Οι φετινές επιδαύριες παραστάσεις έκλεισαν, μέσα σε μία φθινοπωρινή ατμόσφαιρα, με την παρουσίαση του έργου «Οιδίποδας» της Μάγια Τσάντε, σε σκηνοθεσία Τόμας Οστερμάιερ, στις 3,4 και 5 Σεπτεμβρίου. Η καλλιτεχνική διευθύντρια του Φεστιβάλ Αθηνών Επιδαύρου, Κατερίνα Ευαγγελάτου, ανέθεσε στον Τόμας Οστερμάιερ, καλλιτεχνικό διευθυντή της Σαουμπίνε, να παρουσιάσει ένα σύγχρονο κείμενο, ειδικά γραμμένο για το θέατρο του Πολυκλείτου, εμπνευσμένο από το έργο του Σοφοκλή «Οιδίπους Τύρανος».
Η Μάγια Τσάντε, Γερμανοσουηδέζα, συγγραφέας και μεταφράστρια, η οποία συνεργάζεται με τη Σαουμπίνε από το 2.000, επωμίστηκε το δύσκολο έργο της συγγραφής αυτού του έργου.
Η Μάγια Τσάντε δημιούργησε ένα σύγχρονο, αστικό δράμα δωματίου με έντονο σασπένς, το οποίο «συνομιλεί» με τον σοφόκλειο μύθο και συγχρόνως διατηρεί μια κάποια αυτονομία. Το εμπλουτίζει με σύγχρονα προβλήματα όπως: η μόλυνση του περιβάλλοντος, η ενδοοικογενειακή βία ακόμα και ο βιασμός και με έναν σύγχρονο Οιδίποδα να υποκύπτει στον έλεγχο της συνείδησής του και μια γυναικεία μορφή την Κριστίνα-Ιοκάστη δυναμική και ικανή να εξουσιάζει το σώμα της και τη ζωή της. Στο έργο δεν υπάρχει κάποιο θεϊκό ή μυθολογικό στοιχείο. Απουσιάζουν η δύναμη της θεϊκής παρέμβασης καθώς και η παρουσία της μοίρας, στοιχεία που καθορίζουν την αρχαία τραγωδία. Έχουν αντικατασταθεί με τις ιδέες και τις πεποιθήσεις που καθορίζουν τη ζωή ενός ανθρώπου, οι οποίες όταν ξαφνικά κλονιστούν, αμφισβητηθούν και ανατραπούν, τότε διαμορφώνεται μια νέα πραγματικότητα την οποία οφείλει να αντιμετωπίσει ο σύγχρονος άνθρωπος.
Η Τσάντε προσπαθεί να δημιουργήσει ένα αστικό δράμα, ιψενικού διαμετρήματος, το οποίο σίγουρα θα λειτουργούσε καλύτερα σε ένα κλειστό θέατρο. Είναι φανερό ότι, εκτός από το έργο του Σοφοκλή, «αρδεύει» στοιχεία από τον «Εχθρό του λαού» του Ίψεν και από λαϊκές διηγήσεις και απλοϊκά ρομάντζα σχετικά με αναγνωρίσεις μεταξύ αδελφών ή μητέρας και παιδιού από κάποιο φυλακτό ή κάποιο σημάδι του κορμιού.
Η Τσάντε επιλέγει να βασίσει το έργο της σε τρία πρόσωπα από το πρωτότυπο κείμενο: στον Οιδίποδα (Μίχαελ), την Ιοκάστη (Κριστίνα), τον Κρέοντα (Ρόμπερτ) και το εμπλουτίζει με ένα τέταρτο επινοημένο γυναικείο πρόσωπο, την Τερέζα. Η Τερέζα είναι αδελφική φίλη της Κριστίνα, γνώστης καλά κρυμμένων μυστικών. Ένας ρόλος που εμπεριέχει χαρακτηριστικά του Τειρεσία, του βοσκού και του αγγελιοφόρου.
Μία πάμπλουτη και πολύ ισχυρή οικογένεια γερμανών βιομηχάνων, περνά τις καλοκαιρινές της διακοπές κάπου στην ελληνική επαρχία. Η Κριστίνα, η οποία διοικεί την επιχείρηση μετά τον θάνατο του άνδρα της, απολαμβάνει το ελληνικό καλοκαίρι με τον Μίχαελ, μέλλοντα σύζυγό της, πατέρα του παιδιού που περιμένει και κατά πολύ νεώτερό της, με τον αδερφό της Ρόμπερτ και τη φίλη της Τερέζα.
Ξαφνικά η καλοκαιρινή ραστώνη και η χαρά για τον επικείμενο γάμο εξανεμίζονται από την αιφνίδια και βίαιη εισβολή του παρελθόντος. Ένα παρελθόν που ενεργεί ως καταλύτης τορπιλίζοντας το παρόν με καταστροφικές συνέπειες. Εν τούτοις το σασπένς και οι ανατροπές που υπάρχουν στο έργο αδυνατούν να αρθρώσουν μια στιβαρή δραματουργία, τείνουν μάλλον προς το εύκολο μελόδραμα. Με αποκορύφωση την σκηνή, στην οποία ο Μίχαελ αναγνωρίζει την πραγματική του ταυτότητα. Η σκηνή είναι αδύναμα γραμμένη και αμήχανα σκηνοθετημένη, αργή, με μια λούπα εκφράσεων που κουράζει και αποδυναμώνει τη γοργή εξέλιξη της δράσης. Επίσης οι αναφορές στο σκοτεινό πλουτισμό της οικογένειας από την εκμετάλευση, την συγκάλυψη αδικημάτων και την συνεργασία με το φασιστικό καθεστώς κατά τη διάρκεια του β’ παγκοσμίου πολέμου, θίγονται επιφανειακά κατά τη ροή συγκρουσιακών διαλόγων.
Ένα λευκό πλαίσιο από νέον οριοθετεί τον σκηνικό χώρο στην τεράστια ορχήστρα του αρχαίου θεάτρου. Το έργο εξελίσσεται στην κουζίνα και στον αύλειο χώρο του εξοχικού που σηματοδοτείται από μία φορητή ψησταριά και μια τραπεζαρία κήπου. Ο Jan Rappelbaum δημιούργησε ένα λιτό και λειτουργικό σκηνικό με σεβασμό στο χώρο. Στα δεξιά της κουζίνας, μια γιγαντοοθόνη χρησιμεύει για την προβολή δράσεων και τοπίων εκτός της ορχήστρας αλλά και στην λεπτομερή αποτύπωση εκφράσεων και συσπάσεων των προσώπων των ηρώων. Δύο κινηματογραφιστές με κάμερα στο χέρι, στις κρίσιμες στιγμές του έργου, ζουμάρουν στα πρόσωπα των ηθοποιών για να μπορέσει το βλέμμα του θεατή να αγγίξει το πρόσωπο του πάσχοντα ήρωα. Ένα έξυπνο εύρημα του Οστερμάιερ που επιτυγχάνει την κατάργηση της τεράστιας απόστασης μεταξύ θεατή και ηθοποιού. Οι τέσσερις εξαιρετικοί ηθοποιοί Caroline Peters (Κριστίνα), Christian Tschirner (Ρόμπερτ), Renato Schuch (Μίχαελ), Isabelle Redfern (Τερέζα) ερμήνευσαν συγκλονιστικά τους ρόλους τους, τονίζοντας τις συναισθηματικές και ψυχολογικές μεταπτώσεις του κάθε χαρακτήρα.
Η μάλλον κουρασμένη σκηνοθετική ματιά του Οστερμάιερ απέχει μακράν του άλλοτε τολμηρού, προκλητικού, με την χαρισματική τρέλα σκηνοθέτη, που ανέλαβε σε ηλικία 31 ετών το τιμόνι της Σαουμπίνε. Κατά την γνώμη μου, η συγγραφέας και ο σκηνοθέτης αυτοπαγιδεύτηκαν επιλέγοντας να κρατήσουν ως τίτλο του έργου το όνομα του μυθικού ήρωα. Ίσως ένας άλλος τίτλος θα έδινε μια άλλη διάσταση, πνοή και οπτική στο σύγχρονο έργο. Επίσης, το έργο διαδραματίζεται στην Ελλάδα, κατά τη διάρκεια του περίφημου ελληνικού καλοκαιριού. Οι ήρωες πίνουν τσίπουρο και κλείνουν το γεύμα θαλασσινών με μπακλαβά. Στοιχεία γραφικά που «ενδίδουν» στη γνωστή τουριστική εικόνα, κλισέ, της Ελλάδας προς το εξωτερικό.
Είναι γνωστό ότι δεν περιμέναμε να παρακολουθήσουμε μια τραγωδία. Ωστόσο ήταν μέσα στις προσδοκίες μας να διακρίνουμε μια σκηνοθετική σπίθα και να απολαύσουμε ένα σύγχρονο κείμενο με μία πραγματικά ενδιαφέρουσα γραφή.