας έπαιξε την τρίτη μάγισσα (άγνωστο γιατί επελέγη άντρας, αφού δεν έγινε και για τις τρεις μάγισσες) με αρκετά λεκτικά σαρδάμ και έναν υπερβάλλοντα σαρκασμό στη φωνή που δεν εξυπηρέτησε τίποτα. Ο Γιώργος Μπινιάρης στο ρόλο του Βασιλιά της Σκωτίας Ντάνκαν, στάθηκε μια μάλλον ατυχής επιλογή για τον ήρωα αυτόν, καθώς δε διέθετε ούτε το φωνητικό, ούτε το σκηνικό εκτόπισμα για να τον υποδυθεί. Ο Αλέξανδρος Μαυρόπουλος ως Μακντάφ, καταφέρε να αναδείξει με ευκρίνεια τόσο το συντετριμμένο σύζυγο και πατέρα, όσο και το δυναμικό και σχεδόν αδυσώπητο τιμωρό της αλαζονείας και της βλασφημίας του Μακμπέθ. Ο Ορέστης Τζιόβας ερμήνευσε έναν μάλλον άνευρο και άκαπνο Μπάνκουο, εντελώς αμήχανο σκηνικά και χωρίς ένταση στο λόγο του. Ο Τζέο Πακίτσας ήταν μια ευχάριστη έκπληξη ως Φλέιανς, γιος του Μπάνκουο, καθώς έδειξε σκηνική άνεση, αν και ο λόγος του είχε λιγότερη παιδικότητα, απ’ όση θα υπαγόρευε η ηλικία του. Ο Αναστάσης Λαουλάκος (Μάλκομ), ο Γιώργος Μπένος (Λοχίας) και ο Γιάννης Χαρτοδιπλωμένος (Ρος) σε μικρότερους ρόλους συμπλήρωσαν το καστ της παράστασης, χωρίς εμφανείς αδυναμίες, αλλά με μία μάλλον παθητική κινησιολογική προσέγγιση που σίγουρα δε βοήθησε ώστε να γίνει ιδιαίτερα αισθητή η παρουσία τους.
Τα σκηνικά επιμελήθηκε η Εύα Νάθενα και έτειναν στην κατεύθυνση της υπερπαραγωγής. Άλλοτε στάθηκαν λειτουργικά και προς όφελος της παράστασης (όπως ο υψηλός τοίχος με τους θρόνους ψηλά πάνω από το έδαφος με το βασιλικό ζεύγος να πατάει πάνω σε χέρια για να ανεβαίνει σε αυτούς και να κατεβαίνει από αυτούς) και άλλοτε όχι και δε βοήθησαν τις δημιουργούμενες εικόνες (όπως το μακρύ τραπέζι στο βάθος της σκηνής στη γιορτή που δυσκόλευε την ακουστική ή τους καθρέφτες που δε συντονίστηκαν με τις αντανακλάσεις των φώτων). Η ίδια είχε και τη φροντίδα των κοστουμιών, τα οποία ήταν αντιπροσωπευτικά της εποχής, οι στολές παρέπεμπαν στη Σκωτία, αλλά έγινε υπερβολική η τόση χρήση του κόκκινου χρώματος. Η μουσική του Μίνωα Μάτσα συνόδευσε ικανοποιητικά το λόγο στις κορυφώσεις του, χωρίς όμως να είναι τέτοια που θα άφηνε το ίχνος της στην παράσταση. Η κίνηση του Θανάση Ακοκκαλίδη συχνά αποτέλεσε τροχοπέδη στη ροή του έργου, καθώς οι περισσότερες εικόνες είχαν έντονη στατικότητα και δεν υποστήριξαν τη βαρύτητα του λόγου. Οι φωτισμοί της Χριστίνας Θανάσουλα επέτειναν με κάποια υποφωτισμένα πλάνα το σκοτεινό χαρακτήρα του έργου και δημιούργησαν σκιές που συχνά έμοιαζαν να κυνηγούν τους ήρωες.
Συμπερασματικά, στην Κεντρική Σκηνή του Εθνικού Θεάτρου παρακολούθησα ένα από τα πιο σημαντικά έργα του Σαίξπηρ, σε μία εκδοχή που δεν κατάφερε να διεισδύσει στα βάθη της ψυχής των ηρώων και να αποτυπώσει με σαφήνεια, ευκρίνεια και ένταση τα πάθη, τις φιλοδοξίες, τις ίντριγκες και τις συγκρούσεις τους. Παρ’ όλη την εξαιρετική και γεμάτη ποιητικό λόγο μετάφραση, τα νοήματα έμοιαζαν επιφανειακά, αποστασιοποιημένα και χωρίς παλμό, σε μία προσέγγιση άνευρη, μετέωρη και εν τέλει με λίγη ουσία. Οι παύσεις ήταν ελάχιστες, οι εικόνες άδειες από συναίσθημα, ο ρυθμός χωρίς συνέχεια και συνέπεια, ενώ και το καστ σε σημαντικό βαθμό δεν ανταποκρίθηκε στις απαιτήσεις των ρόλων. Κάπως έτσι χάθηκε η ευκαιρία για μια αξιοσημείωτη παράσταση που θα άφηνε το στίγμα της στη σαιζόν που εκπνέει.